Πόλεμος και κράτος.
Ποιος είναι τελικά ο συσχετισμός ενός κράτους σε θεωρητικό επίπεδο με την έννοια του πολέμου;
Στο βάθος των αιώνων οι διενεργούμενοι
πόλεμοι παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά.
Η ανάπτυξη του καθηγητού του ΑΠΘ κου Γεωργίου Μαργαρίτη είναι διαφωτιστική:
Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις που επιτρέπουν τη διεξαγωγή ενός πολέµου. Η κάθε ανθρώπινη κοινωνία που θα εµπλακεί σε αυτόν οφείλει να διαθέτει δύο κατηγορίες «πλεονασµάτων». Να µπορεί δηλαδή να σπαταλήσει –ή έστω να θυσιάσει, ή οπωσδήποτε να καταστρέψει‒ υλικά αποθέµατα και ανθρώπινο δυναµικό.
Η καύσιµη ύλη του πολέµου είναι οι άνθρωποι και ο πλούτος των κοινωνιών µέσα στις οποίες ζουν. Όσον αφορά τους πρώτους, το προαπαιτούµενο είναι σχεδόν αυτονόητο. Για να γίνει πόλεµος πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα και η πρόθεση να σκοτωθούν άνθρωποι σε αυτόν. Η κοινωνία, δηλαδή, να θεωρεί ότι ένα της τµήµα θα θυσιαστεί έτσι ώστε να προκύψουν καλύτερες ηµέρες για το σύνολο – ή µάλλον, για να είµαστε ακριβείς, για εκείνους που κυριαρχούν και κυβερνούν το κάθε κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεµος αντλεί από το πλεόνασµα που προκύπτει από την υλική παραγωγή κάθε κοινωνίας.
Από το µέρος εκείνο των παραγόµενων αγαθών, δηλαδή, που δεν είναι απολύτως απαραίτητο για την επιβίωση της εν πολέµω κοινωνίας.
Ακόµα και σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο πόλεµος είναι «ληστρικός» και επιζητεί την αύξηση του διαθέσιµου πλεονάσµατος δια μέσου της αρπαγής του αντίστοιχου που ο γείτονας διαθέτει, το συνολικό πλεόνασµα είναι εκείνο που καθορίζει τις πολεµικές δυνατότητες και υπαγορεύει τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης.
Η ύπαρξη πλεονάσµατος δεν είναι από µόνη της ικανή συνθήκη για τη συγκρότηση µηχανισµών πολέµου (πολεµιστών, όπλων). Απαραίτητος ενδιάµεσος είναι η ύπαρξη ενός διοικητικού-πολιτικού µηχανισµού ο οποίος θα αναλάβει τη συγκέντρωση του υλικού πλεονάσµατος και την επένδυση όλου ή µέρους αυτού στην υλική στήριξη των µηχανισµών πολέµου. Ο διοικητικός-πολιτικός αυτός µηχανισµός είναι το ΚΡΑΤΟΣ.
Η σχέση του κράτους µε τον µηχανισµό πολέµου, τον στρατό, είναι στενή και αλληλοεξαρτώµενη. Ο στρατός, ο πολεµικός µηχανισµός, έχει ανάγκη το κράτος για να οργανώνει την κοινωνία νε τρόπο που να του εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την ύπαρξή του, και το κράτος έχει ανάγκη τους µηχανισµούς και τις δυνατότητες του στρατού για να αποκτήσει το κύρος και την ΕΞΟΥΣΙΑ που θα του επιτρέψει να αποσπάσει το υλικό πλεόνασµα από την κοινωνία και να το κατευθύνει όπου η εκάστοτε ΠΟΛΙΤΙΚΗ του ορίζει – οπωσδήποτε και στον στρατό.
Στο βάθος των αιώνων οι διενεργούμενοι
πόλεμοι παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά.
Η ανάπτυξη του καθηγητού του ΑΠΘ κου Γεωργίου Μαργαρίτη είναι διαφωτιστική:
Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις που επιτρέπουν τη διεξαγωγή ενός πολέµου. Η κάθε ανθρώπινη κοινωνία που θα εµπλακεί σε αυτόν οφείλει να διαθέτει δύο κατηγορίες «πλεονασµάτων». Να µπορεί δηλαδή να σπαταλήσει –ή έστω να θυσιάσει, ή οπωσδήποτε να καταστρέψει‒ υλικά αποθέµατα και ανθρώπινο δυναµικό.
Η καύσιµη ύλη του πολέµου είναι οι άνθρωποι και ο πλούτος των κοινωνιών µέσα στις οποίες ζουν. Όσον αφορά τους πρώτους, το προαπαιτούµενο είναι σχεδόν αυτονόητο. Για να γίνει πόλεµος πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα και η πρόθεση να σκοτωθούν άνθρωποι σε αυτόν. Η κοινωνία, δηλαδή, να θεωρεί ότι ένα της τµήµα θα θυσιαστεί έτσι ώστε να προκύψουν καλύτερες ηµέρες για το σύνολο – ή µάλλον, για να είµαστε ακριβείς, για εκείνους που κυριαρχούν και κυβερνούν το κάθε κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεµος αντλεί από το πλεόνασµα που προκύπτει από την υλική παραγωγή κάθε κοινωνίας.
Από το µέρος εκείνο των παραγόµενων αγαθών, δηλαδή, που δεν είναι απολύτως απαραίτητο για την επιβίωση της εν πολέµω κοινωνίας.
Ακόµα και σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο πόλεµος είναι «ληστρικός» και επιζητεί την αύξηση του διαθέσιµου πλεονάσµατος δια μέσου της αρπαγής του αντίστοιχου που ο γείτονας διαθέτει, το συνολικό πλεόνασµα είναι εκείνο που καθορίζει τις πολεµικές δυνατότητες και υπαγορεύει τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης.
