1821. ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ. Γράφει ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Θωμάς Μοσχόπουλος

    Η επέτειος του εθνικού ξεσηκωμού είναι ημέρα μνήμης και περισυλλογής. Ημέρα Δόξας και υπενθύμισης του πατριωτικού μας καθήκοντος. Ημέρα απονομής τιμής προς τους αθάνατους νεκρούς. Ημέρα ορόσημο, της πορείας μας, προς την εθνική ολοκλήρωση. Ημέρα που οι Ήρωες του χθες, παραγγέλλουν, στους Ήρωες του αύριο. Ημέρα που οφείλουμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν και περιδιαβαίνοντας τα γεγονότα να παραδειγματιστούμε και να διδαχθούμε για το μέλλον.

Το 1453, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επέρχεται η πτώση της χιλιόχρονης Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί εκμεταλλευόμενοι δικά μας λάθη, παραλείψεις και διενέξεις, σταδιακά, επικράτησαν στρατιωτικά, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν κράτος και να αιματοκυλήσουν τη γη όπου ζούσε και μεγαλουργούσε επί χιλιετίες το γένος των Ελλήνων. Έτσι ξεκίνησε για τον Ελληνισμό η πιο μαύρη κι επώδυνη περίοδος της ιστορίας του. Η τουρκοκρατία.

 

Η άλωση της Πόλης

 

Οι κατακτητές, προκειμένου να επιβάλουν την απόλυτη κυριαρχία τους, είναι εξ αρχής ανηλεείς. Σε κάθε πόλη που καταλαμβάνουν, κατά σύστημα, οι άνδρες σφαγιάζονται, οι γυναίκες καθίστανται παλλακίδες στα χαρέμια και τα τέκνα «παιδικά» των διεστραμμένων ανατολιτών[1]. Μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου, μεταβάλλεται σε δουλοπάροικους ή και σκλάβους, με όλη την σημασία της λέξεως. Ακόμα και οι ονομαζόμενοι ελεύθεροι γεωργοί, στην πραγματικότητα είναι κι αυτοί δούλοι, αφού καταλήγουν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο, ο οποίος είναι ο μόνος πραγματικός κύριος της γης[2].

Η σπάθη του τύραννου επικρέμεται συνεχώς, επί της κεφαλής των υπόδουλων. Η βαρβαρότητα δεν έχει όρια καθ’ όλη την περίοδο της σκλαβιάς. Γράφει ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας: «Μύριοι είναι οι τρόποι με τους οποίους οι σκληροτράχηλοι Οθωμανοί δίδοσιν τον θάνατον εις τους Έλληνας. Ο χειρότερος είναι το κρέμασμα. Οι πλάτανες των Ιωαννίνων είναι αδιακόπτως υπερφορτωμένοι από σώματα νεκρά». Κι αλλού αναφερόμενος στον Αλί-Πασά τον οποίον αποκαλεί σκληροτράχηλο: «Πολλούς αποκεφάλισεν με πριόνι, άλλους έπνιξεν εις την λίμνην, άλλους εφόνευσε θέτοντας επάνω εις το στήθος τους ανυπόφορα βάρη, άλλους έθαψεν ζωντανούς, πολλών εσύντριψεν τας χείρας, τους πόδας κι έπειτα την κεφαλήν, πλήθος επαλούκωσεν και από δύο Σουλιώτας που εφύλαγεν ως ενέχυρον τον μεν έναν πρόσταξεν και τον έγδαραν ζωντανόν, τον δε έτερον εσούβλισαν και έπειτα έψησαν ζωντανό»[3].  

Οι Έλληνες εξαναγκάζονται να υπομείνουν μύρια βάσανα, περιορισμούς στη λατρεία, ταπεινώσεις, βίαιους κι απίθανους εκτοπισμούς, άνιση κι άδικη μεταχείριση από πλευράς διοίκησης. Τους απαγορεύεται να οπλοφορούν, να ιππεύουν, να ντύνονται όπως επιθυμούν δεν τους επιτρέπεται ούτε η εκφορά του Έλληνος λόγου, σ’ αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα εκεί που το μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερεί[4]. Παράλληλα λαμβάνουν χώρα εκτενείς εκούσιοι και ακούσιοι εξισλαμισμοί. Χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια, ομογενείς αναγκάζονται να αλλαξοπιστήσουν, για να βελτιώσουν τη δεινή τους θέση. Ταυτόχρονα λειτουργεί ο απάνθρωπος θεσμός του παιδομαζώματος, δηλαδή: η διαλογή αρρένων ελληνοπαίδων, με σκοπό τον εκτουρκισμό και την ένταξή τους στη στρατιωτική υπηρεσία προς όφελος των δυναστών. Το έθνος, τέλος, αιμορραγεί ασταμάτητα εξαιτίας της μάστιγας των πειρατών οι οποίοι, σχεδόν ανενόχλητοι, επιτίθενται στα νησιά κι απαγάγουν ολόκληρους πληθυσμούς, προς πώληση στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής.

Το Γένος συγκλονίζεται. Οι απόγονοι του Ομήρου, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου αδυνατούν να κατανοήσουν πως κατήντησαν δούλοι των δούλων του κορανίου. Βρίσκονται σε σύγχυση, αδυναμία και πανικό. Κάποιοι, κυρίως της παλαιάς αριστοκρατίας, διαφεύγουν στην Ευρώπη. Άλλοι πάλι, προτιμούν να συνεργαστούν με τον κατακτητή, γινόμενοι όργανα του. Οι πολλοί προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και συσπειρώνονται γύρω από την ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας ο ρόλος αναβαθμίστηκε σημαντικά από την Οθωμανική εξουσία.

Υπό τις δυσβάστακτες αυτές συνθήκες, όπου ουσιαστικά τίθεται ζήτημα βιολογικής επιβίωσης του Ελληνισμού, έκαναν την εμφάνισή τους δυο άκρως διαφορετικοί τύποι ανθρώπου.

Πρώτος, ο τύπος του γραικύλου ή ραγιά, ο οποίος, έμαθε να επιβιώνει προσκυνώντας και κολακεύοντας τον μωαμεθανό. Άθλιος, δουλοπρεπής, υποταγμένος, φοβισμένος, στερούμενος πάσης τιμής, ο ραγιάς αντιπροσωπεύει την σιωπηρά πλειοψηφία που αποδέχεται τη μοίρα του δούλου.

Απ’ την άλλη εμφανίζεται ο τύπος του κλέφτη και του αρματολού, που εκφράζει το αιώνιο ηρωικό πρότυπο του ανυπότακτου Έλληνος. Ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, γράφει σχετικά: «πολλοί τότε άνθρωποι, προτιμώντας παντός άλλου καλού την απόλαυσιν της ελευθερίας, αν και αγρίας και ακανονίστου, απαρνούνται οικειοθελώς πάσαν συμβίωσιν μετά των ομοίων των, και περιπλανώμενοι ημέρα και νύχτα εις άγριους τόπους, καταντούν δια την συντήρησίν της προσωπικής των ελευθερίας και της φυσικής υπάρξεώς των, λυμεώνες και όλης της κοινωνίας»[5].Τα φαντάσματα που περιφέρονται στα αφιλόξενα όρη της πατρίδος, όπως γράφει ο καθηγητής Βακαλόπουλος, διασώζουν την τιμή του Έθνους και μετεξελίσσονται σε πυρήνες των μαχητικών του δυνάμεων. Οι αρματολοί και οι κλέφτες αποκαθαίρουν τον ρύπο του ραγιαδισμού και συντελούν στην ηθική αναγέννηση. Με την στάση τους εμπνέουν γενναία αισθήματα και δείχνουν τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος[6].

 


Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στον Άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον: «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες..».


