Η Αρχαία Αμφίπολη και η μακρά διαδρομή των αρχαιοκάπηλων στην περιοχή. Ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ

 26.04.1956, Αμφίπολη: «Άρχισαν συστηματικές ανασκαφές στην Αμφίπολη σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο για να προστατευτεί η περιοχή από την αρχαιοκαπηλία. Πήρα την απόφαση να αρχίσω, παρά τις αδυναμίες, για να διασωθεί το καταπληκτικό πλήθος των κτερισμάτων. Ο τόπος ήταν γεμάτος σκάμματα και τομείς αρχαιοκαπήλων». Έτσι περιγράφει, στο ημερολόγιό του, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης την αναγκαιότητα της έναρξης ανασκαφών στην Αμφίπολη και την προστασία της περιοχής από την Αρχαιολογική Εταιρεία, προκειμένου να χαρακτηριστεί άμεσα τότε, αρχαιολογικός χώρος, έτσι ώστε να βάλει «φρένο» στους αρχαιοκάπηλους, που πρόλαβαν πριν από αυτόν να ξεκινήσουν τις «εκσκαφές» και να συλήσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.



 «…Στην Αμφίπολη ήρθαμε με την οικογένειά μου, όταν ήμουν επτά ετών», θα θυμηθεί ο 82χρονος, σήμερα, Κ.Ε. που εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς μπήκε ο ίδιος στο «βασίλειο» της (παράνομης) συλλογής αρχαίων αντικειμένων, που αφθονούσαν, όχι μόνο στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Η ζωή του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Ακόμα και σήμερα, στα βαθιά γηρατειά, η καρδιά του «χορεύει» κάτω από το στήθος, όταν μιλάει για το παρελθόν και τις (παράνομες) ανασκαφικές δραστηριότητές του.

Έφτασε για να σκάψει, από τις Σέρρες μέχρι και στις Μυκήνες, ενώ –όπως λέει, γελώντας– στη Βεργίνα έσκαψε πριν από τον Μανόλη Ανδρόνικο…

«Οι αρχαιοκάπηλοι, όπως τους λένε, πάνε πρώτοι, οι αρχαιολόγοι φτάνουν μετά», μας λέει και ξετυλίγει κάποιες πτυχές μιας διαδρομής, που παρόμοια διήνυσαν και διανύουν νύχτες, σε κάμπους και βουνά, χιλιάδες άλλοι «συνάδελφοί» του, κατακυριευμένοι, όπως κι αυτός, από το πάθος του σκαψίματος ή –αν θέλετε– τον «πυρετό του χρυσού».

Παιδί πάμφτωχης προσφυγικής οικογένειας, άφησε μαζί με τους δικούς του, το 1927, τη Δράμα, με τα πολλά κουνούπια και την ελονοσία και κατέφυγαν νοτιότερα, στην Αμφίπολη. «Τα πολλά κουνούπια της λίμνης και η ελονοσία ανάγκασαν τότε τους πρόσφυγες να φύγουν από εκεί. Άφησαν τότε τα ζώα τους ελεύθερα να τους οδηγήσουν – όπου εκείνα θα ησύχαζαν, εκεί θα εγκατασταίνονταν. Έτσι διάλεξαν και εγκαταστάθηκαν στον σημερινό οικισμό της Αμφίπολης που τότε τού δώσανε το όνομα Νεοχώρι (Γενίκιοη)», εξιστορεί ο 82χρονος.

«Η οικογένειά μου ήρθε από τη Δράμα το 1944. Ήμασταν κτηνοτρόφοι. Θυμάμαι που πήγαιναν τα γίδια να βοσκήσουν ψηλά εκεί, στον λόφο Καστά, είχε πολύ αέρα και μου άρεζε να ανεβαίνω στην κορυφή… Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και “τούντσια” και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε… ήταν τάφοι. Έτσι άρχισαν όλα», λέει ο Κ.Ε., «ξεδιπλώνοντας» τις μνήμες του στις πρώτες εκσκαφές των τυμβωρύχων και τις θεαματικές ανακαλύψεις τους.

«Εδώ έσκαβαν όλοι» θα μας πει, για να προσθέσει: «ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα “καλά μνήματα”, έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός, κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό του. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές».

Το 1955 –συνεχίζει– «ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια “αλεπές” και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή… Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη».

1964-1965: «Μετά την έρευνα του νεκροταφείου, προχώρησα στην έρευνα της πόλης. Επιχείρησα ένα πλήθος δοκιμαστικών τομών στην ομαλή έκταση της Αμφίπολης, όπου υπήρχαν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Οι έρευνες αυτές ήταν άκαρπες. Εντούτοις πίστευα ότι εδώ θα έπρεπε να βρισκόταν ο σημαντικότερος χώρος της πόλης και ίσως η Αγορά. Την πεποίθησή μου ενίσχυε το γεγονός ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού ονόμαζαν αυτό το χώρο Μπεζεστένι και ότι εδώ αποκαλύπτονταν, όταν όργωναν, αξιόλογα τυχαία ευρήματα, όπως επιγραφές και αγάλματα. Η πόλη αυτή, που έγινε αποικία των Αθηναίων στα χρόνια του Περικλή, δηλαδή την εποχή της μεγάλης ακμής της Αθήνας, είμαι βέβαιος πως ήταν ένα μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο. Από τα πιο μακρινά μέρη υπήρχαν παροικίες στην Αμφίπολη. Και, φυσικά, υπήρχαν ντόπια εργαστήρια κοσμημάτων, γλυπτών, αγγειοπλαστικής», γράφει στο ημερολόγιό του ο Δημήτρης Λαζαρίδης.

«Εμείς δείξαμε στον Λαζαρίδη που ήταν η Νεκρόπολη», θα πει ο 82χρονος Κ.Ε.

«Αλλά, όμως, το πλέον αξιόλογο κτίριο ήτο ναός παλαιοχριστιανικών χρόνων αποκαλυφθείς εις τη θέσιν Μπεζεστένι και εντός αγρού του Ιωσήφ Ευθυμιάδη, ανατολικώς της αποκαλυφθείσης εν έτει 1961 κιονοστοιχίας… Εντός της Κοινότητας Αμφιπόλεως, όπισθεν της οικίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, κατά τη διάνοιξη των θεμελίων δια την οικοδομήν της εκκλησίας του χωριού, είχε διαπιστωθεί η ύπαρξις ορθογώνιου σκάμματος επί του μαλακού βράχου… Διαπιστώθη ούτως ότι πρόκειται περί λαξευτού τάφου εκ των λεγόμενων μακεδονικών Ταφή, δεν διαπιστώθει ούδ’ ανευρέθησαν οστά», αναφέρει ο Δημήτρης Λαζαρίδης στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1964, διαπιστώνοντας ότι αρχαιολογικοί τάφοι υπήρχαν, αλλά ήταν άδειοι.

«Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ», σημειώνει ο Κ.Ε., η δράση του οποίου θα «φτάσει» μακριά και πέρα πλέον από την Αμφίπολη.

«Εγώ άρχισα από τους πρώτους», θα ομολογήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα συμπληρώσει: «πήγα παντού –μέχρι τις Μυκήνες– πηγαίναμε δύο-τρία άτομα, ξέραμε πού ήταν, ψάχνοντας τα έβρισκες. Πήγα στη Βεργίνα πριν από τον Ανδρόνικο. Ήμασταν τέσσερα άτομα και πήγαμε τρία μέτρα βάθος, βρήκαμε ένα φτυάρι σπασμένο, πήγαν άλλοι πριν από εμάς», θα πει απογοητευμένος και θα τονίσει: «πρώτα πάνε οι αρχαιοκάπηλοι σε έναν αρχαιολογικό χώρο και μετά οι αρχαιολόγοι… αυτοί διαβάζουν μόνο στα βιβλία…».

«Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής με συνέλαβαν. Αλλά δεν ήμουν εκεί, το κάνανε συνωμοσία ο διοικητής Ασφαλείας, ο Οικ., με άλλα “κοπρόσκυλα” της δουλειάς, τρώγανε μαζί φαίνεται, πλήρωσα 1.700.000 δραχμές για να μην μείνω φυλακή, για μένα και τον αδερφό μου, είπαν πως οδηγούσα μπουλντόζα: εγώ δίπλωμα δεν είχα… Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1977 ήμασταν στο Μελισσουργό της Ν. Απολλωνίας, κάτω στον δρόμο –Παζαρούδα λέγεται το χωριό– εκεί ψάχναμε, κάποιος μας πρόδωσε και ήρθε η αστυνομία, μας έπιασε και μας πήγε στα Λαγκαδίκια. Εγώ ήμουν τολμηρός, θαρραλέος. Εγώ θα την κοπανήσω, είπα στον αδερφό μου, βγαίνω από την πόρτα και τρέχω, δύο τη νύχτα, πάω στον ταξιτζή στον γιο του προέδρου. Ήταν μια γριά Πόντια, δικιά μας. “Πάντον, όπου θέλει, μπορεί να έχει άρρωστο”, λέει του γιου της. Τού λέω Θεσσαλονίκη πρέπει να πάω, έχω άρρωστο στο νοσοκομείο – ψέματα τού είπα. Το πρωί παίρνει ο διοικητής και μου λέει: Την κοπάνησες, έτσι; Τι να κάνω, τού είπα… Έτσι, ένα βράδυ έφυγα και από τη Ζίχνη. Δικαστήκαμε, έφαγα πενήντα μέρες φυλακή, πληρώσαμε… Τώρα είναι κακούργημα, τότε ήταν πλημμέλημα. Δεν πλήρωναν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε ούτε φύλακας, ούτε τίποτα, ούτε ήταν χαρακτηρισμένα αρχαιολογικά. Πολλή φτώχεια. Με αυτά ίσα ίσα που συντηρούνταν ο κόσμος… άλλοι έπαιρναν τα λεφτά», μας λέει ο Κ.Ε., χωρίς, ωστόσο, να μας αποκαλύπτει ποιοι τα έπαιρναν.

«Μετά το 1980, όλοι στην Αμφίπολη πήραν μηχανήματα ανιχνευτές. Τριάντα άτομα κάνανε όλη τη δουλειά – ήταν και Διοικητές μέσα και αυτοί μπερδεύονταν με τα αρχαία. Το 1994 παρέδωσα κάποια αντικείμενα στην αρχαιολογική υπηρεσία, τα εκτίμησαν με ένα ποσό, αλλά ακόμη δεν μου τα πλήρωσαν. Το 2006 τους παρέδωσα πέντε χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα ρωμαϊκών χρόνων, ένα χάλκινο νόμισμα βυζαντινών χρόνων, ένα σταθμίο και μία χάλκινη αιχμή βέλους. Τα κοστολόγησαν περίπου 900 ευρώ, αλλά δεν μου τα πληρώσανε ακόμη», συμπληρώνει και μας δείχνει και αποδεικτικά στοιχεία των όσων υποστηρίζει.

«Τώρα τα παράτησα, γέρασα… Στις τελευταίες ανασκαφές στον Τύμβο Καστά, εγώ έδειξα στον αρχιφύλακα της Περιστέρη την είσοδο του Τύμβου. Τού έδωσα και σχεδιάγραμμα, το έχουν», θα μας πει, με έκδηλη την υπερηφάνεια στο βλέμμα και τη φωνή, προτού μας αποχαιρετήσει.

«Οργιάζουν» στη Μεσολακιά οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία

Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αμφίπολη, στη γνωστή πλέον Μεσολακιά, οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία δίνουν και παίρνουν. «Υπήρχαν άνθρωποι στην Αμφίπολη που δεν δούλεψαν ποτέ, μάζευαν μπίλιες και έβρισκαν και τα νομίσματα. Τα νομίσματα τα έβρισκες περπατώντας. Εμείς ήμασταν αγρότες, αυτοί όλη μέρα έψαχναν και όλη τη νύχτα έσκαβαν», θα μας πουν και θα συνεχίσουν: «Όταν ξεκίνησαν να ανοίγουν τους τάφους, ερχόταν κόσμος από όλες τις περιοχές, είχαν διασυνδέσεις παντού. Τους συνελάμβαναν, πήγαιναν στα δικαστήρια. Τους έβαζαν από τη μια πόρτα και από την άλλη τους έβγαζαν. Είχαν… μπάρμπα στην Κορώνη. Έτρωγαν πολλοί από αυτή τη δουλειά… Αν πούμε πολλά, θα γίνουμε κακοί», θα μας πουν κάτοικοι της Μεσολακιάς, διατηρώντας την ανωνυμία τους, αλλά χωρίς να μας αποκρύψουν πως και αυτοί έβρισκαν διάφορα νομίσματα στα χωράφια τους.

