ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΑΡΚΟΡΑ

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τόπο! - τόπο! Μ’ ἄλλα δῶρα
τὸ Φθινόπωρο προβαίνει.
Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,
καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.

Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω
τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,
τί ἐγὼ τ’ ἄνθια σας ἀλλάζω
εἰς ὁλόχρυσους καρπούς.

Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα
νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,
ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,
πρώιμα χύθηκα κ’ ἐγώ.

Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,
ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι
δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω
τὸν ἀτίμητο καρπό.

Ορισμοί για το παιδομάζωμα.

Το παιδομάζωμα είναι μία από της τραγικότερες μορφές εξισλαμισμού.
 Η λέξη παιδομάζωμα μαρτυρείται για πρώτη φορά σε ελληνικό κείμενο στα 1675
(Μεταλληνός) . 




Σε παλαιότερα γραπτά έργα αναφέρεται ως αρπαγή των παίδων (κατά
του αμηρά επίταγμα), (πρόσταγμα κατά του κρατούντος) εις συλλογήν παιδίων (ως
έθος εστί τοις Αγαρηνοίς), πιασμός παιδίων, δεκατισμός των παίδων και
γιανιτσαρομάζωμα (Γούναρης).

 Όσον αφορά τους Οθωμανούς και τους σημερινούς Τούρκους αυτοί χρησιμοποιούν τη λέξη devsirme.
Το παιδομάζωμα όπως μας πληροφορεί ο Κ. Φωτιάδης, ήταν μια βίαιη
απαγωγή παιδιών Χριστιανών υπηκόων από τις οικογένειές τους, τα οποία εκπαίδευαν
με μια ειδική αγωγή, ώστε να γίνουν καλοί μουσουλμάνοι, σκλάβοι του Σουλτάνου.

 Σε ένα ακριβέστερο και περιεκτικό ορισμό ο Αθ. Γούναρης μας προτείνει: «Παιδομάζωμα είναι η από την Υψηλή Πύλη, κατά ορισμένο σύστημα, ενεργούμενη αρπαγή μικρών παιδιών και νέων από τους χριστιανικούς υπηκόους της (που διήρκησε από τις αρχές του ΙΔ΄ μέχρι τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα) με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους- ύστερα από μια συστηματική εκπαίδευση και αγωγή-σε ειδικά σώματα και υπηρεσίες του στρατού, των ανακτόρων και της διοίκησης.»

Επίσης ο Παπαρρηγόπουλος μας αναφέρει πως το σύστημα της περιοδικής
στρατολογήσεως και του εξισλαμισμού ανήλικων χριστιανών (devsirme) για την επάνδρωση της σουλτανικής διοικήσεως και κυρίως του τακτικού στρατού συνδέεται
αναπόσπαστα με τον θεσμό των δούλων της Πύλης, οι ρίζες του οποίου μπορούν,
όπως αναφέρθηκε, να αναζητηθούν στον ίδιο τον ιερό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο
το ένα πέμπτο της πολεμικής λείας-στην οποία περιλαμβάνονταν και οι μη
μωαμεθανοί αιχμάλωτοι-περιέρχεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του ιμάμη και κατ’
επέκταση του σουλτάνου.

Υπεροπτική συμπεριφορά ελληνόπαιδων έναντι τουρκόπαιδων στη Μικρά Ασία...

Η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημα της "Οι νεκροί περιμένουν" μας δίνει ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο σχετικά με τη συμπεριφορά των μικρών παιδιών ελληνικής καταγωγής απέναντι σε αυτά τουρκικής καταγωγής...



Βρισκόμαστε στα χρόνια λίγο πριν τη μικρασιατική εκστρατεία, όταν ο ελληνικός πληθυσμός ήταν υπόδουλος στην Ιωνία...

Τα  Τουρκόπουλα,  με  τα  ξυρισμένα  κεφάλια,  που  οι  γονιοί  τους  δούλευαν  για  ένα  κομμάτι  ψωμί  στις γύρω  ρωμέικες  φάμπρικες,  όταν  έβλεπαν  εμάς  τα  καλοντυμένα  παιδιά,  δίσταζαν  να  μπουν  στο παιχνίδι.  

Στέκονταν  παράμερα  και  μας  κύτταζαν  με  περιέργεια  και  με  ζήλεια,  λες  κι  είμαστε  εμείς  οι κυρίαρχοι  και  εκείνα  οι  υπόδουλοι. 

 Κι  όταν  δεν  τα  καταφέρναμε  στο  παιχνίδι  και  τα  Τουρκάκια δοκίμαζαν  να  μας  ευκολύνουνε,  ο  Στέφος  και  οι  φίλοι  του  τους  ρίχνανε  πέτρες  και  τους  φωνάζανε  σα νάτανε σκυλιά: 

Ούξου!  ουστ,  κιοπέκ! 

Το περιστατικό που προκάλεσε την έναρξη του αντάρτικου στον Πόντο

Από το πόνημα του Δημήτρη Ψαθά μαθαίνουμε μία εκδοχή του περιστατικού που προκάλεσε την έναρξη του θρυλικού αντάρτικου...

Το  ξεκίνημα  του  αντάρτικου  έγινε,  λένε,  από  ένα  περιστατικό  στα  τάγματα  εργασίας:  Μια μέρα  ένας  απ'  τους  βασανισμένους  Ρωμιούς  μέσα  σε  κάποιο  τάγμα  που  έσπαζε  πέτρες, πήρε  γράμμα  απ'  την  γυναίκα  του,  παράτησε  το  τσεκούρι  του  κι  άρχισε  να  το  διαβάζη  με μεγάλη  λαχτάρα.  Ήταν  ψηλά  στον  δρόμο  μιας  έρημης  βουνοπλαγιάς,  όπου  δεν  ακουόταν παρά  το  ξερό,  μονότονο  χτύπημα  των  τσεκουριών  των  σκλάβων  κι  οι  μακρυνές  βλαστήμιες του τσαούση,  που γύριζε από ομάδα σε ομάδα. 




