Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΡΡΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΡΡΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο καπετάν Μητρούσης

 Ο Μητρούσης Γκογκολάκης, υπήρξε η κατ’εξοχήν ηρωϊκή φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιφέρεια των Σερρών. Καταγόταν από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες με το όνομα Χομόνδος (σημερινό Μητρούσι), οι κάτοικοι του οποίου ήταν σλαβόφωνοι, πλην όμως γνήσιοι Ελληνομακεδόνες και καυχιόνταν για την ελληνική τους καταγωγή. Το αθλητικό του παράστημα η αδιαφιλονίκητη υπεροχή του ως παλαιστή και το εξαίρετο ήθος του , είχαν ως αποτέλεσμα ο Γκογκολάκης να χαίρει του θαυμασμού και της αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Ο Μητρούσης συγκρότησε ένοπλη ομάδα και ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των βουλγαρικών συμμοριών.




Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1906, ο αρχικομιτατζής Τάσκα, ο οποίος απέτυχε να προσελκύσει στις τάξεις του τον Γκογκολάκη με παροχές και υποσχέσεις, για να τον εκδικηθεί και να τον τρομοκρατήσει μπαίνει στο σπίτι του στο Χομόνδος και σφάζει τη γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους. Ο Μητρούσης μόλις πληροφορείται το γεγονός γίνεται έξαλλος και στρέφεται μαζί με συντρόφους του κατά του βουλγαρίζοντος χωριού Καρατζάκιοϊ (Μονοκλησιάς) όπου σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν οι δολοφόνοι των δικών του. Εκεί σκοτώνουν γύρω στους 30 κομιτατζήδες (μέλη βουλγαρικών συμμοριών) και πριν φθάσουν τα τουρκικά αποσπάσματα πυρπολούν σπίτια και αποχωρούν.

Το εγχείρημα αυτό του Γκογκολάκη, προκάλεσε διαμαρτυρία και κάποια αναταραχή στο Κέντρο των Σερρών και προκειμένου να κοπάσει κάπως ο σάλος που δημιουργήθηκε, ο Μητρούσης αποστέλλεται στην Αθήνα, απ' όπου επανέρχεται μετά από δύο μήνες με δύο φίλους του συναγωνιστές από την ελεύθερη Ελλάδα και τίθεται αμέσως επικεφαλής Σώματος ανδρών, (στο οποίο, πλην των δύο αγαπητών του συντρόφων, του Ιωάννου Ούρδα και του Μιχαήλ Ουζούνη, προσκολλώνται ως υπαρχηγός του Σώματος, ο λοχίας Θεόδωρος Τουρλεντές από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο, με τους οποίους γνωρίστηκε στην Αθήνα. 

Τον Ιούλιο του 1907, πληροφορείται ο Γκογκολάκης ότι ο φονιάς της συζύγου και του παιδιού του, αφού διέφυγε κατά την επίθεση στο Καρατζάκιοϊ, κρύβεται στην πόλη των Σερρών. Αψηφώντας τους κίνδυνους, το απόγευμα της 13ης Ιουλίου φθάνει με τους τέσσερις γενναίους συναγωνιστές του στην πόλη των Σερρών (στη συνοικία Καμενίκια), και εγκαθίσταται στην οικία του ιερέα του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Σερρών, Παπαθανάση, όπου, όμως, γίνεται αντιληπτός από τον βουλγαρίζοντα Δίγκο και προδίδεται απ' αυτόν στις Τουρκικές Αρχές. Ευθύς αμέσως, η συνοικία που βρισκόταν ο Γκογκολάκης, δηλαδή τα Καμενίκια, πολιορκείται από ισχυρότατη τουρκική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από ολόκληρη την φρουρά των Σερρών και περίπου 500 άτακτους.

Το επόμενο πρωί, δηλαδή στις 14 Ιουλίου 1907, αρχίζει η επική και οπωσδήποτε άνιση από αριθμητικής πλευράς μάχη. Ο Μητρούσης με τα παλληκάρια του Γιάννη Ούρδα, Μιχάλη Ουζούνη, συγχωριανούς του, Θεόδωρο Τουρλεντέ και Νικόλαο Παναγιώτου, από την ελεύθερη Ελλάδα, καταλαμβάνει το παρακείμενο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας.