Ωστόσο, η εθνική επανάσταση, η οποία θα επιφέρει τη λύτρωση από τον ζυγό αργεί. Ο Ελληνισμός στερείται ενότητας, οργάνωσης, πόρων και προπαντός ηγεσίας. Επιπρόσθετα το σκότος της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας  εξαπλώνεται και τον καθιστά ανίκανο για κάθε αντίδραση. Επαναστατικές ενέργειες, βέβαια δεν λείπουν, εκδηλώνονται συνεχώς, ήδη από την αρχή της τουρκικής κυριαρχίας. Όλες όμως, εξαιτίας του τοπικού τους χαρακτήρα, της έλλειψης απαραίτητων μέσων και συλλογικής προσπάθειας, καταπνίγονται από τους Οθωμανούς γρήγορα στο αίμα. Κάθε προσπάθεια μοιάζει μάταια. Κάθε ελπίδα διαψεύδεται από την πραγματικότητα ενός Έθνους ανέτοιμου, διαιρεμένου και ηθικά καταρρακωμένου.

Θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς. Τετρακόσια χρόνια δοκιμασίας, ζυμώσεων και διεργασιών, μέχρις ότου οι συνθήκες για την ανασύνταξη του Γένους ωριμάσουν. Σ’ αυτήν συντελούν οι Έλληνες έμποροι που διαπρέπουν στις παροικίες του εξωτερικού, η εμφάνιση της ελληνικής αστικής τάξεως και η γενικότερη οικονομική άνοδος που παρατηρείται από τα τέλη του 18ου αιώνος. Χάρις την μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, οι Έλληνες λόγιοι, με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή, γίνονται μέτοχοι των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και τις μεταλαμπαδεύουν στους υπόδουλους συμπατριώτες τους. Το παράδειγμα της γαλλικής επαναστάσεως, η στροφή της ευρωπαϊκής διανόησης προς την αρχαία Ελλάδα, η ανάπτυξη του πνευματικού κινήματος του ρομαντισμού και η γέννηση του κινήματος του φιλελλήνων αποτελούν καταλύτες για τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών στον ελλαδικό χώρο.

 

Αδαμάντιος Κοραής: «Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».


Όλα αυτά προκαλούν την αφύπνιση του ελληνικού εθνικισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να ανθίσει, ένα ισχυρό εθνικοεπαναστατικό ιδεολογικό ρεύμα, ένα ρεύμα που διαπερνά όλο το κοινωνικό φάσμα. Άνθρωποι που ανήκουν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις, με διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα, βρέθηκαν να συμφωνούν στο βασικό, να φύγουν οι Τούρκοι.[7]

Προς τον σκοπό αυτόν δραστηριοποιείται και η Φιλική Εταιρία. Επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση, η οποία ιδρύεται στην Οδησσό το 1814 και αποβλέπει στην προσεχή κι ολοκληρωτική απελευθέρωση του Έθνους[8]. Οι μυημένοι φιλικοί αναλαμβάνουν την οργάνωση του αγώνα, την εξεύρεση χρημάτων και πολεμοφοδίων, την ενημέρωση και στρατολόγηση του λαού, καθώς επίσης και την αναπτέρωση του ηθικού του. Παράλληλα αναζητούν την προσωπικότητα που θα ηγηθεί του αγώνος.

Ο Αρχηγός βρίσκεται στο πρόσωπο του Υπασπιστή του Ρώσου Τσάρου: του Πρίγκιπα, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο αγνός πατριώτης ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της Εταιρίας, απαρνούμενος ταυτόχρονα το αξίωμα που κατέχει, τα πλούτη, τις ανέσεις, την υψηλή κοινωνική του θέση και φυσικά την ίδια του την ζωή. Μαζί του σπεύδουν, με προθυμία, ενθουσιώδεις νέοι απ’ τις κοινότητες του εξωτερικού. Τους γενναίους αυτούς άνδρες, οι οποίοι προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη κι επάγγελμα, ενώνει η εθνική πίστη και το πάθος της λευτεριάς. Γρήγορα συγκροτούν την πρώτη ισχυρή επαναστατική δύναμη, που αριθμεί 1600 περίπου, αποφασισμένους μαχητές.

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβαίνει τον Προύθο.


Την 24η Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης με τους μαχητές του εισβάλλει στο Ιάσιο της Μολδαβίας κηρύττοντας την ελληνική επανάσταση! Η ένθερμη του προκήρυξη καλεί τους Έλληνες να προστρέξουν στα όπλα! Ζητά από τους πλουσίους να συνεισφέρουν οικονομικά, από τους ιερείς να εμψυχώσουν, από τους κατέχοντες δημόσια αξιώματα στο εξωτερικό να θέσουν το ελληνικό ζήτημα επί τάπητος στις μεγάλες δυνάμεις!! Για όσους ανταποκριθούν στο καθήκον υπόσχεται ως βραβείο Δόξα και τιμή. Για εκείνους που κωφεύουν από δειλία ή συμφέρον στο κάλεσμα της Ελλάδος, προειδοποιεί πως αυτή: «Θέλει αποκηρύξη αυτούς ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και την κατάραν των μεταγενεστέρων». Κλείνει προτρέποντας τους αγωνιστές να μιμηθούν τις πράξεις των αρχαίων τους προγόνων ως: «Εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών». Σκοπός της επανάστασης ορίζεται η εξολόθρευση του εχθρού: «..με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου»[9].

 

Η πρώτη σημαία της επανάστασης που υιοθέτησε ο Υψηλάντης λαμβάνοντας πιθανόν  υπόψη του την άποψη του Ρήγα όπως διατυπώθηκε στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα το 1797: «Το κόκκινον σημαίνει σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύραν και την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας. Το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον.»


Τα σχέδια του, ωστόσο, στη Μολδοβλαχία δεν ευδοκιμούν. Σύντομα η προδοσία κάνει την εμφάνισή της. Οι σύμμαχοι Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι, μετά την καταδίκη του κινήματος από τον Τσάρο, διαχωρίζουν τη θέση τους. Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ στην Πόλη, υπό την πίεση του Σουλτάνου αφορίζει τον Υψηλάντη. Ο ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης ξεσηκώνει τους ανώτερους κληρικούς και τον λαό εναντίον των επαναστατών. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται οι πρώτες έριδες και προστριβές μεταξύ των αρχηγών. Επικρατεί απειθαρχία και πτώση του ηθικού. Εν τέλει, η διάλυση, επέρχεται εξαιτίας της προδοσίας και της διχόνοιας, πριν καν την αναμέτρηση με τον εχθρό. Ωστόσο οι νέοι του Ιερού Λόχου αρνούνται πεισματικά να διασκορπιστούν. Πρόκειται για αδιάλλακτους επαναστάτες που έχουν ως πρότυπο τους τον Ιερό Λόχο των αρχαίων Θηβαίων. Φορούν μαύρη στολή και φέρουν ευδιάκριτο το σύμβολο της νεκροκεφαλής, που σήμαινε τον φοβερό τους όρκο, να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τον Ιούνιο του 1821, στο Δραγατσάνι θα τον τηρήσουν μέχρι τέλους.[10].

Η φωτιά, όμως, έχει ανάψει και επεκτείνεται στην Πελοπόννησο. Εκεί οι συνθήκες είναι περισσότερο ευνοϊκές. Οι πρώτες αψιμαχίες αρχίζουν στην ύπαιθρο, στα κάστρα της Πάτρας, της Πύλου, της Μεθώνης, της Καλαμάτας, της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου. Οι αρχικές επιτυχίες κάνουν τους Έλληνες να αναθαρρήσουν. Αποδεικνύεται πως οι Τούρκοι δεν είναι ανίκητοι. Την 23η Σεπτεμβρίου 1821, ύστερα από μακροχρόνια πολιορκία, η ελληνική σημαία κυματίζει στην Τριπολιτσά, στο κεντρικό στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο των εχθρών. Η εκδίκηση για εγκλήματα αιώνων είναι σκληρή. Οι Τούρκοι σφάζονται ανηλεώς[11] για τρεις ημέρες... Με τον τρόπο αυτόν η Πελοπόννησος σχεδόν απελευθερώνεται. Ο αρχικός ενθουσιασμός μεταβάλλεται πλέον σε σιγουριά για την τελική Νίκη.  