Διάβαζε  ο  δυστυχισμένος,  τα  μάτια  του  βούρκωσαν  κι  άρχισε  να  λέη  στον  πλαϊνό  του  για  τα δεινά  που  τού γραφε  η  γυναίκα  του,  πείνα  και  δυστυχία  και  ξεσπίτωμα  και  φοβέρες  των Τούρκων  ότι  θα κάψουν  το  χωριό  τους,  επειδή  ψάχνανε  για  φυγόστρατους  και  δεν  τους βρίσκαν.  Μαυρίλα  εδώ,  λαχτάρα  εκεί,  δάκρυζε  ο  άνθρωπος  κι  αναστέναζε,  όπου  νάσου  τον βλέπει  ο  τσαούσης  ότι  είχε  παρατήσει  την  δουλειά,  τρέχει,  τον  βλαστημά  και  τον  βαρά  με το καμτσίκι στο πρόσωπο,  ουρλιάζοντας,  «βάι ντινινί,  αβρατινί,  γκιαούρ ογλού γκιαούρ»! Οργή  και  πόνος  έγιναν  μονομιάς  μπαρούτι  και  φωτιά  μέσ'  στην  ψυχή  του  Έλληνα,  αρπάζει το  τσεκούρι  και  το  κατεβάζει  στο  κεφάλι  του  τσαούση,  που  σωριάστηκε.  Ύστερα  παίρνει δρόμο,  φεύγει  μαζί  κι  ο  φίλος  του,  τρέχουν  κι  οι  δυο,  τρυπώνουν  σ'  ένα  δάσος,  κρύβονται και  μένουν  εκεί  μέρες  και  μέρες,  τρώγοντας  χόρτα  κι  αγριόριζες.  Αλλά  από  τον  φόβο  της εκδίκησης  των  Τούρκων  ακολούθησαν  κι  άλλοι  —έτσι  κι  αλλιώς  ήσαν  χαμένοι—  οι  δυο γίνονται  τρεις,  πέντε,  δέκα,  κι  όπου  ξεμονάχιαζαν  Τούρκο  χυμούσαν  απάνω  του,  τον γδύναν,  του  παίρνανε τα  όπλα και ανέβαιναν  στο  βουνό. Έτσι  ιστορούνε  την  αρχή  του  αντάρτικου  μερικοί  απ'  όσους  θέλησαν  να  γράψουν  την ιστορία  εκείνων  των  καιρών,  αλλά  κι  αν  το  περιστατικό  αυτό  το  έπλασε  μόνο  η  φήμη, κρύβει,  ωστόσο,  όλη  την  αλήθεια  για  τον  τρόπο  που  γεννήθηκε  ο  ένοπλος  αγώνας  στα βουνά  του  Πόντου.  Δεν  ήταν  προμελετημένη  η  αντίσταση,  ούτε  κι  οργανωμένη,  αλλά  μια αυθόρμητη  κίνηση  απόγνωσης,  ένα  πηγαίο  ξέσπασμα  οργής,  σχεδόν  πρωτόγονο,  κάτι  σαν λειτουργία  ενός  πανάρχαιου  νόμου  των  περήφανων  λαών  που  αντιστέκονται  στους χαλασμούς των  πιο τραγικών  ενάντιων  καιρών.

Πηγή: Δ. Ψαθάς

Στάση των Τούρκων έναντι των Ελλήνων λίγο πριν τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955

Οι σχέσεις μεταξύ των Κωνσταντινουπολιτών, Τούρκων ή Ρωμηών από το καλοκαίρι του 1955 (λίγο πριν την έκρηξη των Σεπτεμβριανών είχαν περάσει σε ένα στάδιο καχυποψίας.



Συγκεκριμένα όπως διαβάζουμε στο βιβλίο  "Σεπτεμβριανά 1955: Η «νύχτα των
κρυστάλλων» του Ελληνισμού της Πόλης", εκδόσεις Τσουκάτου, το κλίμα γινόταν όλο και πιο βαρύ.


Ο Συμεών Βαφειάδης, στο Κουσκουντζούκι όπου κατοικούσε αναφέρει πως οι γείτονες γίνονταν πιο
λιγομίλητοι με τον καιρό παρά το γεγονός πως διατηρούσαν τους τυπικούς κανόνες ευγένειας.

«Κάθε απόγευμα όμως, την ώρα που μεταδιδόταν μία εκπομπή για την Κύπρο, ανέβαζαν την ένταση
του ραδιοφώνου στη διαπασών και άνοιγαν τα παράθυρα. Όλη η γειτονιά αντηχούσε από τα
ξεφωνητά φανατισμένων δημαγωγών. Στο βαπόρι, όπου οι περισσότεροι επιβάτες γνωριζόμασταν,
άρχισαν οι χαιρετισμοί των Τούρκων να γίνονται πιο κοφτοί και απότομοι και τα βλέμματά τους πιοβλοσυρά. Εμείς οι Ρωμηοί, φυσικά προσπαθούσαμε να μην δώσουμε αφορμή και μιλούσαμε όσο το δυνατόν λιγότερο. Στο καφενείο πουλούσαν χάρτες της Κύπρου που τους αγόραζαν τα παιδιά και
τους έβαφαν με το αίμα τους , αφού τρυπούσαν το δάχτυλό τους με βελόνι».

Ο Γέρος και η θάλασσα, Ερνστ Χέμινγουέι. Ραδιοφωνικό θέατρο

Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας!


 Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσει ένα υπέροχο έργο, πρόκειται για το αριστούργημα του Ερνστ Χέμινγουέι "Ο Γέρος και η θάλασσα".Το κοινό γοητεύτηκε από το έργο, το οποίο δημοσιεύθηκε μία ζεστή μέρα του Αυγούστου του 1961.






 Το έργο είναι βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, ενός από τους σπουδαιότερους του 20ου αιώνα. Ο Χέμινγουέι έγραψε το έργο το 1952 και το δημοσίευσε το 1961, σχεδόν δέκα χρόνια μετά. Το 1953 ο συγγραφέας κέρδισε το βραβείο Πούλιντζερ και το 1954 το Νόμπελ λογοτεχνίας.




Η εξέλιξη του έργου:

 

 Το βασικό πρόσωπο της αφήγησης αποτελεί ένας ηλικιωμένος ψαράς που ζει μόνος σε καθεστώς φτώχειας και απομόνωσης, έχοντας πότε-πότε για συντροφιά ένα μικρό παιδί.


 Ο γέρος Σαντιάγο μας συστήνεται ευθύς αμέσως ως σαλάο, δηλαδή ο πιο άτυχος του κόσμου, αφού μετά από 84 μέρες στη θάλασσα, δεν είχε κατορθώσει να πιάσει ούτε ένα ψάρι. Η πληγωμένη του τιμή τού επιτάσσει να σπάσει αυτή την ενάλια κακοδαιμονία κι έτσι την 85η μέρα επιχειρεί και πάλι, εντελώς μονάχος, να περισώσει τη φήμη του ανάμεσα στους ομότεχνούς του και τους ανθρώπους του χωριού. Ακολουθούν τρεις μέρες καταμεσής στο πέλαγος, όπου ο Σαντιάγο θα συναντήσει έναν ξιφία που όμοιό του δεν ξαναείδε ποτέ, και χρησιμοποιώντας τις πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές του, όλες τις μυικές και πνευματικές του δυνάμεις, θα προσπαθήσει να τον φέρει μέχρι το λιμάνι. Σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής θα δοκιμαστούν όλα τα αποθέματα του Σαντιάγο, αφού η ρότα της βάρκας του καθορίζεται απ’ τους ανέμους και τη διάθεση του ψαριού, που ταξιδεύει αγκιστρωμένο στο πλάι της.


 Ο Σαντιάγο θα μείνει άγρυπνος, κρατώντας τα μπόσικα στις εξάρσεις του τεράστιου ξιφία, θα αγνοήσει τους πόνους και τα κοψίματα απ’ το φόρτωμα της πετονιάς που θαχαρακώσει για μέρες τα χέρια και τους ώμους του, θα υπομείνει το κρύο, τον αέρα και την πείνα, θα γυρέψει συντροφιά στον αιχμάλωτο σύντροφό του, θα τα βάλει με τον εαυτό που ρίχτηκε χωρίς τον μικρό του βοηθό του σ’ αυτή την καθοριστική ψαριά, μα πάνω απ’ όλα, θα σταθεί και θα θαυμάσει αυτό το περήφανο ψάρι, που για τρία μερόνυχτα τον τραβάει ακούραστο μέσα στη θάλασσα.