Ο σκληρός και χωρίς ελπίδα αγώνας διαρκεί πέντε ώρες. Δύο από τα παλληκάρια του Μητρούση, ο Θεόδωρος Τουρλεντές και ο Μιχάλης Ουζούνης, πέφτουν ηρωϊκώς στο πλευρό του, ενώ οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Νίκος Παναγιώτου και ο Ιωάννης Ούρδας, πολεμώντας στήθος με στήθος στην Ούρα του προαυλίου της εκκλησίας, τραυματισμένοι βαρύτατα, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 1907 οδηγούνται στην αγχόνη, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν απάνθρωπα

Ο Καπετάν Μητρούσης, μένοντας τελικά μόνος, συνεχίζει τον αγώνα αλύγιστος μέχρις ότου αντιλαμβάνεται ότι μόνον μία σφαίρα του είχε απομείνει. Θέλει να την πουλήσει και αυτήν ακριβά. Καλεί τον Διευθυντή της Αστυνομίας, προσποιούμενος ότι θέλει, δήθεν, να παραδοθεί και φυτεύει στον κρόταφο του ανύποπτου αυτού Τούρκου αξιωματούχου την τελευταία του σφαίρα, ενώ συγχρόνως για να μην συλληφθεί ζωντανός, βυθίζει το μαχαίρι του στα σπλάχνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αντιπάλων του, δίνοντας έτσι τέλος στην ανεπανάληπτη αυτή εποποιία, η οποία θα παραμείνει για πάντα φωτεινό παράδειγμα και ορόσημο για να διδάσκει στους Έλληνες τις θυσίες των προγόνων μας για να παραμείνει η Μακεδονία μας ΕΛΛΗΝΙΚΗ.

Την επαύριο το σώμα του Μητρούση ετάφη πλησίον του τόπου της συμπλοκής. Η πόλις των Σερρών, ευγνωμονούσα έστησε την προτομή του ηρωικού τέκνου της Μητρούση Γκογκολάκη πλησίον του τόπου της θυσίας του.

Πηγή: dim-kat-mitrous.ser.sch.gr

Κώστας Γουμάτης

28 Ιουνίου 1913 Απελευθέρωση των Σερρών

Οι Βούλγαροι, μετά την συντριβή τους στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, είχαν εγκαταλείψει από τις 21 Ιουνίου τις Σέρρες, ενώ η 7η Μεραρχία, υπό τον Υπτγο Ναπολέοντα Σωτήλη, προήλαυνε ήδη για την απελευθέρωση της πόλης. Η απελευθέρωση καθυστέρησε λόγω καταστροφής των γεφυρών του Στρυμόνα που η επισκευή τους κράτησε μέχρι το πρωί της 28ης Ιουνίου. Τότε, η 7η ΜΠ μεραρχία προέλασε ξανά και εισήλθε στις Σέρρες. Η εικόνα ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους είχαν κάψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη Ελληνική συνοικία και την Ελληνική αγορά.



Ο Μέραρχος εξέδωσε αμέσως προκήρυξη, εξαγγέλοντας ότι «απελευθερώνει και καταλαμβάνει τας Σέρρας και προσκαλεί τους κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος, να επανέλθουν εις τας ειρηνικάς των ασχολίας» και έστειλε τηλεγράφημα στο ΓΣ, ζητώντας επειγόντως βοήθεια:

«Η πόλις των Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού.

Αστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας. Λεπτομερείας τηλεγραφήσω προσεχώς.»


Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 29/6/1913 διαβάζουμε την είδηση:

«Σώμα προσκόπων υπό τον Ταγματάρχην κ. Μαζαράκην κατέλαβε τας Σέρρας κηρύξαν τον στρατιωτικόν νόμον. Ο Βουλγαρικός Στρατός αποχωρήσας εκ Σερρών εν πανικώ εγκατέλιπε τα πάντα μη προφθάσας να φονεύση άπαντας τους προκρίτους. Εκ των 70 προκηρυχθέντων ο Διευθυντής της Τραπέζης Ανατολής Σταμούλης, ο ιατρός Χρυσάφης και 20 άλλοι εσφάγησαν κατόπιν φρικωδών βασανιστηρίων. Ο Επίσκοπος Πολυανής και 30 πρόκριτοι Δοϊράνης, ους είχε παραλάβει ο Βουλγαρικός Στρατός ως ομήρους, δεν έφθασαν εις Σέρρας. Φαίνεται ότι εξηφανίσθησαν καθ΄ οδόν.»


