Ο Χρήστος Καραγιάννης του Ιωάννου και της Παγώνας, γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Αγ. Τριάδα (Στεβενίκο) της Βοιωτίας. Δεν πήγε σχολείο. Μόνος του έμαθε γράμματα. Το 1918 η πατρίδα τον κάλεσε «επί τα όπλα». Έως το 1922 συμμετείχε διαδοχικά στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία κατά των Μπολσεβίκων και την μικρασιατική εκστρατεία.
Πολεμούσε κι έγραφε ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που το 1976 έγινε βιβλίο, μόλις δυο μήνες μετά το θάνατό του. «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918 - 1922», εκδόσεις Απόστολου Αποστολόπουλου. Διαβάστε αναλυτικά για την ιστορία του Χρήστου Καραγιάννη:
Η υποχώρηση της Άγκυρας
27 Αυγούστου. Αντί να καταλάβουμε την Άγκυρα φτιάξαμε μόνοι μας το τάφο μας. Το βράδυ της 27 Αυγούστου διώξαμε τα μεταγωγικά μας για πίσω και μετά 1 ώρα φύγαμε και μεις το πεζικό. Ετοιμαστήκαμε, πήραμε τους γιλιούς μας και πάλι τ’ αποθέσαμε προσωρινά και περιμέναμε να δοθεί το σύνθημα της υποχώρησης. Αλλ’ αντί να ξεκινάμε βλέπουμε πίσω τα μεταγωγικά μας να ξεφορτώνουν και μας τους πεζούς μας διατάζουνε να πάρουμε τους γιλιούς μας πάλι και πάλι για τα φυλάκια.
Δεν δίσταζα καθόλου να πάρω μαζί μου τα τζετζερέδια και την οβίδα που ήτανε πιο χρήσιμη κι απ’ τη ζωή μας. Αφού παραμείναμε ήτανε τα πιο απαραίτητα σκεύη μας. Είδα στο ορειβατικό πυροβολικό την πιο τελειοποιημένη εφεύρεση για το στούμπισμα του σταριού. Είχανε 2 λίθινους με τρύπες στη μέση και τις φορτώνανε στα μεταγωγικά και κάθε φορά που χρειάζονταν τις λίθινες μόκρες αλέθανε το στάρι τους. Αν πηγαίναμε και μεις οι πεζικαρέοι να κόψουμε το στάρι μας, το νοίκιαζαν 10 δραχμές την ώρα. Μας πήγαν και μας βάλανε στα φυλάκια με μεγάλη προσοχή.
Οταν εδώσε ο Θεός τη μέρα και ξημέρωσε καλά χωρίς να συμβεί τίποτα το σοβαρό και σαν είδα το μέρος που πάτησα το σκοτωμένο από πολλές μέρες που τα κοράκια μ’ οδήγησαν ως εδώ κράζοντας και τρόγωντας ανθρώπινες σάρκες. Πήγα να δω από περιέργεια. Αλλά τι να δω; Είδα ένα ανθρώπινο σώμα διαλυμένο. Το ένα του πόδι είχε αποσυνδεθεί απ’ τη λεκάνη από το τράβηγμα των κορακιών είχε απομακρυνθεί απ’ το σώμα του. Το κεφάλι ήτανε μ’ ένα μάτι και χωρίς μύτη. Τάχανε φάει τα πουλιά. Στο μεσιανό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε δαχτυλίδι όπου το δαχτυλίδι δεν διακρίνεται καλά γιατί τα δάχτυλα του ήταν πρισμένα.
28 Αυγούστου. Μόλις προχώρησε η νύχτα διώξαμε πρώτα τα μεταγωγικά, και μετά από 1 ώρα έγινε η συγκέντρωση όλου του συντάγματος εκτός από μερικούς άντρες που τους αφήσαμε λίγο πιο πίσω κι ανάψαν φωτιές, σε πολλά σημεία για να τις δει ο εχθρός και να νομίζει πως κατέχουμε τα υψώματα. Αρχίζει η υποχώρηση με την εντολή να τρέχουμε όσο το δυνατό περισσότερο γιατί η διαταγή του σωματάρχη μας του πρίγκηπα Αντρέα ήταν να γίνει η υποχώρηση απ’ τη προηγούμενη νύχτα αλλά το σήμα του σώματος εξηγήθηκε κακώς και τώρα κινδυνεύουμε να κλειστούμε και να αιχμαλωτιστούμε, ενώ όλα τ’ άλλα στρατεύματα έχουν υποχωρήσει από τις 27 Αυγούστου. Βαδίζουμε όλη νύχτα χωρίς σταματημό ολοταχώς. Στο μέρος που είχε δουλέψει η φύση κι οι ανθρώποι στο Γόρδιο δεσμό περάσαμε νύχτα. Επειτα από 24 ώρες πορείας φτάσαμε στο χωριό Σαρή - Χαν. Εδω σταματήσαμε και συγκεντρώθηκε όλο το σώμα στρατού και πλημμύρισε ο κάμπος ανθρώπους. 3 εχθρικά αεροπλάνα κατάφτασαν και μας ρίξανε 9 βόμβες και χάθηκαν μετά. Φονεύτηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί άντρες.
