Ρόι Τάρπλεϊ. Ο καλύτερος Αμερικανός παίχτης που έπαιξε ποτέ στο Ελληνικό πρωτάθλημα.

 Ο Ρόι ξεκίνησε την καριέρα του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το 1986 οι Ντάλας Μάβερικς τον επέλεξαν ως έβδομο pick των ντραφτ του ΝΒΑ. Την πρώτη του χρονιά συμπεριληφθηκε στην καλύτερη ομάδα rookie της σεζόν και έδειξε ότι μπορούσε να κάνει εξαιρετική καριέρα. Κατά τη διάρκεια της σεζόν 1987-88 κέρδισε επίσης το NBA Sixth Man of the Year Award . Το 1991 ωστόσο, αποβλήθηκε από το NBA για παραβίαση των κανόνων χρήσης ναρκωτικών ( βρέθηκε δυστυχώς θετικός στην κοκαΐνη ) 



Τη σεζόν 1994-1995 προσπάθησε να επιστρέψει στο ΝΒΑ και στους Ντάλας Μάβερικς, αλλά τον Δεκέμβριο του 1995 αποβλήθηκε ξανά και οριστικά, αυτή τη φορά για αλκοολισμό. Πιστεύω ότι ο Ρόι αν ήταν απολύτως υγιής χωρίς καταχρήσεις, θα είχε τους καλύτερους πάουερ φόργουορντ ever Καρλ Μαλόουν, Τιμ Ντάνκαν, Τσαρλς Μπαρκλει και Κέβιν Γκαρνέτ για πρωινό. Τόσο μεγάλος παίχτης ήταν ο Τάρπλεϊ. Στην καριέρα του στο ΝΒΑ είχε κατά μέσο όρο σχεδόν 13 πόντους και 10 ριμπάουντ ανά αγώνα.

Φυσικά στην Ελλάδα έπαιξε σε τρεις μεγάλες ομάδες: τους Αρη, Ολυμπιακό και Ηρακλή.

Κατέκτησε επίσης το Ευρωπαϊκό Κύπελλο το 1993 με τον Άρη  και το 1994 έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκας με τον Ολυμπιακό όπου αναδείχτηκε ο καλύτερος ριμπάουντερ της διοργάνωσης με μέσο όρο 12,8 ριμπάουντ.

Στο Ελλήνικό πρωτάθλημα με τον Άρη αναδείχθηκε πρώτος ριμπάουντερ με 17,2 και πρώτος στα κλεψίματα με 2,2 μέσο όρο. 

Στις 21 Οκτωβρίου 1992, ο Ρόι Τάρπλεϊ βάσει της αξιολόγησης του συστήματος tendex συγκέντρωσε 1.941 βαθμούς στο παιχνίδι του Άρη με τον Πειραϊκό. Η επίδοση αυτή υπήρξε η καλύτερη για 17,5 χρόνια, έως τις 29 Μαΐου 2010 οπότε και καταρίφθηκε από τον Δημήτρη Μαυροειδή με 1.991 βαθμούς. 

Τον Μάρτιο του 2009 μήνυσε το ΝΒΑ και τους Ντάλας Μάβερικς για διακρίσεις, σε σχέση με την οριστική αποβολή του. 

Έπαιξε οργανωμένο μπάσκετ από τα 18 ως στα 42 του χρόνια, 24 χρόνια καριέρας στα παρκέ (αν και γλεντζες). 


Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει

“Dying Alexander”~Florence, Uffizi Gallery Parian marble(head), bust (modern work) — Luna marble. Late 2nd cent. BCE. Greco-roman copy of a Hellenic portrait.

 The identification of this head as a portrait of Alexander the Great is derived from Plutarch, who wrote that only Lysippos was permitted to make a likeness of him, and portrayed him “with leonine hair and melting upturned eyes”.



The interpretation that Alexander is shown in his death throes demonstrates the Renaissance desire to find in ancient sculpture illustrations of ancient history; the expression and pose are more dramatic than we would expect to find in a portrait. 

Other art historians have called it a dying giant, with comparisons to similar figures in the Great Altar of Zeus at Pergamon

Καμηλαύκιον/Καμελαύκιον (Kamelaukion) (by John Dandoulakis MA - military historian)

 The kamelaukion is a term that appears in 10th century greek literature and it is explained to be a hat made of felt dyed in purple red. For this reason it was also called φοινικίς-δα (foinikes-da) because purple dye was also known as φοίνις-δα (foines-da).



 The kamelaukion took its name from resembling the hunchback of a camel, as this was the shape the hat originally had. The kamelaukion may have -or may have not- originated from the pannonian cap. In it's original period (10th-12th c) it was red and worn mostly by military officers. Over the centuries it's colour, shape and use changed, being worn widely by officials of all levels. 

In post-byzantine times the term itself suffered an anagramatism and came to be called "καλυμμαύχιον" known most distinctively for it's use by the Greek Orthodox clergy.

Πόντιοι και Λαζοί: Γιατί είναι λάθος η ταύτιση τους. Της Γιώτας Ιωακειμίδου

 Πού οφείλεται επομένως η ταύτισή τους με τους Πόντιους στις μέρες μας; Σύμφωνα με τον καθηγητή μας Κώστα Φωτιάδη, υπάρχουν δυο εκδοχές.



Η ταύτιση επινοήθηκε από Βούλγαρους ιστορικούς για να απαξιωθεί η εγκατάσταση των Ποντίων στη Μακεδονία.

Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή η ταύτιση στοχεύει στην απαξίωση των ίδιων των Ποντίων, αφού διαιωνίζεται από ανιστόρητους, οι οποίοι προσδίδουν στην ποντιακή φυλή τη ρετσινιά του απολίτιστου.

Οι Λαζοί ανήκουν φυλετικά στα ποικιλώνυμα φύλα του Καυκάσου. Κάποιοι τους θεωρούν απόγονους των Κόλχων, αλλά αυτό ίσως δεν ευσταθεί, γιατί οι Αρχαίοι Κόλχοι είναι πολύ πιθανόν να εξελληνίστηκαν και να συγχωνεύτηκαν με το ελληνικό στοιχείο. Ο Ηρόδοτος τους θεωρεί Αιγυπτίους, αλλά δεν έχουν καμιά συγγένεια ούτε γλωσσική ούτε πολιτισμική με τους Αιγυπτίους.

Ο Θεοδόσιος ο Α΄ το 380 μ.Χ. διορίζει ανθύπατο στην Κολχίδα, Λαζική και Τσανική τον Αυγουστάλιο Κορτίκιο, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε Κόλχους και Λαζούς. Και δεν ταυτίζονται οι φυλές αυτές.

Το 522 στα χρόνια του Ιουστινιανού ασπάζονται τον χριστιανισμό και μπαίνουν κάτω από την προστασία του Βυζαντίου κατά της Περσικής κυριαρχίας.

Στα χρόνια των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας βρήκαν καταφύγιο στην αυτοκρατορία του Πόντου, καθώς υπέστησαν πολλά δεινά ως υπήκοοι των Γεωργιανών. Από τότε μέχρι και το 1461 υπάγονταν στην αυτοκρατορία, μετά την πτώση της οποίας εξισλαμίστηκαν και έγιναν υπήκοοι Οθωμανοί.

Στην 6η Οικουμενική σύνοδο το 680 μ.Χ. αναφέρεται ότι έλαβε μέρος και ο επίσκοπος των Λαζών και ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας έφερε τον τίτλο «έξαρχος πάσης Λαζικής».

Η σύγχυση ξεκίνησε επομένως από την εποχή των Μεγαλοκομνηνών καθώς ταυτίστηκαν θρησκευτικά και εθνικά με το ελληνικό στοιχείο.

Οι αμαθείς βυζαντινοί χρονικογράφοι της εποχής αποκαλούν τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, άρχοντα των Λαζών. Κάπως έτσι ξεκίνησε η το ιστορικό λάθος της ταύτισης τους με τους Πόντιους. Επομένως σημαντική ευθύνη έχουν αυτοί οι ιστορικοί και χρονικογράφοι της εποχής, οι οποίοι θέλοντας να μειώσουν το κύρος των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, τους αποκαλούν υποτιμητικά Αυτοκράτορες της Λαζικής

Κατοικούσαν στην περιοχή προς τα αριστερά του ποταμού Τσορόχ, αλλά το όνομά τους επεξετάθη σε όλη την περιοχή με το όνομα Λαζιστάν. Τα γεωγραφικά όρια της Λαζικής είναι ο ποταμός Φάσις και δυτικά η Τραπεζούντα, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ενώ σύμφωνα με τον Αρριανό η περιοχή του Όφη.

Με τους Τούρκους δεν έχουν επίσης τίποτα κοινό, παρά μόνον το θρήσκευμα. Μάλιστα υπήρχε ανέκαθεν μια αντιπάθεια ανάμεσά τους, χαρακτηριστικό είναι αυτό που λένε οι Τούρκοι για τους Λαζούς: «από τα ζώα το κατώτερο είναι η χήνα, από τους ανθρώπους ο Λαζός».

