Φτάσαμε τις 10.000 επισκέψεις...

Η Πολιτισμική Διαδρομή έφτασε τα 10.000 κλικ!!


Σε ποιες σημαντικές θρησκευτικές τελετές συμμετείχε ο αρχαίος Μακεδόνας βασιλιάς κατά την ιστορική εποχή;


Η καθιερωμένη συνήθεια απαιτούσε από τον βασιλιά στην αρχαία Μακεδονία να πρωτοστατεί προσωπικά σε πλήθος από ιεροπραξίες και θυσίες. 



Ανάμεσα σε αυτές, δύο ήταν οι σπουδαιότερες:
 (α) ο εξαγνισμός του στρατού που γινόταν κάθε χρόνο στη γιορτή «Ξανθικά», αρχές άνοιξης στο ξεκίνημα της εκστρατευτικής περιόδου, αν και αυτός ο εξαγνισμός μπορούσε να γίνει και σε άλλη χρονική περίοδο,
 και (β) η ευθύνη των βασιλέων να επιβλέπουν οι ίδιοι την ταφή των Μακεδόνων στρατιωτών που έπεσαν στη μάχη.

Όταν η πειθαρχία σε συνδυασμό με την ελευθερία και την ευθύνη αντιπαρατίθενται με το ψωμί την παιδεία τα γουρούνια, τους δολοφόνους και το Μεσαίωνα της μεταπολίτευσης.


Διαβάστε με προσοχή το άρθρο του κου Τάκη Θεοδωρόπουλο, ο οποίος με αφορμή μία δημοσκόπηση αγγίζει κάποια στερεότυπα τα οποία ταλαιπώρησαν και ίσως κατέστρεψαν την ελληνική λοινωνία. Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί και η σύγκριση ελληνικών τρίπτυχων με αντίστοιχων Φιλανδικών...



Μεταναστευτικό, ανεργία, ανάπτυξη, φορολογία, υγεία, αυτά τα ζητήματα απασχολούν τους Eλληνες, όπως δείχνει η τελευταία έρευνα της MRB. Οι ίδιοι υποθέτω ότι σε συντριπτικό ποσοστό θα σου απαντήσουν ότι έχεις δίκιο αν τους πεις ότι «όλα ξεκινούν απ’ την παιδεία και όλα καταλήγουν στην παιδεία». Τα στερεότυπα uber alles.

 Προσπαθώντας να καταλάβω για ποιον λόγο η εκπαίδευση δεν εμφανίζεται ως πρωτεύον ζήτημα στις ανησυχίες των συμπατριωτών μου, κατέληξα σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι θεωρούν πως το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί όπως θα όφειλε να λειτουργεί. Το παιδί πάει σχολείο, μετά πάει ΑΕΙ ή ΤΕΙ κι όταν πια πάρει το «χαρτί», ο ρόλος της εκπαίδευσης έχει τελειώσει. Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι γίνεται και τώρα. Το δεύτερο είναι συνέπεια του πρώτου. Αφού θεωρούν ότι εκπαίδευση είναι αυτή που τους παρέχει το ελληνικό κράτος σε αντάλλαγμα της φορολογίας τους, οι Έλληνες δεν έχουν κανένα λόγο να ασχολούνται με το θέμα. Από τη στιγμή που το παιδί τους σκαρφαλώνει τις τάξεις δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχήσουν αν μπορεί να διαβάσει ή να αρθρώσει μια ολοκληρωμένη σκέψη με «δικά του λόγια». Στο κάτω κάτω, και αυτοί και οι δάσκαλοι του παιδιού τους από το ίδιο σχολείο βγήκαν. Πόσοι από τους γονείς κρίνουν την ποιότητα των βιβλίων που προσφέρονται «δωρεάν» –κοινώς με τη φορολογία τους– στα παιδιά τους; Τους ενδιαφέρει μόνον να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Ποία η σχέση του εκπαιδευτικού συστήματος με την ανεργία και την υπανάπτυξη;

Προχθές διάβασα στην «Κ» τις εντυπώσεις του εκπαιδευτικού κ. Αντωνίου από πρόσφατο ταξίδι του στη Φινλανδία. Μένω στο τρίπτυχο που ο ίδιος είπε και το περιγράφει: «Ελευθερία, ευθύνη, πειθαρχία». Θα μου πείτε έχουμε κι εμείς τα δικά μας τρίπτυχα, το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Μπορεί να μας παραπέμπουν στον εκπαιδευτικό μεσαίωνα της Μεταπολίτευσης, έχουμε όμως κι εμείς το δικό μας πρόγραμμα.

