Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Ιουνίου 1913: Η Μάχη της Δοϊράνης

Ένοπλη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και βουλγαρικού στρατού στις 23 Ιουνίου 1913, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Αποτελεί συνέχεια της μάχης του Κιλκίς-Λαχανά και έληξε με περιφανή ελληνική νίκη



Μετά την καθοριστικής σημασίας ήττα στο Κιλκίς-Λαχανά (19 - 21 Ιουνίου), οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν και οργάνωσαν την άμυνά τους στα υψώματα νότια της λίμνης Δοϊράνης πάνω στο χωριό Βλαντάγια (σήμερα Ακρίτας Κιλκίς). Τις αποτελούσαν 19 τάγματα πεζικού της 2ας, 3ης και 6ης Μεραρχίας, καθώς και το ανάλογο πυροβολικό. Το ελληνικό Στρατηγείο έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την όσο το δυνατόν ταχύτερη εκκαθάριση όλης της περιοχής δυτικά του Στρυμόνα και νότια του Μπέλες από τις εχθρικές δυνάμεις και την απώθησή τους προς τα βορειοανατολικά, ώστε να επιτευχθεί επαφή με τους Σέρβους.


Την επιχείρηση για την εκπόρθηση της Δοϊράνης ανέλαβαν η 3η Μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό και η 10η Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Λίγο μετά το μεσημέρι της 22ας Ιουνίου 1913, το 4ο Σύνταγμα Ευζώνων της 10ης Μεραρχίας επιτέθηκε και με εφ’ όπλου λόγχη κατέλαβε θέσεις των εχθρικών προφυλακών στο χωριό Βλαντάγια, ενώ το ελληνικό πυροβολικό απαντούσε στα βουλγαρικά πυρά. Η 3η Μεραρχία δεν ανέλαβε δράση εκείνη την ημέρα.


Η κύρια επίθεση των δύο ελληνικών μεραρχιών άρχισε νωρίς το πρωί της 23ης Ιουνίου. Την κύρια επίθεση εναντίον των οχυρωμένων θέσεων των Βουλγάρων ανέλαβαν μονάδες της 10ης Μεραρχίας. Όταν οι εύζωνοι του 5ου Συντάγματος κατέλαβαν με τη λόγχη τον σιδηροδρομικό σταθμό της Δοϊράνης, οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν ότι υπερφαλαγγίζονται και εγκατέλειψαν τις θέσεις πάνω στα υψώματα, υποχωρώντας προς τα βόρεια. Νωρίτερα είχε σιγήσει το πυροβολικό τους, κατόπιν των πυκνών και εύστοχων βολών του πυροβολικού της 3ης Μεραρχίας, το οποίο διοικούσε ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Γουβέλης. Πολλοί από τους Βούλγαρους στρατιώτες έπεσαν στη λίμνη για να σωθούν και πνίγηκαν.


Οι απώλειες της 10ης Μεραρχίας ανήλθαν σε 106 νεκρούς και 755 τραυματίες, ενώ της 3ης Μεραρχίας σε 146 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες του βουλγαρικού στρατού υπήρξαν ανυπολόγιστες, ενώ στο πεδίο της μάχης εγκατέλειψαν σημαντικό πολεμικό οπλισμό, ο οποίος περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων.


Επόμενη αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων, στη Βέτρινα (σημερινό Νέο Πετρίτσι Σερρών) στις 26 Ιουνίου 1913.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/635

Φωτογραφία: Η Μάχη της Δοϊράνης και η καταστροφή των Βουλγάρων


Γλωσσικός χάρτης του 1880 στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (και Δυτ. Μακεδονίας).

 - Με πράσινο οι περιοχές όπου μιλούσαν αποκλειστικά ελληνικά.

- Με κόκκινο οι δίγλωσσες περιοχές (ελληνικά και αρβανίτικα)

- Με καφέ οι δίγλωσσες περιοχές (βλάχικα και ελληνικά)

- Με κίτρινο οι αλβανόφωνοι και 

- Με γκρι οι δίγλωσσοι (αρβανίτικα και βλάχικα).



Σημείωση1: Αξιοσημείωτος ο θύλακας ελληνοφωνίας στην περιοχή του Αυλώνα βόρεια της Χιμάρας.

Σημείωση2: Ο χάρτης σε ορισμένα σημεία δεν είναι ακριβής. Π.χ. βορείως της Σαγιάδας Θεσπρωτίας υπήρχαν αλβανόφωνοι οικισμοί (στην χάρτη απουσιάζουν), ενώ οι Παπαδάτες της Πρέβεζας ήταν καθαρά ελληνόφωνο χωριό (αν και εμφανίζεται δίγλωσσο).

Σημείωση3: Για να τον δείτε σε μεγαλύτερη ανάλυση "κατεβάστε" τον στον υπολογιστή σας και κάντε ζουμ.

Ο καπετάν Μητρούσης

 Ο Μητρούσης Γκογκολάκης, υπήρξε η κατ’εξοχήν ηρωϊκή φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιφέρεια των Σερρών. Καταγόταν από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες με το όνομα Χομόνδος (σημερινό Μητρούσι), οι κάτοικοι του οποίου ήταν σλαβόφωνοι, πλην όμως γνήσιοι Ελληνομακεδόνες και καυχιόνταν για την ελληνική τους καταγωγή. Το αθλητικό του παράστημα η αδιαφιλονίκητη υπεροχή του ως παλαιστή και το εξαίρετο ήθος του , είχαν ως αποτέλεσμα ο Γκογκολάκης να χαίρει του θαυμασμού και της αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Ο Μητρούσης συγκρότησε ένοπλη ομάδα και ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των βουλγαρικών συμμοριών.




Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1906, ο αρχικομιτατζής Τάσκα, ο οποίος απέτυχε να προσελκύσει στις τάξεις του τον Γκογκολάκη με παροχές και υποσχέσεις, για να τον εκδικηθεί και να τον τρομοκρατήσει μπαίνει στο σπίτι του στο Χομόνδος και σφάζει τη γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους. Ο Μητρούσης μόλις πληροφορείται το γεγονός γίνεται έξαλλος και στρέφεται μαζί με συντρόφους του κατά του βουλγαρίζοντος χωριού Καρατζάκιοϊ (Μονοκλησιάς) όπου σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν οι δολοφόνοι των δικών του. Εκεί σκοτώνουν γύρω στους 30 κομιτατζήδες (μέλη βουλγαρικών συμμοριών) και πριν φθάσουν τα τουρκικά αποσπάσματα πυρπολούν σπίτια και αποχωρούν.

Το εγχείρημα αυτό του Γκογκολάκη, προκάλεσε διαμαρτυρία και κάποια αναταραχή στο Κέντρο των Σερρών και προκειμένου να κοπάσει κάπως ο σάλος που δημιουργήθηκε, ο Μητρούσης αποστέλλεται στην Αθήνα, απ' όπου επανέρχεται μετά από δύο μήνες με δύο φίλους του συναγωνιστές από την ελεύθερη Ελλάδα και τίθεται αμέσως επικεφαλής Σώματος ανδρών, (στο οποίο, πλην των δύο αγαπητών του συντρόφων, του Ιωάννου Ούρδα και του Μιχαήλ Ουζούνη, προσκολλώνται ως υπαρχηγός του Σώματος, ο λοχίας Θεόδωρος Τουρλεντές από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο, με τους οποίους γνωρίστηκε στην Αθήνα. 

