Αγαπητοί
φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ιδιαίτερο έργο. Πρόκειται για το
έργο του Ούγγρου συγγραφέα FerrencKarinthyΤο όνειρο του λόφου Γκέλερτ που είναι γνωστό και με τον τίτλο Οι κυνηγημένοι. Πρόκειται για ένα έξοχο
θεατρικό έργο. Ο συγγραφέας είναι γνωστός από το μυθιστόρημα του Epepe (Metropole). Ένα έργο
που κυκλοφόρησε το 1970.
Φωτογραφία από παράσταση του 2018 στο θέατρο ¨Θάλεια¨ της Βουδαπέστης
Λίγα λόγια για το Λόφο του Γκέλερτ (Gellért Hegy):
Ονομάστηκε προς τιμή του Επισκόπου
Γκελέρτ ο οποίος διέδωσε τον χριστιανισμό την Ουγγαρία. Μετά το θάνατο του
Αγ.Στεφάνου του Χριστιανού βασιλιά της Ουγγαρίας, ο θρύλος λέει ότι οι
επαναστάτες παγανιστές Μαγυάροι σφράγισαν τον Γκελέρτ μέσα σε ένα βαρέλι και
τον πέταξαν από την πλαγιά του λόφου.
Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένα φρούριο που
χτίσθηκε από τους Βούρκους της Αυστρίας του 1850-1854 με σκοπό να ελέγχουν την
πόλη μετά την αναστολή της Ουγγρικής επανάστασης για την ανεξαρτησία. Αυτό το
φρούριο ήταν αρχικά 200μ σε μήκος με τα τείχη τους να ξεπερνούν τα 6 μ σε μ και
3 μ σε πάχος. Όταν οι Αψβούργοι έφυγαν από τη Βουδαπέστη το 1907, το φρούριο
έπεσε στην δικαιοδοσία της πόλης. Τα τείχη του γκρεμίστηκαν, ως συμβολισμός
νίκης κατά των Αυστρουγγαρών, αλλά το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει
τον Ουγγρικό στρατό.
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου
Πολέμου οι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Γερμανοί εξ αιτίας του φρουρίου
κατόρθωσαν απόλυτο έλεγχο στην πόλη. Σήμερα το φρούριο έχει μετατραπεί σε
τουριστικό ξενοδοχείο και προσφέρει στους επισκέπτες καταπληκτική θέα της πόλης
και του ποταμού Δούναβη.
Στην κορυφή του λόφου τέλος, το 1947
οι Σοβιετικοί έστησαν ένα μνημείο για την απελευθέρωση της πόλης από τους Ναζί.
Στο λόφο υπάρχει επίσης ένα σπηλαίο όπου από το 1926 χρησιμοποιείται ως
εκκλησία.
Το έργο στην Ελλάδα παίχτηκε σε
ραδιοφωνική διασκευή με πρωταγωνιστές τους Κώστα Αρζόγλου και Βέρα Κρούσκα. Οι
δύο σπουδαίοι ηθοποιοί πραγματοποιούν μία ερμηνεία ρεσιτάλ.
Η πλοκή του έργου:
Βρισκόμαστε
στο 1945, μία εβδομάδα πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από
τη Βουδαπέστη. Κύριοι και μοναδικοί χαρακτήρες του έργου είναι ένα αγόρι και
ένα κορίτσι. Ο ένας είναι δραπέτης στρατιώτης που συναντιέται σε μία εγκαταλελειμμένη
βίλα με μία νεαρή γυναίκα που κρύβεται εκεί.
Είναι
όχι και τόσο απίθανο να συναντηθούν δύο νέοι σε μία βίλα, της οποίας οι
ιδιοκτήτες έχουν φύγει στη μέση μιας μάχης. Είναι οι μέρες που η κατεχόμενη από
τους Γερμανούς Βουδαπέστη πολιορκείται από τους Σοβιετικούς. Καθώς η όμορφη
πόλη δέχεται πυρά οι δύο νέοι ονειρεύονται ένα νέο κόσμο στον οποίο ακόμη και η
Σελήνη θα είναι εύκολα προσβάσιμη.
