Καλοκαίρι και καταχνιά, του Τενεσί Ουίλιαμς. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Αγαπητοί φίλοι, καθώς έχουμε φτάσει στην καρδιά του θέρους, θα σας παρουσιάσω το δράμα του Τενεσί Ουίλιαμς Καλοκαίρι και Καταχνιά. Το έργο αποτελείται από δύο θεατρικά μέρη, ένα εξελίσσεται το χειμώνα και ένα το καλοκαίρι, ενώ διαδραματίζεται συνολικά σε δεκατρείς πράξεις.


Η Βέρα Ζαβιζιάνου και ο Γιάννης Φέρτης ερμηνεύουν τους ρόλους της Άλμα και του Τζον

Το έργο γράφτηκε το 1948 ( ο Ουίλιαμς είχε αρχίσει να γράφει ήδη από το 1945) και ανέβηκε 102 φορές την ίδια χρονιά στο Μπρόντγουεϊ, χωρίς να γνωρίσει όμως την επιτυχία του έργου του ιδίου Λεωφορείον ο πόθος. Το έγραψε στα 34 χρόνια του.


Το 1961 το έργο προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες με τον τίτλο Summer and Smoke σε σκηνοθεσία Πίτερ Γκλέγβινς με πρωταγωνιστές τους Τζέραλντ Πέινζ, Λόρεν Χάρβεϊ και Ρίτα Μορένο. Προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ και δεν κέρδισε κανένα.



Η υποθεση:


Το έργο διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη στον αμερικανικό Νότο, με κύρια πρόσωπα την Άλμα και τον Τζων. Η Άλμα, κόρη συντηρητικού πάστορα και μιας ανώριμης μητέρας, επωμίζεται ενωρίς πολλές ευθύνες καταλήγοντας στα 25 της χρόνια να είναι εξαιρετικά σοβαρή και «αξιοπρεπής». Παραμένει όμως μια θερμή γυναίκα που δεν βρίσκει διέξοδο στις ανάγκες της ψυχής και του κορμιού της. 


Ο Τζων, γιος ευυπόληπτου γιατρού και γιατρός ο ίδιος, ζει στην απέναντι όχθη-παραδομένος στις αισθησιακές απολαύσεις. Η Άλμα είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του-οι δύο νέοι έχουν μεγαλώσει σε γειτονικά σπίτια-και ο Τζων τρέφει για αυτήν κρυφό θαυμασμό. 


Οι διαφορετικοί τρόποι ζωής τους δεν θα τους επιτρέψουν να συνδεθούν. Μια σειρά δραματικά γεγονότα όμως θα οδηγήσουν τα πράγματα σε δρόμους που ποτέ πριν δεν θα είχαν φανταστεί.



Επιπλέον στοιχεία για το έργο:


‘Αλμα θα πει στα ισπανικά “ψυχή”, η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα γεμάτη συναίσθημα, πρόκειται όμως για καταπιεσμένο συναίσθημα. Την Άλμα ερμήνευσε στην Ελλάδα με απόλυτη επιτυχία η Έλλη Λαμπέτη. Το έργο όμως βασίζεται και στους δύο πρωταγωνιστές στην Άλμα και στον γεμάτο πάθη Τζων.


Όπως έγραψε ο Σπύρος Παγιατάκης στην Καθημερινή το 1991, "ο  Ουίλιαμς είναι ένας επαναστατημένος πουριτανός ή πουριτανός επαναστάτης που εξορκίζει τα ταμπού και τις προκαταλήψεις της καταπιεσμένης αστικής κοινωνίας". Μια κοινωνία που ο ίδιος επεδίωκε να προκαλέσει και από την οποία ένιωθε κατατρεγμένος.


Η κατάσταση του να καταπνίγεις ότι σου ‘έρχεται φυσιολογικά και μετά να υποφέρεις από ανικανοποίηση (την αναφέρουν με τη λέξη “frustration”), ασφαλώς καταδεικνύει τις διαφορές που έχουμε από τις δυτικές πουριτανικές κοινωνίες. Παρόλα αυτά ο Ουίλιαμς θα βλαστήσει και στα εύκρατα μεσογειακά κλίματα.