Είναι λαός άξεστος, ανδρείος, ληστρικός και ατίθασος. Ζούσαν από τη ληστεία, το λαθρεμπόριο καπνού και τη ναυτιλία. Ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, καθώς η περιοχή στην οποία κατοικούσαν ήταν δασώδης. Πάντα οπλοφορούσαν και προκαλούσαν τρόμο ακόμα και στα όργανα διοίκησης της κυβέρνησης.

Η ενδυμασία τους δεν μοιάζει ούτε με την τούρκικη ούτε με την ποντιακή. Η δε γλώσσα τους δεν έχει καμιά ομοιότητα με την Ποντιακή Διάλεκτο, αλλά σύμφωνα με τον Δ. Οικονομίδη είναι γεωργιανή και ανήκει στην ομάδα των Ιβηρικών γλωσσών. Τα Λαζικά μαζί με τα Μεγρέλικα αποτελούν τον κλάδο των Νοτιοκαυκασιανών γλωσσών. Η διαφορά μεταξύ τους είναι σε επίπεδο διαλέκτου και όχι γλώσσας. Οι Μεγρέλιοι, που κατοικούν στη σημερινή Γεωργία, συγγενική ομάδα με τους Λαζούς. Και οι δυο είναι φυλές του ιδίου έθνους.

Για πολλούς αιώνες συγχρωτίστηκαν με τους Πόντιους και επηρεάστηκαν από τα ήθη και έθιμά τους, καθώς ο ανώτερος πολιτισμικά επιδρά στον κατώτερα σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού του. Οι ίδιοι ποτέ δεν υποστήριξαν ότι είναι Έλληνες, ενώ κάποιοι «ανεγκέφαλοι» Πόντιοι (ζητώ συγγνώμη για τον χαρακτηρισμό), αυτοαποκαλούνται Λαζοί.

Στα χρόνια του ξεριζωμού ήταν απηνείς διώκτες των Ποντίων και ο αιμοσταγής Τοπάλ Οσμάν ήταν Λαζός. Τι κοινό μπορούμε να έχουμε με αυτόν τον αιμοδιψή διώκτη μας;

Πού οφείλεται επομένως η ταύτισή τους με τους Πόντιους στις μέρες μας;

Σύμφωνα με τον καθηγητή μας Κώστα Φωτιάδη, υπάρχουν δυο εκδοχές. Η ταύτιση επινοήθηκε από Βούλγαρους ιστορικούς για να απαξιωθεί η εγκατάσταση των Ποντίων στη Μακεδονία. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή η ταύτιση στοχεύει στην απαξίωση των ίδιων των Ποντίων, αφού διαιωνίζεται από ανιστόρητους, οι οποίοι προσδίδουν στην ποντιακή φυλή τη ρετσινιά του απολίτιστου.

Πάντως έχουμε όλοι μας μια ευθύνη για την όλη ιστορία. Το 1968 κυκλοφόρησε ένας δίσκος με τον ατυχή τίτλο «ζει ζει και μας είπανε Λαζοί». Στις 6 Οκτωβρίου του 1968 σύσσωμα τα Ποντιακά σωματεία ζήτησαν την απαγόρευση κυκλοφορίας του δίσκου, πράγμα που έγινε. Ήδη όμως προκλήθηκε η σχετική ζημιά, μια και ο δίσκος γνώρισε μεγάλη επιτυχία στους Πόντιους μετανάστες, οι οποίοι αγράμματοι και ανιστόρητοι καθώς ήταν, υιοθέτησαν τον τίτλο Λαζός.

Πηγή: cognoscoteam.gr/πόντιοι-και-λαζοί-γιατί-είναι-λάθος-η-τ/

(http://www.kallitexnikistegipontion.gr/lazoi-muthoi-kai.../)


Η οικογένεια του κυρίου Σοτάρ, του Ροζέ Φερντινάντ. Θέατρο στο ραδιόφωνο

Απόψε η Διαδρομή σας προτείνει ένα έργο που θα εκπέμψει πολλά και διάφορα μηνύματα.

Η ηχογράφηση έγινε το 1967.


Άνθρωπος των γραμμάτων ο γαμπρός του πλούσιου και αγράμματου κυρίου Σοτάρ (Κώστας Ρηγόπουλος) και φερέλπις καλλιτέχνης, πλην όμως για τον πεθερό του είναι ένας άχρηστος χαραμοφάης.

Όταν όμως έρχονται η καταξίωση και τα πρώτα κέρδη, ο γαμπρός μετατρέπεται σε ένα καλό και αξιαγάπητο παιδί...

Ο πεθερός μέχρι τέλους μένει κενός περιεχομένου και προσηλωμένος στο κέρδος. Δεν μπορεί να αποβάλει το εμπορικό και οικονομικίστικο πνεύμα του ως το τέλος.

Πάντοτε θα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι...

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ισοβιτης :





Καλή ακρόαση!



9/11 Ιουλίου 1913: Άλωση των στενών της Κρέσνας (Διήγηση του Θωμά - Λοχίας Θωμάς Φαρμάκης, 5ο ΣΠ, 1η Μεραρχία, μυθιστορηματικό πρόσωπο - Απόσπασμα από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης - 2ος Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β')

Μετά τη φονικότατη μάχη του Λαχανά, η 1η Μεραρχία, με εμπροσθοφυλακή το 5ο Σύνταγμα, κινήθηκε στις 23/6 προς το Σιδηρόκαστρο. Στις 25 Ιουνίου, η μέρα ξεκίνησε με την ανακοίνωση προαγωγών «επ’ ανδραγαθεία». Ανάμεσα στους προαγόμενους ήμουν κι εγώ, που έγινα Λοχίας. Και την ίδια μέρα, η Μεραρχία προέλασε προς το Μπέλες, κάτω από πυκνά πυρά Πυροβολικού. Στις 26 φτάσαμε στο Χατζή Μπεϊλίκ, τη σημερινή Βυρώνεια και στις 26 και 27 Ιουνίου, το Σύνταγμά μας έδωσε μάχες με τους Βουλγάρους κοντά στο χωριό Αετοβούνι. Στις 27, με την ενίσχυση της ΙΙ/2 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, πήραμε με τη λόγχη τα υψώματα στα ανατολικά του χωριού και τρέψαμε τους Βούλγαρους σε φυγή. Σταθμεύσαμε για λίγο στη Βέτρινα για ξεκούραση, και την επομένη άρχισε η προέλαση της Μεραρχίας προς το Λιβούνοβο, όπου φτάσαμε στις 3 Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου προελάσαμε ως τα υψώματα Σβέτι Βρατς και στις 6 στο Χάνι Μπελίτσας. Στις 7, μαζί με την 2η και την 4η ΜΠ διώξαμε τον εχθρό από το ύψωμα Ροσσελίν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τόσες ημέρες που συναντήσαμε ξανά  Βουλγάρους. Αλλά δεν σκόπευαν να πολεμήσουν για πολύ, ήταν οπισθοφυλακές που ήθελαν μόνο να  δώσουν λίγο χρόνο παραπάνω στους δικούς τους, που οργάνωναν την άμυνά τους στα στενά της Κρέσνας. 



Την επομένη, 8 Ιουλίου, η 1η ΜΠ προέλασε ως το χωριό Γενίκιοϊ. Το πήραμε κι αυτό και σταθμεύσαμε για ανασυγκρότηση στα βόρεια του χωριού. Μπροστά μας ήταν η φοβερή Κρέσνα. Η Κρέσνα είναι φαράγγι με εκπληκτική ομορφιά, γεμάτο κέδρα και κωνοφόρα, που από εκεί περνάει ο Στρυμόνας. 


Αυτά, όσον αφορά τη φυσική ομορφιά. Γιατί όσον αφορά τη στρατιωτική σημασία της, είναι ένα φοβερό πέρασμα, μήκους 20 σχεδόν χιλιομέτρων, ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Όρβηλο, από όπου κατεβαίνει ο Στρυμόνας. Από εκεί περνούσε ο δρόμος από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία και τη Τζουμαγιά. Και μετά από εκεί είναι η Σόφια. 


Οι Βούλγαροι, που ήξεραν καλά τη σημασία της Κρέσνας, την είχαν οχυρώσει σε πολλά σημεία και δεν είχαν αφήσει γεφύρι που να μην το ανατινάξουν, στην υποχώρησή τους. Και τα γεφύρια ήταν πολλά, καθώς ο δρόμος άλλοτε ακολουθούσε τη δεξιά και άλλοτε την αριστερή όχθη του ποταμού.  Ο Λόχος του Μηχανικού ήταν συνεχώς σε δουλειά, στήνοντας πρόχειρες γέφυρες και ανοίγοντας δρόμους για να περάσει το Πυροβολικό.


Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς πυροβόλα, μόνο με τη λόγχη, ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Αρκετές απώλειες είχαμε στο Λαγκαδά, όπου η ταχύτητα μετρούσε διπλά και τριπλά. Εδώ, και να χανόταν μια μέρα, άξιζε τον κόπο. Οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί, δεν υπήρχε λόγος ούτε να τρέχουμε σαν τα κατσίκια ούτε να σπαταλάμε Ελληνικό αίμα . Στις 9 Ιουλίου, το Σύνταγμά μας, το 5ο, διατάχθηκε να εισέλθει στα στενά και να έρθει σε επαφή με τον εχθρό. Ο αμαξιτός δρόμος που διασχίζει τα στενά βαλλόταν συνεχώς από τα πυροβόλα τους. Και σε κάθε στροφή του δρόμου, υπήρχαν θέσεις οχυρωμένες. Το πράγμα έδειχνε δύσκολο. Ο ίδιος ο Μέραρχός μας, ο Μανουσογιαννάκης, πήγε μπροστά με το Επιτελείο για  αναγνώριση. Αυτό που είδε, επιβεβαίωσε αυτό που ήξερε ότι θα έβλεπε. Ότι ήταν αδύνατο να βαδίσουμε «σαν κύριοι», ή σαν ζώα αν προτιμάτε, ίσα καταπάνω στις βουλγαρικές κάννες. Μας διέταξε λοιπόν να πάμε από τα πλάγια, από μονοπάτια κακοτράχαλα αλλά αφύλακτα. 


Ο Μέραρχος διέταξε το Μηχανικό να δουλέψει όσο γίνεται ταχύτερα, με τη βοήθεια και Στρατιωτών από τα άλλα Συντάγματα, για να μπορέσουν να περάσουν τα πυροβόλα. Κάθε Πυροβολαρχία που προχωρούσε, έπαιρνε αμέσως «θέσεις πυροβόλησης» τρέποντας σε φυγή τις εχθρικές προφυλακές. 


Τα πυρά ήταν τόσο πυκνά, που ο εχθρός ήταν πεισμένος ότι τουλάχιστον 2-3 Μεραρχίες μας συμμετείχαν στην επίθεση. Από τους δρόμους που άνοιγε ή επισκεύαζε το Μηχανικό, περνούσαν συνεχώς όλο και περισσότερες Πεδινές Πυροβολαρχίες.

 

Και επειδή όπως είπα ήδη, δεν υπήρχε λόγος να χύσουμε πολύτιμο αίμα, εμείς πήραμε τα μονοπάτια και τις πλαγιές. Μερικοί ντόπιοι οδηγοί, που ήξεραν τα ορεινά περάσματα, φάνηκαν πολύτιμοι και άξιοι της αμοιβής τους, λίγα κιλά κρέας και σιτάρι για τις φαμελιές τους. 

 

Η πορεία ήταν εξαντλητική, αλλά στις 11 Ιουλίου, με ένα θαυμάσιο ελιγμό και ελάχιστες απώλειες, φτάσαμε στην έξοδο των στενών, στο χωριό Κρούπνικ. Οι Βούλγαροι για μία ακόμη φορά υποχώρησαν πανικόβλητοι, με σκοπό να αμυνθούν προς το Σιμιτλή.


Την ίδια μέρα πέρασαν την στενωπό και  τα άλλα σώματα της Μεραρχίας μας. 


Όταν αναφέραμε στο Στρατηγείο, ότι πήραμε τα Στενά της Κρέσνας όχι με σκληρές μάχες αλλά με ελιγμούς πάνω από τα κατσάβραχα, και με ελάχιστες απώλειες, δεν το πίστεψαν. Το θεώρησαν αδιανόητο και διέταξαν να σταλούν Σύνδεσμοι για εξακρίβωση. Αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου, αντίθετα μας γέμισε περηφάνεια. Η Μεραρχία μας, η «σιδηρά 1η Μεραρχία» δεν τρόμαζε μόνο τον εχθρό αλλά κατέπλησσε και το ίδιο μας το Στρατηγείο! 


Κατάκοποι και εξαντλημένοι από τις συνεχείς πορείες και μάχες, καταφέραμε επί τέλους να αναπαυθούμε για λίγο στο Κρούπνικ. Σαν έπεσε η νύχτα, το μόνο που ακουγόταν από τα αντίσκηνα ήταν η συναυλία σε «ροχ μείζονα» του κουρασμένου στρατεύματος. Που πότε πότε, διανθιζόταν και με τα «αλτ» των σκοπών ή κανένα χλιμίντρισμα. Ξυπνήσαμε ξαφνικά από μία δυνατή κραυγή:

«Όχι το άλογο! Δεν θα μου πάρεις το άλογο!»

Να είναι ο σταυλοφύλακας που μαλώνει με κανένα κλέφτη; Πετάχτηκα όρθιος με το μάνλιχερ στο χέρι, έτοιμος για δράση … Μαζί με 5-6 φαντάρους τρέξαμε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Αλλά δεν πηγαίναμε προς τα άλογα. Η φωνή είχε ακουστεί από τη σκηνή του Λοχαγού μας. Να κλέβανε το άλογό του; Τρέξαμε αμέσως προς τα εκεί, αλλά δεν είδαμε καμία κίνηση. Και το άλογο του Λοχαγού κοιμόταν ήσυχο λίγο πέρα από τη σκηνή, που ήταν φωτισμένη, αλλά κατά τα άλλα ήσυχη. Ήσυχη; Όχι ακριβώς. Καθώς πλησιάσαμε στα 10 βήματα, ακούστηκε νέα δυνατή κραυγή, με ύφος απειλητικό:

«Άσε κάτω τ’ άλογο γιατί δεν θα σου μείνει ούτε ένας Αξιωματικός!»


Τι σόι απειλή ήταν αυτή, σε καιρό πολέμου, και ποιος την εκστόμισε;


Ο Λοχαγός μας έπαιζε σκάκι με τον Γιατρό του Συντάγματος …  Απέμεινα να τους θαυμάζω για την ηρεμία τους, να παίζουν σκάκι, μετά από τόσες μάχες και κακουχίες. Αλλά κι αυτοί θαύμασαν γελώντας την ετοιμότητά μας και την άμεση αντίδρασή μας. 

«Πάντα σε ετοιμότητα κύριε Λοχία! Αλλά πηγαίνετε πίσω στα αντίσκηνά σας, σήμερα ο πόλεμος εσταμάτησε για εμάς. Εκμεταλλευθείτε την περίσταση για ανάπαυση, πριν έλθουν νέες διαταγές για προέλαση …»


Την επομένη, η ανάπαυση συνεχίστηκε. Ήρθε και ταχυδρομείο. Με γράμματα από τις … «αδερφούλες» μου. Ναι, στον πόλεμο, απέκτησα και 4 αδερφούλες, χάρη στις φροντίδες ενός Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων, που προέτρεπαν νέες κοπέλλες να στέλνουν γράμματα στους φαντάρους, από τον καιρό που ήμασταν στην Θεσσαλονίκη. Λάμβανα κι εγώ λοιπόν γράμματα κάθε τόσο. Δεν ήξερα τα ονόματά τους, μου είχαν συστηθεί ως Zeyneb, Melek, Zezia και Zenan. Είχαν δανειστεί τα ονόματα των ηρωίδων από τις «Απογοητευμένες» του Πιερ Λοτί, τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα και ακόμη αγνοώ. Εγώ βέβαια, κύριος, προσπαθούσα να τις πείσω ότι δεν είχαν λόγο, νέα κορίτσια, να αισθάνονται απογοητευμένες. Ποιος ξέρει; Αν ήμουν κοντά τους, ίσως να ήμουν πιο πειστικός. Πάντως, τα γράμματά τους ήταν σκέτη όαση κάθε φορά. Και με κάθε γράμμα, λάβαινα και πεσκέσια: Τσιγάρα και γλυκά. Σε ένα προηγούμενο γράμμα τους, μου ζήτησαν να τους στείλω μία φωτογραφία μου. Και είχαν υποσχεθεί να στείλουν και αυτές τις δικές του φωτογραφίες. Το έκαμα. Αλλά μου τη σκάσανε. Στο γράμμα που πήρα τώρα, υπήρχε πράγματι η πολυαναμενόμενη φωτογραφία: Όλες μαζί, καθισμένες σταυροπόδι σε ένα ντιβάνι, αλλά κρύβοντας τα πρόσωπά τους με βεντάλιες! Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε και σχόλιο:

«Έκαμε πολλή ζέστη και ο σαχλός ο φωτογράφος τράβηξε την φωτογραφία ενώ αεριζόμασταν …»

Κάνανε και πλάκα … Αλλά εγώ τις αγαπούσα και έτσι. Έστω και αν ένοιωθα πως οι ελπίδες μου για να γνωρίσω από κοντά, έστω και μία από αυτές, ήταν ελάχιστες έως μηδαμινές. Ας είστε καλότυχες κορίτσια, όπου κι αν βρίσκεστε!

Η Σιωπή, του Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, απόψε, θα σας παρουσιάσω το έργο του Ίγκμαρ Μπέργκμαν Η Σιωπή (Tystnaden). Πρόκειται για ένα από τα πιο αινιγματικά έργα του Σουηδού σκηνοθέτη.