 Ο Χέμινγουεϊ επιδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του πάνω στους τρόπους και τις εργασίες των ψαράδων, βάζoντας τον Σαντιάγο να περιμένει μέχρι να έρθει η σωστή στιγμή ώστε να καμακώσει τον ξιφία και να διασφαλίσει την έκβαση της ψαριάς. Πριν ο γέρος προλάβει να γευτεί τη γλύκα της επιτυχίας του, χτυπά ο πρώτος καρχαρίας. Κι έπειτα κι άλλος, κι άλλοι. Κάθε χαμένη λίβρα κρέατος στην αρχή διασκεδάζεται από τον γέρο, που έτσι θέλει να πιστεύει ότι θα αρμενίζει ελαφρύτερος. Γνωρίζει πολύ καλά το αναπότρεπτο των συνεχιζόμενων επιθέσεων, αφού η οσμή του ψαριούαφήνει πίσω της ένα αιμάτινο ίχνος αδύνατο να καμουφλαριστεί. Παρ’ όλα αυτάδιατηρεί την ψυχραιμία του κι υπερασπίζεται το ψάρι με μαχαίρια, κουπιά και προσευχές.


 Συχνά, και όχι άδικα, η μάχη του Σαντιάγο στη θάλασσα λογίζεται ως αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση. Αυτή η θεώρηση, αν και δεν απέχει από το θεματικό κέντρο του διηγήματος, επιτρέπει σε μια πιο λεπτή, υποδόρια ιδέα να διαφύγει την προσοχή μας. Στο Γέρο και τη Θάλασσα ο άνθρωπος δεν μάχεται ακριβώς απέναντι στη φύση, αλλά θα λέγαμε κάπως καλύτερα ότι πασχίζει να βρει τη θέση του εντός της. Εξαιτίας του πιο αναπόδραστου νόμου που ορίζει την έμβια ύλη, δηλαδή τον θάνατο, ο γέρος και ο ξιφίας νέμονται μια κοινή μοίρα που τους σημαδεύει ως ίσους.


 Η μάχη που δίνουν οι πιο αποφασισμένοι ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα προκειμένου να αντιταχθούν στο θάνατο, επιτρέπει τη διάνοιξη ενός στενού περάσματος, που θα τους μεταφέρει υπερβατικά σε μία κατάσταση αρμονίας με τη θνητότητά τους. Ο γέρος απευθύνεται στον ξιφία του με τον τρόπο που θα απευθυνόταν στον πιο παλιό και πιο αξιόμαχο αντίπαλό του, σ’ εκείνον που η ζωή τον οδηγεί ώστε να υπάρξει η τελική αναμέτρηση, η οριστική επίλυση της έντασης για χάρη της αρμονίας. Εκεί όπου τελικά θα κατοικήσει η ομορφιά.


 Ο θάνατος δεν έρχεται ως το επιστέγασμα σε μία διαδικασία ταπείνωσης και υποταγής στον ισχυρό, τουναντίον, επικυρώνει τον αγώνα για τη ζωή πλημμυρίζοντας τον από σεβασμό και διόλου περίεργα, από αγάπη. Στις λέξεις του Σαντιάγο, θα διακρίνουμε μια τρυφερότητα πέρα για πέρα ανοίκεια σε σχέση με αυτά που φανταζόμαστε ότι χαρακτηρίζουν τη σχέση των κυνηγών με τα θηράματα του εκάστοτε οικοσυστήματος.

 Η ιδιαιτερότητα αυτής της σχέσης του πηγάζει από τη μοναδικότητα και τη σπουδαιότητα που ο άνθρωπος-κυνηγός αποδίδει στο θήραμα, απαλείφοντας διαμιάς την, σχεδόν απαραίτητη στην αλιεία, συνθήκη του μεγάλου αριθμού. Ο ξιφίας προσδιορίζεται οριστικά, δεν είναι απλώς ένα ακόμη ψάρι.(Oh That Book)


 Ο Σαντιάγκο επιστρέφει στο χωριό του, αποκαμωμένος, σέρνοντας μαζί του την ραχοκοκαλιά του ψαριού ως μοναδική απόδειξη του άθλου που είχε πετύχει.




Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

 Το έργο είναι βασισμένο σε ένα κείμενο που παρουσιάζει τον καθημερινό αδιάκοπο αγώνα για τη ζωή. Ο Χέμινγουέι έμεινε στην ιστορία επειδή απλά είχε να πει κάτι για μας τους ίδιους...


 Επιπλέον ο Χέμινγουέι έχει βαθιές γνώσεις για τους τρόπους των ψαράδων όπως φαίνεται από το έργο Ο αδιάκοπος τριήμερος αγώνας του γέρο Σαντιάγκο με τη φύση έδωσε σε πολλούς το έναυσμα να το θεωρήσουν ως το σπουδαιότερο κείμενο που γράφτηκε για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.


«Τα σαγόνια του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά δαγκώνοντας το αγκίστρι με γρήγορες δαγκωματιές και χτυπούσε στον πάτο της βάρκας με το μακρόστενο επίπεδο κορμί του, με την ουρά και με το κεφάλι του, ωσότου ο γέρος του κοπάνισε μια με το στειλιάρι στο λαμπερό χρυσό κεφάλι. Εκείνο σπάραξε ακόμα μια φορά κι έμεινε ασάλευτο» - Ernest Hemingway.


 Η ειδική υπερβατικότητα του αγώνα που δίνει ο Σαντιάγο υπογραμμίζεται από την επίμονη αναφορά του στη διαύγεια που οφείλει να επιδείξει. Ο σωματικός κάματος, de facto παρών έπειτα από ημέρες εξάντλησης και ασιτίας, δεν επιτρέπεται να επηρεάσει τις νοητικές δυνάμεις του, κι έτσι ο αγώνας του μέσα στη θάλασσα διαχέεταιται 
 πια και προς τον εσωτερικό του κόσμο.






Ραδιοφωνική διασκευή Δημήτρη Μπουρούνη (1966)


Παίζουν οι ηθοποιοί:
Λουκιανός Ροζάν, Σπύρος Καλογήρου, Γιώργος Μετσόλης, Χριστόφορος Χειμάρας, Γιώργος Διαλεγμένος, Αγγελος Αντωνόπουλος, Κώστας Καφάσης, Γιάννης Αργύρης (ο γέρος), Φραγκούλης Φραγκούλης, Σταύρος Χατζπύλης, Κώστας Καζάκος, Ντίνα Γιαννακού, Κώστας Παπαγεωργίου.






Ένας εξαίρετος ηθοποιός ο Γιάννης Αργύρης υποδύεται το γέρο Σαντιάγκο.




Ο Σπύρος Καλογήρου





Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Glob TV:






Πηγές: lesxianagnosismaroussi.blogspot.com,Rat-Pack.gr,KLIK Magazine,Greek Radio-Theatre,politeianet,Oh That Book

Λίγα λόγια για το Νεοκλή Καζάζη (1849-1936)

 Ο Νεοκλής Καζάζης γεννήθηκε το 1849 στην Πέτρα της Λέσβου. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1870 αναγορευόμενος διδάκτωρ. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία και τη Γαλλία και με την επιστροφή του το 1877 στην Αθήνα έγινε υφηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Η ακαδημαϊκή του καριέρα συνεχίστηκε ως το 1910 από τις θέσεις του επίτιμου καθηγητή του Φυσικού Δικαίου, του καθηγητή της Νομικής Αθηνών όπως και πολλές φορές του κοσμήτορα της ίδιας Σχολής αλλά και αυτή του πρύτανη του πανεπιστημίου Αθηνών για το διάστημα 1902-1903.