Το ανάπηρο εκπαιδευτικό μας σύστημα αδυνατεί να διαμορφώσει πολίτες που αισθάνονται ελεύθεροι επειδή μπορούν να πειθαρχήσουν και να αναλάβουν την ευθύνη των σκέψεων και των πράξεών τους. Δεν του το ζητάει η ελληνική κοινωνία. Όλοι θέλουν τα παιδιά τους να έχουν ένα «χαρτί», όμως πόσοι ενδιαφέρονται για την αξία που έχει αυτό το χαρτί και πόσοι μπορούν να την εκτιμήσουν; Με την αδιαφορία της κοινωνίας συντάσσονται η αδιαφορία των συνδικαλιστών και το βαθύ κράτος της εκπαίδευσης, που αντιστέκεται όποτε κάποιος πάει να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Πώς θα ήταν η Ελλάδα της κρίσης εάν, όταν έτρεχαν τα δισεκατομμύρια στον δρόμο, είχε φροντίσει να χτίσει δέκα σχολεία και ένα πανεπιστήμιο; Ξεχνώ, θα μου πείτε, το «έξω καρδιά» του καιρού εκείνου.

Το ριφάκι (τρυφερό κατσικάκι) Ικαριώτικη παράδοση

Και τώρα βουβές όλο αυτιά..




Ένας εδώ επήρε μια  νέα.  Η διαφορά της  ηλικίας  ήταν  εικοσιπέντε  χρόνια. Και του  λέανε αυτού, άμα μεγαλώσεις αυτή  θα  ξενοβλέπει. Κι  έλεε αυτός:
–Τι είναι  καλύτερα, να  τρως μιαν παλιοκατσίκα  μόνος σου  ή  ένα  ριφάκι με  την παρέα σου;

Κωνσταντίνος Κόχυλας,   Ράχες 

Πόλεμος και κράτος.

Ποιος είναι τελικά ο συσχετισμός ενός κράτους σε θεωρητικό επίπεδο με την έννοια του πολέμου;
Στο βάθος των αιώνων οι διενεργούμενοι
πόλεμοι παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά.
Η ανάπτυξη του καθηγητού του ΑΠΘ κου Γεωργίου Μαργαρίτη είναι διαφωτιστική:



Υπάρχουν  δύο  προϋποθέσεις  που  επιτρέπουν  τη  διεξαγωγή  ενός πολέµου.  Η  κάθε  ανθρώπινη  κοινωνία  που  θα  εµπλακεί  σε  αυτόν  οφείλει  να  διαθέτει δύο  κατηγορίες  «πλεονασµάτων».  Να  µπορεί  δηλαδή  να  σπαταλήσει  –ή  έστω  να θυσιάσει,  ή  οπωσδήποτε  να  καταστρέψει‒  υλικά  αποθέµατα  και  ανθρώπινο  δυναµικό. 

Η  καύσιµη  ύλη  του  πολέµου  είναι  οι  άνθρωποι  και  ο  πλούτος  των  κοινωνιών  µέσα στις  οποίες  ζουν.  Όσον  αφορά  τους  πρώτους,  το  προαπαιτούµενο  είναι  σχεδόν αυτονόητο.  Για  να  γίνει  πόλεµος  πρέπει  να  υπάρχει  η  δυνατότητα  και  η  πρόθεση  να σκοτωθούν  άνθρωποι  σε  αυτόν.  Η  κοινωνία,  δηλαδή,  να  θεωρεί  ότι  ένα  της  τµήµα  θα θυσιαστεί  έτσι  ώστε  να  προκύψουν  καλύτερες  ηµέρες  για  το  σύνολο  –  ή  µάλλον,  για να  είµαστε  ακριβείς,  για  εκείνους  που  κυριαρχούν  και  κυβερνούν  το  κάθε  κοινωνικό σύνολο.   Από  την  άλλη  πλευρά,  ο  πόλεµος  αντλεί  από  το  πλεόνασµα  που προκύπτει  από  την  υλική  παραγωγή  κάθε  κοινωνίας.  