                             



  Η Σιωπή γυρίστηκε το 1962 και ανέβηκε στη Μεγάλη Οθόνη το 1963. Η ταινία έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία της κινηματογραφικής εταιρίας Svensk Filmindustrie μέχρι τότε. Το ρεκόρ της κατέρριψε το 1973 μια άλλη ταινία του Μπέργκμαν, η Σκηνές από έναν γάμο. Κατά τη διάρκεια προβολής της ταινίας στη Σουηδία, το Νοέμβριο 1963, η θρυλική ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα AC Milan ήρθε στη Στοκχόλμη να παίξει φιλικό αγώνα με τη IFK Norrköping. Έχουν ακουστεί τόσο πολλά για τη Σιωπή ώστε όλη η ομάδα έσπευσε στο κινηματογράφο να δει την περιβόητη ταινία. Ο Σουηδός προπονητής τους Νίσσε Λιεντχόλμ (Nisse Liedholm) τους έκανε διερμηνεία. 

  Στην Αργεντινή ο διανομέας της ταινίας Juan Antonio Muruzeta καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης με αναστολή γιατί οι δικαστές θεώρησαν ότι η ταινία περιέχει τουλάχιστον τρεις σκηνές "προσβλητικές ακόμα και για το πιο ανοιχτόμυαλο κοινό". Ο εφευρετικός επιχειρηματίας όμως δεν πτοήθηκε και οργάνωσε την προβολή της Σιωπής στην πόλη Κολόνια του Ουρουγουάη, μόλις 30 χλμ μακριά από το Μπουένος Άιρες. Εκεί η ταινία εγκρίθηκε για προβολή σε πλήρης έκδοση. Στους Αργεντινούς θεατές, λοιπόν, προτάθηκε μία ειδική προσφορά που περιλάμβανε ταξίδι με φέριμποτ μέχρι την Κολόνια και εισιτήριο για την προβολή της ταινίας.


                              


  Το έργο δε συνίσταται, γενικά, για νέους και παιδιά κάτω των 16 ετών. Η Σιωπή ήταν από τις πιο πρωτοποριακές δουλειές του Ίγκμαρ Μπέργκαν. Το ψυχολογικό αυτό δράμα, έχει κάποιες σκηνές που θεωρήθηκαν τολμηρές για την εποχή τους. Σίγουρα επρόκειτο για έργο-σκάνδαλο το οποίο προκάλεσε δέος. Μελωδίες του Μπαχ, ωμή σεξουαλικότητα και ρεαλιστικός θόρυβος συνθέτουν μια όπερα εσωτερικού τρόμου.

  Το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης, έρχεται στο φως, μέσα από αυτό το μεγάλο σε συναισθηματικό πλούτο έργο. Έργο κομβικής σημασίας στη δημιουργία του καλλιτέχνη κορυφώνει μια ανεπίσημη τριλογία για την απουσία του θεού. Από την αρχή, διαφορετικοί χαρακτήρες συγκρούονται με ολέθρια ένταση.
  
 Η ταινία «Σιωπή» διακρίθηκε το 1964 και απέσπασε τρία βραβεία Guldbagge: καλύτερης ερμηνείας (Ίνγκριντ Τούλιν), καλύτερης σκηνοθεσίας (Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) και καλύτερης ταινίας.




                           



Ίνγκμαρ Μπέργκμαν / Ingmar Bergman (14 Ιουλίου 1918 - 30 Ιουλίου 2007)

  Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο διακεκριμένους καλλιτέχνες στον κόσμο. Κάθε ταινία του ήταν γεγονός αναμενόμενο και όλοι μεταχειρίζονταν τον χαρακτηρισμό αριστούργημα για κάθε νέα του ταινία. Παράλληλα, ήταν κι ένας απίστευτα παραγωγικός σκηνοθέτης. Το σύνολο του έργου του εμφανίζεται ως μια συνεχής ερώτηση, που συχνά δεν έχει απάντηση, σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την παρουσία ή απουσία του Θεού. Η αγωνία της έλλειψης επικοινωνίας, η ασάφεια και η διπροσωπία της ανθρώπινης φύσης, η μοναξιά χωρίς πιθανότητες υπερβάσεως σε ένα κόσμο γεμάτο προσποίηση, η σιωπή και η ντροπή, είναι σταθερά στοιχεία, σχεδόν σε κάθε του ταινία.

  Κληρονόμος της σκανδιναβικής κινηματογραφικής παράδοσης (Στίλλερ, Σγιόστρομ, Ντράγιερ) και βαθιά επηρεασμένος από την σκέψη του Κίρκεγκωρ, Μπερντιάεφ, τον υπαρξισμό και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες (Φρόυντ, Γιούνγκ), ο Μπέργκμαν δίνει βάρος όχι τόσο στην κοινωνία ή στην ιστορία, όσο στο ίδιο το άτομο. Ίσως γι' αυτό τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι σκληρά, αλλά πάντα ρεαλιστικά.

  Ευγενή δοκίμια για το ρόλο της ανθρωπότητας σ' έναν αλλοτριωμένο κόσμο. Με το έργο του, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναδιατύπωσε τα μεγάλα ερωτήματα γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το Σινεμά.

  «Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου, ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Κι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή» - Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (14 Ιουλίου 1918 - 30 Ιουλίου 2007).


Στην Ελλάδα.

  Στην Ελλάδα, το έργο διασκευάστηκε σε έκδοση ραδιοφωνικού θεάτρου, σε μετάφραση Ροζίτας Σώκου, με πρωταγωνίστριες τις Όλγα Τουρνάκη και Ρεγγίνα Καπετανάκη. Το σύντομο Φεστιβάλ Bergman που πραγματοποίησε η εκπομπή «Από τη Μεγάλη Οθόνη στο Μικρόφωνο», έκλεινε με τη μετάδοση της ραδιοφωνικής μεταφοράς του σεναρίου της ταινίας Η Σιωπή. Μια από τις πιο αινιγματικές ταινίες του κορυφαίου Σκανδιναβού σκηνοθέτη γυρισμένη το 1962, χρονιά κατά την οποία η ταινία «Μέσα από το σπασμένο Καθρέφτη» απέσπασε το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η Σιωπή προβλήθηκε το 1963 προκαλώντας κοινό και κριτικούς ενώ παράλληλα τιμήθηκε με σημαντικά ευρωπαϊκά βραβεία.

  Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αρχείου Θεάτρου η ηχογράφηση του 1976 χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη, αποσύρθηκε και δεν μεταδόθηκε ούτε στο πλαίσιο του φεστιβάλ, ούτε σε μετέπειτα εκπομπές, όπως προκύπτει και από το πρόγραμμα των ραδιοφωνικών εκπομπών στο τεύχος της Ραδιοτηλεόρασης, επομένως αυτή είναι η πρώτη μετάδοση της “τολμηρής” Σιωπής του Bergman με την οποία ολοκληρώνεται η αναμετάδοση του μίνι φεστιβάλ.




                            
                                      Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν








Η υπόθεση:

  Σε ένα τρένο που πάει σε άγνωστη κατεύθυνση ταξιδεύουν δύο αδερφές – η Έστερ και η Άννα και ο μικρός γιος της Άννας, Γιόχαν. Στο κουπέ επικρατεί σχεδόν απόλυτη σιωπή που διασπάται σπανίως από το διάλογο της Άννας με το γιό της. Το αγόρι βαριέται, όπως βαριέται και η μητέρα του. Η Έστερ είναι άρρωστη και όλη η εικόνα της εκπέμπει κούραση, φόβο θανάτου και ζήλια που νιώθει για την αδερφή της. Λόγω αρρώστιας της Έστερ οι ταξιδιώτες κατεβαίνουν σε ένα απροσδιόριστο Ευρωπαϊκό κράτος, σε μια πόλη που λέγεται Τιμόκα (εσθονική λέξη που σημαίνει "αυτός που ανήκει στο δήμιο").

  Καταλύουν σ' ένα ξενοδοχείο. Στους φαινομενικά άδειους διαδρόμους του ξενοδοχείου περιπλανιέται ο Γιόχαν μέχρι που βρίσκεται στο δωμάτιο των νάνων ηθοποιών, που τον ντύνουν κορίτσι και προσελκύουν σε ένα παράξενο παιχνίδι. Οι νάνοι και οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μιλούν μια ακατανόητη για τους πρωταγωνιστές γλώσσα.





                                          


  Η Άννα περιπλανιέται στην άγνωστη πόλη, μέσα στην ασφυκτική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα κάτω από τα βλέμματα των γύρω αντρών. Παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση όπου συμμετέχουν οι νάνοι από το ξενοδοχείο. Εκεί στο θέατρο συναντάει ένα ζευγάρι που κάνει έρωτα στα πίσω καθίσματα. Ύστερα γνωρίζει ένα σερβιτόρα στην καφετέρια. Έρχονται μαζί στο ξενοδοχείο και κάνουν έρωτα. Κρυφά το βλέπει και ο γιος της. Η Έστερ προσπαθεί να μάθει λεπτομέρειες της ερωτικής της περιπέτειας και τελικά καταλήγουν σε καβγά.