«Παλιά ψάχνανε με τσάπες, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν και έφευγαν, γι’ αυτό και βρήκαμε πολλά νομίσματα και αγαλματίδια στους τάφους. Σήμερα, είναι αλλιώς. Όσο για το “κύκλωμα”, αυτό μπορεί να είναι κλειστό, αλλά τα νέα μαθαίνονται γρήγορα – από τον έναν στον άλλο. Αν γίνει η αρχή, σε βρίσκουν εύκολα», θα δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ Σερραίος, ο οποίος φέρεται να έχει εμπλακεί στο παρελθόν σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, για να προσθέσει: «Πριν από δυο χρόνια, μετά από εξάμηνες παρακολουθήσεις, προσήγαγαν περισσότερα από 120 άτομα στη Β. Ελλάδα με την κατηγορία της αρχαιοκαπηλίας, έπιασαν και τον “εγκέφαλο” και αρκετοί είναι στη φυλακή… Με παρακολουθούσαν και μένα, κάνανε έρευνα και στο σπίτι. Δεν είχα τίποτα, παρά μόνο ένα “βρώμικο” τηλέφωνο μέσα σε έξι μήνες, που ήθελε κάποιος να μου πουλήσει νομίσματα. Σε ένα κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας δεν υπάρχει τρόπος για να μπεις ή να βγεις. Ερασιτέχνες δεν υπάρχουν. Όταν βγάζεις κέρδος από αυτή τη δουλειά, τότε είσαι επαγγελματίας».

Ο ίδιος υποστηρίζει πως οι πρώτοι αρχαιοκάπηλοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες: «Το πρωί τους έθαβαν και το βράδυ τους έκλεβαν. Όπου είχε χρυσό, άνοιγαν μια τρύπα και τα έπαιρναν. Κάποιοι λένε ότι οι Ρωμαίοι εκπαίδευαν και μαϊμούδες… μαϊμού την έκανε τη δουλειά, τα μάζευε και τα πήγαινε στην τρύπα. Ο τρύπες δεν γίνονταν τυχαία… Οι εννιά στους δέκα στην Αμφίπολη έκαναν αυτή τη δουλειά και πολλοί πέθαναν από τις αναθυμιάσεις».

Από την πλευρά του, ο επί 12 χρόνια συνεργάτης του Δημήτρη Λαζαρίδη, Κώστας Βαρύτας, θυμάται: «Όταν ανοίγαμε έναν τάφο με τον Δημήτρη τον Λαζαρίδη, ο αρχαιολόγος μας απομάκρυνε για να πάρει, όπως έλεγε, ο τάφος αέρα. Όταν βρέθηκε ο μεγάλος τάφος, κάτω από το μουσείο, ο Λαζαρίδης μας είπε να φύγουμε όλοι μακριά για να μην πάθει κάποιος κανένα κακό. Ήταν πολλοί αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που πέθαναν τότε από τις αναθυμιάσεις».

Την ίδια ώρα, στο μικρό καφενεδάκι της Μεσολακιάς, η συζήτηση γυρίζει από ένα «κοινό μυστικό», όπως το αποκαλούν οι περισσότεροι θαμώνες: όσοι είναι οι κάτοικοι της Αμφίπολης, σε διπλάσιο αριθμό θα έβρισκες στα σπίτια τους ανιχνευτές μετάλλων…


1. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Α. Ταπάσκου).

Ο Μεγάλος Ψαράς, του Λόυντ Ντάγκλας. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Λόυντ Ντάγκλας Ο Μεγάλος ψαράς. Το έργο παίχτηκε το 1959 και παρουσιάζει τη μεγάλη πορεία του Απόστολου Πέτρου, μέχρι και το θάνατο του στη Ρώμη.





 

Το έργο μεταφέρθηκε και στη Μεγάλη Οθόνη με πρωταγωνιστές τους Richard Burton και Victor Mature.

 

Η υπόθεση:

Ο Μεγάλος Ψαράς είναι ο Σίμωνας, ο ταπεινός ψαράς της Γαλιλαίας, που ο Ιησούς τον έκανε Αλιέα Ανθρώπων και τον ονόμασε Πέτρο. Όμως, ο συγγραφέας του θαυμάσιου αυτού βιβλίου, δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Δίνει μια ζωντανή εικόνα του κόσμου της εποχής εκείνης, της Ιουδαίας, όπου βασίλευε ο Τετράρχης Αντύπας, της Αραβίας, που η βασιλοπούλα της είχε γίνει γυναίκα του. Και μέσα σ αυτόν τον τεράστιο πίνακα, όπου κινούνται λαοί, ιδέες και άνθρωποι, προβάλλει, σαν κύρια μορφή, ο Μεγάλος Ψαράς, ο αυθόρμητος, ο αφελής καμιά φορά, ο ειλικρινής όμως πάντοτε, ακόμα και στις ώρες της ανθρώπινης αδυναμίας του.


                             

 

Λίγα ακόμη στοιχεία:

 

Ο Μεγάλος Ψαράς είναι ο Σίμωνας, ο ταπεινός ψαράς της Γαλιλαίας, που ο Ιησούς τον έκανε Αλιέα Ανθρώπων και τον ονόμασε Πέτρο. Όμως, ο συγγραφέας του θαυμάσιου αυτού βιβλίου, δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Δίνει μια ζωντανή εικόνα του κόσμου της εποχής εκείνης, της Ιουδαίας, όπου βασίλευε ο Τετράρχης Αντύπας, της Αραβίας, που η βασιλοπούλα της είχε γίνει γυναίκα του. Και μέσα σ αυτόν τον τεράστιο πίνακα, όπου κινούνται λαοί, ιδέες και άνθρωποι, προβάλλει, σαν κύρια μορφή, ο Μεγάλος Ψαράς, ο αυθόρμητος, ο αφελής καμιά φορά, ο ειλικρινής όμως πάντοτε, ακόμα και στις ώρες της ανθρώπινης αδυναμίας του.


 

                         


Ο συγγραφέας του Χιτώνα (πολύ ανώτερο έργο) προχώρησε και σε ένα ακόμη μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την Αγία Γραφή.

 

Ο συγγραφέας:

 

Ο Λόιντ Ντάγκλας (1877 - 1951) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και ιερέας.

 

Γεννήθηκε στην Κολούμπια της Ινδιάνα και πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Μονρόεβιλ και το Γουίλμοτ της ίδιας πολιτείας, καθώς και το Φλόρενς του Κεντάκι, όπου ο πατέρας του, Αλεξάντερ Τζάκσον Ντάγκλας ήταν πάστορας της Ελπιδοφόρου Λουθηρανικής Εκκλησίας. Πέθανε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.

 

Ο Ντάγκλας υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς της εποχής του, αν και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα μετά τη συμπλήρωση πενήντα ετών ζωής.

 

Μετά τη λήψη του Μάστερ του από το κολέγιο του Γουίτενμπεργκ (σημερινό Πανεποιστήμιο του Γουίτενμπεργκ) στο Σπρινγκφιλντ του Οχάιο το 1903, χειροτονήθηκε πάστορας. Υπηρέτησε στο Βόρειο Μάντσεστερ της Ινδιάνα, στο Λάνκαστερ του Οχάιο και στην Ουάσινγκτον. Από το 1911 έως το 1915, ήταν διευθυντής θρησκευτικών εργασιών στο πανεπιστήμιο της Ουρμπάνα. Τα επόμενα έξι χρόνια, ήταν ιερέας της Πρώτης Ιερατικής Εκκλησίας στο Αν Άρμπορ του Μίσιγκαν, από εκεί βρέθηκε στο Άκρον του Οχάιο, και υπηρέτησε σαν εφημέριος στην Πρώτη Ιερατική Εκκλησία του Άκρον την περίοδο 1920 - 1926, στη συνέχεια στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και τελικά στην Ηνωμένη Εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Μόντρεαλ, από τον άμβωνα της οποίας παραιτήθηκε για να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Ο βιογράφος του, Λουίς Σίφερ (Louis Sheaffer), σχολιάζει, «δεν ανέφερε ποτέ δημόσια γιατί άλλαξε θρησκευτικά δόγματα».