 Παράλληλα συνέγραψε πολλά νομικά και πολιτικά έργα και κατέλαβε διάφορες δημόσιες θέσεις, με κυριότερες αυτή του διευθυντή του Στατιστικού Γραφείου του Υπουργείου Εσωτερικών και του γενικού διευθυντή των Ταχυδρομείων και των Τηλεγράφων. Το 1910 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή για να πολιτευθεί. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή –με περισσότερες ψήφους από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα αστικά εκλογικά τμήματα της Αθήνας– όχι όμως και στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Ως προσωπικότητα ο Καζάζης έγινε γνωστός όχι μόνο με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού, αλλά και με αυτή του προέδρου της εθνικιστικής εταιρείας Ελληνισμός, η οποία ιδρύθηκε το 1892. Ανέλαβε τη θέση αυτή δύο χρόνια μετά την ίδρυση της και τη διατήρησε ως το θάνατό του (1936), με αποτέλεσμα να ταυτισθεί η δράση του με το όλο έργο της εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσης οι ενέργειές του εστιάζονταν στη διαφώτιση επί των εθνικών θεμάτων, με πρώτιστα την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας , την εσωτερική αναδιοργάνωση του ελληνικού βασιλείου και την ανάγκη για εθνική ολοκλήρωση. Το αποκορύφωμα όλης αυτής της δραστηριότητας σημειώθηκε το 1903 που ανέλαβε ως πρύτανης Πανεπιστημίου περιοδεία στην Ευρώπη για την προάσπιση των ελληνικών θέσεων. Τα συνεχή ταξίδια του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ακολούθησαν και στα επόμενα χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα την ευρύτερη αποδοχή του στο εσωτερικό, παρά τη σκληρή κριτική που δέχτηκε από προσωπικότητες του πνεύματος –κυρίως δημοτικιστές– τόσο για το άτομό του, όσο και για τις απόψεις του.

Η εταιρεία της οποίας προήδρευε ο Καζάζης υπήρξε μία οργάνωση με χιλιάδες μέλη, όπως στελέχη σε ανώτερες θέσεις της κρατικής διοίκησης, ενεργοί αξιωματικοί, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι της μεσοαστικής τάξης και επιχειρηματίες. Είχε μεγάλο κύρος και απήχηση στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αλλά μετά από ορισμένες εξελίξεις-σταθμούς για το ελληνικό βασίλειο, όπως το κίνημα στου Γουδή και η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, άρχισε η αποδυνάμωσή της. Εξέδωσε πολλά βιβλία στα ελληνικά αλλά και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το κύριο δημοσιογραφικό όργανο της εταιρείας Ελληνισμός υπήρξε το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1898 ως το 1915 και επανεκδόθηκε από το 1928 ως το 1932 και στο οποίο αρθρογραφούσε πυκνά ο ίδιος ο Καζάζης. Κατά βάση μέχρι το 1910, η εταιρεία ελάμβανε θέση σε ζητήματα που αφορούσαν τόσο στην κρίση που βίωνε το πολιτικό σύστημα του ελληνικού κράτους (ιδίως από το 1897), όσο και στις πιέσεις που το τελευταίο αντιμετώπιζε στο εξωτερικό λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού των άλλων βαλκανικών κρατών. Ωστόσο δεν πήρε ποτέ τη μορφή πολιτικής οργάνωσης.

Η εταιρεία με πρωτοβουλίες του προέδρου της ανέπτυξε μια πλούσια δραστηριότητα. Ίδρυσε παραρτήματα στο ελεύθερο κράτος και σε χώρες του εξωτερικού. Με τη συνεργασία του ίδιου του Καζάζη και διακεκριμένων πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων της Γαλλίας συστάθηκε στο Παρίσι το 1904 ο Γαλλικός Φιλελληνικός Σύνδεσμος υπέρ των δικαίων του Ελληνισμού , που οργάνωνε διαλέξεις για τα ελληνικά εθνικά ζητήματα˙ για την εντονότερη προπαγάνδισή τους στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, εκδόθηκε στη γαλλική γλώσσα από το ίδιο έτος (1904) μέχρι το 1912 η εβδομαδιαία επιθεώρηση L’ Hellenisme, όπου αρθρογραφούσαν φιλελληνικές προσωπικότητες. Ιδρύθηκε επίσης στη Λειψία της Γερμανίας ο Ελληνικός Σύνδεσμος που λειτουργούσε σε συνεργασία με την εταιρεία Ελληνισμός και ο οποίος Σύνδεσμος εξέδωσε στα γερμανικά τη μηνιαία επιθεώρηση Hellenismus, τον Οκτώβριο του 1908.

Ο Ελληνισμός υπήρξε μια οργάνωση με ημικρατικό χαρακτήρα, όπως καταδεικνύεται όχι μόνο από τη συμμετοχή σ’ αυτήν διαπρεπών προσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας και από τις παρεμβάσεις της στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, αλλά και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος στήριζε και προωθούσε το εκδοτικό της έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύσταση που απευθύνει ο Υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος –με εγκύκλιό του στις 8 Δεκεμβρίου 1899– προς όλες τις στρατιωτικές αρχές να υποστηρίξουν με τη συνδρομή τους το περιοδικό και όλα τα συγγράμματα ιστορικού και εθνολογικού περιεχομένου της εταιρείας και να δώσουν εντολή στις ώρες διδασκαλίας των στρατιωτών να συμπεριληφθεί και η ανάγνωση του βιβλίου του Καζάζη Εθνική Κατήχησις. Αυτό άλλωστε αποτελεί και ένδειξη της γενικότερης απήχησης που είχε ο ίδιος. 

Η εικόνα αυτή ενισχυόταν από το πολυπληθές ακροατήριο που ανταποκρινόταν στις εθνικές του διαλέξεις –στο οποίο παρευρίσκονταν και πολλά πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και εν ενεργεία πρωθυπουργοί– και από την όλη δράση που ανέπτυξε κατά την περιοδεία του στις αλύτρωτες περιοχές το καλοκαίρι του 1905, αλλά και στον ελληνισμό της Βόρειας Αμερικής και του Καυκάσου το 1906. Εξίσου σημαντική ήταν και η αναγνώρισή του στο εξωτερικό. Διατηρούσε προσωπική φιλία με τον κορυφαίο πολιτευτή George Clemenceau, ο οποίος μεταξύ άλλων τελούσε διευθυντής της εφημερίδας Aurore που φιλοξενούσε άρθρα του Καζάζη, κυρίως για το Μακεδονικό Ζήτημα. Είχε επίσης επαφές με τον Ιταλό στρατιωτικό Ricciotti Garibaldi (γιο του Giuseppe) και σχετιζόταν με πνευματικές προσωπικότητες της Γαλλίας, όπως ο Théophile Homolle (διευθυντής της Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και του Μουσείου του Λούβρου), ο βυζαντινολόγος Charles Diehl και ο εμπνευστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων Pierre de Coubertin.69 Κατά την πολύμηνη συχνά παραμονή του στην Ευρώπη γνώρισε δημοσιογράφους, στους οποίους ανέπτυσσε τα ελληνικά δίκαια, έδινε συνεντεύξεις για τα εθνικά ζητήματα σε ξένους ανταποκριτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δεχόταν προσκλήσεις από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μελετούσε συνεχώς τον ξένο Tύπο και γνώριζε τις φιλελληνικές ή ανθελληνικές θέσεις των ξένων πολιτικών, δημοσιογράφων και πνευματικών προσώπων.

Τέλος, ο ίδιος ήταν γνώστης του έργου πολλών Ευρωπαίων συγγραφέων και στοχαστών. Από τις αναφορές του στο Γερμανό φιλόσοφο Φίχτε και στον Ιταλό Μακιαβέλι φαίνεται πως η σκέψη τους επηρέασε τον Καζάζη ως προς τη διαμόρφωση των απόψεών του περί ενοποίησης του έθνους. Το έργο του Μακιαβέλι φαίνεται επίσης να τον εμπνέει –όπως θα αναφερθεί στο σχετικό κεφάλαιο της παρούσας εργασίας– στην κριτική που άσκησε στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό.