  Όταν η αδερφή της λείπει η Έστερ καπνίζει, πίνει, προσπαθεί να δουλέψει, κοιμάται. Μισεί όλο το κόσμο, την αδερφή και τον εαυτό της. Παρακολουθεί τη ζωή στην πόλη μέσα από το παράθυρο. Προσπαθεί να κερδίσει εμπιστοσύνη του ανιψιού της, αλλά μάταια. Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει κανονικά είναι ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, στα χέρια του οποίου και παραμένει στο τέλος της ταινίας. Πιθανόν, ο σκηνοθέτης εννοεί το θάνατό της.

  Η Άννα και ο Γιόχαν συνεχίζουν το ταξίδι τους…




                         



Περαιτέρω στοιχεία για το έργο:

  Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο γοητευτικό, μοντέρνο και προκλητικό, έργο που λειτουργεί σαν καθρέφτης στα βάθη του οποίου ο καθένας μπορεί να βρει τις δικές στου απαντήσεις.



Η αινιγματικότητα του έργου.

  Ο Σουηδός δημιουργός είχε προτείνει για το έργο τον τίτλο Η σιωπή του θεού. Αρνητικό αποτύπωμα. Δε θα γνωρίσουμε ποτέ γιατί οι δύο αδερφές φεύγουν, και που πηγαίνουν. Δε θα γνωρίσουμε ποτέ γιατί διαμένουν σε άγνωστη πόλη, όπου δε μιλιέται ούτε η αγγλική ούτε η σουηδική ούτε η γερμανική, και οι περαστικοί δεν ανταλλάσσουν κουβέντα μεταξύ τους. Δε θα μάθουμε ποτέ για ποια χώρα πρόκειται και γιατί υπάρχει πόλεμος.



Ο σουρεαλισμός.

  Αυτό το ατμοσφαιρικό και πεισιθάνατο ατμοσφαιρικό δράμα αγγίζει το σουρεαλιστικό θρίλερ. Το καταφέρνει η ψυχρή απειλητική ατμόσφαιρα του, που δομείται προοδευτικά και η ψυχολογική γύμνια των πρωταγωνιστών. Ο Μπέργκμαν μέσω των πρωταγωνιστών του ομολογεί τη σιωπή του θεού.

  Η Σιωπή είναι δομημένη στη δημιουργική ελευθεριότητα ενός ονείρου και τις απειλητικές προκλήσεις ενός εφιάλτη. Συνθέτει την την υπαρξιακή απόγνωση αριστοτεχνικά και με τόλμη.



Η ανθρώπινη ύπαρξη.

  Ο Ποιητής με την κάμερα, όπως χαρακτηρίστηκε ο Μπέργκμαν προσπάθησε να αναδείξει το μυστήριο, την έκταση και την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από μικρογραφίες της καθημερινότητας. Εστίαζε με εμονική σκέψη στις ανθρώπινες σχέσεις.

Η αδυναμία συνεννόησης και επικοινωνίας, η απομόνωση, η έλλειψη συναισθηματικής επαφής δεσπόζουν στη Σιωπή. Ο Θεός όχι μόνο παραμένει σιωπηλός, αλλά οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν είναι ολοκληρωτικά απούσα. Οι διάλογοι είναι λιγοστοί και η δραματουργική ουσία και κλιμάκωση έχει αραιώσει τόσο πολύ, που φτάνει σχεδόν στο σημείο εκμηδένισης. Ο αριθμός των πρωταγωνιστών παραμένει εξαιρετικά περιορισμένος, ενώ τα γεγονότα που παρακολουθούμε λαμβάνουν χώρα στο χρονικό διάστημα ενός εικοσιτετραώρου.


                               




  Θεματικά η ταινία δεν ξεφεύγει πολύ από τα κεντρικά μοτίβα που συναντήσαμε στις δύο προηγούμενες ταινίες: η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, η αγωνία και ο φόβος του θανάτου είναι παρόντα και εδώ.

  Κύρια θέματα των ταινιών του Μπέργκμαν είναι: Η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με το θεό, η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής.



Ο ρυθμός.

  Το έργο εξελίσσεται με αργό ρυθμό χωρίς εντάσεις και κορυφώσεις. Ανταμείβει το θεατή με την αισθητική της ποιότητας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είπε για την ταινία του: «Η αρχική μου ιδέα ήταν να κάνω μια ταινία που να υπακούει περισσότερο στους νόμους της μουσικής, παρά της δραματουργίας. Μια ταινία που να ενεργεί ρυθμικά. Τοποθετώντας όλα τα κομμάτια στη σωστή σειρά, σκέφτηκα περισσότερο από ποτέ με μουσικούς όρους.»



Θεολογική προσέγγιση.

Οι ανθρώπινες συγκρούσεις καλύπτουν το κενό ενός προτεσταντικού θεού που έχει σωπάσει οριστικά. Οι πρωταγωνιστές βασανίζονται από αυτό.

Οι ήρωες του Μπέργκμαν βασανίστηκαν από τη σιωπή του θεού στο πρώτο μέρος της τριλογίας (Μέσα από το σπασμένο καθρέπτη). Ύστερα ένοιωσαν την αγωνία και τα όρια που θέτει στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων η έλλειψη πίστης και ο εγωισμός (στους Κοινωνιστές). Στη Σιωπή βλέπουν να ξεθωριάζει ακόμη και η δυνατότητα της γλώσσας και να δημιουργεί κοινούς τόπους επικοινωνίας μεταξύ τους, τα πρόσωπα αναμετρούνται μόνο με τα δικά τους όρια, το σκοτάδι και τη σιωπή.

  Η θεϊκή σιωπή θα πέσει τελικά βαριά πάνω στις ατελείς και απελπισμένες ανθρώπινες υπάρξεις του έργου, με αποτέλεσμα να χαθεί η επικοινωνία και να κυριαρχούν μέσα τους το μίσος και η ζήλια.

  Συναισθηματική ερήμωση, έλλειψη πίστης, απουσία επικοινωνίας και εγωισμός σε ακραίο βαθμό χαρακτηρίζουν τον προτεσταντικό άνθρωπο. Ο Προτεστάντης απέχει έτη φωτός από τον Ορθόδοξο. Περιχαρακωμένος στον εαυτό του αισθάνεται μια θεϊκή σιωπή να τον καταβάλλει. Τα πρόσωπα αναμετριούνται με τα δικά τους όρια, με το σκοτάδι και τη σιωπή. Όλα αυτά δεσπόζουν στη θεματολογία του έργου.


                             






Πηγές:










Τρίτο Πρόγραμμα

Παυλίδης Γιώργος, H λογική της κινηματογραφικής φούγκας: Ingmar Bergman «H Τριλογία της Σιωπής»

Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη- Χειμερινό Φως – Η Σιωπή, Α.Π.Θ. Φιλοσοφική Σχολή, Θεσσαλονίκη 2012.

Μετάφραση: Ροζίτα Σώκου
Ραδιοσκηνοθεσία: Γιώργος Χριστοδουλάκης
Μουσική επιμέλεια: Αρίστη Γεωργοπούλου
Επιμέλεια ήχων: Γίτσα Βαλμά
Ρύθμιση ήχου: Γρηγόρης Γίγας

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Χρήστος Πολίτης- αφηγητής,

Όλγα Τουρνάκη-Έστερ,

Ρεγγίνα Καπετανάκη-Άννα,

Σταμάτης Φασουλής-Γίοχαν,

Δημήτρης Πουλικάκος- καμαριέρης





                            
                            Ο Χρήστος Πολίτης στο ρόλο του αφηγητή.



                            
                            Η Όλγα Τουρνάκη στο ρόλο της Άννας.









Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης:

                          

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο καημός, του Αντωνίου Τσέχωφ. Διήγημα

Σε ποιον να πω τον καημό μου; Σούρουπο.

Το πυκνό νερόχιονο νωθρά κάνει κύκλους γύρω από τα φανάρια, που μόλις έχουν ανάψει, σχηματίζοντας ένα λεπτό, απαλό στρώμα στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στα καπέλα των περαστικών. Ο αμαξάς Ιωνάς Ποτάποφ έχει γίνει κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ένα ζωντανό σώμα, και κάθεται στο κάθισμά του χωρίς να κουνιέται. Κι ολόκληρη χιονοστιβάδα να έπεφτε απάνω του, ούτε και τότε δε θα ‘βρισκε τη δύναμη που χρειάζεται για να τινάξει από πάνω του το χιόνι…Το αλογάκι του είναι κι αυτό κάτασπρο και στέκεται ακίνητο. Έτσι όπως στέκει ακίνητο, με το άχαρο σχήμα του και τα ίσια σαν μπαστούνια πόδια του, μοιάζει με φτηνό ζαχαρένιο αλογάκι. Όπως φαίνεται, είναι βυθισμένο σε σκέψεις. Το απέσπασαν από τ’ αλέτρι, από τις συνηθισμένες γκρίζες εικόνες, και το έριξαν εδώ, σ’ αυτή τη δίνη τη γεμάτη από εκτυφλωτικά φώτα, ακατάπαυστο θόρυβο και ανθρώπους που τρέχουν. Ο Ιωνάς και το αλογάκι του έχουν πολλή ώρα να κουνηθούν από τη θέση τους. Βγήκαν από την αυλή πριν ακόμα ξημερώσει και το πρώτο αγώγι ακόμα δε φαίνεται πουθενά. Αλλά να, στην πόλη πέφτει η βραδινή καταχνιά. Το χλομό φως των φαναριών γίνεται πιο έντονο κι όλο δυναμώνει η φασαρία του δρόμου.