Οι απειλές των Βουλγάρων, ότι θα έκαιγαν την πόλη αν αναγκάζονταν να φύγουν, είχαν πραγματοποιηθεί. Μετά την αποχώρησή τους στις 12 Ιουνίου, στις 25, ένα Βουλγαρικό απόσπασμα προσπάθησε να μπει ξανά στην πόλη, αλλά αποκρούστηκε από σώμα πολιτοφυλάκων. Η αντίσταση κράτησε ως τις 27 Ιουνίου. Τότε, έφτασαν ισχυρές Βουλγαρικές δυνάμεις με 4 πυροβόλα, που κατέλαβαν το ύψωμα δίπλα στην πόλη και το επόμενο πρωί, Παρασκευή 28 Ιουνίου, άρχισαν να την βομβαρδίζουν. Ταυτόχρονα, Κομιτατζήδες με επί κεφαλής Αξιωματικούς του Στρατού, μαζί με τον αρχι-Κομιτατζή Γιάγκωφ και τον Γραμματέα της Νομαρχίας Βούλκωφ, γύριζαν μέσα στην πόλη και έβαζαν φωτιά στα σπίτια με πετρέλαιο, βρίζοντας και φωνάζοντας «ούρα ούρα», ενώ άλλοι λεηλατούσαν σπίτια και μαγαζιά. Από την λεηλασία δεν γλύτωσε ούτε η κατοικία του Αυστριακού Προξένου Ζλάτκου και όσοι είχαν καταφύγει για να προσττευθούν σ’ αυτήν. Ενώ και ο ίδιος ο Ζλάτκος συνελήφθη όμηρος και για να ελευθερωθεί πλήρωσε 40 λίρες. Τα ίδια συνέβησαν και στην κατοικία του Ιταλού Προξένου.


Οι πρώτες οβίδες πέσανε στα κτίρια της Αμερικανικής Εταιρείας Καπνών, παρ’ όλο που είχε υψωθεί Αμερικανική σημαία. Τα αποθηκευμένα καπνά έπιασαν φωτιά και η ζημιά υπολογίστηκε σε πάνω από 1.000.000 δολλάρια. Ωστόσο, αν και οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και το Ελληνικό Νοσοκομέιο, την Εβραϊκή Συναγωγή, το Μέγαρο της Μητρόπολης και τόσα άλλα καταστήματα και κτίρια παραδόξως δεν πείραξαν το Διοικητήριο, το Τηλεγραφείο και τους Στρατώνες.


Ιδού πώς περιγράφει ο Αυστριακός Πρόξενος την αποχώρηση των Βουλγάρων, σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη:

«Ένα Βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα Ιππικού και Πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου). Αφού έπεσαν βόμβες σε διάφορα σημεία το Πεζικό μπήκε στην πόλη. Έσφαξαν πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαΐάς είναι πολυάριθμα. 2.000 περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας.

Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι Στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου και μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου. Τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς. Είμαι με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»


Τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής στις 1/7/1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Πριν βάλουν φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγισαν ούτε ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οι οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου, Διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών και Αυστριακού υπηκόου, που κατοικούσε στο σπίτι του επίσης Αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του αγγλικού καπνεμπορικού καταστήματος “Κομέρσιαλ”, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε Aυστριακό, οι καπναποθήκες “Αμέρικαν Ταμπάκο” και “Έρζοκ”, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, η οικία του Ιταλού Κιαζημμεμίν και του Ισπανού Χασίζ Σαούρτα. Επίσης κάηκε η Τράπεζα Αθηνών και Ανατολής και το σπίτι του Γερμανού υπηκόου Κ. Μαρούλη.»


Ο εμπρησμός και η λεηλασία κράτησαν μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα Προσκόπων του Μαζαράκη που έτρεψε σε φυγή τους Βουλγάρους. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν 7 και τραυματίστηκαν 10. Η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα.


Για τις Βουλγαρικές θηριωδείες ο Βασιλιάς τηλεγράφησε στην κυβέρνηση:

«Διαμαρτυρηθήτε κατ΄ εντολήν Μου εις τους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπομόρφων τούτων τεράτων, καθώς και εις τον πεπολιτισμένον κόσμον ολόκληρον και δηλώσατε ότι θα αναγκασθώ μετά λύπης Μου να προβώ εις αντίποινα, όπως εμπνεύσω φόβον και σκέψιν τινά προ της τελέσεως τοιούτων εγκλημάτων. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλας τας φρικαλεοτήτας των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να συγκαταλέγωνται μεταξύ των πεπολιτισμένων λαών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.»