Πηγή:Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας από το 19ο στον 20ό αιώνα (1897-1912) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ 

Κωστής Παλαμάς: Το πάθος για σύνθεση

Η Λογοτεχνική Διαδρομή απόψε θα ασχοληθεί με τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, παρουσιάζοντας σας το πάθος που τον διακατείχε για ποιητική σύνθεση...

Λέγεται συνήθως πως η σπουδαιότητα ενός έργου ή μιας πνευματικής φυσιογνωμίας
κρίνεται από τη διαχρονικότητά της. Σαφέστερο και ορθότερο είναι, ωστόσο, το κριτήριο της
πολλαπλής ερμηνείας του έργου, της χρήσης του ως συμβόλου από τους πιο διαφορετικούς
χώρους, της αναμέτρησης μαζί του, ακόμη κι αν η αναμέτρηση αυτή καταλήγει σε απόρριψη.
Αν είναι έτσι, το έργο του Παλαμά είναι από τα σπουδαιότερα, στον βαθμό που έχει μια
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία πρόσληψης, μια ιστορία εν πολλοίς ανεξερεύνητη.



Το 1896, δέκα μόλις χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Τα
τραγούδια της πατρίδας μου, η Πολιτεία του ανέθεσε τη σύνθεση του Ολυμπιακού Ύμνου,
πράξη που δείχνει ότι είχε κιόλας γίνει ευρύτερα αποδεκτός και, κυρίως, επίσημα αποδεκτός,
παρ’ όλη την τοποθέτησή του στο στρατόπεδο των δημοτικιστών. Ήδη από τότε, η πρόσληψη
του Παλαμά, μπορεί να βασίζεται στο ποιητικό του έργο (αν και μικρό ακόμη), αλλά
οπωσδήποτε επηρεάζεται από την ακτινοβολία της πνευματικής προσωπικότητάς του, όπως
εκφράζεται σε ποικίλα δοκιμιακά, δημοσιογραφικά και κριτικά κείμενα που δημοσιεύει σε
μεγάλη πυκνότητα και με τα οποία κτίζει σταδιακά τα θεμέλια μιας νέας κατεύθυνσης και
ερμηνείας της νεοελληνικής κουλτούρας. 

Τον επόμενο χρόνο, το 1897, δίνει μια σειρά διαλέξεων στον Παρνασσό για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που καθιερώνουν ακόμη περισσότερο την ηγετική μορφή του, ενώ τον ίδιο χρόνο η Πολιτεία τον τιμά και πάλι, διορίζοντάς τον στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση στην οποία θα υπηρετήσει με αξιοσημείωτη συνέπεια για τριάντα ένα χρόνια.

Ο Παλαμάς βρίσκεται κυριολεκτικά στο μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα,
καθώς η μισή του ζωή εκτείνεται στον παλαιό και η μισή στον νέο αιώνα (1859-1943). Η
προσωπικότητά του οικοδομήθηκε με τις προϋποθέσεις του 19ου αιώνα, αλλά παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στον αιώνα μας και αυτό δημιουργεί εξ αντικειμένου τις προϋποθέσεις για αμφισβητήσεις και αντιθέσεις, δεδομένου ότι τα πράγματα στη λογοτεχνία και την τέχνη άρχισαν να αλλάζουν γρήγορα από τον Μεσοπόλεμο και μετά.

Ας δούμε όμως από πιο κοντά ποιες είναι οι βάσεις της προσωπικότητάς του. Οι
Παλαμάδες ήταν οικογένεια λογίων του Μεσολογγίου με μακρά παράδοση αφοσίωσης στα
κλασικά γράμματα, στις ιδέες για εθνική αφύπνιση, ενώ κάποιοι από αυτούς πολέμησαν είτε
στον Αγώνα είτε κατόπιν σε κινήματα όπως η Κρητική Επανάσταση του 1866. Ο Κωστής
Παλαμάς, γεννημένος στην Πάτρα, ορφάνεψε και από τους δύο γονείς στα επτά του χρόνια και ανατράφηκε από την οικογένεια του θείου του, Δημητρίου Παλαμά, στο Μεσολόγγι, σε ένα
περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα, πολλά βιβλία και μεγάλη εκτίμηση στα γράμματα και ειδικά
στην ποίηση. Το Μεσολόγγι δεν είναι μια συνηθισμένη πόλη. Εκείνη την εποχή, οι μνήμες από
τον Αγώνα ήταν ακόμη νωπές, ζούσαν άνθρωποι που είχαν άμεση εμπειρία όπως η θεία
Βγενούλα, αδελφή της γιαγιάς του. Ο Παλαμάς πέρασε τα παιδικά του χρόνια ακούγοντας, από ανθρώπους που αγαπούσε, διηγήσεις της ηρωικής Εξόδου, αλλά και των βιαιοτήτων των Τούρκων, ενώ παράλληλα ακολουθούσε μια υψηλού επιπέδου κλασική εκπαίδευση· ζυμώθηκε δηλαδή τόσο συναισθηματικά όσο και διανοητικά με τις συγκινήσεις του Αγώνα και την έννοια του έθνους, με τη θύμηση του Μπάυρον και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας. Με τα λόγια του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στον Παλαμά, «το ατομικό όραμα, όταν η ψυχή αντιδονείται από τον ομαδικό κραδασμό, είναι ταυτόχρονα και συλλογικό».

Από μικρός ήταν φανατικός αναγνώστης. Αν ποτέ γραφεί μια ιστορία της ανάγνωσης στη
νεώτερη Ελλάδα, η μελέτη της αναγνωστικής ιστορίας και συμπεριφοράς του Παλαμά, όπως
αποτυπώνεται σε πλήθος στοιχείων, θα είχε παραδειγματική αξία. Το διάβασμα ήταν γι’ αυτόν
καταφύγιο στη μοναξιά του και πηγή συγκινήσεων που αναπλήρωναν, ως ένα βαθμό, την
έλλειψη της μητρικής και πατρικής αγάπης, αλλά και τροφή μιας τερατώδους φιλομάθειας.
Αφού τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Μεσολόγγι, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας, κατά πάγια συνήθεια της εποχής, αλλά δεν πήρε ποτέ το πτυχίο
του. Τον είχε ήδη κατακτήσει η ποιητική δημιουργία, παράλληλα πάντα με την πιο αυστηρή και
συστηματική μελέτη, τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και της ξένης λογοτεχνίας, μέσα από
τη γαλλική γλώσσα που γνώριζε άπταιστα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Παλαμάς, με ταδεδομένα της εποχής του, είχε μια ολοκληρωμένη υποδομή φιλολόγου και ιστορικού των
γραμμάτων. Το τεράστιο κριτικό του έργο είναι πολυσήμαντο και αποτελεί μέχρι σήμερα
σημαντική πηγή για πολλά θέματα όχι μόνο της λογοτεχνίας, αλλά και γενικότερα του
νεοελληνικού πολιτισμού.