— Αμαξά, για τη συνοικία Βιμπόργκσκαγια! ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!

Ο Ιωνάς τινάζεται και πίσω από τις βλεφαρίδες, τις σκεπασμένες με χιόνι, διακρίνει έναν αξιωματικό με χλαίνη και κουκούλα.

— Στη Βιμπόργκσκαγια! ξαναφωνάζει ο στρατιωτικός. Κοιμάσαι, τι κάνεις λοιπόν; Στη Βιμπόργκσκαγια! Σε απάντηση, ο Ιωνάς τραβάει τα χαλινάρια, έτσι που από τα καπούλια του αλόγου και από τους ώμους του πέφτουν στρώματα από χιόνι… Ο αξιωματικός κάθεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κροταλίζει με τα χείλη, τεντώνει μπροστά σαν κύκνος το λαιμό, ανασηκώνεται περισσότερο από συνήθεια παρά από ανάγκη και χτυπάει με το καμουτσίκι στον αέρα. Το αλογάκι τεντώνει κι αυτό το λαιμό, στραβώνει τα πόδια του, που μοιάζουν με μπαστούνια, και ξεκινάει διστακτικά…

— Πού πας να χωθείς, διάβολε! ακούγονται διάφορες φωνές από τη σκούρα μάζα των περαστικών, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Πού στο διάβολο πας; Κράτα. δεξιά!

— Εσύ ούτε να οδηγήσεις δεν ξέρεις! Κράτα δεξιά! θυμώνει ο αξιωματικός. Ο αμαξάς βρίζει, ένας περαστικός τον κοιτάζει με άγριες διαθέσεις, ενώ τινάζει από το μανίκι το χιόνι που έπεσε επάνω του όταν, διασχίζοντας το δρόμο, ακούμπησε με τον ώμο του τη μούρη του αλόγου. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στο κάθισμα της άμαξας σαν να κάθεται σε καρφιά, χτυπάει τους αγκώνες του στα πλευρά του και κοιτάζει σαν ηλίθιος, σαν να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και για ποιο λόγο είναι εκεί.

— Τι παλιάνθρωποι που είναι όλοι! κοροϊδεύει ο αξιωματικός. Προσπαθούν να πέσουν επάνω σου ή πάνω στη μούρη του αλόγου. Είναι συνεννοημένοι. Ο Ιωνάς κοιτάζει πίσω τον επιβάτη και κουνάει τα χείλη… Θέλει, όπως φαίνεται, να πει κάτι, αλλά από το λάρυγγα δε βγαίνει τίποτα, εκτός από ένα βραχνό ήχο.

— Τι; ρωτάει ο αξιωματικός. Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα προσπαθώντας να χαμογελάσει, σφίγγεται για ν’ ανοίξει ο λαιμός του και να μιλήσει, αλλά και πάλι μόνο βραχνιασμένα καταφέρνει να πει:

— Ξέρετε, αφέντη, να…πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.

— Χμ!… Και από τι πέθανε;

Γυρίζει με όλο του το σώμα προς τον επιβάτη και λέει:

— Και ποιος το ξέρει! Φαίνεται από θέρμες… Τρεις μέρες ήταν στο νοσοκομείο, και πέθανε… Θέλημα Θεού.

— Στρίψε, διάβολε! ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Έπεσες πάνω μου, τι κάνεις λοιπόν, γέρικο μαντρόσκυλο; Άνοιξε τα στραβά σου!

— Προχώρα, προχώρα…, λέει ο επιβάτης. Έτσι όπως πάμε, ούτε αύριο δε θα φτάσουμε. Βιάσου, λοιπόν! Ο αμαξάς τεντώνει πάλι το λαιμό, ανασηκώνεται και με χαριτωμένη αλλά επιδέξια κίνηση χτυπά με το μαστίγιο το άλογο. Ύστερα κοιτάζει κάμποσες φορές πίσω τον επιβάτη, όμως αυτός έχει κλείσει τα μάτια και, όπως φαίνεται, δεν έχει διάθεση ν’ ακούσει. Αφού τον πήγε στη Βιμπόργκσκαγια, σταματάει κοντά σε μια ταβέρνα, καμπουριάζει στο κάθισμα και μένει έτσι εκεί χωρίς να σαλεύει… Το νερόχιονο πάλι τον χρωματίζει άσπρο, αυτόν και το αλογάκι. Περνάει μια ώρα, άλλη μια… Τρεις νεαροί περπατούν στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας τις γαλότσες τους, και καβγαδίζουν. Οι δύο είναι ψηλοί κι αδύνατοι, ο τρίτος κοντός και καμπούρης.

— Αμαξά, στη γέφυρα της αστυνομίας! φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή ο καμπούρης. Είμαστε τρεις, θα μας πας με είκοσι καπίκια! Ο Ιωνάς τραβάει τα γκέμια και πλαταγίζει τα χείλη του… Είκοσι καπίκια δεν είναι καλή τιμή για το αγώγι, αλλά εκείνον πια δεν τον νοιάζει η τιμή… Τι ένα ρούβλι, τι πέντε καπίκια — τώρα πια του είναι αδιάφορο, φτάνει μόνο να έχει αγώγι… Οι νεαροί, σπρώχνοντας και βρίζοντας, ζυγώνουν στο έλκηθρο και κάθονται και οι τρεις μαζί στο κάθισμα. Αρχίζουν να μαλώνουν: ποιοι θα καθίσουν και ποιος θα στέκεται όρθιος; Μετά από πολύωρο καβγά, καπρίτσια και κατηγόριες, καταλήγουν στο ότι πρέπει να στέκεται όρθιος ο καμπούρης, σαν πιο κοντός.

— Λοιπόν, ξεκίνα! στριγκλίζει ο καμπούρης, όρθιος, ανασαίνοντας στο σβέρκο του Ιωνά. Χτύπα! Φοράς, βλέπω, και καπέλο, αδερφάκι! Χειρότερο σ’ ολόκληρη την Πετρούπολη δε θα βρεις…

— Χι, χι… χι, χι, χαχανίζει ο Ιωνάς. Ό, τι έχει ο καθένας φοράει…

— Λοιπόν, εκείνο που έχεις… Άντε, πιο γρήγορα! Έτσι θα πηγαίνεις σ’ όλο το δρόμο; Ναι; Θέλεις να σου δώσω καμιά;

— Το κεφάλι μου πάει να σπάσει…, λέει ο ένας από τους ψηλούς. Χθες στους Ντουκμάσοφ οι δυο μας με το Βάσκα ήπιαμε τέσσερις μποτίλιες κονιάκ.

— Δεν καταλαβαίνω γιατί λες ψέματα! θυμώνει ο άλλος ψηλός. Όλο ψευτιές λες.

— Να με τιμωρήσει ο Θεός αν λέω ψέματα, αλήθεια λέω…

— Αυτό λοιπόν είναι τόσο αληθινό όσο το ότι η ψείρα βήχει.

— Χι, χι! ψευτογελάει ειρωνικά ο Ιωνάς. Κεφάτοι οι κύριοι!

— Φτου, να σε πάρει ο διάβολος!…, θυμώνει ο καμπούρης. Θα τρέξεις πιο γρήγορα, παλιόγερε, ή όχι; Έτσι θα πάμε; Χτύπα το λίγο με το καμουτσίκι! Εμπρός, πού να πάρει ο διάβολος! Πιο δυνατά χτύπα το!

Ο Ιωνάς νιώθει πίσω απ’ την πλάτη του τον καμπούρη να στριφογυρίζει και τον ακούει να βρίζει με τρεμουλιαστή φωνή, βλέπει τους ανθρώπους στο δρόμο, και το αίσθημα της μοναξιάς αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται πιο ελαφρύ. Ο καμπούρης βρίζει, μέχρι που πνίγεται από το επιτηδευμένο ατελείωτο βρισίδι και τον πιάνει βήχας. Οι δύο ψηλοί αρχίζουν να μιλάνε για κάποια Ναντιέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς τους κοιτάζει. Ύστερα από μια μικρή παύση, τους κοιτάζει ακόμα μια φορά και μουρμουρίζει:

— Αυτή τη βδομάδα… να, δηλαδή… πέθανε ο γιος μου!

— Όλοι θα πεθάνουμε…, αναστενάζει ο καμπούρης, σκουπίζοντας τα χείλη ύστερα από το βήχα. Λοιπόν, τρέξε, τρέξε! Κύριοι, εγώ δεν μπορώ άλλο να πηγαίνω έτσι. Πότε, επιτέλους, θα μας πάει τούτος στον προορισμό μας;

— Τσίγκλισέ το λίγο κι εσύ πιο δυνατά, ξέρεις… στο σβέρκο!