Εδώ βράσαμε και το στάρι που είχαμε απ’ τη προμήθειά μας και κει που γίνονταν η διανομή έρχονται οι φαντάροι στα κόλυβα του Γούναρη. Μετά τη διανομή, φορτώσαμε τους πιο ελαφρά τραυματισμένους απ’ τα αεροπλάνα και τους βαρειά τους πήραμε σε φορεία και συνεχίζουμε την υποχώρηση.
1η Σεπτέμβρη 1921. Μας επισκέφτηκαν και πάλι τα εχτρικά αεροπλάνα μας βομβάρδισαν τη φάλαγγα. Οι φαντάροι τρομαγμένοι κι απεγνωσμένοι άρχισαν να βάλλουν κατά των αεροπλάνων. Αναψε ολόκληρη η στρατιωτική φάλαγγα. Ο πρίγκηπας προπορευόταν καβάλα στ’ άλογό του, άρχισε να καλπάζει με τ’ άλογό του πότε μπρος και πότε πίσω και φώναζε, μην πυροβολείτε παιδιά παύσατε το πυρ. Μην χαλάτε τις σφαίρες, δεν κάμετε τίποτα γιατί δεν φτάνουν οι σφαίρες κει πάνω. Οι σαλπιγκτές επίσης σημαίνον παύσατε πύρ. Υποφέρουμε από δίψα αν και βρίσκουμε στο δρόμο αρκετές βρύσες αλλά ένα ολόκληρο σώμα στρατού ποιός να πρωτοπάρει νερό;
3 Σεπτέμβρη 1921. Συναντήσαμε το Σαγκάρειο ποταμό. Εδώ σταματήσαμε, δέσαμε τις καραβάνες μας με σκοινιά και τις ρίξαμε στο ποτάμι πιάσαμε νερό γιατί δεν φτάνουν τα χέρια μας. Η σειρά μας άργησε πολύ για να περάσει τη γέφυρα. Γέφυρες δεν υπήρχαν παρά είχαν ρήξει τις βάρκες μας μες στο ποτάμι και τις είχανε συνδέσει κι έτσι μ’ αυτό το τρόπο πέρασε όλος ο στρατός. Πρώτα πέρασε το στρατηγείο του σώματος και εγκατάστησε τον ασύρματο για να συνενοηθούν με τ’ άλλα σώματα μόνο λίγα λεπτά της ώρας. Το σύνταγμα σταμάτησε παραπλεύρως απ’ τον ασύρματο κι ο διοικητής του συντάγματος κι οι ταγματάρχες μπήκανε μέσα στη μεγάλη σκηνή για να συμβουλευτούν το σωματάρχη. Εξω απ’ τη σκηνή του στρατηγού ήτανε μερικά γεμάτα σακκιά και μοιάζαν νά χαν ψωμί μέσα. Εν τω μεταξύ είχανε τοποθετηθεί και φρουρές κι ένας συνάδελφος φρουρούσε τα σακκιά με το τουφέκι του εφ’ όπλου λόγχη. Αλλά εποφελούμενοι από το σκοτάδι δυο φαντάροι και με βόλτα που έκανε ο φρουρός του άρπαξαν ένα μισό τσουβάλι με ψωμιά και τό σκασαν μες το σκοτάδι. Δεν χάνω καιρό και γω και μπαίνω συνένοχος μ’ αυτούς και κέρδισα 3 ψωμιά. Ο λόχος μας διατάχτηκε ν’ αναλάβει τα πράγματά του και να βαδίσει μισή ώρα προς βορρά και σταματήσαμε για να κανονιστεί η φρουρά κι έτσι το πήραμε στον ύπνο. Το πρωί επεκτάθηκε ο λόχος ακόμη 1 ώρα βόρεια και λίγο πιο πίσω. Δηλαδή απέχουμε ένα περίπου χιλιόμετρο απ’ το Σαγκάριο ποταμό.