 

Η άλωση της Τριπολιτσάς.


Ακολουθούν νέες μάχες. Λεβίδη, Βαλτέτσι και Γράνα. Η επανάσταση μεταδίδεται και στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, και τα νησιά. Η φυλή βρίσκεται σε πολεμικό πυρετό. Οι μπουρλοτιέρηδες, σπέρνουν τον θάνατο και τον πανικό στον Οθωμανικό στόλο. Στις 6 Ιουνίου του 1821, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, εκδικείται τις άνανδρες σφαγές των αμάχων της Χίου με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας. Τον Ιούλιο του 1822, στα Δερβενάκια, ο Θ. Κολοκοτρώνης με τους ατάκτους του, καταστρέφει την τεράστια στρατιά του Δράμαλη και εξοπλίζει τους επαναστάτες. Ο σουλτάνος τα έχει χαμένα. Φοβάται τα χειρότερα, καθώς βλέπει τους επαναστάτες να προχωρούν ακάθεκτα και να κερδίζουν τη συμπάθεια όλης της Ευρώπης. Άφωνη, η ευρωπαϊκή ήπειρος, παρατηρεί με έκπληξη τους ανδρείους Έλληνες να συντρίβουν τον στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Νοταράς, Πλαπούτας, Μακρυγιάννης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Διάκος, Κατσαντώνης, Νικηταράς, Μιαούλης, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, και άλλοι οπλαρχηγοί, αναδεικνύονται πανάξιοι ηγέτες και Ήρωες. Τους ακολουθούν χιλιάδες ανώνυμοι που με αυταπάρνηση αποφασίζουν να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, συνοψίζοντας τη θέλησή τους στην φράση-σύνθημα: Ελευθερία ή θάνατος!

Ο όχλος, όμως, είναι ασταθής και μεταβάλλει εύκολα τη στάση του κατά την διάρκεια του αγώνος. Οι ραγιάδες, πότε προβαίνουν σε πράξεις αυτοθυσίας και πότε υποκύπτουν κι αναζητούν τη σωτηρία με τον πιο απεχθή τρόπο. Κάποιοι συνεργάζονται με τον Οθωμανό και προσπορίζονται πλούσια οφέλη, καταδίδοντας τους ηρωικούς αγωνιστές. Πρόκειται για τους συμφεροντολόγους πραγματιστές της εποχής εκείνης, ανθρώπους που δεν έχουν συνειδητοποιήσει την αποστολή τους και δεν διστάζουν να γίνουν οι νέοι Εφιάλτες του Ελληνισμού.  Οι τραγικές τους φιγούρες θα αποτελούν για πάντα τη μαύρη σκιά της ιστορίας.

Το 1823, ενώ η μέχρι τότε πορεία του αγώνος ήταν νικηφόρα, η κατάρα της φυλής, ο διχασμός, έκανε την εμφάνισή του. Οι πολιτικοί, που υποστηρίζονται από τους παλαιούς άρχοντες και την τάξη των πλουσίων, στρέφονται εναντίον των στρατιωτικών, διότι φοβούνται την αυξανόμενη δημοφιλία και επιρροή που αποκτούν στον λαό. Ομιλούν, αναφερόμενοι σ’ αυτούς, για «κόμμα της μαχαιροκρατίας» και συγκροτούν ενόπλους για να τους αντιμετωπίσουν. Οι οπλαρχηγοί πάλι αρνούνται να πειθαρχήσουν στους πολιτικούς, τους οποίους περιφρονητικά αποκαλούν «καλαμαράδες». Θεωρούν πως τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι ίδιοι μιας και είναι αυτοί που ρισκάρουν στα πεδία των μαχών. Έτσι αρχίζει ο αλληλοσπαραγμός, που δίνει στον εχθρό τον απαιτούμενο χρόνο να ξεπεράσει τον αρχικό αιφνιδιασμό και να σχεδιάσει την αντεπίθεση του.

Αργότερα, ενώ η επανάσταση περνά δύσκολες ώρες, ο εμφύλιος μεταξύ Πελοποννήσιων και Στερεοελλαδιτών, φουντώνει και λαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις . Επιπλέον η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο απ’ τις παρεμβάσεις των ξένων, που για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μας διαιρούν περαιτέρω με κόμματα, τα οποία φέρουν ξεδιάντροπα τους τίτλους: «Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό».

Η επανάσταση κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα. Το Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου αποβιβάζεται με τα στρατεύματα του στον Μοριά. Οι Έλληνες λιγοψυχούν και τα χωριά το ένα μετά το άλλο παραδίδονται άνευ όρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, όλοι ελπίζουν σε έναν μόνο άνθρωπο, τον Γέρο του Μοριά, ο οποίος ήδη εκτίει την πρώτη του θητεία στη φυλακή. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, υπό τη λαϊκή, πίεση εξαναγκάζεται να τον αποφυλακίσει μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Η κατάσταση ωστόσο είναι ήδη απογοητευτική. Ο αιγυπτιακός στρατός έχει καταβάλει τους κουρασμένους από τον εμφύλιο Έλληνες. Επικρατεί γενική ταραχή και τρόμος. Οι κατά παράταξιν μάχες χάνονται και η εμπιστοσύνη στους αρχηγούς κλονίζεται. Η Τριπολιτσά πέφτει στα χέρια των εχθρών, ο λαός καταφεύγει στα βουνά, ενώ επαρχίες ολόκληρες προσκυνούν[12]. Τώρα, όμως, θα μιλήσουν οι ψυχές των εκλεκτών.

12 Ιουνίου, έξω από το Ναύπλιο στην θέση «Αφεντικοί μύλοι», ο Ι. Μακρυγιάννης με ανεπαρκείς δυνάμεις, διεξάγει κρίσιμη κι άνιση μάχη με τη στρατιά των Αιγυπτίων. Ο Γάλλος Ναύαρχος Δεριγνί, το προηγούμενο βράδυ, αφού επιθεώρησε τη διάταξη της μάχης και διαπίστωσε τις ελλείψεις, απαισιόδοξος για την έκβαση της θα εκφράσει τις ανησυχίες του. Η απάντηση του οπλαρχηγού θα εμψυχώσει και θα χαραχθεί για πάντα στη μνήμη των συμπολεμιστών του: «Είναι αδύνατες οι θέσεις και εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει. Κι αν ήμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραήμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει Έλληνες, πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαίοθεν ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…»[13]. Την επόμενη ημέρα ο λόγος του Στρατηγού θα επαληθευτεί στο ακέραιο. Η νίκη είναι περιφανής. Αποδεικνύεται ότι δεν έχουν χαθεί ακόμα όλα και το ηθικό των αγωνιστών αναπτερώνεται.

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης : «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».


Την ίδια ώρα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποφασίζει αλλαγή στρατηγικής. Ο πόλεμος μπαίνει στην δεύτερη φάση του, τον πόλεμο των ενεδρών ή κλεφτοπόλεμο. Από την ορεινή Στεμνίτσα, όπου έχει αποσυρθεί, γράφει επιστολές με οδηγίες προς κάθε κατεύθυνση. Έτσι γίνεται ο πρώτος Έλληνας Στρατηγός, ο οποίος, διατυπώνει τις θεωρητικές αρχές του κλεφτοπολέμου. Νύχτα και ημέρα, στα δάση και στα στενά, οι κακοντυμένοι Έλληνες χωρικοί ελλοχεύουν αναμένοντας τις εχθρικές φάλαγγες. Την κατάλληλη στιγμή ξεπηδούν από το πουθενά, ξεχύνονται ξαφνικά κι ορμητικά, χτυπούν αρειμανίως, αποδεκατίζουν ή και εξαφανίζουν τελείως τον εχθρό.[14].