Η ύπαρξη πλεονάσµατος δεν είναι από µόνη της ικανή συνθήκη για τη συγκρότηση µηχανισµών πολέµου (πολεµιστών, όπλων). Απαραίτητος ενδιάµεσος είναι η ύπαρξη ενός διοικητικού-πολιτικού µηχανισµού ο οποίος θα αναλάβει τη συγκέντρωση του υλικού πλεονάσµατος και την επένδυση όλου ή µέρους αυτού στην υλική στήριξη των µηχανισµών πολέµου. Ο διοικητικός-πολιτικός αυτός µηχανισµός είναι το ΚΡΑΤΟΣ.
Η σχέση του κράτους µε τον µηχανισµό πολέµου, τον στρατό, είναι στενή και αλληλοεξαρτώµενη. Ο στρατός, ο πολεµικός µηχανισµός, έχει ανάγκη το κράτος για να οργανώνει την κοινωνία νε τρόπο που να του εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την ύπαρξή του, και το κράτος έχει ανάγκη τους µηχανισµούς και τις δυνατότητες του στρατού για να αποκτήσει το κύρος και την ΕΞΟΥΣΙΑ που θα του επιτρέψει να αποσπάσει το υλικό πλεόνασµα από την κοινωνία και να το κατευθύνει όπου η εκάστοτε ΠΟΛΙΤΙΚΗ του ορίζει – οπωσδήποτε και στον στρατό.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μέσα από τη ματιά του ιστορικού της άλωσης Δούκα...
Να πώς ο ιστορικός και χρονικογράφος Δούκας, περιγράφει το
θάνατο του Παλαιολόγου σε ένα έργο του σχετικό με την άλωση της Κωνσταντινούπολης:
«ο βασιλεύς ουν …, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα,
είπε λόγον λύπης άξιον -«ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν
την κεφαλήν μου απ’ εμού;»- ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. Τότε
εις των Τούρκων, δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και
αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο∙ των όπισθεν δ’ έτερος καιρίαν
δους πληγήν, έπεσε κατά γης∙ ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν,
αλλ’ ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
θάνατο του Παλαιολόγου σε ένα έργο του σχετικό με την άλωση της Κωνσταντινούπολης:
«ο βασιλεύς ουν …, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα,
είπε λόγον λύπης άξιον -«ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν
την κεφαλήν μου απ’ εμού;»- ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. Τότε
εις των Τούρκων, δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και
αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο∙ των όπισθεν δ’ έτερος καιρίαν
δους πληγήν, έπεσε κατά γης∙ ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν,
αλλ’ ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά το 19ο αιώνα.
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως αιώνας αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το πλήγμα που δέχθηκαν οι Οθωμανοί από την ελληνική κατά κύριο λόγο επανάσταση υπήρξε εφαλτήριο αλλαγών προς την κατεύθυνση του εκδυτικισμού και της αναθεώρησης των παραδόσεων.
Αξίζει κανείς να αφιερώσει λίγο χρόνο ώστε να διαβάσει την ανάπτυξη της κας ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ Παρασκευής επί του θέματος. Οι μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών κατά το 19ο αιώνα άνοιξαν το δρόμο ώστε να γίνουν οι μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις των Κεμαλικών τον 20ο αιώνα και ίσως προκάλεσαν και τη διάλυση της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης θα αποσαφηνιστεί με έμμεσες αναφορές και η διάκριση προοδευτικών-δυτικόφιλων Τούρκων και παραδοσιακών Ισλαμιστών (βλ Ερντογαν)...
Η μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος που έχει μείνει γνωστή στην οθωμανική ιστορία ως Τανζιμάτ εκτίνεται χρονικά από το 1839, όταν εκδίδεται στις 3 Νοεμβρίου το αυτοκρατορικό διάταγμα του Χάττι Σερίφ, έως την ανάκληση της ισχύος του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το 1877, με ενδιάμεση μεταρρυθμιστική περίοδο την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου 1856 ως επιτακτική αναγκαιότητα της συνθήκης των Παρισίων το Μάρτιο του 1856.
Οπότε οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζονται σε αυτές που έγιναν την εποχή του Σελίμ ΙΙΙ και σε αυτές του Μαχμούτ ΙΙ. Μεταρρυθμιστής της πρώτης περιόδου ήταν ο Μαχμούτ ΙΙ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει και να καταστρέψει όλους εκείνους που αντιστέκονταν στην αυταρχική εξουσία του σουλτάνου, δηλαδή κυρίως το σώμα των γενιτσάρων, αλλά και τους προκρίτους των επαρχιών, τους δερβίσηδες της πρωτεύουσας κ.τ.λ.
Δεν έμεινε καμία ομάδα για να αντισταθεί στη θέληση του Μαχμούτ, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από θέσεις απαρχαιωμένων και κεκτημένων προνομίων. Δεν επιβίωσε καμιά ένοπλη δύναμη, εκτός από το νέου τύπου στρατό του σουλτάνου. Ακόμα και οι ουλεμάδες, οι φρουροί του ιερού νόμου, είχαν εξασθενίσει σημαντικά και αδυνατούσαν να περιορίσουν το δεσποτισμό του σουλτάνου. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.
Ανάμεσα στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, το 1826, και το θάνατό του, το 1839, ο Μαχμούτ ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό όρισε τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι επόμενοι μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα και, μέχρι ενός σημείου, ακόμα και αυτές του 20ού.
Σε κάθε μορφή μεταρρύθμισης, η δημιουργία μιας νέας τάξης ακολουθούσε την καταστροφή μιας προηγούμενης. Όλες αυτές οι καταστροφές έγιναν δυνατές χάρη στη διάλυση των γενιτσάρων, του κυριότερου εκπροσώπου της παραδοσιακής μορφής στρατιωτικής ισχύος. Κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή, καλύτερα, εκδυτικισμού των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εκδυτικισμό αυτόν τον επέβαλε η αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της.