Από  το  µέρος  εκείνο  των παραγόµενων  αγαθών,  δηλαδή,  που  δεν  είναι  απολύτως  απαραίτητο  για  την  επιβίωση της  εν  πολέµω  κοινωνίας.  
Ακόµα  και  σε  εκείνες  τις  περιπτώσεις  όπου  ο  πόλεµος  είναι «ληστρικός»  και  επιζητεί  την  αύξηση  του  διαθέσιµου  πλεονάσµατος δια μέσου της αρπαγής  του  αντίστοιχου  που  ο  γείτονας  διαθέτει,  το  συνολικό  πλεόνασµα  είναι εκείνο  που  καθορίζει  τις  πολεµικές  δυνατότητες  και  υπαγορεύει  τα  χαρακτηριστικά της  σύγκρουσης. 

Η  ύπαρξη  πλεονάσµατος  δεν  είναι  από  µόνη  της  ικανή  συνθήκη  για  τη συγκρότηση  µηχανισµών  πολέµου  (πολεµιστών,  όπλων).  Απαραίτητος  ενδιάµεσος είναι  η  ύπαρξη  ενός  διοικητικού-πολιτικού  µηχανισµού  ο  οποίος  θα  αναλάβει  τη συγκέντρωση  του  υλικού  πλεονάσµατος  και  την  επένδυση  όλου  ή  µέρους  αυτού  στην υλική  στήριξη  των  µηχανισµών  πολέµου.  Ο  διοικητικός-πολιτικός  αυτός  µηχανισµός είναι  το  ΚΡΑΤΟΣ.   

Η σχέση  του  κράτους  µε  τον  µηχανισµό  πολέµου,  τον  στρατό,  είναι  στενή και  αλληλοεξαρτώµενη.  Ο  στρατός,  ο  πολεµικός  µηχανισµός,  έχει  ανάγκη  το  κράτος για  να  οργανώνει  την  κοινωνία  νε  τρόπο  που  να  του  εξασφαλίζει  τα  απαραίτητα  για την  ύπαρξή  του,  και  το  κράτος  έχει  ανάγκη  τους  µηχανισµούς  και  τις  δυνατότητες  του στρατού  για  να  αποκτήσει  το  κύρος  και  την  ΕΞΟΥΣΙΑ  που  θα  του  επιτρέψει  να αποσπάσει  το  υλικό  πλεόνασµα  από  την  κοινωνία  και  να  το  κατευθύνει  όπου  η εκάστοτε  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  του  ορίζει  –  οπωσδήποτε  και  στον  στρατό.     

Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μέσα από τη ματιά του ιστορικού της άλωσης Δούκα...

Να πώς ο ιστορικός και χρονικογράφος Δούκας, περιγράφει το
θάνατο του Παλαιολόγου σε ένα έργο του σχετικό με την άλωση της Κωνσταντινούπολης:

«ο βασιλεύς ουν …, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα,
είπε λόγον λύπης άξιον -«ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν
την κεφαλήν μου απ’ εμού;»- ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. Τότε
εις των Τούρκων, δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και
αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο∙ των όπισθεν δ’ έτερος καιρίαν
δους πληγήν, έπεσε κατά γης∙ ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν,
αλλ’ ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».



ΜΑΤ 1976...

«…Διμοιρία των ΜΑΤ της Χωροφυλακής σε ετοιμότητα το 1976 έξω από γήπεδο του ΑΡΗ στο Χαριλάου πριν από την έναρξη ποδοσφαιρικού αγώνα στην Θεσσαλονίκη. 
(δωρεά του Αστυνόμου Β΄ε.α., κ. Απόστολου Τράκα)».





Από τον Ιστορικό συλλέκτη Βέροιας...

Μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά το 19ο αιώνα.

