Η δύσκολη όμως εκείνη εποχή που οι κοινωνίες δοκιμάζονταν, υπήρξαν και κάποιοι που δεν επέλεξαν το μακρινό, προσφυγικό ταξίδι στα μέρη της Ιωνίας και παρέμειναν στα τρομοκρατούμενα πατρογονικά εδάφη, αφού όμως πρώτα έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.
Εκκένωσαν τις πόλεις που ζούσαν στο παρελθόν, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτές είχαν καταστραφεί και κατέφυγαν κυνηγημένοι σε πιο απόκρημνες, κακοτράχαλες τοποθεσίες όπου κι οχυρώθηκαν, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν απέναντι στις επικείμενες επιδρομές των κλεφτών, που λυμαίνονταν το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό αποδεικνύεται από διάφορα κάστρα σε όλη τη χώρα και από τους πρόχειρους, προσφυγικούς οικισμούς της ίδιας περιόδου, που ανακαλύφθηκαν στην ορεινή Κρήτη. Οι κάτοικοι της νήσου αυτής, εγκατέλειψαν τις προαιώνιες, πασίγνωστες για τον πλούτο τους μινωικές μητροπόλεις και σκαρφάλωσαν στα βουνά για να μπορέσουν να γλιτώσουν και να καταφέρουν να ζήσουν, έστω και υπό αντίξοες συνθήκες.
Έτσι οι Έλληνες, με τη σχετική αποξένωση που προκαλεί ο φόβος, κλείστηκαν πίσω από τείχη και κάστρα, ενώ περιόρισαν τις θετικές επαφές που είχαν αναπτύξει παλαιότερα με άλλους λαούς, μέσω των εμπορικών δρόμων. Η λογική συνέπεια, στην αλλαγή του τρόπου ζωής και στην κατάργηση του ρόλου του υπερτοπικού ηγεμόνα (Άναξ), ήταν μια προσωρινή μετάβαση σε απλούστερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε καμία περίπτωση πάντως, τα δραματικά γεγονότα δεν προκάλεσαν ολικό ξεριζωμό, έσχατη ένδεια ή μια γενοκτονία στο έθνος. Ούτε έπαψαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι,να παράγουν πολιτισμό.
Η ιστορική συνέχεια εξασφαλίστηκε, με τη διατήρηση των ανώτερων δομών της κοινωνίας και των γενικών χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας του λαού, που αποτέλεσαν τη διαχρονική βάση στην εξελικτική του πορεία. Το παραπάνω υποστηρίζεται, με αρκετά ευρήματα από όλη τη χώρα, αλλά και έξω από αυτήν, που αποδεικνύουν πως οι Έλληνες μετά την μυκηναϊκή εποχή, συνέχισαν όπως μπορούσαν καλύτερα, να εφαρμόζουν τις συνήθειες των πολιτισμένων προγόνων τους και ότι η άρχουσα τάξη, δεν έπαψε ποτέ να απολαμβάνει τα οποιαδήποτε ηγετικά της προνόμια.
Στα Κούκλια της Κύπρου για παράδειγμα, ανακαλύφθηκε ελληνική γραφή από τα τέλη του 11ου αιώνα ( τότε που πιστεύεται πως οι Έλληνες έπαψαν να γράφουν τα λόγια τους!), ενώ στο Λευκάντι της Ευβοίας, εντοπίστηκε μεγαλοπρεπής τύμβος ηγεμόνα, με ιδιαιτέρως μνημειακά χαρακτηριστικά και πλούσια κτερίσματα, που ανάγεται στο 1000 π.Χ. περίπου (την εποχή που υποτίθεται πως είχαν εκλείψει οι πλούσιοι άρχοντες). Αυτά είναι μόνο, κάποια δείγματα της λανθασμένης άποψης που κυριάρχησε μέχρι πρόσφατα στους επιστημονικούς κύκλους, αυτούς που ήθελαν να ονομάζουν την Υπομυκηναϊκή και την Γεωμετρική περίοδο, ως την « σκοτεινή περίοδο » της αρχαιότητας, σε ό,τι αφορά την ευημερία και την πολιτιστική πρόοδο των Ελλήνων.
Η υποβίβαση αυτή, οφείλετε καθαρά στη σημερινή γνωστική ανεπάρκεια, λόγω έλλειψης ακριβών πληροφοριών και το περίφημο σκότος στην πραγματικότητα, σκεπάζει μόνο τα ιστορικά στοιχεία εκείνης της εποχής, κι όχι το είδος και την ποιότητα της ζωής, εκείνων των ανήσυχων κι ακατάβλητων ανθρώπων.
Τα χρόνια της υποτιθέμενης αφάνειας, δεν ήταν καθόλου ανενεργά ή σκοτεινά σε πολιτιστικό επίπεδο και οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου, μετά την κατάρρευση της ιδιόμορφης μυκηναϊκής– αχαϊκής κοινοπολιτείας (μιας αυτοκρατορίας στα μέτρα εκείνης της εποχής), εξακολούθησαν σε όλους τους τομείς και χωρίς χάσματα, να είναι τόσο Έλληνες όσο και πριν.