Η προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και περιελάμβανε τη θεσμοθέτηση κανόνων ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των Οθωμανών υπηκόων έναντι του κράτους ‒ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους‒ την προσαρμογή των οικονομικών της δομών στο πλαίσιο της αναδυόμενης «κοσμοοικονομίας», την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας με το νόμο περί γαιών (1858), την αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε ξένους υπηκόους, την προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Όλες αυτές οι αλλαγές προκύπτουν και από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης τανζιμάτ η οποία, σύμφωνα με τον Γ. Μπακιρτζή, παραγόμενη από το ρήμα tanzim etmek, ως περιφραστικό μεταβατικό, σημαίνει: βάζω τάξη, οργανώνω, θεσπίζω κανόνες. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση αυτή δεν αντιτίθεται στο ισλαμικό δίκαιο, καθώς στην εισαγωγή των δια-ταγμάτων υπάρχει επίκληση στον Προφήτη, ίσως με στόχο να περιοριστούν οι αντιδράσεις των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Σε επίπεδο ετυμολογίας, ο Μπακιρτζής επισημαίνει, εύστοχα, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 1839 ορίστηκαν ως Tanzimati Hayriye, δηλαδή ως δωρεοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για επιλογή άνωθεν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία παραχωρεί προνόμια στους υπηκόους με τη μορφή δωρεάς. Έτσι, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα γίνονταν οι κινήσεις του εκδυτικισμού, ήταν προκαθορισμένο και με προεπιλογή αφενός του βαθμού και αφετέρου του ρυθμού και των τομέων που θα συμπεριλάμβανε.
Ωστόσο, η διαδικασία αναμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ομαλή και ευθύγραμμη. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και από έναν ιδιόμορφο κρατικό πατερναλισμό, ο οποίος, συχνά, δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, αφού οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων ήταν συχνά οι ξένες πρεσβείες και ένα μικρό, συγκριτικά, τμήμα της κρατικής εξουσίας του οθωμανικού κράτους. Το γεγονός αυτό συχνά είχε ως συνέπεια οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση τους μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), να μένουν στο επίπεδο των θεωρητικών σχεδιασμών ή των απλών εξαγγελιών, χωρίς να εφαρμόζονται. Η ανακήρυξη του HattI Humayun (Χάττι Χουμαγιούν), το 1856, διεύρυνε τους στόχους των εκσυγχρονιστών. Οι νέες εξαγγελίες δεν εξαντλούνταν μόνο σε υποσχέσεις περί ισονομίας, αλλά έθεταν ως στόχο και την αναδιοργάνωση των μιλλέτ, δηλ. των θρησκευτικών κοινοτήτων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή οθωμανική κοινωνία.
Η αναδιοργάνωση συνίστατο στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών σε κάθε μιλλέτ και, συνεπώς, στην αποδυνάμωση του ρόλου που, ex officio, κατείχε ο κλήρος μέσα σε αυτά, ο οποίος θεωρούνταν πλέον, αν όχι υπεύθυνος, τουλάχιστον ανεπαρκής, στο να εμποδίσει την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων μεταξύ των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας ‒ενταγμένης στο ευρύτερο πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα-ρεύμα του Οθωμανισμού‒ ήταν η δημιουργία μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, η οποία θα απέτρεπε τη διαδικασία ανάπτυξης αποσχιστικών-φυγόκεντρων τάσεων. Το εγχείρημα όμως αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εάν ενσωμάτωνε στη λογική του τα ηγετικά στρώματα των διάφορων μιλλέτ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου ανταγωνισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «μεταρρυθμιστών», με επίδικο αντικείμενο τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής του κοσμικού στοιχείου στη διοίκηση των μιλλέτ και τον αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του κλήρου.
Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθούν κάποιες από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τα διατάγματα του Χάττι- Χουμαγιούν. Ως προς την ισότητα των πολιτών, διακηρύσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η εξασφάλιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για όλους τους πολίτες. Ως προς την ισονομία, καθιερώνονται μικτά δικαστήρια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις και διατηρούν το καθεστώς των ειδικών παραστάσεων ενώπιον των θρησκευτικών και κοινοτικών αρχών σε περιπτώσεις διαθηκών και κληρονομιών.
Προβλέπεται η υποχρεωτική στράτευση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών (που στην αρχή η θητεία ήταν εξαγοράσιμη για τους αλλόθρησκους της Αυτοκρατορίας έως το 1914). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς στο κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονται ή αν πυροδότησαν την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπονται ή προηγούνται των εθνικιστικών κινημάτων; Μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει ότι με τον θάνατο των βασικών θεμελιωτών των μεταρρυθμίσεων, του Mehmed Fuad Pasha (1869) και του Mehmed Emin Aali pasha (1871), εμφανίζονται ιδεολογικά ρεύματα στην ίδια την Αυτοκρατορία.
Με την εισαγωγή σχεδόν του Τανζιμάτ προέκυψε το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του Ισλάμ. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο των δυτικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προετοίμασαν και την είσοδο σ’ αυτή των δυτικών φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών των εθνικών κρατών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί διάφορες πολιτικές, εθνικές και πολιτιστικές τάσεις στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστά ήδη τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Βουλγάρων κ. ά., όπως επίσης και τα πολιτικά κινήματα των σοσιαλιστών (τα περισσότερα από τα οποία αναπτύχθηκαν σε εθνική βάση και στους κόλπους των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας), των οπαδών ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, των φιλελευθέρων κ. ά.
