Μετά τη φονικότατη μάχη του Λαχανά, η 1η Μεραρχία, με εμπροσθοφυλακή το 5ο Σύνταγμα, κινήθηκε στις 23/6 προς το Σιδηρόκαστρο. Στις 25 Ιουνίου, η μέρα ξεκίνησε με την ανακοίνωση προαγωγών «επ’ ανδραγαθεία». Ανάμεσα στους προαγόμενους ήμουν κι εγώ, που έγινα Λοχίας. Και την ίδια μέρα, η Μεραρχία προέλασε προς το Μπέλες, κάτω από πυκνά πυρά Πυροβολικού. Στις 26 φτάσαμε στο Χατζή Μπεϊλίκ, τη σημερινή Βυρώνεια και στις 26 και 27 Ιουνίου, το Σύνταγμά μας έδωσε μάχες με τους Βουλγάρους κοντά στο χωριό Αετοβούνι. Στις 27, με την ενίσχυση της ΙΙ/2 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, πήραμε με τη λόγχη τα υψώματα στα ανατολικά του χωριού και τρέψαμε τους Βούλγαρους σε φυγή. Σταθμεύσαμε για λίγο στη Βέτρινα για ξεκούραση, και την επομένη άρχισε η προέλαση της Μεραρχίας προς το Λιβούνοβο, όπου φτάσαμε στις 3 Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου προελάσαμε ως τα υψώματα Σβέτι Βρατς και στις 6 στο Χάνι Μπελίτσας. Στις 7, μαζί με την 2η και την 4η ΜΠ διώξαμε τον εχθρό από το ύψωμα Ροσσελίν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τόσες ημέρες που συναντήσαμε ξανά Βουλγάρους. Αλλά δεν σκόπευαν να πολεμήσουν για πολύ, ήταν οπισθοφυλακές που ήθελαν μόνο να δώσουν λίγο χρόνο παραπάνω στους δικούς τους, που οργάνωναν την άμυνά τους στα στενά της Κρέσνας.
Την επομένη, 8 Ιουλίου, η 1η ΜΠ προέλασε ως το χωριό Γενίκιοϊ. Το πήραμε κι αυτό και σταθμεύσαμε για ανασυγκρότηση στα βόρεια του χωριού. Μπροστά μας ήταν η φοβερή Κρέσνα. Η Κρέσνα είναι φαράγγι με εκπληκτική ομορφιά, γεμάτο κέδρα και κωνοφόρα, που από εκεί περνάει ο Στρυμόνας.
Αυτά, όσον αφορά τη φυσική ομορφιά. Γιατί όσον αφορά τη στρατιωτική σημασία της, είναι ένα φοβερό πέρασμα, μήκους 20 σχεδόν χιλιομέτρων, ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Όρβηλο, από όπου κατεβαίνει ο Στρυμόνας. Από εκεί περνούσε ο δρόμος από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία και τη Τζουμαγιά. Και μετά από εκεί είναι η Σόφια.
Οι Βούλγαροι, που ήξεραν καλά τη σημασία της Κρέσνας, την είχαν οχυρώσει σε πολλά σημεία και δεν είχαν αφήσει γεφύρι που να μην το ανατινάξουν, στην υποχώρησή τους. Και τα γεφύρια ήταν πολλά, καθώς ο δρόμος άλλοτε ακολουθούσε τη δεξιά και άλλοτε την αριστερή όχθη του ποταμού. Ο Λόχος του Μηχανικού ήταν συνεχώς σε δουλειά, στήνοντας πρόχειρες γέφυρες και ανοίγοντας δρόμους για να περάσει το Πυροβολικό.
Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς πυροβόλα, μόνο με τη λόγχη, ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Αρκετές απώλειες είχαμε στο Λαγκαδά, όπου η ταχύτητα μετρούσε διπλά και τριπλά. Εδώ, και να χανόταν μια μέρα, άξιζε τον κόπο. Οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί, δεν υπήρχε λόγος ούτε να τρέχουμε σαν τα κατσίκια ούτε να σπαταλάμε Ελληνικό αίμα . Στις 9 Ιουλίου, το Σύνταγμά μας, το 5ο, διατάχθηκε να εισέλθει στα στενά και να έρθει σε επαφή με τον εχθρό. Ο αμαξιτός δρόμος που διασχίζει τα στενά βαλλόταν συνεχώς από τα πυροβόλα τους. Και σε κάθε στροφή του δρόμου, υπήρχαν θέσεις οχυρωμένες. Το πράγμα έδειχνε δύσκολο. Ο ίδιος ο Μέραρχός μας, ο Μανουσογιαννάκης, πήγε μπροστά με το Επιτελείο για αναγνώριση. Αυτό που είδε, επιβεβαίωσε αυτό που ήξερε ότι θα έβλεπε. Ότι ήταν αδύνατο να βαδίσουμε «σαν κύριοι», ή σαν ζώα αν προτιμάτε, ίσα καταπάνω στις βουλγαρικές κάννες. Μας διέταξε λοιπόν να πάμε από τα πλάγια, από μονοπάτια κακοτράχαλα αλλά αφύλακτα.
Ο Μέραρχος διέταξε το Μηχανικό να δουλέψει όσο γίνεται ταχύτερα, με τη βοήθεια και Στρατιωτών από τα άλλα Συντάγματα, για να μπορέσουν να περάσουν τα πυροβόλα. Κάθε Πυροβολαρχία που προχωρούσε, έπαιρνε αμέσως «θέσεις πυροβόλησης» τρέποντας σε φυγή τις εχθρικές προφυλακές.
Τα πυρά ήταν τόσο πυκνά, που ο εχθρός ήταν πεισμένος ότι τουλάχιστον 2-3 Μεραρχίες μας συμμετείχαν στην επίθεση. Από τους δρόμους που άνοιγε ή επισκεύαζε το Μηχανικό, περνούσαν συνεχώς όλο και περισσότερες Πεδινές Πυροβολαρχίες.
Και επειδή όπως είπα ήδη, δεν υπήρχε λόγος να χύσουμε πολύτιμο αίμα, εμείς πήραμε τα μονοπάτια και τις πλαγιές. Μερικοί ντόπιοι οδηγοί, που ήξεραν τα ορεινά περάσματα, φάνηκαν πολύτιμοι και άξιοι της αμοιβής τους, λίγα κιλά κρέας και σιτάρι για τις φαμελιές τους.
Η πορεία ήταν εξαντλητική, αλλά στις 11 Ιουλίου, με ένα θαυμάσιο ελιγμό και ελάχιστες απώλειες, φτάσαμε στην έξοδο των στενών, στο χωριό Κρούπνικ. Οι Βούλγαροι για μία ακόμη φορά υποχώρησαν πανικόβλητοι, με σκοπό να αμυνθούν προς το Σιμιτλή.
Την ίδια μέρα πέρασαν την στενωπό και τα άλλα σώματα της Μεραρχίας μας.
Όταν αναφέραμε στο Στρατηγείο, ότι πήραμε τα Στενά της Κρέσνας όχι με σκληρές μάχες αλλά με ελιγμούς πάνω από τα κατσάβραχα, και με ελάχιστες απώλειες, δεν το πίστεψαν. Το θεώρησαν αδιανόητο και διέταξαν να σταλούν Σύνδεσμοι για εξακρίβωση. Αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου, αντίθετα μας γέμισε περηφάνεια. Η Μεραρχία μας, η «σιδηρά 1η Μεραρχία» δεν τρόμαζε μόνο τον εχθρό αλλά κατέπλησσε και το ίδιο μας το Στρατηγείο!
Κατάκοποι και εξαντλημένοι από τις συνεχείς πορείες και μάχες, καταφέραμε επί τέλους να αναπαυθούμε για λίγο στο Κρούπνικ. Σαν έπεσε η νύχτα, το μόνο που ακουγόταν από τα αντίσκηνα ήταν η συναυλία σε «ροχ μείζονα» του κουρασμένου στρατεύματος. Που πότε πότε, διανθιζόταν και με τα «αλτ» των σκοπών ή κανένα χλιμίντρισμα. Ξυπνήσαμε ξαφνικά από μία δυνατή κραυγή:
«Όχι το άλογο! Δεν θα μου πάρεις το άλογο!»