20 μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» δημοσίευσε στο φύλλο της 19ης Ιουλίου μια σειρά ανταπoκρίσεων απεσταλμένου της από τις Σέρρες, που τις χαρακτηρίζει νεκρόπολη!

«Δεν είναι υπερβολή. Οι Σέρρες δεν υπάρχουν πια. Εκεί που πριν λίγο ακόμη στεκόταν υπερήφανη η πιο ωραία, πατριωτική και αρχοντική πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, απλώνονται ερείπια και κυριαρχεί η σκιά δυστυχίας και θανάτου. Και κάτω από την σκιά αυτή, δίπλα στα ερείπια, 15 χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και τάξης γελούν και κλαίνε, έχοντας στερηθεί τα πάντα. Γελούν για την απελευθέρωσή τους από τον Βουλγαρικό ζυγό και την εθνική τους αποκατάσταση. Κλαίνε για την ατομικήν τους καταστροφή. 15 περίπου ημέρες έρασαν από την αποφράδα και ευτυχή ημέρα κατά την οποία από τη μία άκρη έβγαιναν οι Βουλγαρικές ορδές αφήνοντας πίσω φλόγες και από την άλλη έμπαινε ο Ελληνικός Στρατός. Και όμως, στα πρόσωπα των Σερραίων διακρίνω ακόμη τις γραμμές του τρόμου και της ημιπαραφροσύνης μαζί με τις γραμμές της χαράς και της ανακούφισης. Οι δυστυχείς έζησαν ώρες μακρές, από εκείνες που συγκλονίζουν βαθιά την ψυχή και αφήνουν βαθύτατα ίχνη.»


Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο δημοσίευσε η εφημερίδα «Εμπρός» της 5ης Ιουλίου. Αφορά την εκδήλωση που έγινε στο τζαμί Εσκή, που είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης το τζαμί δόθηκε πάλι στους Μουσουλμάνους από τις Ελληνικές Αρχές.


Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν οι Πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι ξένοι ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν, ο Δήμαρχος Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι.


Ο Φρούραρχος των Σερρών Μαζαράκης, κήρυξε την απελευθέρωση της πόλης με τα παρακάτω λόγια:

«Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου Στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών, τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η Ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»


Στις 6 Ιουλίου, με εντολή του Φρουράρχου άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων στο κέντρο της πόλης. Στη διάρκειά της βρέθηκαν πολλά καμμένα πτώματα κατοίκων, που είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28, μεταξύ αυτών και ο Αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.


Ιερός Ναός εντός των κοιμητηρίων στα Χρυσοχώραφα Σερρών.

Στα Χρυσοχώραφα Σερρών, εντός των κοιμητηρίων βρίσκεται ένας μικρός και λιτός Ιερός Ναός.


Πρόκειται για ένα ναό αφιερωμένο στη μνήμη κεκοιμημένων αδελφών...



Πλάνα εξωτερικά του Ναού:


Ο Ρυθμός του ναού είναι Βασιλική όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς...


                 

Η διακόσμηση στο εσωτερικό του ναού είναι λιτή και απέριτη. Λίγες εικόνες Αγίων κλπ. Τα απολύτως απαραίτητα...


                 



Μία άγνωστη εκτόπιση βλάχικων πληθυσμών από την περιοχή της Κάτω Τζουμαγιάς (Ηράκλειας Σερρών) στο βουλγαροκρατούμενο Ποζάρεβιτς της Σερβίας από τους Βούλγαρος το 1916. Μ'ερος Ά

Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έλαβε χώρα μία απάνθρωπη και σκληρή βουλγάρικη κατοχή στο νομό Σερρών.

Ήταν η δεύτερη κατοχή (είχε προηγηθεί εκείνη του 1912-130 από τις συνολικά τρεις (θα ακολουθούσε εκείνη του 1941-44) που θα υφίστατο ο νομός Σερρών από τους Βούλγαρούς.

Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισήλθαν στο νομό Σερρών και την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (06-08-1916) κατέλαβαν την Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών).

Μετέτρεψαν άμεσα τα σχολεία σε στρατώνες και διέκοψαν την τελούμενη θεία λειτουργία.
Πρώτο τους μέλημα ήταν φυσικά να κακοποιήσουν όσους συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα.
Κατόπιν έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους, έχοντας λοιπόν ως στρατηγική τους την μεταφορά των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής στη νότια Σερβία και συγκεκριμένα στο Ποζάρεβιτς και μέσω της βουλγαροπίησης τους τον έλεγχο αυτής της περιοχής.