Πολλές φορές έχει ειπωθεί πως ο Παλαμάς διάβαζε απ’ όλα, πως γοητευόταν από όλα τα
πνευματικά και λογοτεχνικά κινήματα του καιρού του, ακόμη και αντιφατικά μεταξύ τους· η
διατύπωση αυτή δημιουργεί την εντύπωση πως το έργο του, τόσο το ποιητικό όσο και το
κριτικό, δεν έχει συνοχή, δεν έχει σταθερά θεμέλια κάτω από την ποικιλία και το θεματικό
εύρος. Ωστόσο, το θεμέλιο υπάρχει και είναι ο ρομαντισμός. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν την ποίηση, τον ρόλο του ως ποιητή, τη λειτουργία της ποιητικής μορφής και φαντασίας, πηγάζει από τον ρομαντισμό. Αλλά και οι ιδέες του για το έθνος, την εθνική λογοτεχνία και τον λαϊκό πολιτισμό, την ιστοριογραφία και την εθνική συνέχεια, τον τοποθετούν αναμφίβολα στη μεγάλη ιστορική ρομαντική παράδοση. Εξάλλου και ο ίδιος, ενώ αντιπαθούσε τους χαρακτηρισμούς, ένα μόνο χαρακτηρισμό θα δεχόταν για την ποίησή του, να την πούνε ρομαντική.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο Παλαμάς έδωσε τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις
του, την Ασάλευτη Ζωή (1904), τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907) και τη Φλογέρα του βασιλιά (1910). Είναι αυτές οι συνθέσεις που τον καθιέρωσαν οριστικά στη συνείδηση του καιρού του ως εθνικό ποιητή, αλλά και δέχθηκαν τις πιο διαφορετικές ερμηνείες και την πιο σφοδρή αμφισβήτηση. 

Ο Παλαμάς, προετοιμασμένος από καιρό, τόσο ποιητικά όσο και φιλολογικά και
ιδεολογικά, επιχειρεί, ειδικά στον Δωδεκάλογο και στη Φλογέρα, ένα τιτάνιο έργο: να
αναμετρηθεί και να ανασυνθέσει ολόκληρη την ελληνική παράδοση, αρχαία, βυζαντινή και
δημοτική, να συγκροτήσει την ποιητική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού, μια ταυτότητα που
βασίζεται στην πίστη για τη συνέχεια της ελληνικής ψυχής, αλλά και στην αέναη μεταμόρφωσή
της. Στο έργο αυτό ανταποκρίθηκε με επιτυχία, αν λάβουμε υπόψη μας πως τα έργα αυτά
κινητοποίησαν έναν μεγάλο αριθμό συγχρόνων και νεωτέρων λογοτεχνών και διανοουμένων να τοποθετηθούν απέναντι στην ερμηνεία της ελληνικής παράδοσης, ολοκληρώνοντας και
στρογγυλεύοντας το οικοδόμημα της εθνικής ιδεολογίας.

Το πάθος του για σύνθεση δεν εξαντλείται, ωστόσο, στα μεγάλα του έργα. Η ποίησή του,
στο σύνολό της, συνθέτει στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις, σε επίπεδο ιδεών, ποιητικών τρόπων, γλώσσας και ρυθμού: τη λόγια με τη δημοτική, την επτανησιακή με την αθηναϊκή, την ελληνική με την ευρωπαϊκή. Ο Παλαμάς δημιουργεί σε μια εποχή όπου ήταν επιτακτική πλέον,μετά την εθνική ρητορεία του 19ου αιώνα, η συγκρότηση μιας εθνικής λογοτεχνίας που θα βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές. 

Η αρχή ήταν η ρομαντική πεποίθηση στην υπεροχή της
δημοτικής ποίησης και η ενσωμάτωση των συμβόλων του λαϊκού πολιτισμού· είναι μέσα από
την οπτική αυτή γωνία που αντικρίζεται το αρχαίο και το βυζαντινό παρελθόν και κτίζεται το
οικοδόμημα της συνέχειας. Τη σύνθεση επεδίωξε ο Παλαμάς και με το κριτικό του έργο. Πρόκειται για ένα έργο ογκώδες, βιβλιοκρισίες, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, πρόλογοι σε δικά του ή ξένα έργα, συγκριτολογικές μελέτες, ομιλίες και διαλέξεις. Επιδέχεται μελέτη από πολλές πλευρές και μπορεί να απαντήσει σε ένα πλήθος ερωτημάτων για τον ρόλο του κριτικού θεσμού, τη σχέση λογοτεχνίας και κριτικής, τη σταθερότητα ή την αντιφατικότητα των κριτηρίων και των εργαλείων της κριτικής.

Μία από τις πλευρές του είναι ο γραμματολογικός χαρακτήρας του· μπορεί να ειδωθεί
δηλαδή ως μια άτυπη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στον βαθμό που κυριαρχούν οι
έννοιες της διαχρονίας και της εξέλιξης, τα ιστορικά κριτήρια στην αξιολόγηση των
συγγραφέων και των έργων και επιδιώκεται να συνταχθεί ένα σχήμα εξέλιξης της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Η επιδίωξή του αυτή εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια του δημοτικισμού
για απεξάρτηση από τα φαναριώτικα σχήματα και επανερμηνεία της παράδοσης. Στην ουσία, ο Παλαμάς σήκωσε στις πλάτες του ένα τεράστιο μέρος του έργου του δημοτικισμού, αν
συνυπολογίσει κανείς και τη συμβολή του στη δημιουργική επεξεργασία της δημοτικής
γλώσσας, αλλά και τις αγωνιστικές του πράξεις σε κρίσιμες στιγμές του γλωσσικού αγώνα,
μέσα στο προπύργιο της καθαρεύουσας που ήταν το Πανεπιστήμιο.

Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό κανόνα που συγκρότησε, βάση της νεοελληνικής ποίησης
είναι το έπος του Διγενή και το δημοτικό τραγούδι και κυριότεροι σταθμοί ο Ερωτόκριτος, ο
Βηλαράς, ο Σολωμός και η επτανησιακή σχολή, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο
Βαλαωρίτης, η γενιά του 1880 και κατόπιν ο Κρυστάλλης και ο Μαβίλης, ο Σικελιανός και ο
Βάρναλης. Ο Παλαμάς μελέτησε όμως με οξυδέρκεια και ποιητές τους οποίους τοποθετεί έξω
από το κύριο ρεύμα της ποιητικής εξέλιξης, όπως τον Κάλβο και την αθηναϊκή σχολή. Ο
λογοτεχνικός κανόνας που δημιούργησε, κέρδισε σταδιακά γενική αποδοχή και συναίνεση και
αποτέλεσε τη βάση για τις κατοπινές ιστορίες της λογοτεχνίας. Η συμβολή του αυτή τον
αναδεικνύει, πλάι στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και τον Νικόλαο Πολίτη, σε έναν από
τους κυριότερους δημιουργούς της φυσιογνωμίας του νέου Ελληνισμού και της εθνικής
παράδοσης.

Όλες οι παραπάνω επιδιώξεις και τα επιτεύγματα του Παλαμά αποτέλεσαν για την εποχή
του μαχητική παρέμβαση και καινοτομία. Είναι, ωστόσο, τα ίδια αυτά που με τη διαρκή
προβολή τους από τους κρατικούς θεσμούς και με το γύρισμα των καιρών, δημιούργησαν την
παγωμένη εικόνα ενός σεβάσμιου πατριάρχη των γραμμάτων μας, σύμβολο της πιο
παραδοσιακής, συντηρητικής και ρητορικής τάσης. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι επίσημες θέσεις
που κατέλαβε στην ωριμότητά του, η έδρα του στην Ακαδημία από το 1926 και η προεδρία του
σ’ αυτήν από το 1929, τέλος τα άπειρα βραβεία και τιμές που του απονεμήθηκαν από πλήθος
φορέων. 