— Παλιόγερε, τ’ ακούς; Λοιπόν, θα σε τρυπήσω στο σβέρκο!… Με τον αδερφό σου να κάνεις τσιριμόνιες, έτσι και με τα πόδια πηγαίναμε!… Ακούς, παλιόμουτρο; Ή αψηφάς τα λόγια μας; Και ο Ιωνάς περισσότερο άκουσε, παρά ένιωσε, το χτύπο της καρπαζιάς στο σβέρκο!

— Χι, χι…, γελάει. Τι διασκεδαστικοί κύριοι… Ο Θεός να σας δίνει χρόνια!

— Αμαξά, είσαι παντρεμένος; ρωτάει ο ένας ψηλός. — Εγώ, ναι! Χι, χι… Τι διασκεδαστικοί κύριοι! Τώρα έχω γυναίκα… τη μαύρη γη. Χι, χο, χο… Ένα μνήμα υπάρχει! Πέθανε ο γιος μου κι εγώ είμαι ζωντανός… Παράξενη υπόθεση, ο θάνατος έκανε λάθος στην πόρτα… Αντί να ‘ρθει σε μένα, πήγε στο γιο… Και ο Ιωνάς στρέφεται για να διηγηθεί με ποιον τρόπο πέθανε ο γιος του, αλλά εκείνη τη στιγμή ο καμπούρης αναστενάζει ελαφρά και δηλώνει ότι, δόξα τω Θεώ, επιτέλους έφτασαν. Αφού πήρε τα είκοσι καπίκια, ο Ιωνάς για κάμποση ώρα κοιτάζει τους γλεντζέδες, που χάνονται πίσω από μια σκοτεινή είσοδο. Είναι πάλι μονάχος και ξαναγίνεται ησυχία… Ο καημός, που είχε για λίγο μετριαστεί, ξανάρχεται πάλι και του πιέζει το στήθος με μεγαλύτερη δύναμη.

Τα μάτια του Ιωνά με ανησυχία ψάχνουν βασανιστικά ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοέρχεται στις δυο πλευρές του δρόμου. Δε θα βρεθεί, λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις χιλιάδες τους ανθρώπους έστω και ένας που να θέλει να τον ακούσει με προσοχή; Αλλά οι άνθρωποι τρέχουν, χωρίς να προσέχουν ούτε αυτόν ούτε τον πόνο του… Ο πόνος του είναι πολύ μεγάλος, δεν έχει όρια. Αν έσπαζε το στήθος του Ιωνά και ξεχυνόταν από μέσα του ο πόνος, του φαίνεται ότι θα πλημμύριζε όλο τον κόσμο. Όμως κανένας δεν τον βλέπει. Έχει χωθεί μέσα σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό κέλυφος, που δεν μπορείς να το δεις ούτε στο φως της ημέρας. Ο Ιωνάς βλέπει έναν πορτιέρη που κουβαλά ένα σακί και αποφασίζει να πιάσει κουβέντα μαζί του.

— Φίλε, τι ώρα είναι τώρα; ρωτάει.

— Δέκα… Γιατί σταμάτησες εδώ; Πήγαινε παραπέρα! Ο Ιωνάς πηγαίνει μερικά βήματα πιο πέρα, σκύβει όσο γίνεται περισσότερο και παραδίνεται στον καημό του… Το θεωρεί πια ανώφελο να μιλήσει στους ανθρώπους. Αλλά δεν περνούν ούτε πέντε λεπτά και τεντώνεται, τινάζει το κεφάλι, σαν να ‘νιωσε δυνατό πόνο, και τραβάει τα γκέμια…. Δεν αντέχει άλλο. «Πίσω στην αυλή», σκέφτεται. «Στην αυλή!» Κι η φοραδίτσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, άρχισε να τρέχει τροκ …

Μετά από μιάμιση ώρα ο Ιωνάς κάθεται σ’ ένα μεγάλο βρόμικο πατάρι, πάνω από τη σόμπα. Το πάτωμα και οι πάγκοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που ροχαλίζουν. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, τούφες καπνού ανεβαίνουν προς το ταβάνι. Ο Ιωνάς κοιτάζει τους κοιμισμένους, ξύνεται και λυπάται που γύρισε τόσο νωρίς… «Ούτε για βρόμη δεν κάνουν αυτά που κονόμησα», σκέφτεται. «Απ’ αυτό είναι ο καημός. Ο άνθρωπος που ξέρει τη δουλειά του… που είναι και ο ίδιος χορτάτος και το άλογο χορτάτο, είναι πάντα ήσυχος…».

Από μια γωνιά σηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, κάτι μουρμουρίζει νυσταγμένα και κατευθύνεται προς τον κάδο με το νερό.

— Διψάς; ρωτάει ο Ιωνάς.

— Έτσι φαίνεται!

— Έτσι… Στην υγειά σου… Είχα κι εγώ ένα γιο, φίλε, και πέθανε… Το άκουσες πουθενά; Αυτή τη βδομάδα, στο νοσοκομείο… Είναι μεγάλη ιστορία! Ο Ιωνάς κοιτάζει τι εντύπωση έκαναν τα λόγια του, αλλά δε βλέπει τίποτα. Ο νεαρός σκεπάζεται ως το κεφάλι και ξανακοιμάται. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνεται… Όπως ο νεαρός διψούσε για νερό, έτσι κι αυτός διψάει για κουβέντα. Σε λίγο θα συμπληρωθεί μια βδομάδα από τότε που πέθανε ο γιος του, κι αυτός δεν μπόρεσε να μιλήσει με κανέναν… Αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει καθαρά, να τα πει όλα όπως έγιναν… Πρέπει να διηγηθεί πώς αρρώστησε ο γιος του, πώς βασανίστηκε, τι έλεγε πριν πεθάνει, πώς πέθανε… Πρέπει να πει πώς έγινε η κηδεία και πώς πήγε στο νοσοκομείο για να πάρει τα ρούχα του συχωρεμένου. Στο χωριό έμεινε η κορούλα του Ανίσια… Και γι’ αυτήν πρέπει να μιλήσει… Είναι, λοιπόν, λίγα αυτά που έχει να πει; Όποιος τον ακούσει πρέπει έπειτα να βογκάει, ν’ αναστενάζει, να κλαίει… Ακόμα και με γυναίκες να μιλούσε, θα ήταν καλύτερα. Αυτές, αν και είναι λιγόμυαλες, όμως κλαίνε γοερά απ’ τις πρώτες λέξεις. «Ας πάω να δω το άλογο», σκέφτεται ο Ιωνάς. «Να κοιμηθείς πάντα προφταίνεις… Σίγουρα θα χορτάσω ύπνο.»

Ντύνεται και πηγαίνει στο στάβλο, όπου βρίσκεται το άλογο του. Σκέφτεται τη βρόμη, το σανό, τον καιρό… Για το γιο, όταν είναι μόνος, δεν μπορεί να σκέφτεται… Να μιλήσει με κάποιον γι’ αυτόν μπορεί, αλλά ο ίδιος να τον σκέφτεται και να φέρνει στο μυαλό την εικόνα του, του είναι αβάσταχτο…

— Μασάς; ρωτάει ο Ιωνάς το άλογό του, βλέποντας τα γυαλιστερά του μάτια. Λοιπόν, μάσα, μάσα… Αφού δε βγάλαμε λεφτά ν’ αγοράσουμε βρόμη, θα φάμε σανό… Ναι… Γέρασα πια για να κάνω κούρσες με την άμαξα… Ο γιος μου έπρεπε να τις κάνει, και όχι εγώ… Ήταν πραγματικός αμαξάς… Να ζούσε μόνο…

Ο Ιωνάς σωπαίνει για κάμποσο κι έπειτα συνεχίζει:

— Έτσι, λοιπόν, αδερφούλα, φοραδίτσα… Δεν υπάρχει πια ο Κοσμάς Ιόνιτς… Μας άφησε χρόνους… Πέθανε άδικα… Τώρα, ας πούμε ότι έχεις ένα πουλαράκι, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… και ξαφνικά, ας πούμε, αυτό το μοναδικό πουλαράκι μας αφήνει χρόνους… Δε θα ήταν πραγματικά λυπηρό; Η φοραδίτσα μασάει, ακούει και ανασαίνει μέσα στα χέρια του αφεντικού της. Ο Ιωνάς συναρπάζεται και της τα διηγείται όλα…

Σημειώσεις του μεταφραστή

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Πετρούπολης, No 26, 27 Ιανουαρίου 1886, στη στήλη «Ιπτάμενες σημειώσεις», με υπογραφή: Α. Τσεχοντέ. Με μικρές αλλαγές, το διήγημα μπήκε στη συλλογή του Τσέχοφ Ποικίλα Διηγήματα, Συλλογή, 1886. Μετά από κάποιες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη έκδοση αυτής της συλλογής (1891) και ξαναδημοσιεύτηκε στις επόμενες δώδεκα επανεκδόσεις (1892-1899). Δημοσιεύτηκε επίσης στη συλλογή Αναλαμπές, Μόσχα 1895. Με νέες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε από το συγγραφέα στον τρίτο τόμο των Απάντων του. Ο αδερφός του συγγραφέα Αλ. Π. Τσέχοφ του έγραφε, στις 4 Απριλίου 1892: «…Έρχονται στη μνήμη μου τα λόγια του διηγήματός σου, εκεί που ο Ιωνάς λέει στη φοράδα: “Τώρα, ας πούμε ότι είχες ένα πουλαράκι και ξαφνικά πέθανε, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… Δεν είναι πραγματικά λυπηρό;…” Εγώ βέβαια το παραμορφώνω, όμως σ’ αυτό το μέρος του διηγήματός σου είσαι αθάνατος». (Γράμμα στον Α. Π. Τσέχοφ του αδερφού του Αλέξανδρου Τσέχοφ, Μόσχα 1939, σελ. 258).