Με κομμένη την ανάσα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της έρευνας της κας Πανοπούλου που ακολουθεί...


Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι
Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμα-
γιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για
πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των
στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους
της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών.
Οι υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας
είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε.
Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους
βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια.
Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που
πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα
τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο
Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατά-
σταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και
ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία
μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το
απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».

Η Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνο-
μάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν
από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι
Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε
μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου
το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πή-
ραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή
είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να
φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της
θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και
τα έθαβε…».
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι,
Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο Μελέ-
νικο σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των
Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί
ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε
φαγητό». Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «Λόγω
της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασι-
τίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύ-
ρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα
άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν
και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν
σησαμελαίου το πλείστον).
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους
ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν στην βουλ-
γαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος
όγκος των Βλάχων. «Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και
μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν
μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο
σιγά- σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας.
Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμά-
μαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί Γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα
κομμάτι ψωμί……»
«….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί
τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια
τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέ-
φεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα
αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς.
Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο.
Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την
γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπό-
ριο. « Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη.
Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας
άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα
τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν
και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν
κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί
εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε
για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει
στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα.
Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν
δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της
ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλά-
χικα:»κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος
αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο».


Ο Βελιγρατλής


Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνελάμβαναν ένα
άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνω-
στο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο Γ. Τζεμαΐλας
γράφει: «Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα κα-
ταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμε-
ταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη,
εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει
πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη
και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με
τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)».
Η Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: « Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη.
Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δού-
λευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυ-
τοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το
εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα
σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση: Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού
σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί.
Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο
στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί
που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμη-
θούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο
πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους
Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση: Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι
Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν.
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε

και η επιστροφή τους.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 το βουλγάρικο μέτωπο θα καταρρεύσει και η Βούλγαροι θα ζητήσουν από τους συμμάχους μας ανακωχή με τον όρο να μην εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στη Βουλγαρία. Οι σύμμαχοι μας φυσικά έκαναν αποδεκτό το αίτημα τους! Παρά το γεγονός ότι τους πολέμησαν με κάθε μέσο!! Οι Βούλγαροι (συνεπείς όπως πάντα στις ιστορικές υποχρεώσεις τους), την προστασία που θα τους παρείχαν οι σύμμαχοι θα τους την ξεπλήρωναν, 23 χρόνια μετά, το 1941 προσχωρώντας στις δυνάμεις του Άξονα.

Λίγο αργότερα θα ζητήσει ανακωχή και η Τουρκία, ενώ στις 11 Νοεμβρίου θα παραδοθεί η Γερμανία και έτσι θα τελειώσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος.

¨Αμεσα ξεκίνησε και η επιστροφή των εκτοπισθέντων Βλάχων στην περιοχή. Επρόκειτο για πραγματική Οδύσσεια (θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου). Συνολικά οργανώθηκαν τέσσερις αποστολές προκειμένου να επιστρέψουν.

Πίσω στην πατρίδα βρήκαν συντρίμμια, ενώ χωριά ολόκληρα (όπως η Ράμνα) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αρκετοί όμως παρέμειναν στο Ποζάρεβιτς, όπου συμβίωσαν αρμονικά με τους Σέρβους και ευημέρησαν.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι εξ αυτών παρέμειναν και στη Βουλγαρία όπου και βουλγαροποιήθηκαν. Η πλειονότητα όμως των εκτοπισθέντων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.

Τα γεγονότα που περιγράφηκαν δυστυχώς είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί είναι λιγοστές. Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων είναι παραγκωνισμένη και σίγουρα θα πρέπει να ενταθεί.

Τέλος Πρώτου Μέρους.

Η μετανάστευση των Βλάχων προς το νομό Σερρών.

Κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα στην περιοχή  των Σερρών έλαβε χώρα
μία μαζική εγκατάσταση βλάχικων πληθυσμών στο νομό Σερρών.
Η μετανάστευση αυτή πραγματοποιήθηκε εξαιτίας ισχυρών πιέσεων
που δέχθηκαν οι ανωτέρω πληθυσμοί από τους Τούρκους στις περιοχές όπου
διαβιούσαν.