Η απόπειρα εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας συνάντησε όπως ήταν φυσικό αντιδράσεις. Το Ισλάμ, οι κύκλοι των θιγμένων γενίτσαρων, η οθωμανική γραφειοκρατία κάθε άλλο παρά θετικά είδαν τις αλλαγές. Επιπλέον οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού υιοθέτησαν απότομα ευρωπαϊκές συνήθειες στην καθημερινή ζωή τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των παραδοσιακών στοιχείων. Το κλίμα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας μεγάλης «συζήτησης» στον τουρκόφωνο πληθυσμό γύρω από το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στην οποία εμφανίστηκαν νέα ρεύματα ιδεών.
Οι οπαδοί της επιστροφής στο Ισλάμ (ισλαμιστές), οι οπαδοί του επαναπροσδιορισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω σε μια νέα σύγχρονη βάση (νεοοθωμανοί), οι οπαδοί της επανεμφάνισης του τουρκικού έθνους και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του (τουρκιστές). Επίσης, δίπλα σε αυτά τα ρεύματα σκέψης, γύρω από τα οποία οργανώθηκαν τα αντίστοιχα κινήματα, παρατάχθηκαν οι οπαδοί των φιλελεύθερων ιδεών και του Διαφωτισμού, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας κ.ά.
Στις συζητήσεις για το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, δυο θέματα που επανέρχονταν διαρκώς ήταν η έκταση του εκδυτικισμού, που ήταν αναγκαία ή αποδεκτή, και το ερώτημα πού θα βασιζόταν η ταυτότητα του μελλοντικού οθωμανικού κράτους και η αφοσίωση σ’ αυτό. Ήταν σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα που οι οπαδοί του Οθωμανισμού, του Τουρκισμού και του Ισλαμισμού διέφεραν μεταξύ τους. Στο πρώτο θέμα, η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και διαπερνούσε και τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα.
Κάποιοι ακραίοι δυτικόφρονες, όπως για παράδειγμα ο Αμπντουλλάχ Τσεβντέτ, προτιμούσαν να παραμερίσουν εντελώς τον παραδοσιακό οθωμανικό πολιτισμό και να υιοθετήσουν, εξ ολοκλήρου, ευρωπαϊκούς τρόπους,. Από την άλλη, κάποιοι δραστήριοι πολιτικά θρησκευτικοί παράγοντες απέρριπταν κάθε υιοθέτηση δυτικών τεχνικών και ιδεών. Ωστόσο, αυτοί αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ό,τι θεωρούσαν ως ωφέλιμα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από αυτούς, το πιο κρίσιμο και άμεσο ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνονταν οι συζητήσεις τους, ήταν αυτό στο οποίο είχε προσπαθήσει να δώσει απάντηση ο Ναμίκ Κεμάλ: «πώς μπορούν να δημιουργήσουν μια σύνθεση αυτών των ευρωπαϊκών στοιχείων με τον μουσουλμανικό οθωμανικό πολιτισμό».
Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να γίνει κανείς σύγχρονος και να παραμείνει ο εαυτός
του. Ο Ναμίκ Κεμάλ διατυπώνει από το Παρίσι τις αρχές του Οθωμανισμού. Έπειτα εμφανίζεται ο Πανισλαμισμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, η ανάπτυξη του εθνικισμού οφειλόταν σε τρεις παράγοντες. Σύμφωνα με την ιστορικό Jelavich, οι κυριότεροι παράγοντες της ανάπτυξης του εθνικισμού στα Βαλκάνια ήταν η θρησκεία, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη. Και τους τρεις αυτούς παράγοντες τους καλλιεργούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρόλο που κάποιες φορές συνεργαζόταν με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η Εκκλησία στο σύνολό της ως θεσμός εκπαίδευσης, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τις κρατικές αρχές, διατήρησε ζωντανή την ιδέα ότι οι χριστιανοί ήταν διαφορετικοί από τους μουσουλμάνους και η θρησκευτική τέχνη διατηρούσε ζωντανά τα σύμβολα του Βυζαντίου, υπενθυμίζοντας έτσι, έμμεσα, ότι οι μουσουλμάνοι ήταν κατακτητές χριστιανικού εδάφους. Όμως η πολιτιστική κληρονομιά διαδόθηκε μέσα στις αγροτικές κοινότητες με τα παραμύθια, τους θρύλους και την επική ποίηση. Επομένως, οι ελευθερίες και τα προνόμια που έδωσε το Τανζιμάτ, κατά τρόπο αντιφατικό ενεργοποίησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι πληθυσμοί, αντί να δεχθούν την οθωμανική ταυτότητα ισχυροποιούν την θρησκευτική τους ταυτότητα και ταυτίζονται με τους εθνικισμούς που αναδύονται δίπλα τους και αρχίζουν να προσβλέπουν από το 1880 και μετά σε νέα εθνικά κράτη.
Αξίζει κανείς να αφιερώσει λίγο χρόνο ώστε να διαβάσει την ανάπτυξη της κας ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ Παρασκευής επί του θέματος. Οι μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών κατά το 19ο αιώνα άνοιξαν το δρόμο ώστε να γίνουν οι μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις των Κεμαλικών τον 20ο αιώνα και ίσως προκάλεσαν και τη διάλυση της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης θα αποσαφηνιστεί με έμμεσες αναφορές και η διάκριση προοδευτικών-δυτικόφιλων Τούρκων και παραδοσιακών Ισλαμιστών (βλ Ερντογαν)...
Η μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος που έχει μείνει γνωστή στην οθωμανική ιστορία ως Τανζιμάτ εκτίνεται χρονικά από το 1839, όταν εκδίδεται στις 3 Νοεμβρίου το αυτοκρατορικό διάταγμα του Χάττι Σερίφ, έως την ανάκληση της ισχύος του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το 1877, με ενδιάμεση μεταρρυθμιστική περίοδο την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου 1856 ως επιτακτική αναγκαιότητα της συνθήκης των Παρισίων το Μάρτιο του 1856.