Η μεγάλη μάχη του Σαγγάριου και η προαίσθηση του Ηλία
Ολη τη μέρα της 4ης Σεπτέμβρη λιμεριάσαμε ξαπλωμένοι κατω απ’ τον ήλιο, πίσω από ένα αυγοειδή λόφο για να διατηρήσουμε την αφάνεια από τα εχθρικά αεροπλάνα κι απ’ απ’ το εχθρικό πυροβολικό. Ολοι μας διψάμε κι όλος ο ήλιος μας καίει αλλά ο στρατιώτης ο Γ αλάνης πετάχτηκε μες στη σιωπή και στην ησυχία και φώναξε δυνατά, νερό νερό κι η επαναστατική αυτή η αναπάντεχη και ξαφνική φωνή μας προξένησε κατάπληξη γιατί καθώς σας είπα όλοι διψούσαμε αλλά μπροστά στο κίνδυνο που είχαμε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Νευριάστηκε ο λοχαγός ο Λαγουρός Στέφανος και σηκώθηκε όρθιος τινάζοντας το παγούρι του λέγοντας στον ανόητο συνάδελφο να ρε εγώ έχω νερό. Πίνω νερό και δεν πίνεις εσύ; Ορίστε πήγαινε κει κάτω στο ποτάμι και πιές νερό αν σου βαστάει. Είναι πιο πέρα οι τούρκοι οχυρωμένοι και θα σε φάνε. Τον κούνησε λίγο απ’ το γιακά και του λέει: σε σκοτώνω άμα θέλω γιατί αυτό πούκαμες θεωρείται στάση, θέλω να σας φυλάξω, θέλω να σας πάω πάλι στις μανάδες σας και στις γυναίκες σας και δακρύζει ο λοχαγός. Τη νύχτα το βράδυ πλησιάσε ένας ουλαμός του λόχου μας σχεδόν ο μισός λόχος κοντά στο ποτάμι και δουλέψαμε όλη τη νύχτα φτιάχνοντας χαρακώματα. Και την άλλη βραδυά στις 5 του μήνα ήρθε η σειρά του 2ου ουλαμού κι άμα νύχτωσε πάλι καλά πήγαμε και πιάσαμε δουλειά. Σκάβουμε και φτιάχνουμε χαρακώματα. Ζίκ Ζάκ. Εμείς σκάψαμε ό,τι σκάψαμε με τεμπελιά και βαρυεστημάρα και μετά κάτσαμε και συζητούσαμε. Τα θεωρούμε γι’ αστεία τα χαρακώματα, αλλά σαν πέρασε από κει ο λοχαγός και μας βρήκε να καθόμαστε μας μάλωσε και μας πήρε ο ίδιος ένα σκαπανικό πέταξε το χιτώνιό του κι άρχισε να σκαύει για το καλο παράδειγμα. Δεν τον άφησα να σκάψει.
Του υποσχεθήκαμε όλοι πως θα δουλέψουμε να βαθύνουμε τα χαρακώματα για τους όρθιους πυροβολητές. Και πάλι μας τόνισε πως εδώ θα καεί το πελεκούδι θα δώσουμε μάχη και για το καλό σας σκάψτε βαθειά. Τη στιγμή αυτή ο στρατιώτης Ηλίας άπλωσε τα χέρια του και πήρε το σκαπανικό εργαλείο απ’ τα χέρια του λοχαγού μας και λέγοντας του: δώσε μου το σκαπανικό κυρ λοχαγέ να δουλέψω, γιατί το σπίτι μου κι όλη μου η περιουσία θάναι τούτο δω που θα σκάψω. Ο λοχαγός τον μάλωσε του είπε να σταματήσει και να μη λέει βλακείες. Ο λοχαγός μας άφησε και πήγε πίσω στην εφεδρεία του λόχου.
Ο Ηλίας συνέχισε τη προαίσθηση του κι έλεγε: παιδιά εγώ θα σκοτωθώ αύριο χωρίς άλλο θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ κι ακόμα περισσότερο το Καραγιάννη που τυχαίνει και σύντροφος μάχης και πάντοτε αυτός βρίσκεται μαζί μου. Ολοι μας τον μαλώσαμε κι έπαψε να λεέι για μια στιγμή.
Αλλά συνέχισε και πάλι. Μου λέει: Κρατώ μαζί μου 400 δραχμές και το ρολόι μου. Αλλά μόλις σκοτωθώ θα μου πάρεις τις 400 δραχμές και το ρολόι, τα μεν χρήματα θα τα φάτε για τη ψυχή μου στη πρώτη πολιτεία, που θα συναντήσετε και το ρολόι μου θα το στείλεις στη μητέρα μου, θα ζητήσεις απ’ το λόχο τα στοιχεία μου. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα αν μιλάει στα σοβαρά. Ηλία είσαι με τα καλά σου ή είσαι άρρωστος; Οχι μου λέει δεν είμαι άρρωστος είμαι πολύ καλά και σας μιλάω στα σοβαρά.
Μάλιστα μου λέει για τη μητέρα του και για τις υποχρεώσεις του. Αλλη υποχρέωση απ’ τη μητέρα μου δεν έχω κι η μητέρα μου θα κλάψει στην αρχή θα θρηνίσει σαν το μάθει αλλά μετά 2-3 μήνες έστω μετά 1 χρόνο θα παντρευτεί το συγχωριανό μας το μπακάλη που έχω μάθει πως τάχει κανονίσει κι έτσι σιγά σιγά θα με ξεχάσει μένα. Ητανε ένας μελαχρινός μέτριου αναστήματος Πελοποννήσιος. Είχε έρθει τώρα αργά στο λόχο μας και το επώνυμό του είναι Ηλίας. Μετά απ’ το σκάψιμο, εγώ ήμουνα 2ο νούμερο περίπολος μαζί με τον Ηλία. Περιπόλησα 2 ώρες μπροστά στ’ ανοιχτά χαρακώματα αφουγκραζόμενος και προτού χαράξει η χαραυγή, γύρισα στα χαρακώματα και καθένας μας ξάπλωσε στο χαράκωμά του για να ξεκουραστεί, αλλ’ ακόμα δεν έιχε περάσει μισή ώρα και δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν απ’ το σκοπό των όπλων που φύλαγε έξω απ’ τα χαρακώματα και φώναξε συνάμα στα όπλα α α α και καθώς βρισκόμαστε στο χείλος των χαρακωμάτων, κατεβήκαμε αμέσως και καθένας πήρε τη θέση του. Ως κι ο σκοπός που πυροβόλησε πήρε κι αυτός τη θέση του στο πυροβολείο.