Τον Ιούλιο του 1907, πληροφορείται ο Γκογκολάκης ότι ο φονιάς της συζύγου και του παιδιού του, αφού διέφυγε κατά την επίθεση στο Καρατζάκιοϊ, κρύβεται στην πόλη των Σερρών. Αψηφώντας τους κίνδυνους, το απόγευμα της 13ης Ιουλίου φθάνει με τους τέσσερις γενναίους συναγωνιστές του στην πόλη των Σερρών (στη συνοικία Καμενίκια), και εγκαθίσταται στην οικία του ιερέα του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Σερρών, Παπαθανάση, όπου, όμως, γίνεται αντιληπτός από τον βουλγαρίζοντα Δίγκο και προδίδεται απ' αυτόν στις Τουρκικές Αρχές. Ευθύς αμέσως, η συνοικία που βρισκόταν ο Γκογκολάκης, δηλαδή τα Καμενίκια, πολιορκείται από ισχυρότατη τουρκική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από ολόκληρη την φρουρά των Σερρών και περίπου 500 άτακτους.

Το επόμενο πρωί, δηλαδή στις 14 Ιουλίου 1907, αρχίζει η επική και οπωσδήποτε άνιση από αριθμητικής πλευράς μάχη. Ο Μητρούσης με τα παλληκάρια του Γιάννη Ούρδα, Μιχάλη Ουζούνη, συγχωριανούς του, Θεόδωρο Τουρλεντέ και Νικόλαο Παναγιώτου, από την ελεύθερη Ελλάδα, καταλαμβάνει το παρακείμενο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας.

Ο σκληρός και χωρίς ελπίδα αγώνας διαρκεί πέντε ώρες. Δύο από τα παλληκάρια του Μητρούση, ο Θεόδωρος Τουρλεντές και ο Μιχάλης Ουζούνης, πέφτουν ηρωϊκώς στο πλευρό του, ενώ οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Νίκος Παναγιώτου και ο Ιωάννης Ούρδας, πολεμώντας στήθος με στήθος στην Ούρα του προαυλίου της εκκλησίας, τραυματισμένοι βαρύτατα, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 1907 οδηγούνται στην αγχόνη, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν απάνθρωπα

Ο Καπετάν Μητρούσης, μένοντας τελικά μόνος, συνεχίζει τον αγώνα αλύγιστος μέχρις ότου αντιλαμβάνεται ότι μόνον μία σφαίρα του είχε απομείνει. Θέλει να την πουλήσει και αυτήν ακριβά. Καλεί τον Διευθυντή της Αστυνομίας, προσποιούμενος ότι θέλει, δήθεν, να παραδοθεί και φυτεύει στον κρόταφο του ανύποπτου αυτού Τούρκου αξιωματούχου την τελευταία του σφαίρα, ενώ συγχρόνως για να μην συλληφθεί ζωντανός, βυθίζει το μαχαίρι του στα σπλάχνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αντιπάλων του, δίνοντας έτσι τέλος στην ανεπανάληπτη αυτή εποποιία, η οποία θα παραμείνει για πάντα φωτεινό παράδειγμα και ορόσημο για να διδάσκει στους Έλληνες τις θυσίες των προγόνων μας για να παραμείνει η Μακεδονία μας ΕΛΛΗΝΙΚΗ.

Την επαύριο το σώμα του Μητρούση ετάφη πλησίον του τόπου της συμπλοκής. Η πόλις των Σερρών, ευγνωμονούσα έστησε την προτομή του ηρωικού τέκνου της Μητρούση Γκογκολάκη πλησίον του τόπου της θυσίας του.

Πηγή: dim-kat-mitrous.ser.sch.gr

Κώστας Γουμάτης

Ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες.

 Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά προσηνής προς τους στρατιώτες, αλλά σκληρός προς τους αξιωματικούς που έκαναν κατάχρηση του αξιώματός τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση μιας σχεδόν 10ωρης πορείας στρατιωτικών μας μονάδων, που τις συνόδευε ο Στρατηλάτης και που είχαν «κορακιάσει» από την δίψα, χωρίς να συναντήσουν έστω και μια πηγή για να ξεδιψάσουν. Τα μεσάνυχτα βρέθηκε μια βρυσούλα στην πλαγιά του βουνού, που ωστόσο έσταζε ελάχιστα, με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστια ουρά. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τον γιακά του μανδύα του και πλησίασε στο σκοτάδι την πηγή, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ομαλά. Και έγινε έξω φρενών, όταν άκουσε έναν επιλοχία φορτωμένο παγούρια να φωνάζει άγρια στους στρατιώτες:

«Τραβηχτείτε από εκεί, ρε γαϊδούρια!».



Ολοι παραμέρισαν αλλά ένας πανύψηλος εύζωνας ρώτησε:

«Γιατί, κυρ-επιλοχία; Ιδώ έχουμι σειρά, δεν το βλέπ΄ς;».«Ισα ρε, κάνε στην μπάντα. Τα παγούρια είναι του λοχαγού. Ποιος σας λογαριάζει εσάς;».«Εγώ!» ακούστηκε σαν κεραυνός μια βροντερή και οργισμένη φωνή. Ηταν ο Στρατηλάτης που πλησίασε, άδραξε τον επιλοχία από τους ώμους και τον ταρακούνησε!

«Όπως άκουσες επιλοχία! Μπορεί άλλοι να μην λογαριάζουν τους στρατιώτες μου, αλλά τους λογαριάζω εγώ! Ποιος είναι ο λοχαγός σου; Τσακίσου να του πεις να έρθει γρήγορα εδώ!».

Ο επιλοχίας χαιρέτισε και έφυγε τρέχοντας, ενώ οι στρατιώτες κοίταζαν τον Κωνσταντίνο με ανοικτό το στόμα! Ο Στρατηλάτης τους χαμογέλασε:

«Γεμίστε τα παγούρια σας με την σειρά. Δεν θα σας ενοχλήσει κανένας άλλος».

Μερικές στιγμές αργότερα έστεκε κλαρίνο μπροστά του ο λοχαγός.

«Θα ήθελα να μάθω, αν εσύ έστειλες τον επιλοχία για νερό», ρώτησε αυστηρά ο Στρατηλάτης.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αλλά δεν ήξερα ότι…».

«Και πόσα παγούρια έχεις, κύριε λοχαγέ;».

Ο άλλος κόμπιασε, ξεροκατάπιες, αλλά όφειλε να απαντήσει:

«Εντεκα, Μεγαλειότατε».

Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να εκραγεί!

«Εντεκα παγούρια και έχεις το θράσος να το λες; Ξέρεις πόσα έχουν οι στρατιώτες;».

«Ενα…»

«Και εγώ που είμαι Βασιλιάς πόσα έχω, ξέρεις;».

Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.

«Με την δική σου λογική, αφού εσύ ο λοχαγός έχεις έντεκα, εγώ θα πρέπει να έχω εκατόν έντεκα, έτσι; Ε, λοιπόν, δεν έχω ούτε ένα και δεν έχω βάλει ούτε μια γουλιά νερό στο στόμα μου!».

Ο λοχαγός είχε γίνει κουρέλι στην κυριολεξία!

«Λοιπόν», βρυχήθηκε ο Κωνσταντίνος, «σε τιμωρώ με 10 ημέρες φυλάκιση, για να μάθεις πως στον πόλεμο που το νερό είναι λιγοστό, πρώτα πίνουν οι στρατιώτες, μετά οι υπαξιωματικοί, ύστερα οι αξιωματικοί και τελευταίος ο Βασιλιάς. Και στο μέλλον θα έχεις μόνο ένα παγούρι!».