Ενώ λοιπόν
περιμένουν να τελειώσει η μάχη υφαίνουν όνειρα, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον,
φαντασιώνονται, και κάνουν επίσης σχέδια για το μέλλον. Βασικά προσπαθούν να
απαλλαγούν από το παρελθόν τους και να επιβιώσουν. Η γραμμή μεταξύ παιχνιδιού
και πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτη. Ποιοι είναι οι κανόνες όμως του παιχνιδιού
στο μέσω του πολέμου;
Έχουμε να
κάνουμε με δύο ηθοποιούς και οβίδες που ακούγονται να πέφτουν εκτός και να
προκαλούν μπλακ-άουτ στη σκηνή, το έργο περιγράφει με ιδιαίτερα κωμικοτραγικό
τρόπο τα τεχνάσματα των εγκλωβισμένων στη φρίκη του πολέμου προκειμένου να
αποφύγουν το θάνατο της ψυχής και την απενεργοποίηση των κυκλώματος του
εγκεφάλου τους. Οι ήχοι των εκρήξεων του πυροβολικού και οι ριπές των αυτομάτων
κυριαρχούν σε όλο το έργο φέρνοντας αρκετά κοντά στο θεατή τον πόλεμο.
Ο άντρας
είναι απόλυτος, κτητικός, κυνηγός, δυνάστης. Η γυναίκα αντιδρά αλλιώς. Είναι
πιο ευεπίφορη στα φανταστικά παιχνίδια, πλέον ευέλικτη (και σωματικώς),
περισσότερο δεκτική. Ακόμα κι όταν καταφεύγουν στο νοητικό κόσμο της σελήνης,
όπου είναι μόνοι, μακριά από άλλα ανθρώπινα όντα, αυτός ζηλεύει ακόμα, τους...
πρώην ή... μελλοντικούς εραστές της. Η γυναίκα είναι ακόμη περισσότερο
επιβιωτική, διαχειρίζεται τις ανάγκες της πρακτικά, δεν αντέχει τη φρίκη και
την οδύνη, με τον πόνο όμως τα πάει μια χαρά.
Ο άνδρας,
είναι -εν πολλοίς- εξαρτώμενος από αυτήν. Ανίκανος να σταθεί χωρίς το θηλυκό
του συμπλήρωμα, ασυμφιλίωτος με την anima εντός του, τραγικός και αξιολύπητος.
Βεβαίως, και οι δυο τους βράζουν στο ίδιο καζάνι, μόνο που διαφέρουν ως προς τη
χάρη αντιμετώπισης αυτής της αλλόκοτης κατάστασης: έχουν καταφύγει κατά τη
διάρκεια ενός βομβαρδισμού, σε μια εγκαταλελειμμένη βίλλα, μπαίνοντας από τη
σαραβαλιασμένη πόρτα του γκαράζ. Δεν γνωρίζονται, όμως αναγκάζονται να
συνυπάρξουν και να επιβιώσουν, να γίνουν κολλητοί, εραστές, σύντροφοι,
σύμμαχοι, συνεταίροι, ποιούντες την ανάγκην φιλοτιμίαν. Πόσο εύστοχη αυτή η
παραβολή…
Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:
«Όταν
συναντιούνται δύο άτομα, στην πραγματικότητα υπάρχουν έξι άτομα. Δύο καθώς
βλέπουν τον εαυτό τους. δύο καθώς βλέπουν ο ένας τον άλλον. και δύο όπως είναι
πραγματικά. " θα σημειώσει οΓουίλιαμ Τζέιμς. Σ’ αυτά τα τρία
επίπεδα θα κινηθεί το έργο…
Ο θεατής
έχει την εντύπωση ότι ολόκληρο το σύμπαν ενώνεται για μερικές ώρες μέσα στο
σύμπαν.
Το παιχνίδι
που αυτοσχεδιάζουν αυτοί οι δύο μοιραίοι άνθρωποι, μοιάζει με το σταυρόλεξο, το
σκραμπλ και άλλα γλωσσικά παιχνίδια που βασίζονται στη λεκτική και νοητική
ετοιμότητα του εγκεφάλου να ¨συμπληρώνει¨ τα πραγματικά δεδομένα με φανταστικό
συνδημιουργικό τρόπο. Μ΄ αυτό το ανώδυνο τέχνασμα δίνουν διέξοδο στην ψυχή τους
να … ανασάνει και στο μυαλό να πάει αέρας ελευθερίας.