 

Τα έργα του ήταν ηθικά, διδακτικά και καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Υπέροχη Μυστικό, που εκδόθηκε το 1929, γνώρισε άμεση και εντυπωσιακή επιτυχία. Οι κριτικές ανέφεραν ότι η μυθοπλασία του είχε πολλά κοινά με τα επιτυχημένα θρησκευτικά μυθιστορήματα προηγούμενων γενιών όπως το Μπεν Χουρ και το Κβο Βάντις.

 

Στη συνέχεια έγραψε βιβλία όπως, Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, Πολύτιμος κίνδυνος, Πράσινο φως, Λευκά εμβλήματα, Αμφισβητούμενο Πέρασμα, Πρόσκληση στη ζωή, Το μυστικό ταξίδι του δόκτορα Χάντσον, Ο Χιτών, και Ο μεγάλος ψαράς. Ο Χιτών πούλησε περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα, χωρίς επανέκδοση. Ο Ντάγκλας πώλησε τα δικαιώματα για κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, ωστόσο η ταινία με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον δε γυρίστηκε παρά το 1953, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Ντάγκλας.

 

Η δική του άτυχη εμπειρία με τον κινηματογράφο ήταν όταν εξέδωσε το Μεγάλο ψαρά σαν συνέχεια στον Χιτώνα, διευκρινίζοντας ότι Ο μεγάλος ψαράς θα ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα, και θα επέτρεπε να γίνει κινούμενη εικόνα, να χρησιμοποιηθεί στο ραδιόφωνο, να αποδοθεί μικρότερο ή να γίνει συνέχειες. Τελικά, Ο μεγάλος ψαράς γυρίστηκε το 1959, με πρωταγωνιστή τον Χάουαρντ Κιλ στο ρόλο του Απόστολου Πέτρου, σε έναν από τους λίγους τηλεοπτικούς του ρόλους που δεν τραγουδά.

 

Το τελευταίο του βιβλίο ήταν το αυτοβιογραφικό Time To Remember στο οποίο περιγράφονταν τα παιδικά του χρόνια και η προετοιμασία του για την ιεροσύνη. Πέθανε πριν καταφέρει να γράψει το δεύτερο μέρος αλλά το πόνημα ολοκληρώθηκε στο βιβλίο Το σχήμα της Κυριακής από τις κόρες του, Βιρτζίνια Ντάγκλας Ντόσομ και Μπέτυ Ντάγκλας Ουίλσον.

Ο Ντάγκλας είναι θαμμένος στο κοιμητήριο του πάρκου Forest Lawn Memorial στο Γκλεντέιλ της Καλιφόρνια.

 

Από την Ελληνική Κρατική Ραδιοφωνία επιχειρήθηκε η διασκευή του σε έκδοση ραδιοφωνικού θεάτρου. Επρόκειτο για ένα έργο διάρκειας πέντε ωρών και τεσσάρων ωρών που είχε μεταδοθεί σε συνέχειες.

 

Παίζουν οι ηθοποιοί: Βιβέτα Τσιούνη, Γιάννης Αποστολίδης, Χριστόφορος Χειμάρας, Λουκιανός Ροζάν, Θεόδωρος Μωρίδης, Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Κάκια Παναγιώτου, Ανδρέας Ζησιμάτος, Λευκή Βεντουράτου.

 


Ο Λουκιανός Ροζάν

Το έργο μεταφορτώθηκε από το κανάλι Ισοβίτης:

http://isobitis.com/theatro1/?p=2997


Πηγές:

https://www.okypus.com/product-page/%CF%84%CE%BF-%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%BF-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BB%CF%8C%CF%85%CE%BD%CF%84-%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CF%82-1

 

https://www.protoporia.gr/ntagklas-loynt-o-megalos-psaras-9789602340325.html

 

http://koundourios.elidoc.gr/cgi-bin/koha/opac-detail.pl?biblionumber=9700

 

http://radio-theatre.blogspot.com/2013/04/blog-post_30.html

 

 

 -Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Οι γάμοι του βασιλιά Φιλίππου Β'

Ο γιος του Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης, Φίλιππος Β΄, πατέρας του Μεγ. Αλεξάνδρου, έκανε επτά γάμους για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, στην προσπάθειά του να επιτύχει την ισχυροποίηση του Βασιλείου, που παρέλαβε στα πρόθυρα κατάρρευσης, μετά την συντριπτική ήττα που υπέστησαν τα μακεδονικά στρατεύματα το 359 π.Χ. από τον ηγεμόνα των Ιλλυριών Δαρδάνων της περιοχής των σημερινών Σκοπίων, τον Βάρδυλι. Στο πεδίο της μάχης είχαν πέσει νεκροί 4.000 περίπου Μακεδόνες (σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ΙΣΤ´ 2. 4-5), αλλά και ο ίδιος ο βασιλεύς Περδίκκας Γ΄ αδελφός του Φιλίππου. Έπρεπε λοιπόν να ανασυγκροτηθεί το στράτευμα ταχύτατα και να εξευρεθούν σύμμαχοι.



Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των Ιστορικών για το εάν ο ανήλικος γιος του Περδίκκα, ο Αμύντας Δ´ βασίλευσε κάποιο μικρό χρονικό διάστημα με επίτροπο τον Φίλιππο ή ο Φίλιππος Β´ ανακηρύχθηκε βασιλεύς των Μακεδόνων αμέσως μετά τον θάνατο του αδελφού του, Περδίκκα Γ´. Το ζήτημα πάντως δεν έχει επιλυθεί μέχρι σήμερα.
Ο Φίλιππος, με την άνοδό του στον θρόνο, ανέλαβε προσωπικά την συστηματική εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων στις πολεμικές τακτικές, αλλά και την εφαρμογή των καινοτομιών που είχε εμπνευσθεί (μακεδονική φάλαγγα).


Ως προς την σύναψη συμμαχιών εικάζεται ότι στράφηκε στον ηγεμονικό οίκο των Ελιμιωτών (σημερινή περιοχή Κοζάνης-Πτολεμαΐδας) με τον οποίο ο βασιλικός οίκος της Μακεδονίας είχε συγγενικούς δεσμούς. Οι Ελιμιώτες, ένα μακεδονικό φύλο με απώτερη καταγωγή από την Ήπειρο, ήσαν γνωστοί για το περίφημο βαρύ ιππικό τους και την γενναιότητά τους.