Ένα θαυμάσιο έργο από τον “καταραμένο ποιητή” του αμερικάνικου θεάτρου που έκανε τη ζωή του θέατρο και τα πάθη του τραυματισμένου “εγώ” του ρυθμιστές της σκηνικής του γλώσσας. Με αυτόν τον τρόπο έσπρωξε τον εγχώριο ρεαλισμό πέρα από την καταγραφή της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, προς το συναίσθημα και τον ψυχισμό.


Κλείνοντας θα σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο έργο είναι μία από τις πιο ευαίσθητες, συναισθηματικές και τραγικές ιστορίες που έχει προσφέρει ο συγγραφέας στο κοινο.

                                         



Το θέατρο της Τετάρτης 1967 

Για το ραδιόφωνο: Βέρα Ζαβιτσιάνου Γιάννης Φέρτης


   


 

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ναταλία Δεδουσοπούλου:




Πηγές:

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=256772

https://artvilledk.wordpress.com/2019/11/10/review-καλοκαίρι-καταχνιά/

https://el.wikipedia.org/wiki/Καλοκαίρι_και_καταχνιά_(ταινία_1961)

radio-theatre.blogspot.com/2009/09/blog-post_1986.html 

Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, Εφημερίδα Αδέσμευτος, 21-12-1999

Σπύρος Παγιατάκης, Εφημερίδα Καθημερινή, 15-12-1991

Η τυραννία των μειοψηφιών, Τάκης Θεοδωρόπουλος

 Δέκα άνθρωποι μπορούν να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη συνοικία. Φτάνει να περιφέρονται ελεύθεροι μέσα στη νύχτα, να φωνάζουν, να τραγουδάνε, να κορνάρουν. Διακόσιοι άνθρωποι μπορούν να διαλύσουν το κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Φτάνει να κρατάνε πανό και να φωνάζουν ρυθμικά συνθήματα. Καλύτερα ακόμη. Eνας άνθρωπος φτάνει για να χαλάσει μια παρέα. Αρκεί να έχει κατεβάσει μούτρα, να βρίσκει ότι το φαγητό που αρέσει σε όλους τους υπόλοιπους δεν τρώγεται, να μην καταλαβαίνει από αστεία και να αρπάζεται με το παραμικρό. Eνας βλαμμένος οδηγός φτάνει για να προκαλέσει ατύχημα ή δυστύχημα στο οποίο να εμπλέκονται άλλοι 20.



 Σε αντίθεση με την ομαλότητα, η ανωμαλία δεν χρειάζεται μεγάλους αριθμούς για να επιβληθεί. Αρκεί μια μειονότητα για να την επιβάλει. Το ίδιο ισχύει και με την πανδημία. Η πλειονότητα των συμπολιτών μας έχει εμβολιασθεί ή δηλώνει ότι σκοπεύει να εμβολιασθεί. Το δείχνουν οι μετρήσεις. Αρκεί όμως η μειονότητα όσων αρνούνται να εμβολιασθούν για να ανατραπεί το πρόγραμμα ανοσίας που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση με τη συγκατάθεση και σε συνεργασία με την πλειονότητα της κοινωνίας. Ουδέν καινόν. Η ελληνική κοινωνία έχει εθισθεί στην τυραννία των εκάστοτε μειοψηφιών. Δημοκρατία έχουμε, θα μου πείτε, και οι μειοψηφίες έχουν δικαιώματα. Καμία αντίρρηση. Εχει όμως και η πλειοψηφία τα δικαιώματά της. Και η πλειοψηφία έχει αποφασίσει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην κινδυνεύσει από τον ιό. Εχει αποφασίσει ότι ο εμβολιασμός είναι προς το παρόν το αποτελεσματικότερο όπλο. Ακόμη και οι τέσσερις στους δέκα που αρνούνται να εμβολιασθούν καταπατούν το δικαίωμά της να υπερασπισθεί τον εαυτό της.

 

Η πανδημία ξεγυμνώνει το πολιτικό λεξιλόγιο. Μπορεί ο λυρισμός να λειτουργεί όταν μιλάμε για «αστυνομική βία» –κάτι σχετικό–, όμως αγγίζει τα όρια του γελοίου όταν έχουμε να κάνουμε με θανατηφόρα απειλή. Φαντασθείτε έναν ογκολόγο που θεωρεί ότι η επιβεβλημένη χημειοθεραπεία είναι «φασιστική». Κάτι είπα τώρα. Ο δημόσιος βίος μας έχει χάσει προ πολλού το αίσθημα του γελοίου. Και γι’ αυτό μας επιβάλλει το βασανιστήριο της κενολογίας. Οι ίδιοι που τον χειμώνα θεωρούσαν πως ο Κουφοντίνας «διχάζει» την ελληνική κοινωνία, σήμερα ανακαλύπτουν έναν νέο διχασμό που θα φέρει ο διαχωρισμός του πληθυσμού σε εμβολιασμένους και μη.