Σαν τα βατραχάκια που βγαίνουν έξω απ’ το ποτάμι και λιάζονται κι άμα τους πλησιάσει άνθρωπος ή κανένα άλλο ζουζούνι πηδούνε πάλι στο ποτάμι κλούπ κλάπ, έτσι και μεις πέσαμε κοιλώντας μες στο χαράκωμα και καταλάβαμε τις θέσεις μας. Τα χαρακώματα είναι βαθειά και στεκόμαστε όρθιοι. Είναι και ζικ ζακ δηλαδή είναι με στροφές όπου η κάθε στροφή έχει χώρο για 2 πυροβολητές για να μας προφυλάξει από τα βλήματα των αεροπλάνων και πυροβόλων γιατί έτσι στη κάθε στροφή που θα πέσει το βλήμα θα σκοτώσει μόνο τους 2 κι όχι περισσότερους. Είναι τούρκοι αυτός ο όγκος που πρόβαλε μπροστά μας. Αυτούς είδε και πυροβόλησε ο σκοπός, πέσανε πάνω μας μη ξέροντας πως τους είχαμε στήσει ενέδρα με τους πυροβολισμούς του σκοπού μας καταλάβαμε πως χτυπήθηκε από τους πρώτους πυροβολισμούς γιατί υποχώρησε και τον φοβέρισε ο αξιωματικός κι ο στρατιώτης τους απάντησε βουρντού μπανά = με χτυπήσανε εφέντιμ.
Αυτό τον ανθρώπινο όγκο που είδαμε στην αρχή με τους πρώτους πυροβολισμούς σκόρπισε. Αυτή τη στιγμή του ρίξαμε και χειροβομβίδες, οπλοβομβίδες, κι άμα έφεξε τους βλέπαμε καλά τους τούρκους όλους πεσμένους χάμω κι άλλοι προσπαθούν να σκάψουν λάκκους για να κρυ-φτούνε, κι άλλοι φροντίζουν ν’ αλλάξουν θέση για να προφυλαχτούν απ’ τα πυρά μας.
Οι τούρκοι είναι εκτεθειμένοι γιατί το έδαφος είναι γυμνό εκτός από την περιοχή πούναι κοντά στο ποτάμι γιατί υπάρχουν κάτι βουρλιές. Πίσω από μερικά ξερά χόρτα μου φαίνεται πως πότε πότε κάποια κίνηση υπάρχει εκεί και σαν μια λάμψη κάνης όπλου να γυαλίζει και κει σκοπέυσα κατ’ επανάληψη και δεν φάνηκε καμμιά κίνηση. Επίσης, μπροστά μας σε μικρή απόσταση βρέθηκε ένας γαίδαρος ξεσαμάρωτος που είχε χτυπηθεί από τις σφαίρες απ’ τη μέση και μπρός και δεν μπορούσε να σηκωθεί πάταγε μόνο στα πισινά του πόδια και λαχταρούσε κι αυτό το αθώο πλασματάκι να διασκεδάζει τους φαντάρους επί πολύ ώρα. Τότε τους φώναξα να δουν το καϋμένο το ζώο που τού δωσα μια σφαίρα, δηλαδή τη χαριστική βολή κι έτσι ξαπλώθηκε για πάντα ο γάιδαρος. Πότε πότε πετάγεται κανένας Τούρκος απ’ τη θέση του προσπαθώντας να πάρει τους τραυματίες τους και τους τραβούνε στο ποτάμι και κρύβονται σε κάτι ιτιές που υπάρχουν εκεί. Δίπλα μου αριστερά είχανε τον Ηλία σύντροφο μάχης. Ητανε αυτός που σας είπα πως είχε προαισθανθή το θάνατό του. Προχώρησε κι η σημερινή μέρα κι ο άνθρωπος αυτός είναι σώος και αβλάβης.