Ωστόσο, την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος του χάρισε την ποινή και ο αξιωματικός πήρε το μάθημά του για όλη του την ζωή!

28 Ιουνίου 1913 Απελευθέρωση των Σερρών

Οι Βούλγαροι, μετά την συντριβή τους στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, είχαν εγκαταλείψει από τις 21 Ιουνίου τις Σέρρες, ενώ η 7η Μεραρχία, υπό τον Υπτγο Ναπολέοντα Σωτήλη, προήλαυνε ήδη για την απελευθέρωση της πόλης. Η απελευθέρωση καθυστέρησε λόγω καταστροφής των γεφυρών του Στρυμόνα που η επισκευή τους κράτησε μέχρι το πρωί της 28ης Ιουνίου. Τότε, η 7η ΜΠ μεραρχία προέλασε ξανά και εισήλθε στις Σέρρες. Η εικόνα ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους είχαν κάψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη Ελληνική συνοικία και την Ελληνική αγορά.



Ο Μέραρχος εξέδωσε αμέσως προκήρυξη, εξαγγέλοντας ότι «απελευθερώνει και καταλαμβάνει τας Σέρρας και προσκαλεί τους κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος, να επανέλθουν εις τας ειρηνικάς των ασχολίας» και έστειλε τηλεγράφημα στο ΓΣ, ζητώντας επειγόντως βοήθεια:

«Η πόλις των Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού.

Αστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας. Λεπτομερείας τηλεγραφήσω προσεχώς.»


Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 29/6/1913 διαβάζουμε την είδηση:

«Σώμα προσκόπων υπό τον Ταγματάρχην κ. Μαζαράκην κατέλαβε τας Σέρρας κηρύξαν τον στρατιωτικόν νόμον. Ο Βουλγαρικός Στρατός αποχωρήσας εκ Σερρών εν πανικώ εγκατέλιπε τα πάντα μη προφθάσας να φονεύση άπαντας τους προκρίτους. Εκ των 70 προκηρυχθέντων ο Διευθυντής της Τραπέζης Ανατολής Σταμούλης, ο ιατρός Χρυσάφης και 20 άλλοι εσφάγησαν κατόπιν φρικωδών βασανιστηρίων. Ο Επίσκοπος Πολυανής και 30 πρόκριτοι Δοϊράνης, ους είχε παραλάβει ο Βουλγαρικός Στρατός ως ομήρους, δεν έφθασαν εις Σέρρας. Φαίνεται ότι εξηφανίσθησαν καθ΄ οδόν.»


Οι απειλές των Βουλγάρων, ότι θα έκαιγαν την πόλη αν αναγκάζονταν να φύγουν, είχαν πραγματοποιηθεί. Μετά την αποχώρησή τους στις 12 Ιουνίου, στις 25, ένα Βουλγαρικό απόσπασμα προσπάθησε να μπει ξανά στην πόλη, αλλά αποκρούστηκε από σώμα πολιτοφυλάκων. Η αντίσταση κράτησε ως τις 27 Ιουνίου. Τότε, έφτασαν ισχυρές Βουλγαρικές δυνάμεις με 4 πυροβόλα, που κατέλαβαν το ύψωμα δίπλα στην πόλη και το επόμενο πρωί, Παρασκευή 28 Ιουνίου, άρχισαν να την βομβαρδίζουν. Ταυτόχρονα, Κομιτατζήδες με επί κεφαλής Αξιωματικούς του Στρατού, μαζί με τον αρχι-Κομιτατζή Γιάγκωφ και τον Γραμματέα της Νομαρχίας Βούλκωφ, γύριζαν μέσα στην πόλη και έβαζαν φωτιά στα σπίτια με πετρέλαιο, βρίζοντας και φωνάζοντας «ούρα ούρα», ενώ άλλοι λεηλατούσαν σπίτια και μαγαζιά. Από την λεηλασία δεν γλύτωσε ούτε η κατοικία του Αυστριακού Προξένου Ζλάτκου και όσοι είχαν καταφύγει για να προσττευθούν σ’ αυτήν. Ενώ και ο ίδιος ο Ζλάτκος συνελήφθη όμηρος και για να ελευθερωθεί πλήρωσε 40 λίρες. Τα ίδια συνέβησαν και στην κατοικία του Ιταλού Προξένου.


Οι πρώτες οβίδες πέσανε στα κτίρια της Αμερικανικής Εταιρείας Καπνών, παρ’ όλο που είχε υψωθεί Αμερικανική σημαία. Τα αποθηκευμένα καπνά έπιασαν φωτιά και η ζημιά υπολογίστηκε σε πάνω από 1.000.000 δολλάρια. Ωστόσο, αν και οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και το Ελληνικό Νοσοκομέιο, την Εβραϊκή Συναγωγή, το Μέγαρο της Μητρόπολης και τόσα άλλα καταστήματα και κτίρια παραδόξως δεν πείραξαν το Διοικητήριο, το Τηλεγραφείο και τους Στρατώνες.


Ιδού πώς περιγράφει ο Αυστριακός Πρόξενος την αποχώρηση των Βουλγάρων, σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη:

«Ένα Βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα Ιππικού και Πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου). Αφού έπεσαν βόμβες σε διάφορα σημεία το Πεζικό μπήκε στην πόλη. Έσφαξαν πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαΐάς είναι πολυάριθμα. 2.000 περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας.

Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι Στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου και μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου. Τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς. Είμαι με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»


Τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής στις 1/7/1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Πριν βάλουν φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγισαν ούτε ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οι οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου, Διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών και Αυστριακού υπηκόου, που κατοικούσε στο σπίτι του επίσης Αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του αγγλικού καπνεμπορικού καταστήματος “Κομέρσιαλ”, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε Aυστριακό, οι καπναποθήκες “Αμέρικαν Ταμπάκο” και “Έρζοκ”, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, η οικία του Ιταλού Κιαζημμεμίν και του Ισπανού Χασίζ Σαούρτα. Επίσης κάηκε η Τράπεζα Αθηνών και Ανατολής και το σπίτι του Γερμανού υπηκόου Κ. Μαρούλη.»


Ο εμπρησμός και η λεηλασία κράτησαν μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα Προσκόπων του Μαζαράκη που έτρεψε σε φυγή τους Βουλγάρους. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν 7 και τραυματίστηκαν 10. Η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα.


Για τις Βουλγαρικές θηριωδείες ο Βασιλιάς τηλεγράφησε στην κυβέρνηση:

«Διαμαρτυρηθήτε κατ΄ εντολήν Μου εις τους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπομόρφων τούτων τεράτων, καθώς και εις τον πεπολιτισμένον κόσμον ολόκληρον και δηλώσατε ότι θα αναγκασθώ μετά λύπης Μου να προβώ εις αντίποινα, όπως εμπνεύσω φόβον και σκέψιν τινά προ της τελέσεως τοιούτων εγκλημάτων. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλας τας φρικαλεοτήτας των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να συγκαταλέγωνται μεταξύ των πεπολιτισμένων λαών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.»


20 μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» δημοσίευσε στο φύλλο της 19ης Ιουλίου μια σειρά ανταπoκρίσεων απεσταλμένου της από τις Σέρρες, που τις χαρακτηρίζει νεκρόπολη!