 

Ανορθολογισμός, κοινωνικός χόλος, εγωισμός άνευ ορίων. Είναι σαν μια μερίδα του πληθυσμού να αποφασίσει ότι τα παιδιά της δεν θα μάθουν γράμματα γιατί η γραμματική είναι καταπιεστική. Για μια ακόμη φορά το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας δοκιμάζει τις αντοχές μας. Η κυβέρνηση θα κριθεί στον πόλεμο κατά της τυραννίας των μειοψηφιών. Είτε αντιμετωπίζοντας τους 200 που κλείνουν το κέντρο της Αθήνας είτε τους αντιεμβολιαστές.


Πηγή: Καθημερινή

Χρυσό δαχτυλίδι από τον τάφο στα Ισόπατα.

 Στο χρυσό δακτυλίδι από τον τάφο στα Ισόπατα, η Μητέρα Θεά κατεβαίνει από τους ουρανούς και οι ιέρειες σε έκσταση. Μια από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες αφιερωμένες στα Θεοφάνεια.



Χάρηκα που κέρδισε η Ιταλία, Τάκης Θεοδωρόπουλος

Και βέβαια χάρηκα που κέρδισε η Ιταλία. Και βέβαια ήθελα να κερδίσει η Ιταλία για πολλούς λόγους. Μου αρέσει ο εθνικός ύμνος της. Ξεκινάει σε ρυθμό οπερέτας, κι ενώ νομίζεις ότι κάποιος κάνει πλάκα, ακούγονται οι στίχοι: «Αδελφοί της Ιταλίας, η Ιταλία ξεσηκώθηκε και φόρεσε το κράνος του Σκιπίωνα». Φαντάζεσαι τον Αλμπέρτο Σόρντι να τον απαγγέλλει και σου ’ρχονται δάκρυα. Σίγουρα είναι πιο ενδιαφέρων από τους άλλους που ζητούν από τον Θεό να σώζει τη βασίλισσά τους. Θα μου πείτε ο ύμνος δεν έχει σχέση με το ποδόσφαιρο. Ο ύμνος αγγίζει το συναίσθημα όμως και στην επιλογή ομάδας μετράει το συναίσθημα όσο και το ποδόσφαιρο. Ας αφήσουμε κι αυτό που λένε, όσοι μας ζηλεύουν, ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε Τούρκοι που θέλουμε να μοιάζουμε με Ιταλούς. Το έχω πάρει στα σοβαρά από μικρός και πάντα υποστηρίζω την Ιταλία. Εκτός αν παίζει με τη Γαλλία. Εκεί μπερδεύομαι και δεν ξέρω τι να αποφασίσω. Εκεί αποφασίζω ότι είμαι με το ποδόσφαιρο, όπως είμαι με τη δημοκρατία. Η Ιταλία έπαιζε εκτός έδρας, σε ένα γήπεδο γεμάτο με οπαδούς των αντιπάλων, γεγονός που την έκανε συμπαθέστερη. Κατέβηκε μουδιασμένη, δέχθηκε γκολ στο δεύτερο λεπτό, έκανε ένα ολόκληρο ημίχρονο να συνέλθει, αλλά τελικώς συνήλθε. Να ακόμη ένας λόγος που μου αρέσει η Ιταλία. Δεν έχει τη βαρετή σταθερότητα της Γερμανίας. Είναι ικανή για το χειρότερο και το καλύτερο. Δεν πλήττεις αν την υποστηρίζεις. Ο φίλος με τον οποίον παρακολουθήσαμε τον προχθεσινό τελικό που ξέρει καλά και τους Αγγλους και τους Ιταλούς, και ξέρει και ποδόσφαιρο καλύτερα από μένα, μου είπε ότι αν φτάσουν στα πέναλτι θα κερδίσει η Αγγλία. «Οι Αγγλοι είναι πιο ψύχραιμοι». Τελικά κέρδισε η Ιταλία. Και η Αγγλία παρέμεινε χωρίς Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη συλλογή της. Να πω επίσης ότι οι Λατίνοι όταν πανηγυρίζουν δεν έχουν την αγριότητα των Σαξόνων.