Οπότε οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζονται σε αυτές που έγιναν την εποχή του Σελίμ ΙΙΙ και σε αυτές του Μαχμούτ ΙΙ. Μεταρρυθμιστής της πρώτης περιόδου ήταν ο Μαχμούτ ΙΙ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει και να καταστρέψει όλους εκείνους που αντιστέκονταν στην αυταρχική εξουσία του σουλτάνου, δηλαδή κυρίως το σώμα των γενιτσάρων, αλλά και τους προκρίτους των επαρχιών, τους δερβίσηδες της πρωτεύουσας κ.τ.λ.
Δεν έμεινε καμία ομάδα για να αντισταθεί στη θέληση του Μαχμούτ, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από θέσεις απαρχαιωμένων και κεκτημένων προνομίων. Δεν επιβίωσε καμιά ένοπλη δύναμη, εκτός από το νέου τύπου στρατό του σουλτάνου. Ακόμα και οι ουλεμάδες, οι φρουροί του ιερού νόμου, είχαν εξασθενίσει σημαντικά και αδυνατούσαν να περιορίσουν το δεσποτισμό του σουλτάνου. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.
Ανάμεσα στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, το 1826, και το θάνατό του, το 1839, ο Μαχμούτ ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό όρισε τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι επόμενοι μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα και, μέχρι ενός σημείου, ακόμα και αυτές του 20ού.
Σε κάθε μορφή μεταρρύθμισης, η δημιουργία μιας νέας τάξης ακολουθούσε την καταστροφή μιας προηγούμενης. Όλες αυτές οι καταστροφές έγιναν δυνατές χάρη στη διάλυση των γενιτσάρων, του κυριότερου εκπροσώπου της παραδοσιακής μορφής στρατιωτικής ισχύος. Κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή, καλύτερα, εκδυτικισμού των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εκδυτικισμό αυτόν τον επέβαλε η αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της.
Η προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και περιελάμβανε τη θεσμοθέτηση κανόνων ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των Οθωμανών υπηκόων έναντι του κράτους ‒ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους‒ την προσαρμογή των οικονομικών της δομών στο πλαίσιο της αναδυόμενης «κοσμοοικονομίας», την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας με το νόμο περί γαιών (1858), την αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε ξένους υπηκόους, την προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Όλες αυτές οι αλλαγές προκύπτουν και από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης τανζιμάτ η οποία, σύμφωνα με τον Γ. Μπακιρτζή, παραγόμενη από το ρήμα tanzim etmek, ως περιφραστικό μεταβατικό, σημαίνει: βάζω τάξη, οργανώνω, θεσπίζω κανόνες. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση αυτή δεν αντιτίθεται στο ισλαμικό δίκαιο, καθώς στην εισαγωγή των δια-ταγμάτων υπάρχει επίκληση στον Προφήτη, ίσως με στόχο να περιοριστούν οι αντιδράσεις των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Σε επίπεδο ετυμολογίας, ο Μπακιρτζής επισημαίνει, εύστοχα, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 1839 ορίστηκαν ως Tanzimati Hayriye, δηλαδή ως δωρεοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για επιλογή άνωθεν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία παραχωρεί προνόμια στους υπηκόους με τη μορφή δωρεάς. Έτσι, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα γίνονταν οι κινήσεις του εκδυτικισμού, ήταν προκαθορισμένο και με προεπιλογή αφενός του βαθμού και αφετέρου του ρυθμού και των τομέων που θα συμπεριλάμβανε.
Ωστόσο, η διαδικασία αναμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ομαλή και ευθύγραμμη. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και από έναν ιδιόμορφο κρατικό πατερναλισμό, ο οποίος, συχνά, δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, αφού οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων ήταν συχνά οι ξένες πρεσβείες και ένα μικρό, συγκριτικά, τμήμα της κρατικής εξουσίας του οθωμανικού κράτους. Το γεγονός αυτό συχνά είχε ως συνέπεια οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση τους μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), να μένουν στο επίπεδο των θεωρητικών σχεδιασμών ή των απλών εξαγγελιών, χωρίς να εφαρμόζονται. Η ανακήρυξη του HattI Humayun (Χάττι Χουμαγιούν), το 1856, διεύρυνε τους στόχους των εκσυγχρονιστών. Οι νέες εξαγγελίες δεν εξαντλούνταν μόνο σε υποσχέσεις περί ισονομίας, αλλά έθεταν ως στόχο και την αναδιοργάνωση των μιλλέτ, δηλ. των θρησκευτικών κοινοτήτων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή οθωμανική κοινωνία.
Η αναδιοργάνωση συνίστατο στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών σε κάθε μιλλέτ και, συνεπώς, στην αποδυνάμωση του ρόλου που, ex officio, κατείχε ο κλήρος μέσα σε αυτά, ο οποίος θεωρούνταν πλέον, αν όχι υπεύθυνος, τουλάχιστον ανεπαρκής, στο να εμποδίσει την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων μεταξύ των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας ‒ενταγμένης στο ευρύτερο πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα-ρεύμα του Οθωμανισμού‒ ήταν η δημιουργία μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, η οποία θα απέτρεπε τη διαδικασία ανάπτυξης αποσχιστικών-φυγόκεντρων τάσεων. Το εγχείρημα όμως αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εάν ενσωμάτωνε στη λογική του τα ηγετικά στρώματα των διάφορων μιλλέτ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου ανταγωνισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «μεταρρυθμιστών», με επίδικο αντικείμενο τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής του κοσμικού στοιχείου στη διοίκηση των μιλλέτ και τον αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του κλήρου.
Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθούν κάποιες από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τα διατάγματα του Χάττι- Χουμαγιούν. Ως προς την ισότητα των πολιτών, διακηρύσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η εξασφάλιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για όλους τους πολίτες. Ως προς την ισονομία, καθιερώνονται μικτά δικαστήρια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις και διατηρούν το καθεστώς των ειδικών παραστάσεων ενώπιον των θρησκευτικών και κοινοτικών αρχών σε περιπτώσεις διαθηκών και κληρονομιών.
Προβλέπεται η υποχρεωτική στράτευση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών (που στην αρχή η θητεία ήταν εξαγοράσιμη για τους αλλόθρησκους της Αυτοκρατορίας έως το 1914). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς στο κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονται ή αν πυροδότησαν την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπονται ή προηγούνται των εθνικιστικών κινημάτων; Μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει ότι με τον θάνατο των βασικών θεμελιωτών των μεταρρυθμίσεων, του Mehmed Fuad Pasha (1869) και του Mehmed Emin Aali pasha (1871), εμφανίζονται ιδεολογικά ρεύματα στην ίδια την Αυτοκρατορία.
Με την εισαγωγή σχεδόν του Τανζιμάτ προέκυψε το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του Ισλάμ. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο των δυτικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προετοίμασαν και την είσοδο σ’ αυτή των δυτικών φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών των εθνικών κρατών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί διάφορες πολιτικές, εθνικές και πολιτιστικές τάσεις στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστά ήδη τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Βουλγάρων κ. ά., όπως επίσης και τα πολιτικά κινήματα των σοσιαλιστών (τα περισσότερα από τα οποία αναπτύχθηκαν σε εθνική βάση και στους κόλπους των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας), των οπαδών ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, των φιλελευθέρων κ. ά.
Η απόπειρα εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας συνάντησε όπως ήταν φυσικό αντιδράσεις. Το Ισλάμ, οι κύκλοι των θιγμένων γενίτσαρων, η οθωμανική γραφειοκρατία κάθε άλλο παρά θετικά είδαν τις αλλαγές. Επιπλέον οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού υιοθέτησαν απότομα ευρωπαϊκές συνήθειες στην καθημερινή ζωή τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των παραδοσιακών στοιχείων. Το κλίμα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας μεγάλης «συζήτησης» στον τουρκόφωνο πληθυσμό γύρω από το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στην οποία εμφανίστηκαν νέα ρεύματα ιδεών.
Οι οπαδοί της επιστροφής στο Ισλάμ (ισλαμιστές), οι οπαδοί του επαναπροσδιορισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω σε μια νέα σύγχρονη βάση (νεοοθωμανοί), οι οπαδοί της επανεμφάνισης του τουρκικού έθνους και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του (τουρκιστές). Επίσης, δίπλα σε αυτά τα ρεύματα σκέψης, γύρω από τα οποία οργανώθηκαν τα αντίστοιχα κινήματα, παρατάχθηκαν οι οπαδοί των φιλελεύθερων ιδεών και του Διαφωτισμού, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας κ.ά.
Στις συζητήσεις για το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, δυο θέματα που επανέρχονταν διαρκώς ήταν η έκταση του εκδυτικισμού, που ήταν αναγκαία ή αποδεκτή, και το ερώτημα πού θα βασιζόταν η ταυτότητα του μελλοντικού οθωμανικού κράτους και η αφοσίωση σ’ αυτό. Ήταν σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα που οι οπαδοί του Οθωμανισμού, του Τουρκισμού και του Ισλαμισμού διέφεραν μεταξύ τους. Στο πρώτο θέμα, η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και διαπερνούσε και τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα.
Κάποιοι ακραίοι δυτικόφρονες, όπως για παράδειγμα ο Αμπντουλλάχ Τσεβντέτ, προτιμούσαν να παραμερίσουν εντελώς τον παραδοσιακό οθωμανικό πολιτισμό και να υιοθετήσουν, εξ ολοκλήρου, ευρωπαϊκούς τρόπους,. Από την άλλη, κάποιοι δραστήριοι πολιτικά θρησκευτικοί παράγοντες απέρριπταν κάθε υιοθέτηση δυτικών τεχνικών και ιδεών. Ωστόσο, αυτοί αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ό,τι θεωρούσαν ως ωφέλιμα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από αυτούς, το πιο κρίσιμο και άμεσο ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνονταν οι συζητήσεις τους, ήταν αυτό στο οποίο είχε προσπαθήσει να δώσει απάντηση ο Ναμίκ Κεμάλ: «πώς μπορούν να δημιουργήσουν μια σύνθεση αυτών των ευρωπαϊκών στοιχείων με τον μουσουλμανικό οθωμανικό πολιτισμό».
Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να γίνει κανείς σύγχρονος και να παραμείνει ο εαυτός
του. Ο Ναμίκ Κεμάλ διατυπώνει από το Παρίσι τις αρχές του Οθωμανισμού. Έπειτα εμφανίζεται ο Πανισλαμισμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, η ανάπτυξη του εθνικισμού οφειλόταν σε τρεις παράγοντες. Σύμφωνα με την ιστορικό Jelavich, οι κυριότεροι παράγοντες της ανάπτυξης του εθνικισμού στα Βαλκάνια ήταν η θρησκεία, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη. Και τους τρεις αυτούς παράγοντες τους καλλιεργούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρόλο που κάποιες φορές συνεργαζόταν με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η Εκκλησία στο σύνολό της ως θεσμός εκπαίδευσης, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τις κρατικές αρχές, διατήρησε ζωντανή την ιδέα ότι οι χριστιανοί ήταν διαφορετικοί από τους μουσουλμάνους και η θρησκευτική τέχνη διατηρούσε ζωντανά τα σύμβολα του Βυζαντίου, υπενθυμίζοντας έτσι, έμμεσα, ότι οι μουσουλμάνοι ήταν κατακτητές χριστιανικού εδάφους. Όμως η πολιτιστική κληρονομιά διαδόθηκε μέσα στις αγροτικές κοινότητες με τα παραμύθια, τους θρύλους και την επική ποίηση. Επομένως, οι ελευθερίες και τα προνόμια που έδωσε το Τανζιμάτ, κατά τρόπο αντιφατικό ενεργοποίησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι πληθυσμοί, αντί να δεχθούν την οθωμανική ταυτότητα ισχυροποιούν την θρησκευτική τους ταυτότητα και ταυτίζονται με τους εθνικισμούς που αναδύονται δίπλα τους και αρχίζουν να προσβλέπουν από το 1880 και μετά σε νέα εθνικά κράτη.