Παράλληλα λαμβάνονται σκληρά μέτρα κατά όσων υποτάσσονται. «Η πατρίς κινδύνευε από το προσκύνημα», διηγείται στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. «Εγώ όπως εβγήκα εις τον Άγιο Γεώργιον, έγραψα γράμμα εις τον Γενναίον και τον Κολιόπουλο, και επετάχθηκαν εις το Λιβάρτζι, την επαρχίαν την προσκυνημένη και τους διέττατα, φωτιά και τσεκούρι εις τους προσκυνημένους! Τότε, έστειλε ο Μπραϊμης καταπατητάδες, να ιδεί που είμαι και τι ασκέρι έχω, κι έδωσε ενός ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια δια να μάθει που είμαι και να μου ριχτεί επάνω και εγώ τον έπιασα και έστειλα εις την δημοσιά και τον εκρέμασα, εις τα Καλάβρυτα, δυο ώρες απ’ έξω. Του κρέμασα κι ένα χαρτί που έλεγε το φταίξιμό του: Προδότης του Έθνους».

Η επανάσταση επίσης περνάει δύσκολες στιγμές. Στη Ρούμελη διεξάγεται σκληρός αγώνας κατά των πολλαπλάσιων στρατευμάτων του Κιουταχή Πασά. Αυτός, με την συνδρομή Ευρωπαίων μηχανικών, πολιορκεί συστηματικά το Μεσολόγγι, το προπύργιο της ελευθερίας των Ελλήνων. Η πάλη είναι άνιση. Οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία μολονότι τα εφόδια έχουν τελειώσει και οι δυνάμεις τους εξαντλούνται. Τελικά, την 10η Απριλίου του 1826 αποφασίζεται ηρωική έξοδος. Αποφασισμένοι για Ελευθερία ή θάνατο οι ήρωες εξορμούν. Από τους 5000 πολεμιστές και τους 800 αμάχους θα σωθούν λιγότεροι από 1300.

Όλες οι ελπίδες συγκεντρώνονται πια στον Γ. Καραϊσκάκη. Ο σπουδαίος οπλαρχηγός, υπερασπίζεται την Αττική και καταφέρνει να ενώσει υπό τις διαταγές του 11.000 ατάκτους. Για ένα έτος κρατάει καλά, πολεμάει ηρωικά, αντιστέκεται και επιτυγχάνει σημαντικές νίκες. Ο εχθρός παραμένει στάσιμος και πληρώνει βαρύ φόρο αίματος. Εν τούτοις, την 24η Απριλίου 1827, ο θρυλικός Αρχιστράτηγος τραυματίζεται θανάσιμα ύστερα από τυχαία συμπλοκή. Ο τραγικός του χαμός έχει άμεσες επιπτώσεις στο ηθικό των ανδρών. Χωρίς τον ατρόμητο και ιδιοφυή αρχηγό χάνουν το κουράγιο τους και οδηγούνται στην πανωλεθρία του Π. Φαλήρου που θα σημάνει την σχεδόν ολοκληρωτική καταστολή της επανάστασης στη Στερεά[15].

 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γνωστός για την αθυροστομία του το 1823 έστειλε την εξής απάντηση στον Μαχμούτ Πασά: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον μπούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»

Τα νέα μαθαίνονται στην Πελοπόννησο, όπου ένα νέο μεγάλο κύμα προσκυνήματος πάει να καταπνίξει τον αγώνα. Το μέλλον τώρα φαίνεται σκοτεινό. Η αναπάντεχη ναυμαχία του Ναβαρίνου, την 8η Οκτωβρίου 1827, μεταξύ του Τουρκοαιγυπιακού στόλου και του ενωμένου στόλου της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, σώζει τελευταία στιγμή την κατάσταση. Οι μεγάλες δυνάμεις επιβάλουν στους Οθωμανούς ανακωχή κι αποφεύγουμε τα χειρότερα.  

Όμως τα πράγματα εξακολουθούν να είναι κρίσιμα. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα εμφύλια μίση, η έλλειψη πόρων και πολεμοφοδίων, η εξουθένωση απ’ τις κακουχίες ετών, η ανυπακοή των στρατιωτών, προπάντων η διάλυση κάθε οργάνωσης μας οδηγούν στην αναρχία και το χάος. Όλοι πλέον ελπίζουν στον νέο κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος, άμα τη αφίξει του, αρχές του 1828, προβαίνει στη διάλυση της βουλής και λαμβάνει στα χέρια του απόλυτη εξουσία.

Ο κυβερνήτης αγωνίζεται για την οργάνωση του κράτους και την ανακούφιση των κατοίκων από την πείνα και τις ασθένειες. Τα προβλήματα, με τα οποία είναι αντιμέτωπος, είναι πολλά και περίπλοκα. Οι αντιδράσεις και οι μεθοδεύσεις των πολιτικών του αντιπάλων, αποτελούν το ανάχωμα στην προσπάθεια που καταβάλει. Παρά τον πόλεμο, όμως που δέχεται, είναι αποφασισμένος και το έργο του είναι σημαντικό και ουσιώδες. Στην εξωτερική του πολιτική  εκμεταλλευόμενος τη διεθνή συγκυρία του νέου Ρωσσοτουρκικού πολέμου και τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, εργάζεται συστηματικά,  για να πετύχει ότι είναι δυνατό κάθε φορά. Οι εξελίξεις τον δικαιώνουν. Τελικά, την 30η Φεβρουαρίου 1830 υπογράφεται στο Λονδίνο το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας που θα ανοίξει τον δρόμο για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού. Τοιουτοτρόπως η εποποιία του 1821 ολοκληρώνεται με αίσιο αποτέλεσμα...

 


     

  Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας: «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».

 

Δυο αιώνες μετά, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ εμπρός στο μεγαλείο της αυτοθυσίας των Ηρώων. Συγκίνηση πλημμυρίζει την ψυχή μας και υπερηφάνεια για τους προγόνους, καθώς υπεράνω της ζωής τους έθεσαν το καθήκον για την πατρίδα. Ο ανιδιοτελής ηρωισμός, η συνειδητή θυσία, η προσφορά τους στο έθνος αποτελεί αιώνιο παράδειγμα. Το αίμα τους θα μας υπενθυμίζει την ακριβή τιμή της ελευθερίας.

Όμως, ο καλύτερος φόρος τιμής προς τους πεσόντες είναι η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για εθνική ενότητα και η περιφρούρηση της. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως οι 600.000 νεκροί του αγώνα, δικαιώθηκαν μόνο εν μέρει. Οι διχόνοιες, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι έριδες, ο φατριασμός, παραλίγο να οδηγήσουν τον αγώνα σε αποτυχία με ανυπολόγιστες συνέπειες αφού οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, καθώς και την αντικατάστασή τους με ασιατικούς πληθυσμούς. Η εμφύλια διαμάχη στέρησε από το Έθνος την πραγματοποίηση της εθνικής ολοκλήρωσης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ήταν εδαφικά περιορισμένο, οικονομικά και στρατιωτικά ανίσχυρο και είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Απαιτήθηκαν νέοι αιματηροί αγώνες για να φτάσουμε τα όρια της σημερινής επικράτειας.


 



Ας αποδώσουμε, λοιπόν, την προσήκουσα βαρύτητα στην παρακαταθήκη που μας άφησε ο γέρος του Μοριά από την Πνύκα στον ιστορικό του λόγο το 1838.

«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα».

 

«Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια».

 

 

Παραπομπές-πηγές: 


[1] Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ήλιος, τόμος ΕΛΛΑΣ σελ. 327

[2] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία, σελ. 49

[3] Ανωνύμου Έλληνος, Ελληνική  Νομαρχία σελ 108.

[4] ενθ’ ανωτ. σελ 43

[5] Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σ. Τρικούπης σελ. 17

[6] ομοίως σελ. 97

[7] Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, τ 11 σελ. 41

[8] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία σελ157

[9] Η Προκήρυξη του Υψηλάντη, εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων.

[10] Εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, σελ 161

[11] Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως τα β’

[12] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία και σύγχρονη, σελ.192

[13] Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Μέρμυγκας σελ. 6

[14] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία και σύγχρονη, σελ.193

[15] ενθ. ανωτ. σελ.195


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.


Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Διονυσίου Σολωμού. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι του Ραδιοφωνικού θεάτρου, απόψε με αφορμή την Εθνική Εορτή θα σας παρουσιάσω ένα έργο περίεργο και αινιγματικό. Πρόκειται για τη Γυναίκα της Ζάκυθος, του μεγάλου εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ένα συγκλονιστικό έργο, γραμμένο στον αχό της επανάστασης.





 Έχουμε να κάνουμε με ένα από τα κορυφαία έργα του νεοελληνικού λόγου. Έργο αινιγματικό όπως είπαμε, που δε μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους σκεπτόμενους αναγνώστες.

 Ο Σολωμός δούλεψε επτά χρόνια το έργο, η πρώτη επεξεργασία του έγινε την περίοδο 1826-1829, η δεύτερη μεταξύ των ετών 1829-1833 και η τρίτη απόπειρα το 1833 με σκοπό την έκδοση του έργου, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Το έργο έμεινε στα αζήτητα περίπου 100 χρόνια και τελικά το ανακάλυψε και το εξέδωσε ο Κώστας Καιροφύλας, το 1927. Παρένθεση στην περιπετειώδη εκδοτική ιστορία του αποτελεί η απόρριψη του από τον Πολυλά, στην πρώτη έκδοση του ποιητή το 1859, με το αιτιολογικό ότι τα διασωθέντα μέρη ήταν ακατάλληλα για το αναγνωστικό κοινό. Πιθανολογείται όμως ότι δεν επέτρεψε την έκδοση του ο αδερφός του ποιητή Δημήτριος. Το έργο παρέμεινε ανολοκλήρωτο, καθώς λείπει η τελική επεξεργασία.


Ο Διονύσιος Σολωμός


 Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο μοναδικό, θεμελιακό και ανεπανάληπτο με έντονα διδακτικές, πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις. Παρά την έλλειψη τελικής επεξεργασίας, φέρει πάνω του ακεραία τη σφραγίδα της σπουδαίας ποίησης του Σολωμού. Πρόκειται επιπλέον για μία διδακτική ιστορία που παρουσιάζει το ελληνικό έθνος εν τη γεννέσι του βαθιά διασπασμένο και αντιφατικό. Με αυτό το έργο επιχειρείται ένα μεγάλο ξεκίνημα στη λογοτεχνία.

 Το έργο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το Λάμπρο. Σύμφωνα με την άποψη του Λίνου Πολίτη, νομίζει κανείς ότι ο Σολωμός έγραψε τα δύο έργα για να απαλλαγεί μία και καλή από το φόβο που έπρεπε να πληρώσει προς την εποχή του. Τα θέματα που πραγματεύεται το έργο είναι δύο: η σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και η δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγίου που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί της Ζακύνθου, που έχουν καταφύγει για να γλιτώσουν από τους Τούρκους.

 

Η υπόθεση του έργου:

 Τόπος της αφήγησης είναι η Ζάκυνθος και χρόνος το 1826 (όταν οι Τούρκοι πολιορκούν το Μεσολόγγι). Ο αφηγητής, η persona του συγγραφικού υποκειμένου, είναι ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και βλέπει διδακτικά οράματα. Ο τόνος της φωνής του είναι βιβλικός (θυμίζει τον λόγο της Aποκάλυψης) και η αφήγησή του συχνά αλληγορική.

 Το έργο συντίθεται από δύο διαπλεκόμενα θέματα: τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγιού που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί που κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκας της Ζάκυθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της.

 Στη δεύτερη επεξεργασία ο Σολωμός σχεδίαζε ανάμεσα στα άλλα να αναπτύξει και το θέμα της αναστάτωσης που έφεραν στον λαό της Ζακύνθου τα νέα για την πορεία της Επανάστασης. Στην τρίτη επεξεργασία σχεδίαζε να ανατρέψει τελείως την υπόθεση με την εμφάνιση του Διαβόλου, του οποίου όργανο είναι η μισητή Γυναίκα, και να διευρύνει την προοπτική, έτσι ώστε η αφήγηση να εστιάζει σε μια γενικότερη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Aυτά και άλλα σχεδιάσματα δεν κατέληξαν ποτέ σε μια, έστω πρωτογενή, μορφή μετουσίωσης, αλλά έμειναν αιωρούμενα ανάμεσα στις ιταλικές σημειώσεις και σε λίγους μεμονωμένους ελληνικούς στίχους.

 

 


 


ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ. 

 Η Γυναίκα της Ζάκυθος σίγουρα ξεκίνησε ως σάτιρα εναντίων μιας συγκεκριμένης γυναίκας. Σταδιακά όμως θα λάβει καθοριστικές προεκτάσεις, παράλληλα θα γίνει θρήνος και προφητεία ή εφιαλτικό όνειρο. Είναι ένα οξύτατο πεζό σατιρικό έργο με ρεαλιστικά και βιογραφικά στοιχεία που δίνει το ίδιο το κείμενο. Πιθανόν η πρωταγωνίστρια να ανήκε στην κατηγορία των ευγενών πλουσίων του νησιού. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και ο Σολωμός υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ζακύνθου.

 Η σάτιρα του Σολωμού διασώζεται λόγω της διαπιστούμενης λογοτεχνικής αξίας της. Η εν λόγω σάτιρα υφίστατο ως κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος το 19ο αιώνα στη δυτική και βόρεια Ευρώπη, ενώ επιδίδονταν συχνά σε αυτή και οι Φαναριώτες. Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι λοιπόν ένα δραματικό-επικό ποίημα, αλλά και μια εφιαλτική σάτιρα σε πεζό λόγο. Το λογοτεχνικό είδος, δηλαδή, στο οποίο ανήκει είναι τυπικά πεζό (δεν εντάσσεται εύκολα σε κάποιο λογοτεχνικό είδος), μετεωρίζεται όμως ανάμεσα στο πεζό και στο ποιητικό, στη σάτιρα ή στο λυρικό έργο, στο όραμα ή στη ρεαλιστική αφήγηση. Κείμενο αίνιγμα, ειδολογικά μονήρες και ανολοκλήρωτο σαν γνήσια ποιητική σύλληψη.

 Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα ή ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, ποίημα σε πεζό, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου αλλά και «εθνικό» κείμενο. Το βέβαιο είναι ότι, έως σήμερα ακόμα κανείς χαρακτηρισμός δεν επικράτησε ευρέως και το κείμενο εξακολουθεί να παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό. Άλλωστε,  η ίδια η μορφή του κειμένου είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή και ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός.

 Σύμφωνα με το Δημήτρη Δημηρούλη: «H Γυναίκα της Ζάκυνθος αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την άσκηση του Σολωμού σε μια γραφή όχι μεικτή αλλά ιδιωματική . Μεικτή γραφή σημαίνει ανάμειξη των ειδών , ιδιωματική σημαίνει πορεία προς το άγνωστο, προς ένα λόγο που δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά δημιουργείται την στιγμή της αποτύπωσης του». Η ρυθμική οργάνωση στηρίζεται στην επανάληψη σχημάτων μορφο-συντακτικών παραλληλισμών και τονικών παραλληλισμών (σχήματα συντακτικών παραλληλισμών με την εμφατική χρήση του βιβλικού «Και» σε συνδυασμό με εκείνα του βιβλικού  τόνου). Σταθερός άξονας αναφοράς η αρχή της φωτοσκίασης παράδειγμα : το κεφάλαιο 5 τοποθετείται  σκοπίμως ανάμεσα στα 4 και 6 , τα οποία αποτελούν εκφάνσεις του Κακού, προκειμένου τα στοιχεία του κεφαλαίου 5 να αναδειχθούν ως φορείς υψηλού ήθους. Ενώ η τεχνική Αποστασιοποίησης επιτυγχάνεται με τον οραματικό- προφητικό χαρακτήρα  του κειμένου  και αποστασιοποιεί τον αφηγητή από όσα εκθέτει.