 
Για φαντασθείτε τι είχαμε να ακούσουμε αν η Αγγλία κέρδιζε το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ιστορία της μετά το Brexit. Φαντασθείτε τον Τζόνσον. Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία. Αρκεί να ρίξει μια ματιά κανείς στην ψυχολογική προπόνηση του κοινού πριν από τον αγώνα. «Το νησί μόλις απελευθερώθηκε από τα ευρωπαϊκά δεσμά, ανέκτησε την κυριαρχία του». Το απωθημένο της χαμένης αυτοκρατορίας θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να ξεμεθύσει. Ετσι τουλάχιστον το πρωτάθλημα έμεινε στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Και το κράτησε η Ιταλία, μία από τις χώρες που πριν από μερικά χρόνια η υπόλοιπη Ευρώπη την είχε κατατάξει στην κατηγορία των PIGS. Να ακόμη ένας λόγος που χάρηκα επειδή η Ιταλία κέρδισε την Αγγλία, η οποία απέκλεισε τη Γερμανία.

Οφείλω να πω πάντως ότι τον αγώνα τον παρακολούθησα έως το τελευταίο λεπτό και δεν σηκώθηκα να φύγω όπως συνηθίζω. Οσο για το γεγονός ότι γράφω για ποδόσφαιρο, μου φαίνεται κι εμένα κάπως παράξενο. Δεν ξέρω. Ισως φταίει το εμβόλιο.

Το χρονοντούλαπο των εννοιών Πάσχος Μανδραβέλης

 Ακόμη και όσοι τον μισούν, δεν μπορούν παρά να παραδεχθούν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ευφυέστατος άνθρωπος. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές ή τις πολιτικές του επιτυχίες. Μπορεί να ανιχνευτεί στις λέξεις που καθιέρωσε στον ελληνικό πολιτικό διάλογο, με πρώτη «το κατεστημένο». Δεν είναι απλώς μια εύηχη λέξη, που φανερώνει την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Είναι η σύνοψη μιας ολόκληρης θεωρίας, η οποία σφράγισε την αντιπολίτευση που έκανε, θεμελίωσε τις επόμενες πολιτικές του. Η ύπαρξη μόνο αυτής της λέξης μετακίνησε τον άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν ήταν μόνο Δεξιά εναντίον Αριστεράς, ούτε δημοκρατικοί κατά βασιλοφρόνων, ούτε αστοί και προλετάριοι. Υπήρχε, πλέον ένα ασαφές μεν, αλλά «κατεστημένο», που κάποιοι έπρεπε να αντιπαλέψουν.

                                  

Οι νέες λέξεις που εισήγαγαν πολιτικοί όπως ο Ανδρ. Παπανδρέου, ή ο Κων. Μητσοτάκης όπως π.χ. με τη «διαπλοκή», δεν εξυπηρετούσαν απλώς το πολιτικό τους συμφέρον. Διαμόρφωσαν –έστω στα μέτρα τους– την πολιτική αντιπαράθεση. Την εμπλούτισαν, την επέκτειναν. Παραφράζοντας τον Βιτγκενστάιν, θα λέγαμε ότι τα όρια της γλώσσας των πολιτικών είναι και τα όρια του κόσμου τους, αλλά επειδή έχουν βαρύνουσα θέση στην κοινωνία γίνονται και τα όρια του κόσμου όλων μας.



Τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος μας συρρικνώνεται στα όρια του παρελθόντος. Νέες πολύπλοκες καταστάσεις απλοποιούνται μέχρι στρέβλωσής των, επειδή περιγράφονται με όρους του παρελθόντος. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο «4ο Ράιχ», στους «γερμανοτσολιάδες» και στους (τρομάρα μας!) Βελουχιώτηδες του μνημονίου. 