Πρόκειται
για αντιπροσωπευτικούς ανθρώπους. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες δύο
διαφορετικών ειδών συναντιούνται σ’ αυτό το έργο. Τα όνειρα τους, έχουν γίνει
απόπολλούς ανθρώπους και είναι τα
όνειρα του λόφου Γκέλερτ. Επί σκηνής η επέκταση της φαντασίας συνδυάζεται
συνήθως με μία ειδική τεχνική προβολής και δίνει ένα νέο εντυπωσιακό αποτέλεσμα
στο πεζογραφικό θέατρο. Το νήμα της ιστορίας του έργου, δηλαδή, διακόπτεται
συχνά από οράματα με βάση την τεχνική αυτή.
Πρέπει να
σημειώσουμε όμως και ακόμη ότι στο έργο διαπιστώνουμε και ένα βαθύ φιλοσοφικό
στοχασμό πάνω στο συμφέρον.
Ο Κώστας
Μπούρας εν κατακλείδιπαρατήρησε ότι «μια φυγόκεντρη διαδικασία καθιστά το κείμενο
διαχρονικό και υπερτοπικό, όσο και αν εντοπίζεται από το συγγραφέα της στο λόφο
Γκλέλερτ της Βουδαπέστης
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο τη Γαλλία την απασχολούσαν οι κοριοί. Οχι τα εργαλεία παρακολούθησης ιδιωτικών συνομιλιών. Τα ίδια τα αντιπαθέστατα ζωύφια που κεντούν το δέρμα με το τσίμπημά τους και μπορούν να σε τρελάνουν. Οι κοριοί απειλούσαν τα εκατομμύρια των επισκεπτών στα ξενοδοχεία και τα airbnb και υπονόμευαν την ήδη εύθραυστη ψυχική υγεία της γαλλικής κοινωνίας. Την απασχολούσε και η αμπαγιά, ένδυμα των μουσουλμάνων γυναικών το οποίο πολλές μαθήτριες φορούσαν στις σχολικές τάξεις – κάτι περισσότερο ξέρουν οι Ισπανοί που έχουν διατηρήσει την παλιά καλή σχολική στολή. Πολλοί καθηγητές έλεγαν ότι όταν μπαίνουν σε μια τάξη όπου οι μαθήτριες φορούν αμπαγιά, πώς να τολμήσουν να τους μιλήσουν για ανεξιθρησκία, εκκοσμικευμένη κοινωνία ή τον Βολταίρο. Η απαγόρευσή της προκάλεσε πολλές εμβριθείς συζητήσεις περί ελευθερίας, αν και η συντριπτική πλειονότητα του κοινού, γύρω στο 80% αν δεν κάνω λάθος, συμφώνησε με το μέτρο.
Σήμερα οι κοριοί ξεχάστηκαν. Δεν νομίζω ότι εξοντώθηκαν, απλώς μπορεί να αντιμετωπισθούν και ως ψυχοφάρμακο. Με τα τσιμπήματά τους αποσπούν την προσοχή σου από τον περιρρέοντα τρόμο. Οσο για την αμπαγιά, υποθέτω ότι έχει αλλάξει επίπεδο, έχει περάσει στο επίπεδο της γραφικότητας. Σήμερα η Γαλλία αναγκάστηκε να κλείσει 18 από τα αεροδρόμια της χώρας εξαιτίας τρομοκρατικής απειλής, το Λούβρο και οι Βερσαλλίες έκλεισαν για τον ίδιο λόγο και στους δρόμους κυκλοφορεί στρατός για το ενδεχόμενο χτυπήματος. Η Συνθήκη Σένγκεν ανεστάλη σε 13 χώρες. Ο καθηγητής Λογοτεχνίας Ντομινίκ Μπερνάρ σε λύκειο του Αράς μαχαιρώθηκε άγρια από μουσουλμάνο ενώ προσπαθούσε να προστατεύσει τους μαθητές του. Στις Βρυξέλλες ένας Τυνήσιος σωματέμπορος σκότωσε με το κατοικίδιο καλάσνικοφ που διατηρούσε δύο Σουηδούς φιλάθλους. Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και στην τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς έχει μεταφερθεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο Μπάιντεν το είπε καθαρά: Ο Πούτιν δεν έχει τους ίδιους στόχους με τη Χαμάς, όμως στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη η Δύση δέχεται επίθεση.