Αν και δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο, η πλειονότητα των Ιστορικών σήμερα υποστηρίζει ότι ο (πρώτος) γάμος του ήταν με την Φίλα (=Φιλία), αδελφή ή θυγατέρα του ηγεμόνα των Ελιμιωτών Δέρδα Β΄ προϊόν της συμμαχίας που συνάφθηκε τότε με τους Ελιμιώτες. Η Φίλα απεβίωσε άτεκνη, άγνωστο πότε.

Το καλοκαίρι του 358 σε μια αποφασιστική μάχη, πιθανότητα σε κάποια τοποθεσία μεταξύ της σημερινής Φλώρινας και του Μοναστηρίου (Βιτώλια), ο Φίλιππος Β΄ συνέτριψε τον στρατό του Βάρδυλι, ο οποίος έχασε περίπου τα τρία τέταρτα (7.000 άνδρες) της συνολικής του δύναμης στο πεδίο της μάχης, σύμφωνα με τις αναφορές των αρχαίων ιστοριογράφων. Ο Βάρδυλις θα υποχρεωθεί να παραχωρήσει οριστικά τις περιοχές της σημερινής ΒΔ Μακεδονίας που κατείχε, ενώ ο Φίλιππος θα πάρει ως δεύτερη σύζυγο την Αυδάτα (θυγατέρα ή ανεψιά) του Βάρδυλι, επισφραγίζοντας έτσι την συνθήκη ειρήνης.


Η Αυδάτα ή Ευρυδίκη, όπως ονομάστηκε μετά τον γάμο της, γέννησε στον Φίλιππο μία κόρη, την Κύννα ή Κυννάνη, την μετέπειτα σύζυγο του παραμερισθέντος Αμύντα Δ´. Η Αυδάτα πιθανότατα απεβίωσε κατά τον τοκετό.


Τον χειμώνα του 358/357 ο Φίλιππος, έχοντας ήδη εγκαινιάσει την ανάμιξή του στις υποθέσεις της Θεσσαλίας, πραγματοποιεί τον (τρίτο) γάμο του, με την Φιλίνα (ή Φιλίννα), πιθανότατα μέλος του ισχυρού ηγεμονικού οίκου των Αλευάδων της Λάρισας, η οποία γέννησε έναν διανοητικά ασθενή γιο, τον μετέπειτα διάδοχο του Μεγ. Αλεξάνδρου Φίλιππο Γ΄ Αρριδαίο. Ο Φίλιππος-Αρριδαίος έλαβε αργότερα ως σύζυγο την κόρη της Κυννάνης, την Αδέα, που μετονομάσθηκε επίσης σε Ευριδίκη.
Το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς (357) ο Φίλιππος νυμφεύεται (4ος γάμος) την πριγκίπισσα του βασιλικού οίκου των Μολοσσών της Ηπείρου, κόρη του βασιλέα Νεοπτόλεμου Γ΄ την περίφημη Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου και της αδελφής του Κλεοπάτρας. Το αρχικό της όνομα ήταν Πολυξένη, στην συνέχεια το άλλαξε σε Μυρτάλη, όταν έγινε σύζυγος του Φιλίππου και μετά την θριαμβευτική νίκη του βασιλικού άρματος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 σε Ολυμπιάδα. Τελικώς το 317 έλαβε το όνομα Στρατονίκη.

Το 352 πραγματοποιείται ο πέμπτος γάμος του Φιλίππου Β´ με την καλλονή Νικησίπολι, ανιψιά του παλιού τυράννου (=κυβερνήτη) Ιάσονος των Φερών, από την οποία θα αποκτήσει μία κόρη, την Θεσσαλονίκη, μετέπειτα σύζυγο του Κασσάνδρου και βασίλισσα της Μακεδονίας.


Είκοσι μέρες μετά τη γέννηση της κόρης τους, η Νικησίπολη πέθανε από επιλόχειο πυρετό.


Το φθινόπωρο του 341 ο ηγεμόνας των Γετών, ενός σημαντικού βορειοθρακικού φύλου στην περιοχή του Ίστρου (ο σημερινός Δούναβης), Κοθήλας (Gudila) συμμαχεί με τον Φίλιππο, ο οποίος επισφραγίζοντας την συνθήκη παίρνει ως (έκτη) σύζυγο την κόρη του Κοθήλα, την Μήδα ή Μηδόπη, που απεβίωσε σε άγνωστη ημερομηνία άτεκνη.
Ο έβδομος και τελευταίος γάμος του Φιλίππου Β΄ το 337 με την Κλεοπάτρα, ανιψιά του στρατηγού Αττάλου, από αριστοκρατικό μακεδονικό οίκο, υπήρξε μοιραίος διότι προκάλεσε την δολοφονία του τον επόμενο χρόνο από τον σωματοφύλακά του Παυσανία (από την Ορεστίδα, σημερινή περιοχή Καστοριάς), την ημέρα των γάμων της κόρης του Φιλίππου, της Κλεοπάτρας, αμφιθαλούς αδελφής του Μεγ. Αλεξάνδρου, με τον θείο της, Αλέξανδρο Α΄ βασιλέα των Μολοσσών της Ηπείρου.


Η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου πήρε το όνομα Ευρυδίκη μετά τον γάμο της. Υπήρξε μητέρα μιας κόρης, της Ευρώπης, την οποία γέννησε λίγες ημέρες πριν από την δολοφονία του συζύγου της. Μητέρα και νεογέννητο θανατώθηκαν αμέσως μετά.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σήμερα για τις συζύγους του Φιλίππου Β΄ προέρχονται κυρίως από το 13ο βιβλίο (κεφάλαιο) με τίτλο «Περί Γυναικών», που περιέχεται στο σπουδαίο έργο «Δειπνοσοφιστές»() του Αθήναιου του Ναυκρατίτη (από την Ναύκρατι της Αιγύπτου, τέλη 2ου αιώνα μ.Χ. – αρχές 3ου αιώνα), όπου έχουν διασωθεί στοιχεία από παλαιότερους συγγραφείς όπως ο Σάτυρος και ο Δικαίαρχος. ΔΕΕ () Ποιοι ήσαν οι “δειπνοσοφιστές”; Καλεσμένοι όλοι, εικοσιεννιά συνολικά πρόσωπα, στο πλούσιο τραπέζι του εύπορου Ρωμαίου Λαρήνσιου, εκπρόσωποι της τέχνης και της διανόησης της εποχής: ποιητές, γραμματικοί, φιλόσοφοι, νομικοί, ρήτορες, μουσικοί, γιατροί. Ξέρουν πολύ καλά την τέχνη τους ο καθένας, περισσότερο όμως ξέρουν τα μυστικά της ευζωίας και τα παραθέτουν στις κουβέντες τους του τραπεζιού – γεύση μιας συναρπαστικής κοινωνικότητας, που αποκαλύπτεται με την ομορφιά της άνετης πρακτικής γνώσης της καθημερινής ζωής.