Μάλιστα είναι χαρούμενος και δεν χορταίνει αστεία. Διασκεδάζει μαζί μας. Τα τόσα που μας δήλωσε τη περασμένη μέρα πέρασαν και ξεχάστηκαν. Σε μια στιγμή είδαμε να σηκώνεται καταορθός ένας τούρκος, κατά μεσής του κάμπου κι έτρεχε ολοταχώς προς το ποτάμι. Ολοι κι ολόκληρη η διμοιρία μας τον είδαμε και φωνάξανε νάτος νάτος ένας σηκώθηκε και τρέχει. Πετάχτηκε πρώτος απ’ όλους μας ο Ηλίας και μας παρακάλεσε να μη τον πυροβολήσουμε εμείς τον τούρκο αυτόν, για να τον πυροβολήσει μόνο αυτός για να δοκιμάσει αν θα τον σκόπευε καλά. Πράγματι τούρριξε κι αστόχησε και σκορπίστηκε ανάμεσα στα πόδια του Τούρκου. Μετά την αποτυχία του Ηλία ζήτησα εγώ τη σειρά να τον πυροβολήσω και μάλιστα καυχήθηκα πως τώροί θα δείτε θα πάνε στα πόδια του οι σφαίρες. Αλλά ο Ηλίας επέμενε να τον αφήσω να του ξανά ρίξει. Και πράγματι τον άφησα να του ξανά ρίξει και καθώς ήταν ακουμπισμένος πάνω στο χείλος του χαρακώματος σκοπεύοντας τον εχθρό περιμένουμε περιμένουμε ν’ ακούσουμε το μπαμ το δεύτερο του Ηλία τίποτε. Ο Ηλίας βρισκόταν ακίνητος στην ίδια θέση σκοπεύοντας όλο και σκοπεύει. Ο τούρκος στρατιώτης, χάθηκε πλέον στο βάθος και τον απέκρυψαν οι ιτιές. Του μίλησα, έλα τσακμάκα τώρα επί τέλους. Ο Ηλίας δεν μού δωσε καμμιά απάντηση ως που μ’ ανάγκασε να τον σπρώξω λίγο. Μόλις τον έσπρωξα λίγο, σωριάστηκε κυλώντας μέσα στο χαράκωμα και τ’ όπλο του έμεινε στη θέση του. Τι είχε συμβεί καλοί μου αναγνώστες; Ο Ηλίας είχε σκοτωθεί. Τον είχε βρη μια σφαίρα εχθρική έτσι καθώς σκόπευε και τού κοψε τον αντίχειρα και τον βρήκε ανάμεσα στα φρύδια του και το βλήμα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του όπου στο πίσω μέρος της κεφαλής του είχε κάνει μεγαλύτερη οπή, από το μπροστινό μέρος μόλις διακρίνεται ένα στίγμα.
Με το κούνημα που τούκανα άρχισε να ρέει άφθονο αίμα από το πίσω μέρος της κεφαλής. Αυτός που πέθανε τώρα ήταν ο Ηλίας που είχε προαισθανθή το θάνατό του. Του βρήκα πράγματι το πορτοφόλι του με 400 δραχμές και στο σακκίδιό του ένα κομμάτι ψωμί όπου το μοιραστήκαμε όλοι οι άντρες της διμοιρίας μας από ένα αντίδωρο όπως μοιράζει ο παπάς στην εκκλησία και είπαμε στα συχώρια του. Ο Ηλίας ήτο το πρώτο θύμα της διμοιρίας μας. Αλλά η μάχη γενικεύεται κι ο εχθρός φαίνεται πως όλο και ενισχύεται και δυναμώνει. Τα πυρά του εχθρόυ φαίνονται πιο πυκνά. Το δεύτερο θύμα της διμοιρίας μου είναι του Ζανιά από τον Ορχομενό της Λειβαδιάς. Ο Ζανιάς ήταν οπλοπολυβολητής και πάντως ήταν πιο εκτιθεμένος στο πυροβολείο του και τον βρήκε και κείνο στο κούτελο η σφαίρα του τρύπησε το κράνος του και έγινε διαμπερές το τραύμα του. Σωριάστηκε μες στο χαράκωμα και στα πόδια των άλλων. Τον επιδέσαμε αμέσως, αλλά όλο φωνές είναι κι όλο παραπονιέται πως δεν τον επιδέσαμε καλά και τι πατριώτης είμαι γω που αδιαφορώ.