Ο Παλαμάς είχε, ωστόσο, ως ποιητική προσωπικότητα και άλλες, σχεδόν αποσιωπημένες, πλευρές: τρυφερότητα, ανθρωπιά, ευγένεια, λυρική εξομολόγηση, ερωτισμό, σατιρική οξύνοια. Ο Τάφος, η Φοινικιά, οι Εκατό φωνές, Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, τα Σατιρικά γυμνάσματα, Η πολιτεία και η μοναξιά, Τα παθητικά κρυφομιλήματα, αποτέλεσαν και
μπορούν να αποτελέσουν και σήμερα πηγή αναγνωστικής απόλαυσης, ενώ σύγχρονοι ποιητές έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για αναπροσδιορισμό της σχέσης τους με τον Παλαμά.

Δυστυχώς, όμως, το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς και η εκπαίδευση παραμένουν αιχμάλωτοι μιας μονοδιάστατης και τελικά απωθητικής εικόνας του ποιητή, ενός γνωστού-άγνωστου. Μιας και τα Άπαντά του είναι πολύτομα και δύσχρηστα για τον απλό αναγνώστη, ίσως θα βοηθούσε μια νέα ανθολογία της ποίησής του (παρ’ όλο που υπάρχει εκείνη των Κατσίμπαλη - Καραντώνη) από νεώτερους ποιητές ή κριτικούς, έτσι ώστε να δοθεί μια εικόνα του ποιητή από την οπτική γωνία της σύγχρονης ευαισθησίας.

Είναι απόλυτα φυσικό και αναμενόμενο, μια πολυδύναμη προσωπικότητα με κύρος όπως
ο Παλαμάς, παρ’ όλη την ηπιότητα και την ευγένεια του χαρακτήρα του, να προκαλέσει τη
διάθεση σε συγχρόνους του και μεταγενέστερους, να τον αμφισβητήσουν και να επιδιώξουν να κτίσουν τη δική τους ταυτότητα πάνω στην απόρριψή του. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, μέσα στη δίνη του Μεσοπολέμου, νεώτεροι ποιητές και κριτικοί αναζήτησαν με αγωνία νέες μορφές έκφρασης και νέα ιδεολογία, απομακρυνόμενοι από το ποιητικό του παράδειγμα, ενώ άλλοι τον αναγόρευσαν σε προπύργιο της παράδοσης, αποδίδοντάς του ακραίες συντηρητικές θέσεις και αποσιωπώντας ό,τι επαναστατικό και καινοτόμο μπορεί να βρεθεί στο έργο του. 

Η αριστερή κριτική, επίσης, ταλαντεύτηκε από την απόρριψή του ως εκπροσώπου της αστικής
παράδοσης μέχρι τη θριαμβευτική αναγωγή του σε «κοινωνικό πρωτοπόρο και λαϊκό
αγωνιστή» (Νίκος Ζαχαριάδης, Ο Αληθινός Παλαμάς, 1943), όταν οι καιροί και η πολιτική
γραμμή ζητούσαν μια ευρύτερη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων. Όλοι, αρνητές και
υμνητές, βάσιζαν τα λεγόμενά τους σε στίχους και γραμμές του παλαμικού έργου, διαλύοντάς
το στα εξ ων συνετέθη, με τελικό αποτέλεσμα να χαθεί κάθε αίσθηση ενότητας και σύνθεσης
που το διακρίνει.

Δεν ισχυρίζομαι πως ο Παλαμάς δεν έχει ανακολουθίες και δεν ισορροπεί επικίνδυνα
ανάμεσα σε αντίθετους πόλους. Ωστόσο, εξαρτάται από μας πώς θα τις αντιμετωπίσουμε: θα
προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε με προσεκτική έρευνα των παραμέτρων, των κειμενικών και ιστορικών συμφραζομένων ή θα σταχυολογήσουμε ό,τι μας βολεύει για να αποδείξουμε μια προαποφασισμένη θέση; 

Σήμερα, το κλίμα δεν ευνοεί πλέον τον φανατισμό και την ιδεολογική χρήση του Παλαμά· νέες έρευνες έχουν αναδείξει λιγότερο γνωστές πλευρές του με σύγχρονα εργαλεία. Ο Παλαμάς βρίσκεται σε όλα τα σταυροδρόμια της ποίησης, της κριτικής, της
ιστορίας. 

Και αν το ερώτημα, πόσο μας συγκινεί η ποίησή του σήμερα δεν επιδέχεται παρά
προσωπικές απαντήσεις, η μελέτη του νεοελληνικού πολιτισμού αναφορικά με ζητήματα
εθνικής συγκρότησης και εθνικής κουλτούρας, ζητήματα ιδεολογίας, πρόσληψης και ποιητικής,
δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει τον Παλαμά.

Τα είδη του πολέμου των λογισμών.

 Τα είδη του πολέμου των λογισμών


Οι Άγιοι Πατέρες είπαν για τον νοητό πόλεμο ότι το πρώτο στάδιο είναι η προσβολή του λογισμού, κατόπιν ο συνδυασμός, μετά η συγκατάθεση, ύστερα η αιχμαλωσία και τέλος το πάθος.




Η προσβολή, έγραψαν οι Πατέρες, Ιωάννης της Κλίμακος, Φιλόθεος Σιναΐτης και πολλοί άλλοι, είναι έ­νας απλός λογισμός η παρουσία στον νου μιας εντυπώσεως, η οποία εισέρχεται στην καρδιά και εκδηλώνεται στον νου. Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι η προσβολή εί­ναι μία ενθύμηση, την οποία κάνει ο εχθρός λέγοντας: «Κάνε αυτό ή εκείνο», όπως ακριβώς εμφανίσθηκε στον Κύριο και τον προέτρεπε: «Ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3), και γενικά οποιαδήποτε σκέψη που γίνεται στον ανθρώπινο νου από τον διάβολο. 



Γι’ αυ­τό οι Άγιοι Πατέρες λέγουν αυτό το είδος πολέμου δεν συνιστά αμαρτία για τον άνθρωπο, διότι είναι μία νοερά προσβολή του εχθρού της σωτηρίας μας, η οποία, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν προέρχεται από εμάς και συνεπώς δεν μας μεγαλύνει ούτε μας ταλαιπωρεί. Μ’ αυτό τον τρόπο προσέβαλε ο διάβολος τους πρωτοπλάστους και εξεδίωξε εκ του παραδείσου και του Θεού, λόγω της παραβάσεως της εντολής Του, ώστε να μπορεί κατόπιν να προσβάλει κάθε άνθρωπο με τους κα­κούς λογισμούς. Μόνον οι τέλειοι μπορούν να μένουν ακλόνητοι, παρότι και αυτοί μερικές φορές προσβάλλον­ται, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.


Ο συνδυασμός, λέγουν οι Πατέρες είναι η εμπαθής ή απαθής συνομιλία με τον λογισμό που εμφανίζεται, όπως την δέχεται ο νους από τον νοητό εχθρό, δηλαδή η συζήτηση και εκούσια απασχόληση με αυτόν. Αυτή η εκδήλωση του λογισμού δεν είναι τελείως αναμάρτητος και είναι αξιέπαινος αυτός που θα διορθώσει τον κακό λογι­σμό με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, εάν δεν αποκρούσει αμέσως την προσβολή του λογισμού που κάνει ο διάβολος στον άνθρωπο και θελήσει λίγο να ομιλήσει μ’ αυτόν, ο διάβολος αναγκάζει την σκέψη του να προχωρήσει προς την αμαρτία. Πρέπει λοιπόν να αγωνιζόμαστε να επανέλθει ο νους μας προς το καλλίτερο, και πως πρέπει να επιστρέψουμε τον νου μας προς τους καλούς λογι­σμούς, θα το φανερώσουμε παρακάτω με την βοήθεια του Θεού.