Συζητάμε στα σοβαρά εάν η κυβέρνηση, που τίναξε το δημόσιο ταμείο στον αέρα για να στηρίξει την οικονομία λόγω πανδημίας, είναι «νεοφιλελεύθερη», εάν το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι του «Πινοσέτ», εάν η διευθέτηση του οκταώρου είναι «εργασιακός μεσαίωνας», εάν τα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας από τους ανεμβολίαστους συνιστούν αναβίωση των εθνικών διχασμών του παρελθόντος. Το θέμα μας εν προκειμένω δεν είναι η ποιότητα της αντιπολίτευσης, ή του αντιπολιτευτικού λόγου γενικώς. Στο κάτω κάτω της γραφής, πολλά μπορεί να προσάψει κάποιος στον ΣΥΡΙΖΑ για τις παρεμβάσεις του σε σχέση με την πανδημία, αλλά δεν έφτασε στα όρια της ισπανικής Δεξιάς που αρνείτο ρητώς και κατηγορηματικώς τα μέτρα. Το θέμα είναι ότι η διαρκής προσφυγή στο παρελθόν αποτρέπει τη συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον. Λείπουν οι νέες λέξεις, οι καινούργιες έννοιες που θα περιγράψουν επαρκώς την κατάσταση που ζούμε, ώστε να προκύψουν και τα πολιτικά προτάγματα που πρέπει να αντιπαλέψουμε.

Για παράδειγμα, την περίοδο του μνημονίου υπήρχε χώρος για συζήτηση και αντιπαράθεση, και αφορούσε την κατανομή των βαρών της ελληνικής χρεοκοπίας. Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ επειδή σκιάστηκε από το σόφισμα της «νέας κατοχής», που λογικώς ως «κατοχή» έπρεπε να αντιπαλέψουμε καθ’ ολοκληρίαν, αρνούμενοι το γεγονός της χρεοκοπίας. Αυτό το άλμα στο παρελθόν το πληρώσαμε και με χρονική επέκταση της κρίσης, αλλά και στην κατανομή των βαρών. Ετσι θα πληρώσουμε και τώρα την ανάσυρση του «διχασμού» από το χρονοντούλαπο των εννοιών. Αν μη τι άλλο, δίνει και κοινωνική πολιτική υπόσταση και στους «ψεκασμένους», τους κάνει να πιστεύουν ότι κρατούν από ιστορική γενιά…

Πηγή: Καθημερινή

Οι διαφορές "Μακεδονικες" ταυτότητες.

 Το Μακεδονικό ζήτημα άλλαξε μορφή στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως αφότου η Κομινφόρμ, το 1948 απέπεμψε τον Τίτο, ο οποίος ανησύχησε από ενδεχόμενη αναβίωση του παλαιού σχεδίου της Κομιντέρν για την ίδρυση Μακεδονικής Ομοσπονδίας προσδεμένης στη Βουλγαρία.



 Η σοβιετική πίεση εναντίον του μάλλον επίσπευσε τη δημιουργία «μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας» μέσα στα όρια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Την ίδια περίοδο, στα Σκόπια ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας, με σκοπό τη συλλογή αρχείων και την καταγραφή Τη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα. Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. 

Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε.63 Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», ιστορίας του «μακεδονικού έθνους».53 Η συγγραφή της πρώτης γραμματικής της «μακεδονικής γλώσσας» χρησιμοποίησε ως βάση τη βουλγαρική, με σερβικές προσμίξεις, προκειμένου να ξεχωρίσει και να καταστεί επίσημη γλώσσα του ομόσπονδου κράτους.Η Βουλγαρία, από το 1948 και μετά, παραμέρισε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις στην ευρύτερη Μακεδονία δηλώνοντας δημοσίως ότι δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μια εκσερβισμένη βουλγαρική διάλεκτος, ότι στη Μακεδονία του Πιρίν κατοικούν Βούλγαροι και ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται σλαβική μειονότητα.56

Η ένταξη της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο., το 1952, προσέφερε εγγυήσεις για τα βόρεια σύνορά της, ενώ η ευπρόσδεκτη για τις Η.Π.Α. υπογραφή του τριμερούς Βαλκανικού 

Συμφώνου μεταξύ Άγκυρας, Αθήνας και Βελιγραδίου (1953-1954) έβαλε προσωρινά στο περιθώριο το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Τίτο όμως, δεν παρέλειπε να το χρησιμοποιεί ως μέσο διπλωματικής πίεσης προς την Ελλάδα και κυρίως προς τη ΒουλγαρίαΤη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα.60 Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό. 

Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε. Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία»,παρότι δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σλαβομακεδονικές εκκλησίες ιδρύθηκαν στις Η.Π.Α., στην Αυστραλία και στη Δυτική Γερμανία, όπου συνέβαλαν στην προβολή της «μακεδονικής ταυτότητας».

Επιπλέον, μέχρι το 1970 είχε αναγνωριστεί η Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών της Σ.Δ.Μ. από σαράντα ακαδημίες ξένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις απάντησαν με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης ενός δικτύου εσωτερικής επικοινωνίας μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠ.ΕΞ.) και φορέων ικανών να αντιπαρατεθούν ακαδημαϊκά με τη σκοπιανή προπαγάνδα. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε την Παμμακεδονική Ένωση, το Ιστορικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.), την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το περιοδικό Μακεδονική Ζωή.

Το Μακεδονικό ζήτημα αξιοποιήθηκε από τη Βρετανία για να αντισταθμίσει την ελληνική διαμαρτυρία στο Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950, από την Ε.Σ.Σ.Δ. για τον έλεγχο του Βελιγραδίου και της Σόφιας, και από τις Η.Π.Α. για να στηριχθεί η ανεξαρτησία του Τίτο από την Ε.Σ.Σ.Δ.. Το καθεστώς των Συνταγματαρχών (1967-1974) δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες στο συγκεκριμένο ζήτημα, εν μέρει και για να μην διαταράξει την προσέγγισή του με τα σοσιαλιστικά βαλκανικά κράτη.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κύριες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ.), η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η διαβαλκανική συνεργασία. Ως πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προτίμησε να αποφύγει ευθεία ρήξη με την Γιουγκοσλαβία, αλλά ταυτόχρονα ενδυνάμωσε τα επιχειρήματα των διπλωματών αναδεικνύοντας την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας και την ανάπτυξη ακαδημαϊκών μελετών. Θεωρούσε ότι, ακόμα και αν υπήρχε επιβουλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας, περνούσε μέσα από την υπονόμευση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων. 

Σε επίσημη επίσκεψη του στην Αθήνα το 1976, ο Τίτο υποστήριξε ότι το «Μακεδονικό αποτελεί κάποιο εμπόδιο στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, αλλά μπορούν όλα να λυθούν με αμοιβαία εμπιστοσύνη». Ηαπάντηση του Κ. Καραμανλή ήταν: «Για εμάς η λέξη «Μακεδονικό» αντιπροσωπεύει γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζουν διαφορετικοί λαοί και όχι ένας λαός».

Κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ (1981-1989), οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις επιβαρύνθηκαν από την ανακίνηση του ζητήματος της «μακεδονικής μειονότητας». Κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στο Βελιγράδι, το 1982, η πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Μίλκα Πλάνιτς, ενώ τόνισε τη σπουδαιότητα της Ελλάδας για την Γιουγκοσλαβία, υποστήριξε ότι οι «μειονότητες θα έπρεπε να αποτελούν γέφυρα συνεργασίας και όχι μήλον της Έριδος». Ο Α. Παπανδρέου αντέδρασε έντονα εκθέτοντας τις πάγιες ελληνικές θέσεις περί μη υπάρξεως μακεδονικού έθνους και μειονότητας. Οι συνεχείς προκλήσεις της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στο Μακεδονικό ζήτημα είχαν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση χορήγησης αναβολής στράτευσης σε φοιτητές που φοιτούσαν σε ιδρύματα όπου διδάσκονταν «μη ευρέως γνωστές γλώσσες». Ουσιαστικά, η σκλήρυνση της στάσης του Α. Παπανδρέου συμπλήρωνε πολιτικά την επιδίωξη του Κ. Καραμανλή να «παγώσει» το Μακεδονικό ζήτημα.

Αξιοσημείωτη υπήρξε η δήλωση του Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. Χαρίλαου Φλωράκη στις 15 Σεπτεμβρίου 1988 στο περιοδικό «Μακεδονική ζωή»: «Για το κόμμα μας Μακεδονικό ζήτημα και μακεδονική μειονότητα δεν υπάρχει.


Πηγή:Το ζήτημα των Σκοπίων στους Διεθνείς Οργανισμούς, 1990-1995. Ελληνικές θέσεις, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες. Βασίλειος Ι. Θώδας

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...