«Δεν είναι υπερβολή. Οι Σέρρες δεν υπάρχουν πια. Εκεί που πριν λίγο ακόμη στεκόταν υπερήφανη η πιο ωραία, πατριωτική και αρχοντική πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, απλώνονται ερείπια και κυριαρχεί η σκιά δυστυχίας και θανάτου. Και κάτω από την σκιά αυτή, δίπλα στα ερείπια, 15 χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και τάξης γελούν και κλαίνε, έχοντας στερηθεί τα πάντα. Γελούν για την απελευθέρωσή τους από τον Βουλγαρικό ζυγό και την εθνική τους αποκατάσταση. Κλαίνε για την ατομικήν τους καταστροφή. 15 περίπου ημέρες έρασαν από την αποφράδα και ευτυχή ημέρα κατά την οποία από τη μία άκρη έβγαιναν οι Βουλγαρικές ορδές αφήνοντας πίσω φλόγες και από την άλλη έμπαινε ο Ελληνικός Στρατός. Και όμως, στα πρόσωπα των Σερραίων διακρίνω ακόμη τις γραμμές του τρόμου και της ημιπαραφροσύνης μαζί με τις γραμμές της χαράς και της ανακούφισης. Οι δυστυχείς έζησαν ώρες μακρές, από εκείνες που συγκλονίζουν βαθιά την ψυχή και αφήνουν βαθύτατα ίχνη.»


Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο δημοσίευσε η εφημερίδα «Εμπρός» της 5ης Ιουλίου. Αφορά την εκδήλωση που έγινε στο τζαμί Εσκή, που είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης το τζαμί δόθηκε πάλι στους Μουσουλμάνους από τις Ελληνικές Αρχές.


Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν οι Πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι ξένοι ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν, ο Δήμαρχος Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι.


Ο Φρούραρχος των Σερρών Μαζαράκης, κήρυξε την απελευθέρωση της πόλης με τα παρακάτω λόγια:

«Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου Στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών, τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η Ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»


Στις 6 Ιουλίου, με εντολή του Φρουράρχου άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων στο κέντρο της πόλης. Στη διάρκειά της βρέθηκαν πολλά καμμένα πτώματα κατοίκων, που είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28, μεταξύ αυτών και ο Αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.


Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, της Πηνελόπης Δέλτα. Ραδιοφωνικό θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι του Ραδιοφωνικού Θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω σε ραδιοφωνική διασκευή το σπουδαίο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα: Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου.


                                   


  Πρόκειται αναμφίβολα για το γνωστότερο μυθιστόρημα της Δέλτα, το συνέγραψε το 1910 ενώ το πρώτοδημοσιεύσε στο Λονδίνο το 1911. Ήταν η εποχή που ο Βενιζέλος είχε τα ηνία της χώρας μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και την επανάσταση στο Γουδί, καθώς εκείνη την εποχή μεγάλες μεταβολές ετοιμάζονταν στους χάρτες.

  Το έργο, που απέσπασε πλούσια εγκωμιαστικά σχόλια από πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, εξιστορεί τις περιπέτειες δύο παιδιών από την ημέρα που αιχμαλωτίστηκαν από τους Βούλγαρους το 1004 στην Ανδριανούπολη έως το τέλος του πολέμου. Καλύπτει λοιπόν την περίοδο από το 1004 έως το 1018, βασική περίοδος δράσης του Βουλγαροκτόνου εναντίον των Βουλγάρων. Το γεωγραφικό πλαίσιο του έργου ήταν ορισμένες νευραλγικές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που σήμερα ανήκουν στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στα Σκόπια.

  Αντικειμενικός στόχος της Πηνελόπης Δέλτα ήταν, όπως προκύπτει και από την αλληλογραφία της με τον Παλαμά, να διδάξει μέσα από το μυθιστόρημα στα μικρά παιδιά ιστορία, ώστε να τα διαποτίσει με το ιδανικό της αγάπης για την πατρίδα και το έθνος, ενόψει και των επικείμενων βαλκανικών πολέμων. Τεράστια είναι και η ηθογραφική αξία του έργου, καθώς μέσα από τα μάτια των τριών παιδιών-πρωταγωνιστών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή στα χρόνια του Βυζαντίου. Κατασκοπεία, προδοσία, ίντριγκες και συνωμοσίες, περιπέτειες, ανατροπές, μοιραίοι και παράφοροι έρωτες, πίστη σε ιδανικά και αίσθηση του καθήκοντος, (δοσμένα με την ευαισθησία και τον λυρισμό της Δέλτα), δημιουργούν ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα που ανασυνθέτει με τρόπο γλαφυρό μια χρυσή εποχή του Βυζαντίου.


Η κατάληψη της Πρεσλάβας από τον Τζιμισκή και της Πλίσκας από τον Βασίλειο Β΄, σε μεταγενέστερο σλαβικό χειρόγραφο

 


Η εξέλιξη του έργου.

  Η ιστορία διαδραματίζεται στο ταραγμένο Βυζάντιο, στην αυγή της 2ης χιλιετίας μ.Χ., κατά τη διάρκεια των πολέμων ενάντια στους Βούλγαρους. Βασιλιάς των Βουλγάρων είναι ο Σαμουήλ, ενώ στο Βυζαντινό στρατόπεδο βρίσκεται ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Στον καιρό λοιπόν του Βουλγαροκτόνου, δύο αχώριστοι φίλοι απ’ το Βυζάντιο για χάρη της πατρίδας θα εισχωρήσουν στο Βουλγαρικό στρατόπεδο, για να κατασκοπεύσουν και να συλλέξουν πληροφορίες για τους αντιπάλους. Μέσα από διάφορες καταστάσεις η φιλία τους και η αγάπη τους για την πατρίδα θα δοκιμαστεί πολλές φορές.


  Ο γερο Παγράτης μαζί με ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, την Αλεξία Αργυρή φτάνουν στην Αδριανούπολη τη βραδιά της κατάληψής της από τους Βουλγάρους τον Δεκαπενταύγουστο του 1004. Εκεί συναντούν τον Νικήτα, έναν Έλληνα κατάσκοπο και αδελφικό φίλο του γιού του Παγράτη, και δυο μικρά αγόρια τον Κωνσταντίνο Κρηνίτη (γιό του Στρατηγού της Αδριανούπολης) και τον Μιχαήλ Ιγερινό. Ο Νικήτας στην προσπάθειά του να σώσει τα δύο παιδιά από την αιχμαλωσία κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, όμως τον προστατεύει ο Παγράτης, ο οποίος πιάνεται αιχμάλωτος από τον τσάρο Σαμουήλ. Τα δυο αγόρια, επίσης αιχμάλωτοι του τσάρου μεγαλώνουν ανάμεσα στους Βούλγαρους χωρίς όμως η ελληνική καρδιά τους να τους προδώσει ποτέ!

  Έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι από γεγονότα που ακολουθεί την πορεία σχεδόν 15 χρόνων με έντονο το ελληνικό στοιχείο και την αγάπη για την Πατρίδα…

 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται το έργο είναι η σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. Η Δέλτα αυτό το επαναλαμβάνει σε άλλα τρία έργα: Για την πατρίδα, Μάγκας και Στα μυστικά του βάλτου. Το εν λόγω έργο μαζί με το Για την πατρίδα, έχουν χαρακτηριστεί ως βυζαντινά μυθιστορήματα, ενώ τα άλλα δύο ως μακεδονικά.