Να είναι ο σταυλοφύλακας που μαλώνει με κανένα κλέφτη; Πετάχτηκα όρθιος με το μάνλιχερ στο χέρι, έτοιμος για δράση … Μαζί με 5-6 φαντάρους τρέξαμε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Αλλά δεν πηγαίναμε προς τα άλογα. Η φωνή είχε ακουστεί από τη σκηνή του Λοχαγού μας. Να κλέβανε το άλογό του; Τρέξαμε αμέσως προς τα εκεί, αλλά δεν είδαμε καμία κίνηση. Και το άλογο του Λοχαγού κοιμόταν ήσυχο λίγο πέρα από τη σκηνή, που ήταν φωτισμένη, αλλά κατά τα άλλα ήσυχη. Ήσυχη; Όχι ακριβώς. Καθώς πλησιάσαμε στα 10 βήματα, ακούστηκε νέα δυνατή κραυγή, με ύφος απειλητικό:
«Άσε κάτω τ’ άλογο γιατί δεν θα σου μείνει ούτε ένας Αξιωματικός!»
Τι σόι απειλή ήταν αυτή, σε καιρό πολέμου, και ποιος την εκστόμισε;
Ο Λοχαγός μας έπαιζε σκάκι με τον Γιατρό του Συντάγματος … Απέμεινα να τους θαυμάζω για την ηρεμία τους, να παίζουν σκάκι, μετά από τόσες μάχες και κακουχίες. Αλλά κι αυτοί θαύμασαν γελώντας την ετοιμότητά μας και την άμεση αντίδρασή μας.
«Πάντα σε ετοιμότητα κύριε Λοχία! Αλλά πηγαίνετε πίσω στα αντίσκηνά σας, σήμερα ο πόλεμος εσταμάτησε για εμάς. Εκμεταλλευθείτε την περίσταση για ανάπαυση, πριν έλθουν νέες διαταγές για προέλαση …»
Την επομένη, η ανάπαυση συνεχίστηκε. Ήρθε και ταχυδρομείο. Με γράμματα από τις … «αδερφούλες» μου. Ναι, στον πόλεμο, απέκτησα και 4 αδερφούλες, χάρη στις φροντίδες ενός Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων, που προέτρεπαν νέες κοπέλλες να στέλνουν γράμματα στους φαντάρους, από τον καιρό που ήμασταν στην Θεσσαλονίκη. Λάμβανα κι εγώ λοιπόν γράμματα κάθε τόσο. Δεν ήξερα τα ονόματά τους, μου είχαν συστηθεί ως Zeyneb, Melek, Zezia και Zenan. Είχαν δανειστεί τα ονόματα των ηρωίδων από τις «Απογοητευμένες» του Πιερ Λοτί, τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα και ακόμη αγνοώ. Εγώ βέβαια, κύριος, προσπαθούσα να τις πείσω ότι δεν είχαν λόγο, νέα κορίτσια, να αισθάνονται απογοητευμένες. Ποιος ξέρει; Αν ήμουν κοντά τους, ίσως να ήμουν πιο πειστικός. Πάντως, τα γράμματά τους ήταν σκέτη όαση κάθε φορά. Και με κάθε γράμμα, λάβαινα και πεσκέσια: Τσιγάρα και γλυκά. Σε ένα προηγούμενο γράμμα τους, μου ζήτησαν να τους στείλω μία φωτογραφία μου. Και είχαν υποσχεθεί να στείλουν και αυτές τις δικές του φωτογραφίες. Το έκαμα. Αλλά μου τη σκάσανε. Στο γράμμα που πήρα τώρα, υπήρχε πράγματι η πολυαναμενόμενη φωτογραφία: Όλες μαζί, καθισμένες σταυροπόδι σε ένα ντιβάνι, αλλά κρύβοντας τα πρόσωπά τους με βεντάλιες! Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε και σχόλιο:
«Έκαμε πολλή ζέστη και ο σαχλός ο φωτογράφος τράβηξε την φωτογραφία ενώ αεριζόμασταν …»
Κάνανε και πλάκα … Αλλά εγώ τις αγαπούσα και έτσι. Έστω και αν ένοιωθα πως οι ελπίδες μου για να γνωρίσω από κοντά, έστω και μία από αυτές, ήταν ελάχιστες έως μηδαμινές. Ας είστε καλότυχες κορίτσια, όπου κι αν βρίσκεστε!