Πηγή:https://www.anaktisi-mag.gr/2020/03/31/1138/


ΚΟΑΛΕΜΟΣ: Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

 «Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα».

 (Άπειρη η γενιά των ηλιθίων).

                                       Σιμωνίδης ο Κείος.


Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την ανθρώπινη βλακεία. Εγχειρίδια, οδηγοί, αναλύσεις, όλα προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη ηλιθιότητα από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.



Οι πρόγονοι μας είχαν δώσει σε μια θεότητα, έναν δαίμονα, όλη την ευθύνη της βλακείας που επισκέπτεται τον άνθρωπο και τον καθιστά ανήμπορο να ισορροπήσει την νόηση του προς όφελος του.

Το όνομα του Κ ο ά λ ε μ ο ς.

Ο Κοάλεμος είναι το πνεύμα της ηλιθιότητας, ο θεός της βλακείας. Είναι ένας δαίμονας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «αιματοπότης», «απαιτητικός» και «ηλίθιος». Είναι το προσωποποιημένο πνεύμα της βλακείας και της ανοησίας.

Είναι πολύ πιθανό ο δαίμονας αυτός να έχει κάποια σχέση με τους Κοβάλους, δαίμονες της ακολουθίας του θεού Διονύσου. Αναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη και επίσης στους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου.


{Ελάτε, κάντε παράκληση και προσφέρετε μια σπονδή στον Κοάλεμο τον θεό της βλακείας και φροντίστε να πολεμήσετε δυναμικά.}

Αριστοφάνης


{Αυτός [ένας άνδρας] είχε το κακό όνομα ότι ήταν διαλυμένος και δοσίλογος, και ότι κυνηγά τον παππού του Κίμωνα, ο οποίος, λένε, λόγω της απλότητάς του, ονομαζόταν Κοάλεμος, ο Ηλίθιος.}

Πλούταρχος


Ο Πλούταρχος γράφει για τον Κίμωνα ότι αρχικά ζούσε στην Αθήνα κάνοντας άσωτη ζωή, καθώς ήταν ζωηρός και μέθυσος, όμοιος στον χαρακτήρα με τον παππού του Κίμωνα, που του είχαν δώσει το όνομα Κοάλεμος χαρακτηρισμός του ανόητου, του ηλιθίου.

Έτσι βλέπουμε την λέξη «Κοάλεμος» να χρησιμοποιείται και ως επίθετο για να περιγράψει την έννοια του «ηλίθιου».


Το όνομά του ετυμολογικά δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς, όμως κατά μία εκδοχή προήλθε από τις λέξεις «κ ο έ ω» που σημαίνει «νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω» και από το «ίλεως» που είναι ο «ευσπλαχνικός, ο ελεήμων». «Αυτός που ακούει, κατανοεί με ευσπλαχνία».


Ο Κοάλεμος δεν εγκατέλειψε ποτέ την ανθρωπότητα. Δεν χρειαζόταν να κτιστούν ναοί ούτε να αφιερωθούν γιορτές προς τιμήν του γιατί ο άνθρωπος τον τιμά συνεχώς και καθημερινά μέσα από πράξεις ανοησίας. Έτσι βλέπουμε πως ουδέποτε ξεχάστηκε αυτός ο θεός. Συνεχίζει να κρατά τα πρωτεία και το ανθρώπινο γένος είναι πραγματικά δεμένο μαζί του.

Είθε να αποκτήσουμε την συνείδηση, να βγούμε από την ύπνωση και τον μικρόκοσμο μας, και να καταλάβουμε πως στον βωμό του θεού Κοάλεμου προσφέρουμε καθημερινά όλη την δύναμη μας.

Είθε να τον σβήσουμε από κάθε πράξη μας δια παντός.

Είθε να καταφέρουμε να τον κλείσουμε στα Τάρταρα, εκεί που ζέχνουν όλες οι κακότητες και τα ζοφερά του κόσμου.


◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾

Έρευνα αρθρογραφία και συλλογή πληροφοριών έγινε από την Γιώβη Βασιλική.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ μου Μυθική Αναζήτηση τον Σεπτέμβριο του 2022

KOΥΤΣΟΥΜΠΕΙ 1948: "H άγνωστη μάχη με τους Σκοπιανούς"

 Κατά τη διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου σημειώθηκε πληθώρα μεθοριακών επεισοδίων μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και Αλβανικών, Βουλγαρικών και Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια σημειώθηκε στην περιοχή Κουτσούμπεϊ, στα σύνορα Ελλάδας – Σκοπίων. Το Κουτσούμπεϊ είναι μια από τις κορυφές του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) σε υψόμετρο 2399 μέτρων, στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας. Συνέβη στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, όταν στρατιωτικές μονάδες από την «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος για να υποστηρίξουν τα ανταρτικά σώματα που επιδίωκαν την απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα και την δημιουργία του ενιαίου «Μακεδονικού Κράτους».



Στην περιοχή ήταν αναπτυγμένα από Ελληνικής πλευράς το 514 και το 556 Τάγματα Πεζικού. Οι Σκοπιανές δυνάμεις αποτελούντο απο 4 λόχους τυφεκιοφόρων δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας και λόχος βαρέων όπλων, όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του Σκοπιανού Τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.

Χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το Ελληνικό έδαφος. Στην πυραμίδα 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556ΤΠ, με επικεφαλής αξιωματικό. Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης έθεσε αμέσως τους 20 άνδρες του σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Οι δυνάμεις των Σκοπιανών άνοιξαν άμεσα πυρ και δύο μονάδες εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το Ελληνικό τμήμα.

Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση προς την κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η Ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά και απάντησε στα εχθρικά πυρά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς.

Οι άλλες δύο εχθρικές φάλαγγες διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του Ελληνικού εδάφους κτυπώντας τον Σταθμό Διοίκησης του 3ου Λόχου. Η μάχη εξελίχθηκε σε σώμα με σώμα, με τους Σκοπιανούς να επιτίθενται ορμητικά κατά των Ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Μέχρι την 17.15 η μάχη κράτησε με τον μοναχικό λόχο να αμύνεται στις λυσσαλέες επιθέσεις.

Πρόλαβε όμως και αφίχθηκε ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, που με δύο διμοιρίες κατέλαβε τα βραχώδη αντερείσματα ανακόπτοντας την προσπάθεια των Σκοπιανών. Τη στιγμή εκείνη, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο Ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση.