Κατόπιν αφήνει τις βρισιές που μας έλεε κι ανοίγει μια συζήτηση για παντριά. Το χτύπημα του ήταν άσχημο και του σάλεψε το μυαλό του και παραφρόνησε ο δυστυχής. Το όπλο πολυβόλο του το πήρε ένας άλλος συνάδελφος αλλά δεν ήτανε εκπαιδευμένος και τούπαθε εμπλοκή και δεν λειτουργούσε καθόλου κι αναγκάστηκα να πλησιάσω σούρωντας για να τού. το φτιάξω. Είχε πάθει κακή παρουσίαση των φυσιγγίων. Ως τώρα τα πυρά του εχθρού, είναι μεν πυκνά αλλά όσο περνάει η ώρα πυκνώνουν και πιο πολύ. Τώρα παρουσιάστηκε ένα αηδόνι που κελαδάει όμορφα κι αδιάκοπα. Μια ραπτομηχανή που γαζώνει ανθρώπινα κορμιά. Ενα τουρκικό πολυβόλο σεττετιέ το οποίο έχει στόχο το δικό μας χαράκωμα. Δυστυχώς από τη στιγμή, που οχυρώθηκε στο πέρα μέρος του Σαγκάριου αυτό το πολυβόλο ακολούθησαν κι άλλοι συνάδελφοι τη τύχη του Ηλία και του Ζανιά. Μας καθήλωσαν εδώ μέσα στο χαράκωμα και δεν σηκώνουμε κεφάλι. Οι εχθρικές σφαίρες, μας ρίχνουν τα χώματα του χαρακώματος στα κεφάλια μας που καθόμαστε σκυμένοι μέσα. Πότε πότε σταματάει αυτή η γαζομηχανή και σηκώνουμε και μεις καμιά φορά τα κεφάλια μας κι επειδή με τον εχθρό δεν μας χωρίζει και μεγάλη απόσταση κι όταν βιαστικά και με φόβο σηκώνουμε εμείς τα κεφάλια μας βλέπουμε το τρομαχτικό εχθρικό πολυβόλο που είναι τοποθετημένο γιαλίζει και το βαράει ο ήλιος και πυροβολούμε κατά κει και παρατηρούμε πως κάθε φορά σκοτώνουμε ή τραυματίζουμε τους πυροβολητές, τους αντικαταστούν αμέσως μ’ άλλους γιατί είναι κατάλακα εκτιθημένοι χωρίς προκάλυψη. Οσο προχωρούσε η μέρα, τόσο καταφτάνουν ενισχύσεις του εχθρού. Μας παρουσιάστηκε ένα εχθρικό πυροβόλο και τις οβίδες μας τις σκάζει στο κεφάλι μας αγγείο, φλόγας.
Μας τις στέλνουν μια μια τις οβίδες τους με άριστη επιτυχία. Αυξήθηκαν αλήθεια τα εχθρικά πολυβόλα, τώρα γίναν πολλές ραπτομηχανές και γαζώνουν πολλά σάβανα. Δεν αστειεύονται και τα δικά μας τα πυροβόλα, με τη πρώτη μπαταριά που ρίξανε σταμάτησε το εχθρικό πυροβόλο, του βρήκανε το στοχο και το θάψαν, του σκάψαν και τις οβίδες που είχε κι έτσι έπαψε να μας ρίχνει τα βλήματά του από πάνω μας σταφιδοστράγαλα. Μας το κοινοποίησαν δια συνδέσμου ότι το εχθρικό πυροβόλο, τάφηκε δηλαδή αρχητεύτηκε από τα πυρά του δικού μας πυροβολικού, μάλιστα κάηκαν και τα βλήματά τους κι αποδείχτηκε πως αχρηστεύτήκε γιατί σταμάτησε να μας ενοχλεί άλλο.
Τούρκος τραυματίας
Λίγα μέτρα μακρυά απ’ το ποτάμι καθώς βάδιζα βρέθηκε κρυμμένος ένας τούρκος τραυματίας κι αφού με είδε που πήγαινα κατά πάνω του. Φοβήθηκε να μην τον αποτελειώσω και μου είπε παρακλητικά με τη γλώσσα του, μη με σκοτώνεις συνάδελφε έχω 3 παδιά. Βάρ ούτ τζουτζιούκ. Δεν σε σκοτώνω αλλά τι θες από μένα του λέω. Ει ανταμ σεν φερ μπυράς σου, μου λέει αφού είσαι καλός άνθρωπος φέρε μου λίγο νερό. Πήγα και γέμισα το παγούρι του νερό και του τόδωσα. Τη στιγμή αυτή φτάνει ο Μπόγιας. Ο μπόγιας είναι ένας συνάδελφος από τα Βάια Θηβών κι ονομάζεται Φακκάς τον οποίο ο διοικητής τον είχε ονομάσει Μπόγια γιατί για το λίγο ή με το λίγο σκότωνε τους τούρκους και μου λέει τι κάνεις εκεί Καραγιάννη; Ποτίζεις τον εχθρό σου; Ναι του απαντώ, τι φταίει αυτός και μεις, φταίνε οι μεγάλοι που μας οδηγούν εδώ και σκοτωνόμαστε, τον λυπήθηκα έχει 3 παιδιά ο δυστυχής. Τώρα θα δεις πως θα τον περιποιηθώ εγώ μου λέει ο Μπόγιας και γυρίζει το όπλο του και του λέω, αν τον πειράξεις Φάκκα θα πεθάνεις απ’ το τουφέκι μου. Τρελλάθηκες, μου λέει ο Φάκκας. Ισως τρελλάθηκα αλλά σου λέω στα σοβαρά μην τον σκοτώνεις και υποχώρησε. Κάθησα λίγο και έτρεξα κοντά στους άλλους.