  Το Βυζάντιο περιγράφεται ως μία αυτοκρατορία που το ελληνικό στοιχείο και ο ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούν και το ελληνικό έθνος γνωρίζει μια μεγάλη, ίσως την πιο μεγάλη εξάπλωση. Οι όροι βυζαντινός, Έλληνας, πατριώτης και χριστιανός ορθόδοξος δηλώνουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή τον Έλληνα. Ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία εξισώνεται με την ελληνική πατρίδα. Σημαντικότατη εξομοίωση για μια περίοδο αμφισβήτησης της αποκλειστικότητας των Ελλήνων ως ορθόδοξων (τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου, όπου οι επίσης ορθόδοξοι Βούλγαροι προσπαθούν να χειραφετηθούν πρώτα εκκλησιαστικά και έπειτα εθνικά από την επιρροή του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο φυλές είναι εχθρικές, η μία πρέπει να χαθεί.


Η Πηνελόπη Δέλτα


  Η Δέλτα συνέδεσε με τα μυθιστορήματα της το Μακεδονικό Aγώνα με τους επικείμενους βαλκανικούς πολέμους. Από τα βυζαντινά μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση πέρασε στα μακεδονικά οπού τα γεωγραφικά όρια στενεύουν σημαντικά, έτσι έχουμε μια μετάβαση από το ιδεατό στο πραγματικό. Η συγγραφέας συμμερίζεται ξεκάθαρα το ενδιαφέρον για την ενίσχυση του φρονήματος στο συνεχιζόμενο μακεδονικό αγώνα. Οι ελληνικές απελευθερωτικές βλέψεις στρέφονται ξεκάθαρα βόρεια, περιοχές της σημερινής Μακεδονίας, των Σκοπίων, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας βρίσκονται στο στόχαστρο των Ελλήνων. Η Μεγάλη Ιδέα έχει τεράστια απήχηση στο λαό και η υλοποίηση της βρίσκεται μπροστά. Η Πηνελόπη Δέλτα με τα έργα της εκφράζει αυτό ακριβώς το λαϊκό συναίσθημα.

 

Το ιστορικό πλαίσιο του έργου.

  Αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. εξελίσσονται σφοδρές μάχες μεταξύ του βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου και του Τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ. Στο έργο αναφέρονται πολλά ιστορικά στοιχεία: μάχες και ιστορικά πρόσωπα.

  Πρόκειται για αγώνες του Βυζαντίου σε περιόδους μεγάλης δόξας, ανασταίνεται με τον τρόπο αυτό η περίοδος των θριάμβων του Βασιλείου ΄Β Βουλγαροκτόνου (957-1025 μ.Χ.). Η Δέλτα ξετυλίγει την προσωπικότητα του Βασιλείου ΄Β (που έζησε περίπου 1000 χρόνια πριν) και την φέρνει ολοζώντανη στο σήμερα. Ήταν ένας από τους μακροβιότερους αυτοκράτορες, που κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ονομάζονταν βουλγαροκτόνος επειδή καθυπόταξε τους Βούλγαρους μετά από μάχες που διήρκησαν τέσσερις δεκαετίες, ενσωματώνοντας τους έτσι στο αυτοκρατορικό κράτος για τα επόμενα 167 χρόνια.

  Το βουλγάρικο κράτος με πρωτεύουσα την Πρεσλάβα γνώρισε, στο πρώτο τέταρτο του δεκάτου αιώνα, με τσάρο το Συμεών φτάνοντας από το Δούναβη στις παρυφέςς της Ανδριανούπολης και της Θεσσαλονίκης απειλώντας ακόμη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν διπλωματικών ενεργειών των βυζαντινών (πριγκηπικοί γάμοι κλπ), καθώς και μια εισβολή των «Ρως» (Ρώσσων) στη Βουλγαρία περιόρισε κάπως τη δυναμική των Βουλγάρων. Ακολούθησαν οι ενέργειες του Τσιμισκή προκειμένου με διάφορους τρόπους να τους υποτάξει, ενέργειες τις οποίες διέκοψε απότομα η δολοφονία του.


Ο Ιωάννης Τσιμισκής


  Η άνοδος στο θρόνο του Βασιλείου, ως νόμιμος διάδοχος, προκάλεσε την εξέγερση του Σκληρού, την οποία ο Βασίλειος κατέστειλε, πλην όμως είχε ήδη εδραιωθεί η βουλγάρικη εξέγερση που βρήκε τον απαιτούμενο χρόνο. Η κυριαρχία του Σαμουήλ στη Βουλγαρία και το κατόρθωμα του να συσπειρώσει την εκεί ελίτ σε συνδυασμό με τις εμφύλιες διαμάχες στο Βυζάντιο του έδωσε τη δυνατότητα να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Συμεών εις βάρος της Αυτοκρατορίας. Από κει και πέρα ξεκινά ο μακροχρόνιος αγώνας του Βασιλείου να καθυποτάξει τους Βούλγαρους, αφού προηγουμένως έδωσε τέλος στις εμφύλιες διαμάχες.

  Το διασημότερο επεισόδιο αυτού του πολέμου έλαβε χώρα το 1014, όταν ο Βασίλειος κατάφερε να περικυκλώσει τον βουλγαρικό στρατό που φύλαγε το οχυρωμένο ορεινό πέρασμα Κλειδίον και να τον αιχμαλωτίσει στο σύνολό του. Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη, 15.000 Βούλγαροι στρατιώτες τυφλώθηκαν κατά διαταγή του αυτοκράτορα, με έναν ανά εκατό να διατηρεί το ένα του μάτι για να μπορεί να καθοδηγεί τους υπόλοιπους. Οι τυφλωμένοι αιχμάλωτοι αφέθηκαν να επιστρέψουν στη Βουλγαρία, με στόχο την επίδειξη της ισχύος του αυτοκράτορα, αλλά και της αποφασιστικότητάς του να δώσει τέλος στη βουλγάρικη επιβολή.

  Το αποκρουστικό θέαμα των τυφλωμένων αιχμαλώτων φέρεται να προκάλεσε τον θάνατο του Σαμουήλ από καρδιακή προσβολή. Πάντως το γεγονός της τύφλωσης τόσων (15.000) αιχμαλώτων έχει αμφισβητηθεί εξαιτίας των δυσκολιών μιας τέτοιας πρακτικής και του υπερβολικού αριθμού της χρήσης τους ως φρουράς, με βάση λογικές εκτιμήσεις για τη συνολική στρατιωτική δύναμη του βουλγάρικου βασιλείου.

 

Η υποταγή των Βουλγάρων

 

Οι πρωταγωνιστές

  Τρία ελληνόπουλα, ο Κωνσταντίνος. ο Μιχαήλ και η Αλεξία, που θυμίζουν ήρωες του Βίκτωρα Ουγκώ, εισχωρούν στο στρατόπεδο των Βουλγάρων ως κατάσκοποι, για να προειδοποιήσουν εγκαίρως τους Βυζαντινούς για τις κινήσεις του εχθρού με κίνδυνο της ζωής τους. Καλούνται να θυσιάσουν την προσωπική ευτυχία τους με κίνδυνο της ζωής τους, μπροστά στο χρέος έναντι στην πατρίδα.