Η Δύση όχι ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως απολύτως συγκεκριμένη πραγματικότητα, ένας τρόπος ζωής, η δημοκρατία, η ελευθερία της έκφρασης, τα δικαιώματα του ατόμου, και μαζί τους όλα τα προβλήματα που συνεπάγονται. Δεν είναι παράδεισος. Ακόμη και ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του γράφει πως το ιδανικό πολίτευμα δεν είναι του κόσμου τούτου. Δεν ήταν χριστιανός ούτε μουσουλμάνος. Ηξερε όμως πολύ καλά τις παραμέτρους της ανθρώπινης συνθήκης. Ο λεγόμενος δυτικός κόσμος είναι η πιο βιώσιμη περιοχή του πλανήτη. Αυτό δεν μπορούν να της συγχωρήσουν οι εχθροί της.
Το ερώτημα είναι αν οι ελίτ της Δύσης είναι σε θέση να αντιληφθούν το μέγεθος του προβλήματος. Υπάρχει η φυσιολογική ψυχολογική απώθηση. Δεν θέλουμε να το ζήσουμε αυτό. Λειτουργεί όμως και η «νεογλώσσα» με την οποία οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν κουκουλώσει την πραγματικότητα. Ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. την Παρασκευή για τον μουσουλμάνο με το μαχαίρι που συνελήφθη στον Αγιο Παντελεήμονα. «Είχε, λέει, ψυχολογικά προβλήματα». Ενώ, όπως είναι γνωστόν, οι βομβιστές αυτοκτονίας του Μπατακλάν ή ο σφαγέας της Νίκαιας έχαιραν άκρας ψυχικής υγείας. Χειρότερα ακόμη: Ο Κριστιάν Μπερουαγέ, διαπραγματευτής στο λύκειο του Αράς, προσπάθησε να απωθήσει τον μαχαιροβγάλτη με μια καρέκλα. «Εκανα το καθήκον μου ως Γάλλος», θα δηλώσει αργότερα στην τηλεόραση. «Εννοείτε ως πολίτης», προσπαθεί να τον επαναφέρει στην τάξη ο ρεπόρτερ. «Οχι ως πολίτης, ως Γάλλος. Δεν αισθάνθηκα ότι είχα απέναντί μου έναν κοινό εγκληματία. Είχα απέναντί μου έναν εχθρό»
Με δίκτυο από φρυκτωρίες. Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης με μηνύματα που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός=πυρσός και ώρα = φροντίδα) ή, στην ανάγκη, με σήματα καπνού στη διάρκεια της ημέρας. Εννοείται πως το σύστημα στηριζόταν σε ένα δίκτυο από πύργους σε κορυφές βουνών (εκεί που σήμερα βρίσκονται οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας...)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μήνυμα ακολούθησε τη διαδρομή Τροία - Ίδη - Έρμαιο Λήμνου - Αθως Αγίου Όρους - Μάκιστο Εύβοιας - Μεσσάπιο της Βοιωτίας - Κιθαιρώνας - Αιγίπλαγκτο - Αραχναίο - Παλάτι των Μυκηνών (βλέπε χάρτη). Η απόσταση που καλύφθηκε υπερβαίνει τα 600 χιλιόμετρα. Είναι το πρώτο και αρχαιότερο οργανωμένο δίκτυο επικοινωνίας για το οποίο υπάρχει γραπτή μαρτυρία (Αισχύλου Αγαμέμνων, στίχοι 263-304).
Η Φρυκτωρία δούλεψε καλά ……
Από το βουνό Ίδη της Τροίας, μέσω του κάβου Ερμής της Λήμνου, το όρος Άθως, γεφυρώθηκε το πέλαγος ως το βουνό Μάκιστος της Εύβοιας. Το μήνυμα πέρασε στο Μεσσάπιο της Βοιωτίας μέσω της κοιλάδας του Ασωπού-Πύργος Οινοφύτων και Τανάγρας- πέρασε στον Κιθαιρώνα, στο Αραχναίο της Πελοποννήσου και από εκεί στις Μυκήνες στην Κλυταιμνήστρα………
Η Τροία έπεσε;… Ας το μάθουν άνθρωποι και θεοί.
Ο Αισχύλος βέβαια τα παρουσιάζει όλα αυτά 700 χρόνια μετά και μπορεί απλά να περιγράφει την τεχνολογία της δικής του εποχής. Αλλά δεν αποκλείεται να συνέβη κάπως έτσι.