 Το νόημα του έργου είναι κρυμμένο, αρκετοί προσπάθησαν να δώσουν την εξήγηση Για το έργο υπήρξαν δύο κύριες ερμηνευτικές σχολές: Η αλληγορία με στόχευση την πολιτική (θα αναφερθούμε παρακάτω) και η σάτιρα που μπορεί να ξεκινά από ένα πρόσωπο επεκτείνεται όμως και ακτινοβολεί πιο μακριά και υψώνεται σε μία σφαίρα καθολική. Η σύνδεση με το πραγματικό πρόσωπο της γυναίκας  , δεν ενδιαφέρει καν, είναι εντελώς χαλαρή. Με τη δεύτερη άποψη συμφωνεί και ο Λίνος Πολίτης.

 Ο Σολωμός εκφράζεται μέσα από μία ρέουσα και στιβαρή δημοτική και φιλοδοξεί να μιλήσει για την αρχέτυπη σύγκρουση καλού και κακού. Πλάθει ένα σύμπαν που θυμίζει αποκάλυψη: τρέμει η γη, ο αέρας γεμίζει αστραπές. Ο αφηγητής χάνει στιγμιαία τη φωνή του, ενώ ακούει φωνές που μιλούν για εκδίκηση θεού. Για πρώτη φορά ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του στον εαυτό του για να καταλάβει τι τον φοβίζει. Υπαρξιακά θέματα προκύπτουν μέσα από το πνεύμα του Ιερομόναχου. Τον ανησυχεί ο ορισμός του καλού και του κακού, η πάλι δικαίου και αδίκου , ελευθερίας και τυραννίας.

  Ας δώσουμε το λόγο στο σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη, που σκηνοθέτησε την παράσταση που ερμήνευσε η Όλια Λαζαρίδου, και ανέβασε το καλοκαίρι του 2014 (το ανέβασε δραματοποιημένο σε 30 αρχαία θέατρα ή αρχαιοελληνικά μνημεία της χώρας, καθώς επίσης και σε μία παράσταση στις Βρυξέλες) : «Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι για μένα μια απόπειρα του Σολωμού να αντιμετωπίσει το Κακό –επειδή και ο ίδιος, ένας αγνός άνθρωπος, φοβάται το Κακό, τον κακό άνθρωπο. Φοράει, λοιπόν, τη μάσκα του ιερομόναχου Διονυσίου και πίσω από αυτήν και τη χριστιανική μυθολογία της αγάπης νιώθει δυνατός να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Μπαίνει μέσα στο σκοτάδι για να βγάλει το Κακό στο φως και να το εξουδετερώσει.

 Γιατί όταν έρθουμε αντιμέτωποι με το Κακό, π.χ. με τη βία, κάνουμε εντελώς φυσικά ένα βήμα πίσω, μας παγώνει, μας τρομάζει. Μόνο που το Κακό ανήκει στη φύση των πραγμάτων, έχει ρόλο που παίζει, δεν μπορείς να το απομονώσεις και να το αποκλείσεις, πρέπει να το δεις στα μάτια. Και να μην το φοβηθείς. Γιατί αν το φοβηθείς και δεν αντιδράσεις για να το αντιμετωπίσεις, σημαίνει ότι το αποδέχεσαι, ότι παίζεις το παιχνίδι του. Πας με το μέρος του Κακού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος γι' αυτό μιλεί, για την πάλη του Καλού και του Κακού».

 Ο Σολωμός συγκινεί βαθιά τον Δήμο Αβδελιώδη. «Είναι από τους λίγους ποιητές που μπόρεσαν να δουν τις διάφανες ψυχές των ανθρώπων. Το ξαναλέω, να δει τις ψυχές, το ενεργειακό φάσμα των ανθρώπων. Όταν γράφει για το παιδάκι που πέθανε (Η Ψυχούλα), όντως "βλέπει" την ψυχή του παιδιού να πηγαίνει στον ουρανό – μου θυμίζει εκείνο τον πίνακα του Γκρέκο, την "Ταφή του κόμητα Οργκάθ" όπου η ψυχή του νεκρού αποδίδεται ως έμβρυο. Δηλαδή, είναι μια γέννηση ο θάνατος.

 Θέλω να πω ότι υπάρχουν άνθρωποι, δημιουργοί όπως ο Γκρέκο κι ο Σολωμός, που διακρίνουν τις βαθιές ποιότητες των πραγμάτων, που οι πολλοί, εμείς, δεν είμαστε σε θέση να δούμε. Βλέπουν την όντως πραγματικότητα, που είναι μαγική και ασύλληπτη. Γι' αυτό και είναι δυσεξήγητος μερικές φορές ο Σολωμός, γιατί εμείς δεν είμαστε σε θέση να διεισδύσουμε στον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλά δες πώς ξεκινάει: μετρώντας πόσοι είναι οι δίκαιοι και πόσοι οι άδικοι στον κόσμο. Και μετρώντας τους δίκαιους, βρίσκει ότι αντιστοιχούν στα τρία δάχτυλα τους ενός χεριού, ενώ οι κακοί είναι αναρίθμητοι. Το Κακό είναι άπειρο. Ωστόσο, όσο λίγοι κι αν οι είναι οι καλοί, η δύναμή τους είναι πολύ μεγάλη. Όπως μια μικρή πηγή φωτός διαλύει αμέσως το σκοτάδι!» λέει ο σκηνοθέτης.


Χειρόγραφο του Δ. Σολωμού από το έργο

 


Η  ¨Γυναίκα¨.

 Η πρωταγωνίστρια ενσαρκώνει το κακό, όχι ως φιλοσοφική έννοια ούτε ως ένα μυθικό ον, αλλά το κακό ως καθημερινή πράξη, ως απτή ανατριχιαστική απόδειξη ότι οι χειρότερες των προθέσεων μπορεί να κατοικούν στα πιο ασήμαντα πράγματα, που κατοικούν και αναπνέουν δίπλα μας.

 Η γυναίκα αυτή ακόμη και σήμερα ιρντριγκάρει, το κείμενο ασκεί μια γοητεία και κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί. Το σώμα της και η ψυχή της είναι συνδεδεμένα με μια δύσμορφη σατανική συζυγία, ο Σολωμός τα προβάλλει αυτά αφηγηματικά και όχι δραματικά. Η σατανική ζακυνθινή γυναίκα έχει μια εσωτερική και εξωτερική ασχήμια, που τη μετατρέπει σε λάγνο όργανο του διαβόλου, οδηγώντας την ταυτόχρονα στην αυτοκαταστροφή.

 Η αποκρουστική της όψη συνδυάζεται με τη μεγάλη ιδέα που έχει για την αφεντιά της, ενώ δεν υπάρχει αρνητική σκέψη που να μην περνάει από το μυαλό της και προσβλητική φράση που να μην εκστομίζεται από το στόμα της. Τα βράδια ονειρεύεται «φούρκες, φυλακές, Τούρκους που νικάνε και Γραικούς που σφάζονται.» Τις μέρες ηδονίζεται να ταπεινώνει και να βρίζει, όσους έχουν την ατυχία να πέσουν στην ανάγκη της. Ακόμη και τις δύσμοιρες Μεσολογγίτισσες  που φτάνουν στη Ζάκυνθο, ζητώντας ελεημοσύνη για τους εγκλωβισμένους άντρες τους. Η γυναίκα αυτή είναι η σκοτεινή φύση του ανθρώπου, η πιο δαιμονική ενσάρκωση του καλού και του κακού, η προσωποποίηση του φθόνου και της κακίας. Η άβυσσος της ψυχής μας που αντανακλά στις περιστάσεις, που μαίνεται, ουρλιάζει, ξεβράζει και σαρώνει. Έτσι μέσα σ’ αυτό το πρίσμα έχουμε μία αντιδιαστολή των δυνάμεων του καλού και του κακού, καθώς ο Ιερομόναχος είναι ο φορέας του θεού και η Γυναίκα του διαβόλου, ο Λαός και οι Μεσολογγίτισσες αντιδιαστέλλονται επίσης με τη γυναίκα.