Οι εγκαταστάσεις έγιναν σταδιακά γύρω στο 1750,
αφορμή ήταν οι διωγμοί των Οθωμανών μετά τα Ορλωφικά (1770-71)
 και η ένοπλη σύγκρουση των Βλάχων με τον Αλή πασά (1790-1820).

Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, οι βλάχικοι πληθυσμοί προϋπήρχαν
στο νομό Σερρών.

Ειδικότερα:
Ο χρονογράφος των Σερρών Παπασυναδινός, μνημονεύει την
ύπαρξη Βλάχων στις Σέρρες και στην περιοχή της, από το 17ο αιώνα.
 Αναφέρει δε, ότι το Σεπτέμβριο του 1641, οι Βλάχοι που ζούσαν στην πόλη
των Σερρών και στην περιοχή της, επλήγησαν το ίδιο σκληρά μαζί με άλλες
εθνότητες από μια μεγάλη επιδημία πανούκλας.
Σχετικά με την ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων
κατά τον 17ο και 18ο αιώνα στο Ν. Σερρών,
έχουμε αναφορές ότι στις Σέρρες υπήρχαν βλαχόφωνοι, οι οποίοι είχαν
εγκατασταθεί από προηγούμενες μετακινήσεις πληθυσμών και είχαν ανα-
πτύξει το εμπόριο και τη βιοτεχνία.

Η μετανάστευση.
Αυτή η μαζική μετανάστευση, ανώνυμη και διευρυμένη, έγινε με όλους
τους δυνατούς τρόπους και σχήματα: οικογένειες, μικρές ομάδες, ολόκλη-
ρα χωριά. Ανάλογα με τα σχήματα αυτά, άλλαζε ή διατηρούνταν η εσω-
τερική δομή των ομάδων και των εγκαταστάσεων.
 Όταν η εγκατάσταση γινόταν βαθμιαία,
 τότε οι πρώτες οικογένειες αποτελούσαν τον πυρήνα,
τους ντόπιους, και όσοι έρχονταν σιγά- σιγά αποτελούσαν την περιφέρεια,
που δυναμικά όλο και μεγάλωνε, αφού ήταν δεκτοί όλοι.

Βλάχικος γάμος στις Σέρρες το 1937

 Οι Βλαχόφωνοι προερχόμενοι κυρίως από τη Δυτική Μακεδονία,
 την Ήπειρο, τα χωριάτου Ασπροποτάμου, τη Μοσχόπολη και το Μοναστήρι,
 εγκαθίστανται στις πλαγιές του Μπέλλες και του Μενοίκιου όρους,
 φτάνοντας μέχρι την Αλιστράτη, είτε δημιουργώντας καινούργια χωριά
είτε ζώντας δίπλα σε άλλους.
 Έτσι, τα χωριά παρουσιάζουν μεικτό πληθυσμιακό χαρακτήρα και
διατηρούν εσωτερικούς διαχωρισμούς στη βάση της καταγωγής και της αί-
σθησης της διαφοράς.
  Ο Ναούμ Μαρόκος αναφέρει σχετικά:
«Εμείς είμαστε απ’ τη Ράμνα. Εγώ γεννήθηκα εκεί.
 Και οι δυό μου οι γονείς ήταν Βλάχοι.
Αυτοί ήρθαν απ’ τη Μπίτουλα (Μοναστήρι).
 Απ’ το Κρούσοβο, απ’ εκεί. Πρώτα ήρθαν
αυτοί και μετά ήρθαν απ’ τη Νέβεσκα, Γραμμουστιάννιδες, κι ύστηρα ήρ-
θαν κι Μπουϊσιώτες. 
Χωριά ήταν αυτά. Βλάχοι είναι αυτοί. Είχαμε ακόμη
κι Αητομηλιώτες. Το πρώτο που κάνανε μετά τα σπίτια τους ήταν αυτή η
παλιά η εκκλησία. Την πρόλαβα ιγώ. Ήταν από φλαμούρι σανίδια. Οι ίδιοι
οι Βλάχοι τόκαναν. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν μαραγκοί……..»