Ο Λ. Ν. Τολστόι συμπεριέλαβε τον «Καημό» στον κατάλογο των καλύτερων διηγημάτων του Τσέχοφ.

  1. Τροκ, τροχασμός αλόγου, τρέξιμο με γρήγορα μικρά πηδήματα. (Σημ. Μετ.)
  • Να τι έγραφε ο γιος του Τολστόι Ι. Λ. Τολστόι στον Τσέχοφ, στις 25 Μαΐου 1903: «Σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου σχετικά με τα διηγήματα που είχε σημειώσει ο πατέρας μου. Φαίνεται ότι αυτά, εκτός του ότι είναι υποσημειωμένα, είναι και χωρισμένα σε δυο είδη: το πρώτο και το δεύτερο είδος: Πρώτο Είδος: 1) Το παιδομάνι, 2) Η γυναίκα μέλος χορωδίας, 3) Δράμα, 4) Στο σπίτι, 5) Καημός, 6) Ο δραπέτης, 7) Στο δικαστήριο, 8) Η Βάνικα, 9) Οι κυρίες, 10) Ο εγκληματίας, 11) Τα αγοράκια, 12) Το σκοτάδι, 13) Νυστάζω, 14) Η σύζυγος, 15) Η Ψυχούλα. Δεύτερο Είδος: 1) Η παρανομία, 2) Η λύπη, 3) Η μάγισσα, 4) Η Βέροτσκα, 5) Στην ξενιτιά, 6) Η μαγείρισσα παντρεύεται, 7) Ανιαρή ιστορία, 8) Αναστάτωση, 9) Λοιπόν, το ακροατήριο, 10) Η μάσκα, 11) Η γυναικεία ευτυχία, 12) Τα νεύρα, 13) Ο 9 γάμος, 14) Ανυπεράσπιστο πλάσμα, 15) Οι γυναίκες του χωριού. Δεν μπορώ να σας πω αν τα διάλεξε ο πατέρας μου αυτά τα διηγήματα από το σύνολο ή αν είναι μόνον αυτά που απλά θυμήθηκε σαν ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθω τη γνώμη σας για την εκλογή του». (Από τις κρίσεις και τα σχόλια στο διήγημα «Η μάσκα», Β’ τόμος των Απάντων, σελ. 577.) (Σημ. Μετ.)

Πλοκή

Ο Ιωνάς Ποταπόφ, ένας φτωχός και ηλικιωμένος αμαξάς μόλις έχασε το γιο του. Στις κούρσες του συναντά ανθρώπους και προσπαθεί να τους μιλήσει για το θλιβερό γεγονός του θανάτου του γιου του. Όμως, κανένας δεν θέλει να ακούσει την ιστορία του και έτσι στον καημό του προστίθεται και η αδιαφορία του κόσμου. Στο τέλος, βρίσκει παρηγοριά στη φοράδα που σέρνει το άλογό του αφού είναι η μόνη που του δείχνει συμπόνια και ακούει την ιστορία του.

Θέμα

Ο Τσέχωφ μέσα από το διήγημα του προβάλλει ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας της εποχής του, την περιφρόνηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο πέλαγος της αδιαφορίας και της σκληρότητας των ανθρώπων. Περιγράφει τον αφόρητο πόνο που νιώθει ο ήρωας αλλά και πως αυτός ο πόνος είναι αθέατος από τους ανθρώπους που συναντά καθημερινά. Αν και κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Ιωνάς, ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην συμπεριφορά των επιβατών της άμαξας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ευχαριστημένοι με τις δικές τους ζωές και νιώθουν ότι είναι ανώτεροι από αυτόν. Για αυτό το λόγο αδιαφορούν για τα προβλήματα του θεωρώντας τα ασήμαντα, όπως και τον ίδιο. Βλέπουν τη θλίψη του αμαξά και όχι μόνο δεν είναι πρόθυμοι να τον ακούσουν αλλά τον κοροϊδεύουν, θυμώνουν μαζί του και βρίζουν την αδεξιότητα του. Η διαφορά που έχουν λόγω της κοινωνικής τους θέσης τους εμποδίζει να ταυτιστούν μαζί του και να καταλάβουν τον πόνο του. Ο Τσέχωφ καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια. Μπήκε στη βιοπάλη από παιδί και αντιμετώπισε την εκμετάλλευση, την αδικία και την ταπείνωση. Έχει ζήσει ο ίδιος την αδιαφορία των ανθρώπων και περιγράφει όλες τις μορφές της, από τη χειρότερη έως την λιγότερο επώδυνη. Η χειρότερη είναι αυτή του καμπούρη, που θεωρεί τον θάνατο του γιου ως ένα ασήμαντο γεγονός αφού όλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή και δίνει μια καρπαζιά στον Ιωνά. Η καλύτερη ανταπόκριση που λαμβάνει είναι ένα ψεύτικο ενδιαφέρον που χάνεται μετά από λίγο. Σε όλες τις περιπτώσεις, το συμπέρασμα είναι πως η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων ήταν αδύνατον να υπάρξει στη ρωσική κοινωνία της εποχής του Τσέχωφ λόγω των κοινωνικών διαφορών που υπήρχαν, και δυστυχώς συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα σε όλες τις κοινωνίες.

Α. Π. Τσέχωφ

Πηγή: Cut is Art

Ο Δημοφιλος ο Θεσπιεύς.

 Ο Δημόφιλος ο Θεσπιεύς ήταν Έλληνας στρατιωτικός ηγέτης της Μάχης των Θερμοπυλών ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με τον Λεωνίδα.



 Ήταν γιος του Διαδρόμου, και εμεινε γνωστός ως διοικητής των 700 Θεσπιέων που έμειναν στο πλευρό των 300 Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, το 480 π.Χ., όταν τους κύκλωσαν οι Πέρσες. 


 Ο Ηρόδοτος αναφέρει την απόφαση των Θεσπιέων πολεμιστών να μείνουν εθελοντικά και να πεθάνουν στις Θερμοπύλες μαζί με τη βασιλιά Λεωνίδα και τους άντρες του (Η, 222).


 Ο λόγος που ο βασιλιάς Λεωνίδας κράτησε τους Θηβαίους μαζί του ηταν γιατί είχαν «μηδίσει», είχαν  δηλώσει υποταγή δηλαδή στον Ξέρξη.

Φοβόταν ότι εάν τους αφήσουν να φύγουν μπορεί να τους επιτεθούν μαζί με τους Πέρσες. 


 Αντίθετα τους Θεσπιείς τους κράτησε μαζί του γιατί είχαν διακριθεί τις δύο προηγούμενες μέρες στη μάχη, αλλά και γιατί όπως οι Λακεδαιμόνιοι έτσι και αυτοί κατάγονταν από τον ημίθεο Ηρακλή, σύμφωνα με τις δοξασίες τους.


Ο Δημόφιλος και οι 700 άνδρες Θεσπιεις του πολέμησαν στη μάχη των Θερμοπυλών  μαζί με τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνιδα με αυταπάρνηση θυσιαζόμενοι ολοι για μια ελεύθερη πατρώα γη.

 Για την παραμονή των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες μαζί με τους Σπαρτιάτες έγραψε και ο αρχαίος Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας.


Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, ο περσικός στρατός έκαψε την πόλη των Θεσπιών ενώ οι πολίτες της είχαν ήδη καταφύγει στην Πελοπόννησο.  

Αργότερα, οι Θεσπιείς πολέμησαν εναντίον του περσικού στρατού και στη Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).


 Στις Θερμοπύλες υπάρχει μνημείο του Δημόφιλου ,  δίπλα στο μνημείο του Λεωνίδα, στη μνήμη του και των ανδρών του.  

Μνημείο του Δημόφιλου υπάρχει και στις σύγχρονες Θεσπιές.


 Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών οι Έλληνες τοποθέτησαν επιγράμματα για τους νεκρούς κάθε πόλη.  Για τους Θεσπιείς το επίγραμμα έγραφε: "Άνδρες τοι ποτ' έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος, λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχωρος."  Δηλαδή: «Αυτοί οι άνδρες κατοικούσαν στους πρόποδες των Ελικώνα, για το θάρρος του περηφανεύεται ο πλατύς κάμπος των Θεσπιών».

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...