 Ένα εφιαλτικό γαϊτανάκι στήνεται γύρω από τη Γυναίκα: κόρη, πεθαμένη μάνα, πατέρας της (έρχονται να την καταδιώξουν), φέρετρα που ανοίγουν, σάρκες που σαπίζουν, μιλιούνια μύγες που κάθονται πάνω σε φιδίσια μαλλιά και ματωμένα σεντόνια, λείψανα, μισοσκοτωμένα πουλιά, λυσσασμένοι χήροι και στο τέλος μια αυτοκτονία. «Κι εσηκώθηκα και εκεί οπίσω από τον καθρέφτη, και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε». Ίσως η ζοφερή φύση της να προσφέρεται στην ασύλληπτη εξωτερική ασχήμια της που την οδηγεί στην αντανάκλαση του εαυτού της: νέα γυναίκα με θωριά γεροντική, φαγωμένη από το χτικιό, με στήθη σαν καπνοσακούλες, δόντια μισοσαπισμένα, μάτια ολόμαυρα που «εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε όπου δεν ήταν».

 Αν και η Γυναίκα δεν είναι ηθογραφικό αντικείμενο, εντούτοις χρησιμοποιεί πολλά ηθογραφικά στοιχεία για να διευκολύνει την επικοινωνία μέσω καλύτερης κατανόησης. Επιχειρείται επομένως μια ρεαλιστική ηθογραφία με σαφή, όμως, κοινωνικό προσανατολισμό.



 


Ο ¨Ιερομόναχος¨.

 Ο Ιερομόναχος είναι ο αφηγητής του ποιητικού έργου, αντιμέτωπος με το θηλυκό τέρας. Μέσα από αυτόν μπαίνουμε απευθείας στον κρυπτικό, μεταφυσικό, ρομαντικό, θολό και ερεβώδη κόσμο του Διονυσίου Σολωμού. Προσπαθεί να δει μέσα στην ψυχή της, καθώς είναι εγκατεστημένος στο ξωκλήσι του Αγίου Λυπίου, όπου αναβλύζει η κακία του σατανά, έστω ένα μικρό καλό.

 Η Γυναίκα καταδιώκει τον Ιερομόναχο ώστε την βλέπει στα όνειρα του, για την ακρίβεια στο όραμα του, πίσω από μια εκκλησία που τον τυλίγουν οι αναθυμιάσεις του λιβανιού. Η μεταφυσική αγριότητα του οράματος είναι μοναδική όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Μπωντλέρ θα απαντήσει στο κείμενο ότι το κακό γίνεται χωρίς προσπάθεια, με φυσικότητα, είναι «πεπρωμένο».

 

Οι Μεσολογγίτισσες.

 Αντίθετα οι Μεσολογγίτισσες, ψυχές βασανισμένες και αγνές, πατριώτισσες και αγωνίστριες για τη ζωή, όσο το επιτρέπουν βέβαια οι πενιχρές δυνάμεις τους, είναι γεμάτες αξιοπρέπεια και περηφάνια. Δεν βγαίνουν στη ζητιανιά μονάχα όταν εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα να επιζήσουν αυτές και τα παιδιά τους, και μαζί τους οι πολιορκημένοι αγωνιστές της πατρίδας τους. Μόνο όταν η ανάγκη έφτασε στο απροχώρητο και η πείνα τις έστω παραπάνω βγήκαν μέρα μεσημέρι στη ζητιανιά, αφήνοντας στην άκρη κάθε αίσθημα ντροπής.

 Μα και πάλι δεν ζήταγαν τη βοήθεια των άλλων σαν συνηθισμένες ζητιάνες, αλλά σαν άνθρωποι έντιμοι, και αξιοπρεπείς που έδειχναν ότι πάλευαν για ένα σπουδαίο σκοπό, την ελευθερία της πατρίδας τους. Έτσι δε ξεπέφτουν στα μάτια του απλού λαού που σπεύδει να βοηθήσει όσο του είναι δυνατόν. Αλλά δεν φτάνει κι έτσι οδηγούνται και στις πόρτες των αρχόντων.

 Οι Μεσολογγίτισσες, λοιπόν, αποτελούν σύμβολα ανθρωπιάς και πατριωτισμού, που αγωνίζονται για τον λαό τους, που πονούν και πάσχουν για το ρημαγμένο τους τόπο που δεν ξέρουν αν θα ξαναδούν ποτέ, για τις διαλυμένες ζωές των συνανθρώπων τους. Γεμάτες καλοσύνη και χριστιανική εγκαρτέρηση, φαίνεται ότι στο τέλος συγχωρούν το σκληρό και αποτρόπαιο τερατόμορφο πλάσμα. Και αυτό το κάνουν παρά τις βαριές και απάνθρωπες προσβολές που δέχτηκαν από αυτό.

 

Ο Μάνος Κατράκης στην αφήγηση



Απόψεις για το έργο.

Θα επικεντρωθούμε, πριν κλείσουμε την ανάλυση μας για τη Γυναίκα της Ζάκυθος στις απόψεις τεσσάρων μελετητών για το έργο: Του Κώστα Καιροφύλα, του Γιώργου Βαλέτα, του Μαρίνου Σγουρού και του Νικόλαου Τουμαδάκη.

Ο Κώστας Καιροφύλας βλέπει στο πρόσωπο της Γυναίκας προσωποποιημένη την αγγλική προστασία. Προσπαθεί να αποδώσει τα χαρακτηριστικά με αλληγορικό, σατιρικό τρόπο. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σχεδόν ρεαλιστική και συνάμα γελοιογραφική απόδοση των χαρακτηριστικών της ηρωίδας. Η άποψη πρέπει να απορριφθεί. Πουθενά δε διαφαίνεται ταύτιση της Γυναίκας της Ζάκυθος με την αγγλική προστασία. Δε θα δίσταζε ο Σολωμός να αφήσει να διαφανεί κάτι τέτοιο, αν το είχε στο μυαλό του. Το έκανε στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

Ο Βάρναλης είδε στο πρόσωπο της Γυναίκας την ξεπεσμένη αριστοκρατία της Ζακύνθου. Αυτή διέκειτο εχθρικά σε κάθε επαναστατικό κίνημα και την απόσχιση από την αγγλική κυριαρχία. Στο πρόσωπο του Ιερομόναχου Διονύσιου βλέπει ένα νέο επαναστατικό, ηθικό κόσμο.

Ο Μαρίνος Σγουρός τα βλέπει αλλιώς, πρόσωπο της πρωταγωνίστριας είναι η γυναίκα του αδερφού του συγγραφέα Ροβέρτου Σολωμού. Υπαρκτό πρόσωπο, με την υποκίνηση του οποίου άρχισε η δικαστική περιπέτεια που έφθειρε σιγά σιγά το Σολωμό και το έργο του. Τέλος ο Νικόλαος Τουμαδάκης αναφέρεται σε μια καταραμένη μάνα, άλλο υπαρκτό πρόσωπο από τη Ζάκυνθο, την κόρη του Στέφανου Μεσάλα.

 

Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης:



Το βιβλίο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ:

https://www.openbook.gr/i-gynaika-tis-zakythos/ 


Διαβάζουν ο Μάνος Κατράκης, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Μαρία Σκούντζου και ο Φοίβος Ταξιάρχης

Ραδιοσκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος


Η Ελένη Χατζηαργύρη


 

Πηγές:

Δημήτρης Αγγελάτος, Το έργο του Διονυσίου Σολωμού και ο κόσμος των λογοτεχνικών ειδών, Gutenberg, Αθήνα 2009.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Ε. Ζούγρου-Α. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

https://reviewtheatre.wordpress.com/category/η-γυναίκα-της-ζάκυθος/

https://www.lifo.gr/various/i-gynaika-tis-zakythos-i-koinotopia-toy-kakoy

https://www.epohi.gr/article/36917/katerina-gkatzogia-i-gunaika-tis-zakuthos

https://zakynthos-museumsolomos.gr/i-ginaika-tis-zakythos.html

https://www.timesnews.gr/kapoies-skepseis-me-aformi-ti-gynaika-tis-zakythos-toy-solomoy/

http://neaanagnosi.blogspot.com/2014/06/blog-post.html

Περιοδικό Διάλογος των Λεχαινών, τεύχος 3-4, Δεκέμβρης 1978.

Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Η κηδεία του υπουργού, Δημητρίου Κορομηλά. Ραδιοφωνικό Θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι του ραδιοφωνικού θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω το κωμειδύλλιο μονόπρακτο του Δημητρίου Κορομηλά Η κηδεία του Υπουργού.


Το έργο είναι μονόπρακτο, δηλαδή διαδραματίζεται σε μια σκηνή ή μια πράξη συνήθως μικρής διάρκειας.


Η υπόθεση:

Στο σπίτι της κυρίας Κουσκουσάκη έχει συναχτεί πολύς κόσμος για να παρακολουθήσει, όπως όλη η ανάστατη Αθήνα, την κηδεία του πρόσφατα αποβιώσαντος υπουργού. 

Στο σπίτι βρίσκεται τυχαία ο απρόσιτος κος Ζωγραφίδης, Έλληνας εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπως επίσης και ο κος Γλυκηπίδης, αρχαίος τραπεζικός υπάλληλος, με την όμορφη σύζυγό του Ασπασία. Ο Γλυκηπίδης είναι ζηλιάρης και έχει εμμονές ότι η γυναίκα του τον απατά. Έχει κάνει τη ζωή της Ασπασίας μαρτύριο. Οι υποψίες του φουντώνουν όταν στο σπίτι εμφανίζεται ο Μαναρέλης, ο οποίος είναι θαυμαστής της γυναίκας του.

Ο ζηλιάρης σύζυγος, που όποιον βλέπει να φέρεται ευγενικά στη γυναίκα του τον υποπτεύεται, την αποσπά από τον Μαναρέλη, όταν βλέπει ότι εκείνος συνομιλεί μαζί της, και την την βάζει δίπλα από το Ζωγραφίδη. Η οικοδέσποινα τον έχει διαβεβαιώσει ότι ο Ζωγραφίδης είναι απόμακρος με τις γυναίκες.

Η καημένη η Ασπασία είναι αθώα, απηυδησμένη όμως αποφασίζει να εκδικηθεί το σύζυγο της...



Λίγα ακόμη στοιχεία:
 Το έργο γράφτηκε το 1887 και αποτελεί διαλογή. Είναι η εποχή που πυκνώνουν αυτού του είδους τα έργα. Οι διαλογές ήταν σύντομοι θεατρόμορφοι διάλογοι με πολύ περιορισμένη δράση σε πολύ συγκεκριμένο χώρο.

 Κοινό στοιχείο που συνδέει τον τρόπο γραφής των «διαλογών» είναι ο συνδυασμός πρόζας και θεατρικού κειμένου. Προηγείται ένα αφηγηματικό μέρος που μοιάζει με απόσπασμα διηγήματος και ακολουθεί το καθαρά θεατρικό κύριο μέρος, όπου, ανάμεσα στους διαλόγους, παρεμβάλλονται και εκτενείς περιγραφές της συμπεριφοράς των προσώπων με τις οποίες ο συγγραφέας διευκρινίζει, επεξηγεί ή και ερμηνεύει τις αντιδράσεις του βασικού ήρωα, δίνοντας ακριβείς λεπτομέρειες που
αγγίζουν τον χώρο της ηθογραφίας αλλά και του ψυχογραφικού διηγήματος. Τα αφηγηματικά μέρη είναι γραμμένα σε λόγια καθαρεύουσα και τα διαλογικά σε απλή δημοτική, κατά τη συνήθη τακτική των πεζογράφων της εποχής.

 Διάλογοι έξυπνοι και κωμικοί προδίδουν μια σουρεαλιστική τάση γραφής. Εκτός από την Κηδεία του Υπουργού ο ο Κορομηλάς έγραψε άλλες τέσσερις διαλογές.

 

Ο Δημήτρης Κορομηλάς 


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης :



 

Το λαϊκό παραμύθι. Κούρτογλου Αργυρώ

Το παραμύθι είναι έργο συλλογικό, μακραίωνο διαχρονικό και επέζησε μέσω του

προφορικού αρχικά λόγου (Αναγνωστόπουλος Βασίλης, 1997: 113-114). Ο κόσμος

του παραμυθιού κινείται στην σφαίρα του φαντασιακού, ονειρικού και τερατώδους,

εκεί όλα είναι πιθανά, και όπως αναφέρει η Marthe Robert στην εισαγωγή του

βιβλίου Τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994: 13), δημιουργεί

εξωπραγματικούς χαρακτήρες με νεράιδες νονές και ομιλούντα ζώα. Η λέξη

παραμύθι προέρχεται εννοιολογικά από την λέξη «παραμυθία» που σημαίνει

παρηγοριά, όρος που μας παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που έχουν τα

λαϊκά παραμύθια, να μαγεύουν και να κατευνάζουν (Δελώνης Αντώνης, 1990:101).

Τα παραμύθια μπορούν να ειδωθούν ως παρηγορητικές, λαϊκότροπες μικρές ιστορίες

οι οποίες όχι μόνο καθησυχάζουν και τέρπουν το ασυνείδητο των παιδιών αλλά και

διαμορφώνουν και προβάλλουν, μέσω των ηρώων τους, πρότυπα συμπεριφοράς

(Αναγνωστόπουλος, 1997:63).

                           


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα λαϊκά παραμύθια ακολουθούν μια συγκεκριμένη

αφηγηματική πλαισίωση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής παντογνώστης

και έχει γραμμική ροή. Οι ήρωες είναι ανώνυμοι, πάντα αδικημένοι και συνήθως τους

συνοδεύει ένα αντιθετικό δίπτυχο του καλού και του κακού. Ουσιαστικά οι ήρωες

είναι υπερβολικοί στην σκιαγράφηση τους διογκώνοντας κάποια χαρακτηριστικά του

προκειμένου οι συγγραφείς να δημιουργούν διάφορα δίπολα όπως καλός-κακός ή

όμορφος-άσχημος κ.ά. (Κανατσούλη Μένη, 2014: 125). Ακόμη, «το παραμύθι

συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με

το ακατανόητο», όπως σωστά αναφέρει η Μαρία Αγγελίδου, στο προλογικό

σημείωμα των Παραμυθιών των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994:8). Τέλος,

τονίζεται η έντονη παρουσία των εξορθολογικών μοτίβων, όπως για παράδειγμα ζώα

ή αντικείμενα που μιλούν. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φυσικά έχουν ένα βαθύτερο

συμβολισμό, όπου τα βαθιά και πυκνά δάση συμβολίζουν το ασυνείδητο, ή ο κυνηγός

αντικαθιστά το πατρικό πρότυπο. Επίσης ο τόπος δεν προσδιορίζεται ονομαστικά,

ενώ η δράση λαμβάνει χώρα συνήθως σε ένα κλειστό χώρο, κάποια οικία ή κάποιο

σκοτεινό δάσος. Ακόμη, ο χρόνος στον οποίο τοποθετείται ένα παραμύθι είναι

«άχρονος», με διακριτές μόνο τις χρονικές ακολουθίες, όπως το πριν ή το μετά.




(Κανατσούλη, 2007:82). Τα λαϊκά παραμύθια αποτέλεσαν φορέα πολιτισμού, αφού

μέσα από αυτά εκφράστηκαν συλλογικές νοοτροπίες, ήθη, έθιμα και συμπεριφορικά

μοντέλα άλλων εποχών (Κανατσούλη, 2014: 120). Επιπλέον, ο ήρωας ταλανίζεται

από εξωγενείς παράγοντες, προσπαθεί να διαφύγει και στο τέλος απελευθερώνεται,

μέσω της κάθαρσης που επέρχεται με όχι εύκολο ή υπάκουο τρόπο. Έτσι, η τελική

κατάστασή του επιτυγχάνει και την δικαίωση του αναγνώστη, ο οποίος στο μεταξύ

έχει ταυτιστεί ψυχικά και συναισθηματικά με τον πρωταγωνιστή.


Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...