Η νύχτα των δολοφόνων, του Πολάνσκι. Ραδιφωνικό θέατρο
Απόψε η Διαδρομή θα σας παρουσιάσει ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ρομάν Πολάνσκυ...
Η "Νύχτα των δολοφόνων" είναι μία θεατρική διασκευή της ομώνυμης ταινίας που γυρίστηκε το 1966 στην Βρετανία κατά την παραμονή του Πολάνσκι εκεί.
Το έργο ακροβατεί όπως θα διαπιστώσει ο ακροατής μεταξύ γκανγκστερικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας...
Η υπόθεση:
Ο Τζόρτζ, είναι ένας φαλακρός βιομήχανος, με σεξουαλικά βίτσια. Πούλησε το εργοστάσιο του, παράτησε τη γυναίκα του και τώρα ζει απομονωμένος μαζί με τη Τερέζα, τη νεαρή και όμορφη Γαλλίδα σύντροφό του σ' ένα πύργο σ’ ένα κομμάτι γης της Βόρειας Αγγλίας που η παλίρροια μετατρέπει σε νησί.
Η Τερέζα και η ζωγραφική είναι οι μόνες του ασχολίες. Είναι δέκα μήνες απομονωμένοι,
κατά τους οποίους η Τερέζα, όταν είναι στο σπίτι, βάφει τα νύχια της δίπλα σε στοίβες με πιάτα και κατσαρολικά, ακούει δίσκους, μακιγιάρεται και απολαμβάνει τη θάλασσα γυμνόστηθη. Ένα απόγευμα, οι κότες θορυβούνται από την εισβολή του Ντίκυ, αποτυχημένου γκάνγκστερ που παράτησε τον συνεργό του τραυματισμένο στο αυτοκίνητο και ψάχνει βοήθεια. Υπό την απειλή του όπλου του βρίσκει «φιλόξενη» στέγη στον
πύργο του Τζόρτζ...
Η εισβολή του Γκάνκστερ (Ντίκι) στον πύργο θα διαλύσει την οποιαδήποτε υφιστάμενη ισορροπία μεταξύ του ζευγαριού και θα ελευθερώσει τον εσωτερικό τους κόσμο.
Πρόκειται για ένα τυπικό αγγλότροπο έργο, κλειστό, απομονωμένο, γεμάτο μυστήριο φόβο και απρόοπτα...
Το έργο, που είναι ένα άριστο ψυχογράφημα, έχει αντικείμενο έρευνας τις ψυχικές αντιδράσεις ανθρώπων που βρίσκονται σε συνθήκες πίεσης. Αυτή η σουρεαλιστική σύγχυση της ανθρώπινης ψυχής οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις.
Σίγουρα ο Ντίκι είναι ο πιο αλλόκοτος Γκάνγκστερ που έχουμε δει...
Πηγές: Ριζοσπάστης και I show.gr
Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι Glob tv:
Η ανατομία μιας κατάληψης. Πάσχος Μανδραβέλης
Ο γνωστός αρθρογράφος της καθημερινής κος Πάσχος Μανδραβέλης επιχειρεί μία ανατομία της κατάληψης Κ ΒΟΞ στην πλατεία Εξαρχείων. Το θράσος των αναρχικών οργανώσεων είναι απύθμενο, η υποτίμηση της νοημοσύνης του Έλληνα πολίτη άμετρη, ενώ η καθεστωτική τους νοοτροπία είναι φανερή από την απάντηση που δίνει ένα μέλος τους στον έγκριτο δημοσιογράφο σε ερώτημα που τους απευθύνει ο τελευταίος για το αν θα του επέτρεπαν την είσοδο στην κατάληψη!
ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΑΥΤΟΝΟΜΟΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΦΡΟΥΤΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ...
Είναι γνωστό ότι η «Αναρχική Συλλογικότητα Ρουβίκωνας» διαχειρίζεται το «Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο Κ*ΒΟΞ» στην πλατεία Εξαρχείων. Είναι ένα κτίριο που ανήκει στο ΙΚΑ, πληρώθηκε δηλαδή από τις εισφορές των εργαζομένων, αλλά «στις πρώτες μέρες του 2012, άτομα που οριζόμαστε πολιτικά μέσα από τη συμμετοχή μας στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο και ταξικό αντικαπιταλιστικό κίνημα, προχωρήσαμε σε κατάληψη με στόχο τη μετατροπή του σε ανοιχτό κοινωνικό κέντρο» (Indymedia 18.4.2012).
ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΑΥΤΟΝΟΜΟΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΦΡΟΥΤΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ...
Είναι γνωστό ότι η «Αναρχική Συλλογικότητα Ρουβίκωνας» διαχειρίζεται το «Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο Κ*ΒΟΞ» στην πλατεία Εξαρχείων. Είναι ένα κτίριο που ανήκει στο ΙΚΑ, πληρώθηκε δηλαδή από τις εισφορές των εργαζομένων, αλλά «στις πρώτες μέρες του 2012, άτομα που οριζόμαστε πολιτικά μέσα από τη συμμετοχή μας στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο και ταξικό αντικαπιταλιστικό κίνημα, προχωρήσαμε σε κατάληψη με στόχο τη μετατροπή του σε ανοιχτό κοινωνικό κέντρο» (Indymedia 18.4.2012).