Με την ιαχή «αέρα» οι δύο Ελληνικοί λόχοι επιτέθηκαν κατά των Σκοπιανών με εφ’όπλου λόγχη, σκορπώντας τον όλεθρο και συλλαμβάνοντας 3 αιχμαλώτους. Οι Σκοπιανοί τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 17 νεκρούς (δύο αξιωματικοί). Οι Ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες – 5 τραυματίες και ένας αγνοούμενος. Κατά τη μάχη αιχμαλωτίστηκαν οι Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (μωαμεθανός Βόσνιος), ο Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβος) και ο Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης). Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρα την βυζαντινή πόλη Μοναστήρι των Σκοπίων, την οποία η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ότι πλέον θα ονομάζεται «Μπίτολα».

ΠΗΓΗ: history-point.gr & akritasnews.com

Ο Βουρκόλακας, του Αργύρη Εφταλιώτη. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ενδιαφέρον έργο που όμως δε γνώρισε ποτέ τα φώτα της ράμπας. Πρόκειται για το Βουρκόλακα του Αργύρη Εφταλιώτη. Το μοναδικό θεατρικό έργο του Εφταλιώτη, το οποίο όμως κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της νεοελληνικής δραματουργίας.



 Το έργο γράφτηκε το 1894 και σε πρώτη φάση δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες από την εφημερίδα Εστία. Το 1900 εκδόθηκε σαν αληθινό βιβλίο μαζί με άλλα έργα του Εφταλιώτη. Ο συγγραφέας έγραψε το Βουρκόλακα αντιστικτικά ως προς τους Βρυκόλακες του Ίψεν επικρίνοντας με αυτόν τον τρόπο τον Ιψενογερμανισμό που καλλιεργούνταν από το περιοδικό Τέχνη το 1899. Οι Βρικόλακες του Ίψεν είχαν παιχτεί ένα χρόνο πριν και η «βορειομανία» είχε επικρατήσει στους θεατρικούς κύκλους.

 Ο ίδιος τις ξεκαθάρισε περισσότερο και γενικότερα το 1899, όταν επέκρινε τον «Ιψενογερμανισμό» που καλλιεργείται από το περιοδικό Τέχνη·, «σήμερα ο “συμβολισμός” κι αύριο ο “νατουραλισμός” και δος του “γροθοκοπιούνται” ξενικά συστήματα εκεί μέσα [...] Μεγάλο και ασυχώρητο κρίμα, ναρχίζει ένα περιοδικό με την εθνική τη γλώσσα κι αντίς να μας γενεΐ περιβόλι ρωμαίικο, να κάθεται και ναρμηνεύει ξένες Βαβυλωνίες»

 Ο Βουρκόλακας ανέβηκε πρώτη φορά σε μία ερασιτεχνική παράσταση στη Βάρνα αρχές του 1895, σε μια πόλη που υπήρχε τότε ισχυρό ελληνικό στοιχείο. Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία, παραμένει άγνωστο όμως γιατί έκτοτε δε γνώρισε το παραστασιακό ενδιαφέρον. Μετά από 120 χρόνια ξανανέβηκε στην ελληνική σκηνή (το 2015) με πρωταγωνίστρια τη Νένα Μέντη και σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα. Παίχτηκε επίσης από τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχικό Όμιλο ¨Το Μπουρίνι¨ στη Μυτιλήνη το 1952 και στο Μονακό το 1957  στο φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, καθώς επίσης και επανειλημμένα σε Λεσβιακές εκδηλώσεις.

 Ο Εφταλιώτης (1849-1923)  ήταν Λέσβιος συγγραφέας και μια από τις σημαντικές μορφές της ελληνικής διανόησης, στη μάχη της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη και το Γιάννη Ψυχάρη. Υπήρξε φανατικός της πρακτικής του Ταξιδιού του Ψυχάρη. Έγραψε επίσης Ειδυλλιακά διηγήματα το 19ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας έμεινε και εργάστηκε στην Αγγλία και σε άλλους ξένους τόπους παρέμεινε πιστός στη γενέτειρά του. Αναπολούσε διαρκώς πρόσωπα και πράγματα της πατρίδας του. Αν και ο Εφταλιώτης ξεκίνησε ως ποιητής στο διήγημα βρήκε τον εαυτό του, επειδή κυρίως εκεί μπορούσε να εφαρμόσει σε πλήρη ανάπτυξη και εκτεταμένα τη δημοτική γλώσσα.




Λίγα λόγια για την υπόθεση μέσα από τα λόγια του Εφταλιώτη στο μικρό πρόλογο που έγραφε για το έργο στην έκδοση του 1900:

 «Το δραματάκι αυτό γράφηκε σε εποχή που φαίνουνταν ανάγκη να προσέχουμε όχι μονάχα το υλικό μας να είναι εθνικό, μα κι η παράστασή του, και μάλιστα να γίνεται αυτή η παράσταση με τρόπο, που να πηγαίνει ο συγγραφέας το δρόμο του δίχως να σέρνει μαζί του αλυσίδες περασμένων κανόνων. Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα, που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είναι καλά η εθνική τους η χρωματιά [...] Να παρασταθεί κι αυτός στη σκηνή σα δύσκολο πράμα, αφού συχνά ξεπέφτει από γοργό διάλογο σε μακρινές ομιλίες που δεν τις σηκώνει το θέατρο. Μήτ’ αυτό όμως μήτε τ’ άλλα ψεγάδια του προσπάθησα να λιγοστέψω, όσο μπορούσα, αφού σκοπός μου δεν ήτανε να δείξω δραματικό πρότυπο, παρά μόνο δρόμο. Όσο για τα κάπως λυρικά του προσόντα, σ’ αυτό απάνω βρίσκεται ο Βουρκόλακας με λαμπρή συντροφιά, που μάλιστα δεν του αξίζει».




 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

 Στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση, ιστορίες με βαμπίρ απασχολούν πολύ μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα χωριά και μικρές κοινωνίες. Κάθε χρόνο ακούγονταν και μία ιστορία με βρικόλακα, κάπου σε ένα απροσδιόριστο μέρος χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Οι ιστορίες ήταν φυσικό να διαδίδονται ταχύτατα από στόμα σε στόμα και να εμπλουτίζονται καθώς δεν υπήρχε η σημερινή τεχνολογία και ενημέρωση.

 «Βουρδόλακες», «καταχάνηδες», «Τυμπαναίοι» (πρησμένοι από το αίμα) ήταν πρωταγωνιστές σε καθημερινές ιστορίες που διηγούνταν τα στόματα αγράμματων χωρικών. Πλήθος ονομάτων αναφέρονται στους λαογράφους Ν. Πολίτη και Γ. Καμπούρογλου αλλά και σε ξένους περιηγητές στην Ελλάδα.