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως αιώνας αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το πλήγμα που δέχθηκαν οι Οθωμανοί από την ελληνική κατά κύριο λόγο επανάσταση υπήρξε εφαλτήριο αλλαγών προς την κατεύθυνση του εκδυτικισμού και της αναθεώρησης των παραδόσεων.
Αξίζει κανείς να αφιερώσει λίγο χρόνο ώστε να διαβάσει την ανάπτυξη της κας ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ Παρασκευής επί του θέματος. Οι μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών κατά το 19ο αιώνα άνοιξαν το δρόμο ώστε να γίνουν οι μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις των Κεμαλικών τον 20ο αιώνα και ίσως προκάλεσαν και τη διάλυση της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης θα αποσαφηνιστεί με έμμεσες αναφορές και η διάκριση προοδευτικών-δυτικόφιλων Τούρκων και παραδοσιακών Ισλαμιστών (βλ Ερντογαν)...

Η μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος που έχει μείνει γνωστή στην οθωμανική ιστορία ως Τανζιμάτ εκτίνεται χρονικά από το 1839, όταν εκδίδεται στις 3 Νοεμβρίου το αυτοκρατορικό διάταγμα του Χάττι Σερίφ, έως την ανάκληση της ισχύος του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το 1877, με ενδιάμεση μεταρρυθμιστική περίοδο την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου 1856 ως επιτακτική αναγκαιότητα της συνθήκης των Παρισίων το Μάρτιο του 1856.
Οπότε οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζονται σε αυτές που έγιναν την εποχή του Σελίμ ΙΙΙ και σε αυτές του Μαχμούτ ΙΙ. Μεταρρυθμιστής της πρώτης περιόδου ήταν ο Μαχμούτ ΙΙ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει και να καταστρέψει όλους εκείνους που αντιστέκονταν στην αυταρχική εξουσία του σουλτάνου, δηλαδή κυρίως το σώμα των γενιτσάρων, αλλά και τους προκρίτους των επαρχιών, τους δερβίσηδες της πρωτεύουσας κ.τ.λ.
Δεν έμεινε καμία ομάδα για να αντισταθεί στη θέληση του Μαχμούτ, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από θέσεις απαρχαιωμένων και κεκτημένων προνομίων. Δεν επιβίωσε καμιά ένοπλη δύναμη, εκτός από το νέου τύπου στρατό του σουλτάνου. Ακόμα και οι ουλεμάδες, οι φρουροί του ιερού νόμου, είχαν εξασθενίσει σημαντικά και αδυνατούσαν να περιορίσουν το δεσποτισμό του σουλτάνου. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.