Η ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων
Οι πληθυσμιακές αυτές ενότητες, οι οποίες συνιδρύουν τις νέες κοινότη-
τες, διατηρούν και αναπαράγουν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους, κα-
θώς εγκαθίστανται σε ξεχωριστές γειτονιές (μαχαλάδες) και μεταφυτεύουν
εκεί μορφές κοινωνικών σχέσεων και νοοτροπιών, οι οποίες χαρακτηρίζουν
τις κοινότητες προέλευσής τους. Οι διαχωρισμοί εκφράζονται παραστατικά
σε διάφορες εκδηλώσεις της κοινοτικής ζωής.
 «Εμείς την ημέρα των Αγίων Αποστόλων κάναμε μεγάλο πανηγύρι
 και όλα τα γύρω χωριά έρχονταν για
να μας δουν πως γλεντούσαμε.
 Τρεις μέρες τραγουδούσαμε και χορεύαμε.
Τραγουδούσαμε πολύ και στα Βλάχικα, μα, και στα Ελληνικά. 
Είχαμε λεβέντικους χορούς. 
Η μάνα μου φορούσε μακριά μεταξωτά φουστάνια και
είχε κρεμασμένες και λύρες εδώ μπροστά. Ήταν πολύ όμορφες οι γυναίκες
μας, νταρντάνες. Την ημέρα τ’ Αϊ Γιωργιού, ερχόνταν κι οι Τούρκοι απ’ τα
γειτονικά χωριά κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο πανηγύρι. Εμάς οι Τούρκοι
δεν μας πείραζαν. Ένας πλούσιος Τούρκος ήταν στο Θρακικό, ο οποίος
μάζευε πολύ κόσμο και δούλευε για αυτόν, μα, τους τάιζε όμως. Δεν είχα-
με προβλήματα μαζί τους. Η Ράμνα ήταν κέντρο. Τσοπαναραίοι, πρόβατα,
όλοι κεχαγιάδες ήταν».




 Η αξία αυτών των καταθέσεων είναι πολύ σημαντική,
γιατί τα άτομα θυμούνται και ανασυγκροτούν το παρελθόν τους
ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας καθώς η περιρρέουσα ιστορία διεισδύει
στην ατομική μνήμη. Στο προφορικό υλικό αποτυπώνουν τη νοοτροπία, τις
αντιλήψεις, τις στάσεις και τους ιδιαίτερους τρόπους πρόσληψης της πραγ-
ματικότητας καθώς και τις αντιστάσεις και τις συμπεριφορές που απορρέ-
ουν από αυτές. Και μέσα απ’ αυτό το υλικό αναδεικνύονται οι στρατηγικές
επιβίωσης, αλλά και οι αντιδράσεις εκείνες που επηρέασαν τον ιστό των
κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι οι τρόποι συμμετοχής και βίωσης της ιστο-
ρίας.

Βλάχικη φορεσιά γάμου στο Χιονοχώρι Σερρών


Συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό Μακεδονικό αγώνα.
Στις καινούργιες τους πατρίδες οι Βλάχοι, πολύ σύντομα, έκαναν έντο-
νη την παρουσία τους στην περιοχή, συμμετέχοντας και πρωτοστατώντας
στους κοινούς απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδας. "Πολλοί ήταν οι
Βλάχοι που ήταν πρώτοι στον Μακεδονικό Αγώνα. Δεν έχεις ακούσει για
τον καπετάν Στέργιο Βλάχμπεη; Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των Βουλγά-
ρων. Τίποτας δεν σκιάζονταν. Ήταν κι ο Στάϊκος, ο Αρναούτος, ο Θειός
μου ο Αραμπατζής, ο Τσίκος, ο Ρόσκας, οι Τζουμαϊλίδες κ.ά. Εδώ στη Ρά-
μνα, που ήταν ο μύλος, σκότωναν και παπάδες. Επειδή ο παπάς έψαλνε
πρώτα στα ελληνικά και μετά το γύρισε στα βουργάρικα, ήρθαν και τον
σκότωσαν."

Οι Βλάχοι αποτελούν σήμερα σημαντικό κομμάτι της πληθυσμιακής
 σύνθεσης του νομού Σερρών.

ΑΓΑΛΜΑ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΤΙΣ ΣΕΡΡΕΣ

Στην κεντρική πλατεία των Σερρών στέκει το άγαλμα του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσόστομου Σμύρνης.



Ο Εθνομάρτυρας κατακρεουργήθηκε από τον τούρκικο όχλο αρνούμενος να εγκαταλείψει το ποίμνιο του καίτοι του προσφέρθηκε αυτή η ευκαιρία ύστερα από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη και καθ' υπόδειξη του διοικητή των τουρκικών στρατευμάτων.

Πρόκειται για ένα μνημείο που υπενθυμίζει σε όλους την τουρκική βαρβαρότητα...



Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...