 

  Τα δύο αγόρια που μεγαλώνουν σαν αδέρφια ενδιαφέρονται για το ίδιο κορίτσι (την Αλεξία), χωρίς όμως να θέλουν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την καρδιά της. Οι δύο φίλοι είναι κεντρικοί ήρωες, αχώριστοι έξυπνοί, αγαπημένοι, γενναίοι, παραμένουν ενωμένοι ως το τέλος και αγωνίζονται για την πατρίδα προσφέροντας υπηρεσίες στον αυτοκράτορα.


Από το χρονικό του Μάνασση

 


  Ο Κωνσταντίνος θεωρεί σπουδαία υπηρεσία την κατασκοπεία σε αντίθεση με τον Μιχαήλ που τη θεωρεί περισσότερο ανάγκη παρά επιλογή. Δύο είναι τα μεγάλα ιδανικά στα οποία οι δυο φίλοι παραμένουν πιστοί: η Πατρίδα, για την οποία αξίζει κάθε θυσία, και η φιλία, για την οποία αξίζει κάποιος να πνίξει τις προσωπικές του ανάγκες. Για την αγάπη στην πατρίδα ο Κωνσταντίνος θυσιάζει τη ζωή του.

  Για τη φιλία τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Μιχαήλ απαρνιούνται τον έρωτά τους για την Αλεξία, κεντρική ηρωίδα του έργου. Ελεύθερη, αντισυμβατική, ριψοκίνδυνη, δυναμική διεκπεραιώνει με επιτυχία και μυστικότητα την αποστολή της. Αρχικά παρουσιάζεται ως το πεντάχρονο ορφανό κορίτσι, στο οποίο τα γεγονότα της Αδριανούπολης και οι σφαγές των Ελλήνων από τους Βούλγαρους αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια στον ψυχισμό της και της προκαλούν βουβαμάρα. Στη συνέχεια, τη βρίσκουμε στα βουνά δεκαπεντάχρονη κατάσκοπο, που από επιλογή παρουσιάζεται ως βουβή για να περνάει απαρατήρητη και να μεταφέρει ακίνδυνα πληροφορίες στους Έλληνες. Σε αυτές τις αποστολές ερωτεύεται τον Κωνσταντίνο, στον οποίο τελικά μιλάει προκειμένου να εκφράσει τα συναισθήματά της.


Ο Βασίλειος στο πεδίο της μάχης



Οι Βούλγαροι.

  Οι θηριώδεις επίορκοι Βούλγαροι, Δραξάν, Ιβάντζης, Νικουλιτσάς, Σαμουήλ, Βλατισλάβ πρωταγωνιστούν σε έναν πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Ένα στρατηγό και πολιτικό που πέρασε τη ζωή του πάνω στο άλογο στις μάχες, από μικρός ως τα 60 του χρόνια θριαμβευτής στις μάχες, ευέλικτος και εύστροφος στο μυαλό και γρήγορος στις αποφάσεις του.

 

  Συχνά, σαν μάστερ των αιφνιδιασμών, αλλού τον περίμεναν και αλλού εμφανιζόταν. Υπήρξε γενναιόδωρος στρατιώτης που όμως, όταν πρόδιδαν τη συμφωνία τους οι Βούλγαροι, η εκδίκησή του έπεφτε σαν κεραυνός. Μετά τη μάχη στο Κλειδί, τύφλωσε 10.000 Βούλγαρους και τους άφησε ελεύθερους, να γυρίσουν στα χωριά τους για να θυμούνται οι υπόλοιποι να μην τα βάζουν με τον Αυτοκράτορα.

 

Τεχνικά και άλλα στοιχεία για το έργο.

  Το έργο είναι καλογραμμένο, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι γενικά ευκολοδιάβαστο βιβλίο, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα, χαρακτηρίζεται ως ιστορικό βιβλίο αλλά διαβάζεται και από ενήλικες πολύ ευχάριστα. Όσο μεγαλύτερος είναι κανείς τόσο περισσότερο μπορεί να εκτιμήσει τα ιστορικά γεγονότα, τους συμβολισμούς και τις αξίες που κρύβονται πίσω από την ιστορία. Η Πηνελόπη Δέλτα είναι story teller, αφηγήτρια. Σε κάνει να βλέπεις μπροστά σου εικόνες από στρατούς που απελαύνουν, από ερωτευμένες καρδιές, μάχες, κατασκοπείες, θριάμβους, ανθρώπινες απώλειες, θυσίες, αλληλεγγύη, στρατηγικούς ελιγμούς.

  Κεντρική ιδέα και επιμέρους ιδεολογικός άξονας είναι η ιδέα της φιλοπατρίας και της διαφύλαξης των εθνικών ιδανικών. Ο υπέρτατος αγώνας προκειμένου να διαφυλαχτούν η αναγκαιότητα και η συνέχεια της πατρίδας, η υποταγή κάθε ατομικού δικαιώματος στη ιστορική αναγκαιότητα της προστασίας της πατρίδας από τους εξωτερικούς κινδύνους, επιπλέον  κάθε μέσο ή επιδίωξη που υπηρετεί αυτό το μεγάλο σκοπό καθαγιάζει ακόμη και την κατασκοπεία, ενώ η έννοια της φιλίας, που αναγνωρίζεται ως αξία και ιδανικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

                                             



  Η ίδια το 1910, κατά τη συγγραφή του βιβλίου, γράφει στον Αλέξανδρο Δελμούζο: «Η Πατρίδα είναι ζωντανή και παντοδύναμη αγάπη. Το ίδιο και για τα αισθήματα, που είναι όλα σημερινά και καθόλου βυζαντινά. Έτσι, ετοιμάζοντας τώρα βυζαντινό διήγημα της ίδιας εποχής, βάζω συνείδηση σημερινή, με σημερινές ιδέες τιμής και ψυχικές πάλες στην καρδιά του Δαφνομήλη, πράγματα που δε σκέφτηκε βέβαια ποτέ ο Δαφνομήλης του Ι´ αιώνα! Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια πιστή εικόνα μιας πεθαμένης εποχής, αλλά να κάμω σημερινά ελληνόπαιδα να σκεφθούν, και αν είναι δυνατόν, να ξυπνήσω μέσα τους όμορφα και μεγάλα ιδανικά».

  Και ως προς αυτό, της απαντά ο Δελμούζος : « Είμαι συμφωνότατος, και γι’ αυτό ακριβώς συγκινεί το έργο σας τη σημερινή ελληνική ψυχή. Κι έτσι πρέπει να μείνει».

 

  Πρότυπο-ήρωας που αναζητήθηκε στην πολιτική πραγματικότητα ήταν ο Βενιζέλος; Ωραίο ερώτημα. Ο πατέρας της Δέλτα, ο μεγιστάνας της εποχής Μπενάκης, είχε μεταστραφεί στο Βενιζελισμό, αυτή όμως παρέμενε σταθερά βασιλική. Προς το πρόσωπο του Βενιζέλου όμως τρέφει ένα συγκρατημένο θαυμασμό. Υπάρχει βέβαια και ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ποιος κατά τη Δέλτα, θα ενώσει επομένως τους Έλληνες; Ο ανερχόμενος Κωνσταντίνος ή ο Βενιζέλος; Ο προβληματισμός αυτός δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ.

 

  Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να γυριστεί σαν σήριαλ, θα γνώριζε μεγάλη επιτυχία και θα μας κρατούσε καθηλωμένους στην οθόνη. Είναι μια κινηματογραφική περιπέτεια τυπωμένη σε χαρτί. Σίγουρα θα συγκινούσε το Πανελλήνιο.