6-7 Σεπτέμβρη. Θάψαμε τους νεκρούς μας φύγαμε νύχτα υποχωρώντας, βαδίσαμε όλη νύχτα μέχρι το μεσημέρι της επομένης μέρας και σταματήσαμε, σ’ ένα οθωμανικό χωριό. Εδώ χορτάσαμε νερό σ’ ένα μικρό ποταμάκι. Σε τούτο το χωριό είχε συγκεντρωθεί όλος ο λόχος μας κι οι τραυματίες μας. Κι οι κάτοικοι του χωριού αυτού σαν είδανε μια μικρή δύναμη με τους νοσοκόμους που φρουρούσανε τους τραυματίες κι επιτέθηκαν όλοι οι κάτοικοι και τους σφάξαν όλους του τραυματίες. Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε και μεις ακόμα καίγεται το χωριό κι οι κάτοικοι που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ο,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε Τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσα, και γυναίκες. Κάθησα σ’ ένα απόμερο μέρος κι έγραφα όπως πάντα τα νέα γεγονότα, αλλά με θέριζε η πείνα σαν σήκωσα μερικά λιθάρια που ήταν φρέσκα γκρεμισμένα από μια παλιομάντρα και ευτυχώς που κάτω απ’ τα λιθάρια είχαν κρύψει έναν σάκκο δερμάτινο γεμάτο μ’ αλεύρι κι έτσι ζύμωσα λίγο ψωμί στα πρόχειρα {...}
Και μη χειρότερα
Δυστυχώς δεν είμαι σπουδασμένος. Και δεν έχω αρκετή πείρα και γνώσεις. Γεννήθηκα από μια φτωχότατη οικογένεια που οι γονείς μου μιλούσαν αλβανικά και όταν έγινα 6 χρονών αντί να με στείλουν σχολείο που πήγαιναν όλα τα παιδιά του χωριού με βάλαν στο δικό τους επάγγελμα. Φύλαγα από μικρός πρόβατα κι έτσι είμαι ικανός κι άξιος να περιγράφω και να κατατάξω μερικούς ανθρώπους πούφερε στο κόσμο η φύση. Είμαι 2 μέρες αδιάθετος, αισθάνομαι κατάπτωση του οργανισμού μου, πονοκέφαλο κι όλα αυτά συνοδεύονται από πυρετό, το ρωσικό παράσημο μου φαίνεται ότι προσπαθεί να ξαναφουντώσει. Δηλαδή, η ξηρά πλευρίτιδα που την πήρα στην εκστρατεία της ρωσσίας, με πονεί το αριστερό πλευρό μου. Μου δίνει κάτι κεντιές. Ο δεκανέας κι οι συνάδελφοί μου με απάλλαξαν από κάθε υπηρεσία, αλλά σήμερα με παρακίνησαν να γραφτώ στο βιβλίο των ασθενών και να με πάνε στο γιατρό του τάγμα¬τος. Πράγματι φέρανε το νοσοκόμο του λόχου και μ’ έγραψε στο βιβλίο του και πήγαμε μαζί με το νοσοκόμο του λόχου στο σπίτι πού μενε ο γιατρός. Ητανε ένα μικρό σπιτάκι πούμενε. Το γιατρειό του τό χε στο υπόγειο και κει εξέταζε τους άρρωστους. Μόλις κατέβηκε κάτω αμέσως άνοιξε τη πόρτα του υπογείου χωρίς να μας χαρίσει έστω και μια καλημέρα. Ητανε ένας νέος γιατράκος και πολύ όμορφος που κατάγεται από τη Κρήτη. Αφού τακτοποιηθήκαμε μας φώναζε και πήγαμε όλοι μέσα. Ημασταν 7 άρρωστοι. Πρώτα έτυχε να πάρει το βιβλίο των ασθενών του λόχου μας και αμέσως φώναξε Καραγιάννης. Παρών του απάντησα και πλησίασα κοντά του. Ο γιατρός με κοίταξε στα μάτια και μου είπε τι έχεις; Εχω πυρετό και πονοκέφαλο και πονάω στο αριστερό μέρος των πλευρών μου. Τσε σαν πολλά μας τα λες. Δεν του απάντησα. Τσε από που είσαι: Τότες του απάντησα μεγαλόφωνα. Είμαι από τη Λειβαδιά. Από τη Λειβαδιά μου λέει. Αφού είσαι από τη Λειβαδιά, να πας στο Γούναρη που τον ψηφίσατε για να σε κάμει καλά. Εσείς οι Λειβαδίτες κι οι Θηβαίοι είστε παιδιά του Γούναρη. Ισως αυτό που είπε να νοούσε ότι ο Γούναρης θα ήταν ο αίτιος, κι αρρωσταίνουμε. Η λέξη του είχε καθαρά πολιτική σημασία του κυρίου γιατρού μας. Ακουσέ με κύριε γιατρέ, του λέω. Ούτε ψήφισα, ούτε ο πατέρας μου τον ψήφισε γιατί εγώ υπηρέτησα στις τάξεις