 Ανάμεσα στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, το 1826, και το θάνατό του, το 1839, ο Μαχμούτ ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό όρισε τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι επόμενοι μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα και, μέχρι ενός σημείου, ακόμα και αυτές του 20ού.
 Σε κάθε μορφή μεταρρύθμισης, η δημιουργία μιας νέας τάξης ακολουθούσε την καταστροφή μιας προηγούμενης. Όλες αυτές οι καταστροφές έγιναν δυνατές χάρη στη διάλυση των γενιτσάρων, του κυριότερου εκπροσώπου της παραδοσιακής μορφής στρατιωτικής ισχύος. Κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή, καλύτερα, εκδυτικισμού των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εκδυτικισμό αυτόν τον επέβαλε η αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της.
 Η προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και περιελάμβανε τη θεσμοθέτηση κανόνων ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των Οθωμανών υπηκόων έναντι του κράτους ‒ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους‒ την προσαρμογή των οικονομικών της δομών στο πλαίσιο της αναδυόμενης «κοσμοοικονομίας», την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας με το νόμο περί γαιών (1858), την αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε ξένους υπηκόους, την προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας.
 Όλες αυτές οι αλλαγές προκύπτουν και από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης τανζιμάτ η οποία, σύμφωνα με τον Γ. Μπακιρτζή, παραγόμενη από το ρήμα tanzim etmek, ως περιφραστικό μεταβατικό, σημαίνει: βάζω τάξη, οργανώνω, θεσπίζω κανόνες. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση αυτή δεν αντιτίθεται στο ισλαμικό δίκαιο, καθώς στην εισαγωγή των δια-ταγμάτων υπάρχει επίκληση στον Προφήτη, ίσως με στόχο να περιοριστούν οι αντιδράσεις των συντηρητικών μουσουλμάνων.
 Σε επίπεδο ετυμολογίας, ο Μπακιρτζής επισημαίνει, εύστοχα, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 1839 ορίστηκαν ως Tanzimati Hayriye, δηλαδή ως δωρεοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για επιλογή άνωθεν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία παραχωρεί προνόμια στους υπηκόους με τη μορφή δωρεάς. Έτσι, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα γίνονταν οι κινήσεις του εκδυτικισμού, ήταν προκαθορισμένο και με προεπιλογή αφενός του βαθμού και αφετέρου του ρυθμού και των τομέων που θα συμπεριλάμβανε.
  Ωστόσο, η διαδικασία αναμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ομαλή και ευθύγραμμη. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και από έναν ιδιόμορφο κρατικό πατερναλισμό, ο οποίος, συχνά, δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, αφού οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων ήταν συχνά οι ξένες πρεσβείες και ένα μικρό, συγκριτικά, τμήμα της κρατικής εξουσίας του οθωμανικού κράτους. Το γεγονός αυτό συχνά είχε ως συνέπεια οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση τους μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), να μένουν στο επίπεδο των θεωρητικών σχεδιασμών ή των απλών εξαγγελιών, χωρίς να εφαρμόζονται.   Η ανακήρυξη του HattI Humayun (Χάττι Χουμαγιούν), το 1856, διεύρυνε τους στόχους των εκσυγχρονιστών. Οι νέες εξαγγελίες δεν εξαντλούνταν μόνο σε υποσχέσεις περί ισονομίας, αλλά έθεταν ως στόχο και την αναδιοργάνωση των μιλλέτ, δηλ. των θρησκευτικών κοινοτήτων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή οθωμανική κοινωνία. 
 Η αναδιοργάνωση συνίστατο στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών σε κάθε μιλλέτ και, συνεπώς, στην αποδυνάμωση του ρόλου που, ex officio, κατείχε ο κλήρος μέσα σε αυτά, ο οποίος θεωρούνταν πλέον, αν όχι υπεύθυνος, τουλάχιστον ανεπαρκής, στο να εμποδίσει την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων μεταξύ των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
 Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας ‒ενταγμένης στο ευρύτερο πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα-ρεύμα του Οθωμανισμού‒ ήταν η δημιουργία μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, η οποία θα απέτρεπε τη διαδικασία ανάπτυξης αποσχιστικών-φυγόκεντρων τάσεων. Το εγχείρημα όμως αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εάν ενσωμάτωνε στη λογική του τα ηγετικά στρώματα των διάφορων μιλλέτ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου ανταγωνισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «μεταρρυθμιστών», με επίδικο αντικείμενο τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής του κοσμικού στοιχείου στη διοίκηση των μιλλέτ και τον αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του κλήρου.



 Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθούν κάποιες από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τα διατάγματα του Χάττι- Χουμαγιούν. Ως προς την ισότητα των πολιτών, διακηρύσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η εξασφάλιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για όλους τους πολίτες. Ως προς την ισονομία, καθιερώνονται μικτά δικαστήρια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις και διατηρούν το καθεστώς των ειδικών παραστάσεων ενώπιον των θρησκευτικών και κοινοτικών αρχών σε περιπτώσεις διαθηκών και κληρονομιών. 
 Προβλέπεται η υποχρεωτική στράτευση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών (που στην αρχή η θητεία ήταν εξαγοράσιμη για τους αλλόθρησκους της Αυτοκρατορίας έως το 1914). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς στο κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονται ή αν πυροδότησαν την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπονται ή προηγούνται των εθνικιστικών κινημάτων; Μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει ότι με τον θάνατο των βασικών θεμελιωτών των μεταρρυθμίσεων, του Mehmed Fuad Pasha (1869) και του Mehmed Emin Aali pasha (1871), εμφανίζονται ιδεολογικά ρεύματα στην ίδια την Αυτοκρατορία.
  Με την εισαγωγή σχεδόν του Τανζιμάτ προέκυψε το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του Ισλάμ. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο των δυτικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προετοίμασαν και την είσοδο σ’ αυτή των δυτικών φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών των εθνικών κρατών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί διάφορες πολιτικές, εθνικές και πολιτιστικές τάσεις στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστά ήδη τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Βουλγάρων κ. ά., όπως επίσης και τα πολιτικά κινήματα των σοσιαλιστών (τα περισσότερα από τα οποία αναπτύχθηκαν σε εθνική βάση και στους κόλπους των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας), των οπαδών ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, των φιλελευθέρων κ. ά.
 Η απόπειρα εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας συνάντησε όπως ήταν φυσικό αντιδράσεις. Το Ισλάμ, οι κύκλοι των θιγμένων γενίτσαρων, η οθωμανική γραφειοκρατία κάθε άλλο παρά θετικά είδαν τις αλλαγές. Επιπλέον οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού υιοθέτησαν απότομα ευρωπαϊκές συνήθειες στην καθημερινή ζωή τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των παραδοσιακών στοιχείων. Το κλίμα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας μεγάλης «συζήτησης» στον τουρκόφωνο πληθυσμό γύρω από το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στην οποία εμφανίστηκαν νέα ρεύματα ιδεών.
 Οι οπαδοί της επιστροφής στο Ισλάμ (ισλαμιστές), οι οπαδοί του επαναπροσδιορισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω σε μια νέα σύγχρονη βάση (νεοοθωμανοί), οι οπαδοί της επανεμφάνισης του τουρκικού έθνους και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του (τουρκιστές). Επίσης, δίπλα σε αυτά τα ρεύματα σκέψης, γύρω από τα οποία οργανώθηκαν τα αντίστοιχα κινήματα, παρατάχθηκαν οι οπαδοί των φιλελεύθερων ιδεών και του Διαφωτισμού, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας κ.ά.
 Στις συζητήσεις για το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, δυο θέματα που επανέρχονταν διαρκώς ήταν η έκταση του εκδυτικισμού, που ήταν αναγκαία ή αποδεκτή, και το ερώτημα πού θα βασιζόταν η ταυτότητα του μελλοντικού οθωμανικού κράτους και η αφοσίωση σ’ αυτό. Ήταν σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα που οι οπαδοί του Οθωμανισμού, του Τουρκισμού και του Ισλαμισμού διέφεραν μεταξύ τους. Στο πρώτο θέμα, η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και διαπερνούσε και τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα. 
 Κάποιοι ακραίοι δυτικόφρονες, όπως για παράδειγμα ο Αμπντουλλάχ Τσεβντέτ, προτιμούσαν να παραμερίσουν εντελώς τον παραδοσιακό οθωμανικό πολιτισμό και να υιοθετήσουν, εξ ολοκλήρου, ευρωπαϊκούς τρόπους,. Από την άλλη, κάποιοι δραστήριοι πολιτικά θρησκευτικοί παράγοντες απέρριπταν κάθε υιοθέτηση δυτικών τεχνικών και ιδεών. Ωστόσο, αυτοί αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ό,τι θεωρούσαν ως ωφέλιμα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από αυτούς, το πιο κρίσιμο και άμεσο ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνονταν οι συζητήσεις τους, ήταν αυτό στο οποίο είχε προσπαθήσει να δώσει απάντηση ο Ναμίκ Κεμάλ: «πώς μπορούν να δημιουργήσουν μια σύνθεση αυτών των ευρωπαϊκών στοιχείων με τον μουσουλμανικό οθωμανικό πολιτισμό».
 Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να γίνει κανείς σύγχρονος και να παραμείνει ο εαυτός
του. Ο Ναμίκ Κεμάλ διατυπώνει από το Παρίσι τις αρχές του Οθωμανισμού. Έπειτα εμφανίζεται ο Πανισλαμισμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, η ανάπτυξη του εθνικισμού οφειλόταν σε τρεις παράγοντες. Σύμφωνα με την ιστορικό Jelavich, οι κυριότεροι παράγοντες της ανάπτυξης του εθνικισμού στα Βαλκάνια ήταν η θρησκεία, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη. Και τους τρεις αυτούς παράγοντες τους καλλιεργούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρόλο που κάποιες φορές συνεργαζόταν με την Οθωμανική κυβέρνηση.
  Ωστόσο, η Εκκλησία στο σύνολό της ως θεσμός εκπαίδευσης, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τις κρατικές αρχές, διατήρησε ζωντανή την ιδέα ότι οι χριστιανοί ήταν διαφορετικοί από τους μουσουλμάνους και η θρησκευτική τέχνη διατηρούσε ζωντανά τα σύμβολα του Βυζαντίου, υπενθυμίζοντας έτσι, έμμεσα, ότι οι μουσουλμάνοι ήταν κατακτητές χριστιανικού εδάφους. Όμως η πολιτιστική κληρονομιά διαδόθηκε μέσα στις αγροτικές κοινότητες με τα παραμύθια, τους θρύλους και την επική ποίηση. Επομένως, οι ελευθερίες και τα προνόμια που έδωσε το Τανζιμάτ, κατά τρόπο αντιφατικό ενεργοποίησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι πληθυσμοί, αντί να δεχθούν την οθωμανική ταυτότητα ισχυροποιούν την θρησκευτική τους ταυτότητα και ταυτίζονται με τους εθνικισμούς που αναδύονται δίπλα τους και αρχίζουν να προσβλέπουν από το 1880 και μετά σε νέα εθνικά κράτη.