 Πρέπει να πούμε πως έχουμε να κάνουμε, όσον αφορά το έργο, με ένα κείμενο-στολίδι, το οποίο διανθίζεται με το «ρομαντισμό του έρωτα». Εμπλουτίζεται επίσης με μεταφυσικά στοιχεία και την εφιαλτική αύρα της χαράς, του πένθους, της ζωής και του θανάτου.

Ο Βουρκόλακας είναι μια τραγωδία, όπως είπαμε πιο πάνω, σε τρεις πράξεις:

1)     Εφιαλτικός μύθος

2)     Εορτασμός χαράς και του πένθους

3)     Ζωής και θανάτου


 Μέχρι σήμερα οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν το μύθο από την πραγματικότητα, και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους «απέθαντους» είναι τόσο διαδεδομένες, δεδομένου μάλιστα πως δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων όντων.

 Στην τραγωδία παρεισφρέουν επίσης κωμικοί διάλογοι και αφηγηματικά μέρη που ελαφρύνουν το συναισθηματικό βάρος με την παρουσία δύο γυναικών εν είδη Χορού. Οι γυναίκες αυτές είναι η «εφημερίδα της γειτονιάς», άνθρωποι που στήνουν αυτί και αναπαράγουν κουτσομπολιά με μοναδικό υποκριτικό τρόπο προξενώντας γέλιο.

 


 

Το τραγούδι του «Νεκρού Αδελφού»

 Το έργο αντλεί το θέμα του από τους λαϊκούς μύθους και το τραγούδι του νεκρού αδελφού. Συνομιλεί επίσης με την παράδοση με μοναδικό τρόπο. Ο Εφταλιώτης σεβόταν γενικά πολύ τους λαϊκούς θρύλους. Έσπαγε τις φόρμες, ενώ αποκαθιστούσε παράλληλα τους δεσμούς με την παράδοση.

 Το τραγούδι του «Νεκρού Αδελφού» είναι ένα από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια. Το εμβληματικό ποίημα για τους ρομαντικούς κύκλους της κεντρικής Ευρώπης του 19ου αιώνα είναι γνωστό σε όλους μας είναι γνωστό σε όλους μας από το σχολικό μάθημα των Νέων Ελληνικών. Ο Λάσκαρης το χαρακτήρισε ως «το δραματικότερον τραγούδι», είναι πέρα για πέρα σωστή η γνώμη του Βασιλειάδη ότι « το δράμα πρέπει να εκφράζει ότι γνησιότερο έχει ο λαός»

 Ο κεντρικός μύθος των παραλογών κατά κανόνα αναπτύσσεται γραμμικά, με αρχή, μέση και τέλος, ενώ συχνά περιέχει εξωλογικά/εξωανθρώπινα στοιχεία δανεισμένα απ’ τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το συγκεκριμένο τραγούδι συναντάται σε διάφορες παραλλαγές, τόσο εντός του ελλαδικού χώρου, όσο και στις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ Ποιος Έφερε την Ντορουντίν, βασισμένο στην αντίστοιχη αλβανική παραλογή). Η προέλευσή του, ωστόσο, είναι πιθανότατα ελληνική, από την περιοχή της Μικράς Ασίας και χρονολογείται γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα – πρόκειται, επομένως, για ένα απ’ τα παλιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια.

 



 Το τραγούδι δημιουργήθηκε πριν τον 9ο μ.Χ. αιώνα στη Μικρά Ασία. Κατατάσσεται στις παραλογές (πρόκειται για μια μακροσκελή έμμετρη αφήγηση με θεματολογικά χαρακτηριστικά που θύμιζαν τα ακριτικά έπη και επίλυα) καθώς έχει αφηγηματικό χαρακτήρα και είναι ευρύτατα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο και στους βαλκανικούς λαούς. Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού διαδόθηκε σε μεγάλη γεωγραφική ακτίνα επειδή μνημόνευε πτυχές της τότε κοινωνικής πραγματικότητας στους βαλκανικούς και όχι μόνο λαούς.

 

 Γενικά τα δημοτικά τραγούδια είχαν αρχίσει να δραματοποιούνται από θεατρικούς συγγραφείς (σ’ αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η απόπειρα του Εφταλιώτη με τον Βουρκόλακα) από τους κύκλους του Παρνασσού και σε σχέση με τις ιδέες και τις μελέτες του Νικολάου Πολίτη. Το έργο, λοιπόν, είναι εμπνευσμένο από τον πλούτο των δημοτικών τραγουδιών.

 


 Ο Ξενόπουλος, στα πρώτα του βήματα ως θεατρικός κριτικός, αναφέρει το γεγονός, πληροφορεί για το ενθουσιώδες μακρότατο άρθρο της εφημερίδας Εύξεινος και σπεύδει να επαινέσει το έργο, εφόσον δεν πήγε στη Βάρνα για κρίνει και την παράσταση: «Ας το μελετήσουν καλά οι θιασάρχαι μας. Πεντήκοντα παραστάσεις δεν θα κάμη βέβαια ποτέ, αλλ’ είναι έργον το οποίον και τους ηθοποιούς θα τιμήση και τους εκλεκτούς ακροατάς των πέντε ή δέκα του παραστάσεων».

 Ο όρκος είναι αυτός που θα καθορίσει την ανάπτυξη της δομής του έργου και θα οδηγήσει στην τελευταία σκηνή του θανάτου μάνας και κόρης, ως λύτρωση για το ξεκλήρισμα της οικογένειας.

 Ο Εφταλιώτης έζησε την ξενιτιά, εργάστηκε στο Λονδίνο και σε άλλα μέρη του εξωτερικού. Ο Νόστος για την πατρίδα του κυριάρχησε στο συγγραφικό έργο. Ηθικό δίδαγμα του άσματος του Βουρκόλακα είναι το εξής: Μην ξενιτεύεστε, μην αφήνετε τον τόπο σας, τους δικούς σας! Τα πλούτη της Βαβυλώνας δεν αξίζουν για τόση ταραχή!





Το κείμενο του έργου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://www.openbook.gr/o-vroykolakas/


Πηγές:

Πετράκου Κυριακή, Ο Νεκρός Αδελφός, δεν πέθανε είναι ακόμα μαζί μας.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ. Σπανάκη-Ε. Ζουργού, εκδ. Νεφάλη, Αθήνα 1996.

Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Δούκα,  εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

https://www.fractalart.gr/voyrkolakas/

https://www.thetoc.gr/politismos/article/h-nena-menti-kai-o-bourkolakas-tou-eftaliwti/

anmag.gr/τι-τυπώνει/favtastic/βουρβούλακες-και-βαμπίρ-βαλκάνια-φάρ/

greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/performanceview/163

aneazichniserron.blogspot.com/2014/10/blog-post_10.html

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Θεατρομάνια:

 


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...