του Στρατού και ο πατέρας μου πέθανε από το έτος 1913 στις 20 Μάρτη μέρα Τετάρτη. Εγώ δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, τώρα είμαι στρατιώτης του Ελληνικού Εθνους και υπηρετώ την πατρίδα μου. Κι αυτή τη στιγμή είμαι άρρωστος κι ήρθα σε σένα που λες πως είσαι γιατρός, θες κοίταξέ με, δε θες μη με κοιτάς, φεύγω και τελειώνοντας την απάντησή μου έκανα μεταβολή κι έφυγα, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου με τις παλάμες των χεριών μου, γιατί είμαι χωρίς χεριομάντηλο. Ακόυσα να με φωνάζουν από πίσω αλλά δεν έστριψα το κεφάλι μου πίσω για να δω. Προχώρησα προς την έδρα με σκυμένο κεφάλι σαν ένας νικημένος στρατιώτης. Σε λίγο, έφτασε κι ο Δρίτσουλας Σωτήρης από τα Χώστια Θηβών, ήταν ο νοσοκόμος του λόχου. Αυτός μού γινε γιατρός, πατέρας και μητέρα. Με κάτι εντριβές, και κούφιες βεντούζες και με ζεστό κεραμυδάκι. Εβαζε συνέχεια για 2 μέρες στα πλευρά μου ζεστό κεραμύδι και έτσι έμεινα απύρετος την 3η μέρα. Εδώ δυστυχώς στον Ελληνικό στρατό κατάντησε αφόρητη η ζωή μας. Μερικοί αξιωματικοί δεν στάθηκαν στο ύψος τους και στο καθήκον της πατρίδας μας, αλλά διαιρέθηκαν, κομματίζονται, πιέζουν στους στρατιώτες. Ενας εκδηλώνεται υπέρ του βασιληά, άλλος υπερ του Βενιζέλου.
Αλλοι είναι γερμανόφυλοι, άλλοι αγγλόφυλοι. Υπέρ της Ελλάδος κανείς δεν φαίνεται. Να κι ο φίλος μου ο γιατρός, αντί να θυσιάσει την ψυχή και το πνεύμα του κι όχι ως στρατιώτης αλλά σαν συνάνθρωπος. Τώρα βρίσκομαι πάντοτε με θλιμένη έκφραση. Ο λοχαγός με κυνηγάει, ο γιατρός με περιφρόνησε, από την γυναίκα μου τα γράμματα που μού ρχονται με ταράζουν για την αρρώστεια και τη φτώχεια. Το Θέατρο της Μεραρχίας είναι μεταβατικό. Πότε πηγαίνει στο ένα σύνταγμα και πότε στο άλλο και μετά στα τάγματα. Τώρα βρίσκεται στο Καρατζά Αχμέτ Σουλτάν, και κάθε βράδυ παρασταίνει διάφορα νούμερα κι έτσι η φανταρία που παρακολουθεί το θέατρο, ξεχνάει τις στενοχώριες της. Σήμερα όλοι οι Μεταγωγικοί διασκορπίστηκαν σε διάφορες υπηρεσίες κι άλλοι στη βοσκή, των ζώων. Εγώ χαίρομαι την εκτίμηση των συναδέλφων μου ως και του Δεκανέα ακόμα που μ’ εξαιρούν από τις υπηρεσίες και τις αγγαρείες. Σαν μού μεινε καιρός και μετά το γράψιμο σκέφτηκα να πηγαίνω στο Σχολείο του χωριού και μόλις πάτησα τη πόρτα του για να παρακολουθήσω από περιέργεια τα μαθήματα των μικρών Οθωμανών. Μόλις μ’ αντιλήφτηκαν οι μαθητές σηκώθηκαν όλοι μονομιάς και υποκλίθηκαν, έκαναν μια κλίση του σώματος τους και της κεφαλής τους. Αυτό που έκαναν οι μαθητές το λένε ντεμενά οι τούρκοι. Αυτό το συνηθίζουν οι τούρκοι και συνήθως το κάνουν στους δάσκαλους και στους επιθεωρητές, στους νομάρχες και στους πασάδες. Το να σηκώνονται από τη θέση τους είναι τιμή που δείχνουν στο επισκέπτη κι η κλίση που γίνεται σε ένδειξη υποταγής.
Παρακάλεσα το δάσκαλο να συνεχίσουν τα μαθήματα τους και να με συγχωρέσει για την απρόοπτη αυτή επίσκεψη που τους έκανα. Ο δάσκαλος μου είπε ζαράρ γιοκ - δεν πειράζει. Μου έκανε εντύπωση οι ομιλίες, το διάβασμα κι οι φωνές των μικρών σαν βατραχάκια των ποταμιών που πρόκειται να μεταβληθεί ο καιρός και σκούζουν και φωνάζουν όλα μαζί. Ακόμα πιο πολύ, πρόσεξα ένα μάθημα ενός μαθητή που βρέθηκε πιο κοντά μου και λέει μεγαλόφωνα: μπενήμ σενήν ονουν ονουνλάρ - δικό μου, δικό σου, δικό του.
Πηγή: tvxs