Πριν από μερικές μέρες κάποιοι ανώνυμοι πρωταγωνιστές της κατάληψης ανήρτησαν στο Διαδίκτυο ένα βίντεο που ξεναγεί τους θεατές στο εσωτερικό του χώρου. «Τα μέλη της συλλογικότητας, ουσιαστικά, επιχειρούν να προκαταλάβουν και να ενημερώσουν τους πολίτες σε περίπτωση που η ΕΛ.ΑΣ. επιχειρήσει να εισβάλει στο κατειλημμένο και να το εκκενώσει», έγραψε η «Εφημερίδα των Συντακτών» (20.12.2019). Στο βίντεο δείχνουν 6-7 κράνη. «Αυτά τα έχουμε διότι οδηγούμε μοτοσικλέτες και ο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας επιβάλλει να φοράμε κράνος», λέει ο αφηγητής, κάτι που σημαίνει ότι κάποιοι από αυτούς παραβιάζουν τον ΚΟΚ, αφού προφανώς έφυγαν από το Κ*ΒΟΞ εγκαταλείποντας το κράνος τους. Ναι, είναι ανόητο το επιχείρημα, αλλά γελοία είναι και η δικαιολόγηση της ύπαρξης των συγκεκριμένων αξεσουάρ στον χώρο της κατάληψης. Δείχνουν επίσης μερικά «παλούκια», όπως τα χαρακτήρισε ένας αφηγητής, «δηλαδή τις σημαίες», τα οποία βλέπουμε σε όλες τις διαδηλώσεις, και είναι στειλιάρια με ένα μικρό πανάκι πάνω τους για ξεκάρφωμα.
Στην ξενάγηση παρουσιάζεται το καφενείο με τα τασάκια στα τραπέζια· το Κ*ΒΟΞ πρέπει να είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να καπνίζει κάποιος χωρίς να φοβάται το 1142. Παρουσιάζεται επίσης η «Αυτοοργανωμένη Δομή Υγείας Εξαρχείων», η οποία, σύμφωνα με τους αφηγητές, προσφέρει υπηρεσίες υγείας (πιστοποιημένες από ποιους;) σε ανθρώπους που τις έχουν ανάγκη. Στο βίντεο βεβαίως δεν αναφέρεται τι γίνεται σε περίπτωση ιατρικών λαθών· μάλλον θα αναλαμβάνουν οι επίσημες δομές υγείας του μισητού κράτους. Αν προλάβουν...
Αυτό όμως δεν είναι η μόνη εγγενής αντίφαση τέτοιων εγχειρημάτων. Οταν ο τέως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κυρίτσης ανήρτησε το βίντεο στο Τwitter, ρώτησα «αθώα» αν το Κ*ΒΟΞ «είναι ανοιχτό στο κοινό; μπορώ να πάω κι εγώ;». Διάφοροι σάρκασαν «να πας, αλλά να δούμε πώς θα φύγεις», αλλά απάντησε και το εμφανές μέλος του «Ρουβίκωνα» κ. Σπύρος Δαπέργολας: «Οταν πάψεις να δουλεύεις για να μας κλείσουν, ευχαρίστως. Αλλά μονά ζυγά δικά σου Πάσχο; το παρακάνεις» (21.12.2019). Δικαιολογημένο το γινάτι, αλλά η απάντηση σημαίνει ότι το «Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο» δεν είναι και τόσο κοινωνικό. Εχει ιδεολογικούς αποκλεισμούς.
Στη συκοφαντημένη αστική δημοκρατία, μπορεί κάποιος να καταφέρεται π.χ. εναντίον του ΕΣΥ, αλλά ουδείς θα του αρνηθεί την είσοδο σε νοσοκομείο. Με αλλά λόγια, ακόμη και τα λεγόμενα «ελευθεριακά» εγχειρήματα εκ των πραγμάτων ενέχουν το σπέρμα του σταλινισμού· όπως είχε πει ο πρωτεργάτης της μπολσεβίκικης επανάστασης Λέον Τρότσκι, «σε μια χώρα όπου ο μόνος εργοδότης είναι το κράτος, αντιπολίτευση σημαίνει θάνατος από αργή λιμοκτονία. Η παλιά αρχή, όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει, έχει αντικατασταθεί από μια νέα: όποιος δεν υπακούει δεν τρώει». Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους «κοινωνικούς» χώρους. Είναι κοινωνικοί μόνο αν ασπάζεσαι την ιδεολογία τους.
Ας φανταστούμε λοιπόν μια κοινωνία που έχει μόνο «αυτοοργανωμένες δομές» χωρίς τις εγγυήσεις της αστικής δημοκρατίας...
Η κατάληψη της Κιουτάχειας από των ελληνικό στρατό. Σκηνή από τουρκικό σήριαλ.
Τμήματα της 10ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού απελευθερώνουν την Κιουτάχεια και καταλαμβάνουν νευραλγικά κτίρια.
Υποστέλλουν την τουρκική σημαία και αναρτούν την ελληνική...
Η πόλη καταλήφθηκε στις 04-07-1921 με το παλιό ημερολόγιο , ενώ είχε βομβαρδιστεί στις 06-06-1921 από την αεροπορία.
Υποστέλλουν την τουρκική σημαία και αναρτούν την ελληνική...
Η πόλη καταλήφθηκε στις 04-07-1921 με το παλιό ημερολόγιο , ενώ είχε βομβαρδιστεί στις 06-06-1921 από την αεροπορία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη
Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...
-
Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...
-
Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...
-
Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει θα επιχειρήσουμε να αποσαφηνίσουμε την έννοια της Άτης όπως την παρουσίασε ο Αισχύλος. Θα επικεντρωθούμε ...