Η νύχτα των δολοφόνων, του Πολάνσκι. Ραδιφωνικό θέατρο


Απόψε η Διαδρομή θα σας παρουσιάσει ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ρομάν Πολάνσκυ...

 Η "Νύχτα των δολοφόνων" είναι μία θεατρική διασκευή της ομώνυμης ταινίας που γυρίστηκε το 1966 στην Βρετανία κατά την παραμονή του Πολάνσκι εκεί.


Το έργο ακροβατεί όπως θα διαπιστώσει ο ακροατής μεταξύ γκανγκστερικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας...

Η υπόθεση:

Ο Τζόρτζ, είναι ένας φαλακρός βιομήχανος, με σεξουαλικά βίτσια. Πούλησε το εργοστάσιο του, παράτησε τη γυναίκα του και τώρα ζει απομονωμένος μαζί με τη Τερέζα, τη νεαρή και όμορφη Γαλλίδα σύντροφό του σ' ένα πύργο σ’ ένα κομμάτι γης της Βόρειας Αγγλίας που η παλίρροια μετατρέπει σε νησί.

Η Τερέζα και η ζωγραφική είναι οι μόνες του ασχολίες. Είναι δέκα μήνες απομονωμένοι,
κατά τους οποίους η Τερέζα, όταν είναι στο σπίτι, βάφει τα νύχια της δίπλα σε στοίβες με πιάτα και κατσαρολικά, ακούει δίσκους, μακιγιάρεται και απολαμβάνει τη θάλασσα γυμνόστηθη. Ένα απόγευμα, οι κότες θορυβούνται από την εισβολή του Ντίκυ, αποτυχημένου γκάνγκστερ που παράτησε τον συνεργό του τραυματισμένο στο αυτοκίνητο και ψάχνει βοήθεια. Υπό την απειλή του όπλου του βρίσκει «φιλόξενη» στέγη στον
πύργο του Τζόρτζ...

Η εισβολή του Γκάνκστερ (Ντίκι) στον πύργο θα διαλύσει την οποιαδήποτε υφιστάμενη ισορροπία μεταξύ του ζευγαριού και θα ελευθερώσει τον εσωτερικό τους κόσμο.

Πρόκειται για ένα τυπικό αγγλότροπο έργο, κλειστό, απομονωμένο, γεμάτο μυστήριο φόβο και απρόοπτα...

Το έργο, που είναι ένα άριστο ψυχογράφημα, έχει αντικείμενο έρευνας τις ψυχικές αντιδράσεις ανθρώπων που βρίσκονται σε συνθήκες πίεσης. Αυτή η σουρεαλιστική σύγχυση της ανθρώπινης ψυχής οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις.

Σίγουρα ο Ντίκι είναι ο πιο αλλόκοτος Γκάνγκστερ που έχουμε δει...

Πηγές: Ριζοσπάστης και I show.gr


Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι Glob tv:



Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...