 

  Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε σχετικά με τη ραδιοφωνική παραγωγή της ελληνικής κρατικής ραδιοφωνίας που μεταφέρθηκε στο ραδιόφωνο στις 22-06-1968, σε θεατρική διασκευή και προσαρμογή της Ιουλίας Ιατρίδη, ότι πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά. Η παραγωγή είναι σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό, εντούτοις μεταφέρει τον ακροατή στην εποχή του Βουλγαροκτόνου με απόλυτη ακρίβεια. Η έλλειψη εικόνας μετατρέπεται σε πλεονέκτημα καθώς αφήνει τη φαντασία του ακροατή να οργιάσει και να μεταφερθεί στο Βυζάντιο. Εξαιρετική ήταν επίσης και η επιμέλεια της μουσικής της Ιφιγένειας Εφημιάτου-Σπύρου. Μία πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών, όπως ο Νίκος Τζόγιας, Ο Σταύρος Ξενίδης και η Ματίνα Καρά σε ραδιοσκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη συνθέτουν μια εξαιρετική παραγωγή, η οποία και μεταδόθηκε σε συνέχειες από το κρατικό ραδιόφωνο. Είναι πολύ κρίμα που αυτή η δουλεία είναι σήμερα παντελώς άγνωστη, υπάρχει όμως ελεύθερη στο διαδίκτυο.

 


Η Ματίνα Καρρά στο ρόλο της Αλεξίας


  Το σπουδαίο αυτό έργο της Πηνελόπης Δέλτα τέλος, αγγίζει όλους τους Έλληνες για ένα σημαντικό λόγο, καθώς αναφέρεται και σε χαμένες πατρίδες που τώρα βρίσκονται σε βουλγάρικο και σκοπιανό έδαφος. Πέρα από τη σύνδεση του με το Μακεδονικό Αγώνα και την προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας, η τελική απώλεια τόσων εδαφών βορειότερα για το ελληνικό έθνος, δημιουργεί μια μελαγχολία στον αναγνώστη και ένα συναίσθημα αδικίας.

 

  Το μυθιστόρημα έχει και τεράστια ηθογραφική αξία, μέσα από τα μάτια των τριών παιδιών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή στα χρόνια του Βυζαντίου.

 

  Η Δέλτα τέλος δήλωσε ότι δε θα έγραφε το συγκεκριμένο έργο αν υπήρχαν αξιόλογα μυθιστορήματα…


Ο Νίκος Τζόγιας στο ρόλο του Νικήτα



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ηχητικά Βιβλία για Όλους:





                                     



Θεατρική διασκευή και προσαρμογή για το ραδιόφωνο Ιουλίας Ιατρίδη

Αφηγητής: Μάκης Ρευματάς

Παίζουν οι ηθοποιοί: Σταύρος Ξενίδης –Παγράτης, Ματίνα Καρά –Αλεξία, Νίκος Τζόγιας–Νικήτας, Γιώργος Μετσόλης –Κατεπάνω, Μαρία Βούλγαρη –Αρχόντισσα, Νίκος Πιλάβιος –Κωνσταντίνος,Γιαννάκης Καλατζόπουλος –Μιχαήλ, Φοίβος Ταξιάρχης –Ιβάτζης, ΚώσταςΣαντοριναίος–Σαμουήλ, Δημήτρης Καλυβωκάς –Βασίλειος, Χρήστος Τσάγκας-Δαφνομήλης

Σε άλλους ρόλους οι ηθοποιοί: Γιώργος Χρηστόπουλος, Γιώργος Τζαβέλας, Λουκιανός Ροζάν, Γρηγόρης Τσουμάκης, Αλίκη Αλεξανδράκη, Πιπίτσα Σμολένσκη, Νίκος Γαροφάλου, Γιώργος Ζαχαριάδης, Θανάσης Παναγιωτόπουλος.


Ο Λουκιανός Ροζάν



Επιλογή Μουσικής: Ιφιγένεια Εφημιάτου – Σπύρου

Επιμέλεια Ηχών: Δανάη Ευαγγελίου

Ρύθμιση Ηχου: Στέφανου Ευαγγελίου

Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης


Η Ιουλία Ιατρίδη



Ο Σταύρος Ξενίδης στο ρόλο του Παγράτη


Ο Μάλης Ρευματάς στο ρόλο του αφηγητή


Στο ρόλο του Βασιλείου ο Δημήτρης Καλυβωκάς


Πηγές:

Πηνελόπη Δέλτα, Αλληλογραφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1990

P. Schreiner, «Die vermeintliche Blendung. Zu den Ereignissen von Kleidion im Jahr 1014», σε ЕвропейскиятЮгоизток през втората половина на X - началото на XI векИстория и култура (Σόφια 2015, εκδ. Военноиздателство), σ.170-190. Η νεότερη θεωρία για το ζήτημα της τύφλωσης των αιχμαλώτων.

Yannis Stouraitis, «Civil war in the Christian Empire», σε Y. Stouraitis (ed.), A Companion to the Byzantine Culture of War,c. 300-1204 (Λάιντεν 2018, εκδBrill), σ.92-123. Η νεότερη μελέτη για τον εμφύλιο πόλεμο στο Βυζάντιο, με αναφορά στην περίπτωση της εξέγερσης των Κομητόπουλων.

Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π. Σ. Δέλτα: Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, (Αθήνα2004, εκδ. Ερμής). Διακειμενική ανάλυση των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα.

Paul Stephenson, The Legend οf Basil the Bulgar-Slayer (Κέμπριτζ 2003, εκδCambridge University Press). Το βασικό επιστημονικό έργο για τη δημιουργία και εξέλιξη του μύθου

https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/177401_mystiko-toy-boylgaroktonoy

radio-theatre.blogspot.com/2013/01/blog-post.html

https://www.goodreads.com/book/show/6325310

https://www.public.gr/product/books/paidika/paidiki-efibiki-logotehnia-sta-ellinika/ton-kairo-toy-boylgaroktonoy/prod3313268pp/

https://vivlio.gr/katerina/mithistorima/ton-kero-tou-voulgaroktonou

https://www.metaixmio.gr/el/products/τον-καιρό-του-βουλγαροκτόνου

https://fliphtml5.com/mepx/wvbh/basic

https://www.openbook.gr/ton-kairo-toy-voylgaroktonoy/



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

KOΥΤΣΟΥΜΠΕΙ 1948: "H άγνωστη μάχη με τους Σκοπιανούς"

 Κατά τη διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου σημειώθηκε πληθώρα μεθοριακών επεισοδίων μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και Αλβανικών, Βουλγαρικών και Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια σημειώθηκε στην περιοχή Κουτσούμπεϊ, στα σύνορα Ελλάδας – Σκοπίων. Το Κουτσούμπεϊ είναι μια από τις κορυφές του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) σε υψόμετρο 2399 μέτρων, στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας. Συνέβη στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, όταν στρατιωτικές μονάδες από την «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος για να υποστηρίξουν τα ανταρτικά σώματα που επιδίωκαν την απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα και την δημιουργία του ενιαίου «Μακεδονικού Κράτους».



Στην περιοχή ήταν αναπτυγμένα από Ελληνικής πλευράς το 514 και το 556 Τάγματα Πεζικού. Οι Σκοπιανές δυνάμεις αποτελούντο απο 4 λόχους τυφεκιοφόρων δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας και λόχος βαρέων όπλων, όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του Σκοπιανού Τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.

Χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το Ελληνικό έδαφος. Στην πυραμίδα 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556ΤΠ, με επικεφαλής αξιωματικό. Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης έθεσε αμέσως τους 20 άνδρες του σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Οι δυνάμεις των Σκοπιανών άνοιξαν άμεσα πυρ και δύο μονάδες εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το Ελληνικό τμήμα.

Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση προς την κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η Ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά και απάντησε στα εχθρικά πυρά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς.

Οι άλλες δύο εχθρικές φάλαγγες διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του Ελληνικού εδάφους κτυπώντας τον Σταθμό Διοίκησης του 3ου Λόχου. Η μάχη εξελίχθηκε σε σώμα με σώμα, με τους Σκοπιανούς να επιτίθενται ορμητικά κατά των Ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Μέχρι την 17.15 η μάχη κράτησε με τον μοναχικό λόχο να αμύνεται στις λυσσαλέες επιθέσεις.

Πρόλαβε όμως και αφίχθηκε ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, που με δύο διμοιρίες κατέλαβε τα βραχώδη αντερείσματα ανακόπτοντας την προσπάθεια των Σκοπιανών. Τη στιγμή εκείνη, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο Ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση.

Με την ιαχή «αέρα» οι δύο Ελληνικοί λόχοι επιτέθηκαν κατά των Σκοπιανών με εφ’όπλου λόγχη, σκορπώντας τον όλεθρο και συλλαμβάνοντας 3 αιχμαλώτους. Οι Σκοπιανοί τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 17 νεκρούς (δύο αξιωματικοί). Οι Ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες – 5 τραυματίες και ένας αγνοούμενος. Κατά τη μάχη αιχμαλωτίστηκαν οι Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (μωαμεθανός Βόσνιος), ο Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβος) και ο Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης). Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρα την βυζαντινή πόλη Μοναστήρι των Σκοπίων, την οποία η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ότι πλέον θα ονομάζεται «Μπίτολα».

ΠΗΓΗ: history-point.gr & akritasnews.com

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ ΔΡΑΜΑΣ (30 Ἰουν.1913)

 Το Δοξάτο βρέθηκε στο στόχαστρο το 1913. Το μαρτυρικό χωριό της Δράμας



«Σταματά ο νους . Τραγικωτέρας σκηνάς δεν δύναται να φαντασθή ο νους του ανθρώπου».


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας....


1.500 γυναικόπαιδα εσφάγησαν∙ όπου επεράσαμεν, δεν εβλέπαμεν τίποτε άλλο παρά κεφαλάς και πόδια παιδιών, γυναικών και ανδρών. Εις την οικίαν του ιερέως όταν εισήλθομεν, ευρέθην προ φρικώδους θεάματος∙ ο ιερεύς κομμένος εις δύο και κρεμασμένος εις τον τοίχον! Επίσης και η σύζυγός του με βγαλμένα τα μάτια και όλα τα παιδιά του κατακρεουργημένα κατά τον πλέον φρικώδη τρόπον. Πλην των άλλων απήγαγον και 150 κορίτσια του χωριού. Αφού εισήλθομεν εις το χωρίον, όσοι ήσαν ζωντανοί, χωσμένοι εις υπόγεια ή άλλα μέρη εξήρχοντο γυμνοί και τρελλοί φωνάζοντες εκδίκησιν κατά των εντοπίων Τούρκων και Βουλγάρων»....


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας. Ήταν 30 Ιουνίου 1913 όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό Δοξάτο και έσφαξαν συνολικά 650 κατοίκους. Μετά τις θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού έλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια και πυρπόλησαν το χωριό. Συνολικά έκαψαν 250 σπίτια και 80 καταστήματα και το όμορφο Δοξάτο της Δράμας που φημιζόταν για τα πλούτη του μετατράπηκε σε κολαστήριο....


Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912 το χωριό Δοξάτο και η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, οι οποίοι έδιωξαν τους Έλληνες διοικητές του χωριού. Την επόμενη χρονιά διεξήχθη ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος και ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ ανέλαβε να ελευθερώσει τις περιοχές της Μακεδονίας που ήταν υπό βουλγαρική κατοχή. Αφού κατέλαβε αρχικά την Καβάλα και τις Σέρρες συνέχισε με επιτυχία την προέλαση του προς τη Δράμα. Τα ελληνικά στρατεύματα ανάγκασαν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση. Πριν εγκαταλείψουν την περιοχή της Δράμας, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και των Βουλγάρων στρατιωτών. Τότε οι δεύτεροι προφασιζόμενοι τους πυροβολισμούς επιτέθηκαν στο χωριό Δοξάτο. 30 Ιουνίου 1913. Εκείνο το πρωί πολλοί κάτοικοι είχαν πάει στην εκκλησία για να προσευχηθούν για την γιορτή των Αγίων Αποστόλων. Οι Βούλγαροι κύκλωσαν έφιπποι το χωριό και όρμησαν στους ανυπεράσπιστους κατοίκους. Ανάμεσα στους αμάχους ήταν γέροι, γυναίκες και παιδιά. Η δολοφονική τους δράση δεν είχε όρια....


Για ώρες έσφαζαν τους κατοίκους και τους αποκεφάλιζαν. Αφού πρώτα βίασαν τις γυναίκες μετά τις κατακρεούργησαν με τα σπαθιά τους. Όσοι κάτοικοι έτρεχαν στον κάμπο να ξεφύγουν τους εκτελούσαν. Το ίδιο συνέβη και σε όσους είχαν κρυφτεί μέσα σε σπίτια. Τις πρώτες απογευματινές ώρες, τελείωσαν τις θηριωδίες σε βάρος των κατοίκων, έβαλαν φωτιά στο χωριό και το εγκατέλειψαν. Ανάμεσα στους Βούλγαρους ήταν και πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι θεωρώντας ότι η Τουρκία είχε συμμαχήσει μαζί τους δεν αρνήθηκαν να επιτεθούν στους Έλληνες συγχωριανούς τους. Λίγες ώρες μετά την αποχώρησή τους προσπάθησαν να επιστρέψουν για να θάψουν μερικά πτώματα για να κρύψουν τη σφαγή, αλλά ο ελληνικός στρατός πλησίαζε στη Δράμα και υποχώρησαν γρήγορα...


Οι Έλληνες στρατιώτες έγιναν δεκτοί ως σωτήρες από τους εναπομείναντες κατοίκους. Μόλις αντίκρισαν τις φρικαλεότητες ένιωσαν αποτροπιασμό. Ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες ήταν και ένας Πλοίαρχος του Βρετανικού ναυτικού Cardale, ο οποίος περιέγραψε όσα αντίκρισε στο Δοξάτο ως εξής: «Κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως  εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών»...


Τα επόμενα χρόνια έγιναν προσπάθειες ανοικοδόμησης του χωριού, αλλά οι Βούλγαροι χτύπησαν ξανά το 1917, αυτή τη φορά ως σύμμαχοι των Γερμανών. Τότε εισέβαλαν το μαρτυρικό Δοξάτο και πήραν ομήρους αρκετούς άντρες και τους έστειλαν στη Βουλγαρία. Τον Σεπτέμβριο του 1941 η ιστορία επαναλήφθηκε. Βουλγαρικά αποσπάσματα εκτέλεσαν ξανά 350 κατοίκους του Δοξάτου έπειτα από επίθεση ανταρτών εναντίον τους....


Πηγή Σαν Σήμερα 



Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...