Η συγκατάθεση, είπαν οι Πατέρες, είναι η κάμψη της ψυχής, λόγω ηδονής, στον εμφανισθέντα λογισμό ή στην μορφή που σχηματίσθηκε στον νου. Αυτό συμβαίνει εάν δεχθούμε την φαντασία ή την πονηρά ενθύμηση του εχθρού και λίγο-λίγο υποχωρήσουμε στις προτροπές του. Αυτό, είπαν οι Πατέρες, συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν ασκούνται στην πνευματική εργασία. Συνεπώς λοιπόν, εάν δεν μάθει κάποιος την άσκηση της εργασίας των αρετών και ενώ έλαβε πλήρως από τον Θεό την βοήθεια για την αποδίωξη των κακών λογισμών, ζει με ακηδία και δεν αγωνίζεται, δεν είναι απαλλαγμένος της αμαρτίας, λόγω της αδιαφορίας του στην απόκρουση των κακών και πονηρών λογισμών. Και εάν θα είναι κάποιος από τους αδόκιμους και αρχαρίους μοναχούς και αδύνατος στην εκδίωξη των λυσσαλέων επιθέσεων του πονηρού, αμέσως να τρέχει κράζοντας προς τον Κύριο, με ταπείνωση και εξουθένωση του εαυτού του, να τον βοηθήσει, όπως είναι γραμμένο: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλμ. 84, 1). Και ο Θεός κατά το μέγα έλεός Του θα τον συγχωρήσει για την αδυναμία του αυτή. Αυ­τά είπαν οι Πατέρες γι’ αυτούς που είναι στον πνευματικό αυτό πόλεμο και νικήθηκαν όχι με την θέλησή τους αλλά λόγω της ισχυρής προσβολής του λογισμού. Όμως ο νους να ανδρειώνεται για να μην κάνει την ανομία με την πράξη, όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης.



Η αιχμαλωσία είναι η υποχώρηση στο πάθος. Γι’ αυ­τήν είπε ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος: Όποιος δέχεται με την θέλησή του τις πονηρές προτροπές του νοητού εχθρού, συζητά και συγκαταβαίνει σ’ αυτές, νικήθηκε πλέον, δεν αντιδρά στην αμαρτία και επιθυμεί να την πράξει ακόμη και όταν δεν είναι βολικό με το έργο, επειδή ίσως δεν είναι ο κατάλληλος καιρός ή ο τόπος ή εμποδίζει κάποια άλλη δυσκολία. Αυτή η εκούσια προσχώρηση στο κακό είναι πολύ εφάμαρτη και χωρίς αμφιβολία τιμωρείται.



Η υποδούλωση η αναγκαστική και ακούσια της καρδιάς ροπή, καταστρέφει την προσωπική μας φρόνηση και το αυτεξούσιο, επειδή ενώθηκε με αυτήν (καρδιά) ο εμπαθής λογισμός. Έτσι λοιπόν, εάν θα υποδουλωθεί η καρδιά από τον κακό λογισμό και σύρεται με βία χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, θα μπορέσει μόνο με την βοήθεια του Θεού να επιστρέψει στην πρώτη της κατάστασή. Και εάν κυβερνάται σαν από θύελλα και κύματα από τους πονηρούς λογισμούς χάνοντας την ελευθερία της και μην μπορώντας να επανέλθει στην ψυχική της αρμονία και ει­ρήνη, αυτό οφείλεται στην εσωτερική ταραχή που δημιουργείται από την υπερβολική και ακράτητη είσοδο των πονηρών λογισμών. 


Έτσι επέρχεται μία σύγχυση με­ταξύ των αμαρτωλών σκέψεων και της ψυχικής αρμο­νίας της ψυχής. Η σύγχυση αυτή με άλλο τρόπο κρίνεται, όταν συμβαίνει στον καιρό της προσευχής, και με άλ­λο τρόπο όταν γίνεται σε άλλη στιγμή. Άλλο το είδος των λογισμών όταν είναι συνηθισμένο και άλλο όταν έρ­χεται έξωθεν από τους κακούς λογισμούς. Έτσι λοιπόν, είναι πιο εφάμαρτο εάν αιχμαλωτισθεί ο νους από τους κακούς λογισμούς στην ώρα της προσευχής διότι εκείνη την στιγμή ο νους πρέπει να κατευθύνεται προς τον Θεό και να προσέχει στην προσευχή, προφυλασσόμενος από οποιαδήποτε ξένη σκέψη. Εάν δεν γίνεται στην ώρα της προσευχής και οι λογισμοί εισέλθουν, λόγω διαφόρων πειρασμών της ζωής, αυτό δεν είναι αμαρτία, διότι και οι άγιοι ασχολούντο με συστηματικό πρόγραμμα με τα χρει­ώδη της ζωής. Πάντως πρέπει πάντοτε να προφυλαγόμαστε  από τους κακούς λογισμούς.



Ενώ το πάθος, λέγουν οι Πατέρες είναι αυτό το οποίο για πολύ χρόνο φωλιάζει στην ψυχή και την ταράζει πάντοτε με τους εμπαθείς λογισμούς που σπείρει ο νοη­τός εχθρός μας. Και από την συχνή και αλλεπάλληλη υποχώρηση στο κακό, γιγαντώνεται και γίνεται συνήθεια η αμαρτία, που ενισχύεται ακόμη από την φαντασία και επανάληψη του κακού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο διάβολος παρουσιάζει ενώπιον του ανθρώπου κάθε είδους εμπαθή έργα και του ανάβει την φλόγα για ν’ απολαύσει αυτά. Περισσότερο όμως οφείλεται αυτό, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος συνομιλεί με τον λογισμό του και από απροσεξία συγκατατίθεται σ’ αυτόν ή με τη θέλησή του σκέπτεται το πα­ράνομο έργο, αφού πλέον δεν έχει τον φόβο των αιωνίων βασάνων και αδιαφορεί για την μετάνοια· δηλαδή δεν του φαίνεται κακό και δεν προσεύχεται για να λυτρωθεί από το πάθος. 


Όταν ένας κολάζεται στα αιώνια βάσανα του Άδου δεν σημαίνει ότι κολάσθηκε επειδή πολεμήθηκε από κάποιο πάθος αλλά από αμετανοησία, διότι εάν συνέβαινε αυτό δεν θα υπήρχε για κανέναν συγχώρηση, έως ότου φθάσουν στην τελεία απάθεια, όπως λέγει ο Πέτρος ο Δα­μασκηνός. Διότι είπαν οι Πατέρες ότι, αυτοί που κυριεύθηκαν από πάθη, πρέπει να τα καταπολεμήσουν κατόπιν με πολλή άσκηση. Επί παραδείγματι, εάν κάποιος υπετάγει στο πάθος της πορνείας πρέπει να απομακρυνθεί ολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και από τα διεγερτικά μυρωδικά του. Διότι εάν δεν φυλάξει εκείνος τον εαυτό του από όλα αυτά, επαναλαμβάνει το πάθος και πορνεύει με τον λογισμό στην καρδιά του, ανάβοντας μόνος του την κάμινο των παθών του καιολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και και επιτρέποντας να μπαίνουν μέσα του, σαν ένα θηρίο, όλοι οι κακοί λογισμοί.


Αγ. Νείλος του Σόρσκυ

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...