Το γεγονός είναι ότι αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως εκτεταμένο δίκτυο φρυκτωριών στην ηπειρωτική αλλά και στη νησιωτική Ελλάδα. Τα δίκτυα λειτούργησαν για πολλούς αιώνες. Στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έχουμε τις καμινοβιγλατορίες και το περίφημο "Ωρονόμιο" του Λέοντα του Φιλοσόφου. Οι Βυζαντινοί με ένα παρόμοιο σύστημα είχαν άμεση πληροφόρηση για τις εισβολές των Βαρβάρων, από τα ανατολικά κυρίως.
Το σύστημα έχει παρουσιαστεί με παραστατικό τρόπο στην ταινία "Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών" για να ειδοποιθεί η Γκοντόρ για την επίθεση των Ορκ (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Η απεικόνιση είναι πολύ πετυχημένη και ακριβής, πράγμα σπάνιο για κινηματογραφική ταινία.
Αγαπητοί φίλοι της αστυνομικής λογοτεχνίας απόψε θα σας παρουσιάσω ένα έργο που αποτελεί τον ορισμό του αστυνομικού θρίλερ: Το κεφάλι ενός ανθρώπου, του Ζωρζ Σιμενόν.
Το έργο του Georges Joseph Christian Simenon - A Man's Head εκδόθηκε πρώτη φορά το 1931 με τον Γαλλικό τίτλο La Tête d’un Homme.Στην συνέχεια εκδόθηκε στα Αγγλικά με τους τίτλους A Battle of Nerves,Maigret's War of Nerves, και The Patience of Maigret.
Ο Ζορζ Σιμενόν, ο πολυγραφότατος Βέλγος συγγραφέας, δημιουργός ενός από τους πιο διάσημους και αγαπητούς ήρωες της παγκόσμιας αστυνομικής λογοτεχνία: του επιθεωρητή Μαιγκρέ...
Η υπόθεση: Ο Επιθεωρητής Μαιγκρέ, σκηνοθετεί μια απόδραση και ακολουθώντας τα ίχνη του δραπέτη, εξιχνιάζει ένα φοβερό έγκλημα, και σώζει το κεφάλι ενός ανθρώπου.
Λίγα λόγια για το Ζωρζ Σιμενόν...
Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά ρεπόρτερ στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ".
Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς"εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με την "Τιζύ"και δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες σε πολλές εφημερίδες. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό"του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου".
Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ.. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις Φαγιάρ για να πάει στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ, όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ.
Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη.
Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Πέντε χρόνια αργότερα, ανήγγειλε επίσημα την απόφαση του να μη γράψει πια μυθιστορήματα. Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παραγωγή της κρατικής κυπριακής ραδιοφωνίας, με πρωταγωνιστές τους Θεόδουλο Μωρεα και Ανδρέα Μούστρα.
Ο Μητρούσης Γκογκολάκης, υπήρξε η κατ’εξοχήν ηρωϊκή φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιφέρεια των Σερρών. Καταγόταν από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες με το όνομα Χομόνδος (σημερινό Μητρούσι), οι κάτοικοι του οποίου ήταν σλαβόφωνοι, πλην όμως γνήσιοι Ελληνομακεδόνες και καυχιόνταν για την ελληνική τους καταγωγή. Το αθλητικό του παράστημα η αδιαφιλονίκητη υπεροχή του ως παλαιστή και το εξαίρετο ήθος του , είχαν ως αποτέλεσμα ο Γκογκολάκης να χαίρει του θαυμασμού και της αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Ο Μητρούσης συγκρότησε ένοπλη ομάδα και ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των βουλγαρικών συμμοριών.
Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1906, ο αρχικομιτατζής Τάσκα, ο οποίος απέτυχε να προσελκύσει στις τάξεις του τον Γκογκολάκη με παροχές και υποσχέσεις, για να τον εκδικηθεί και να τον τρομοκρατήσει μπαίνει στο σπίτι του στο Χομόνδος και σφάζει τη γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους. Ο Μητρούσης μόλις πληροφορείται το γεγονός γίνεται έξαλλος και στρέφεται μαζί με συντρόφους του κατά του βουλγαρίζοντος χωριού Καρατζάκιοϊ (Μονοκλησιάς) όπου σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν οι δολοφόνοι των δικών του. Εκεί σκοτώνουν γύρω στους 30 κομιτατζήδες (μέλη βουλγαρικών συμμοριών) και πριν φθάσουν τα τουρκικά αποσπάσματα πυρπολούν σπίτια και αποχωρούν.
Το εγχείρημα αυτό του Γκογκολάκη, προκάλεσε διαμαρτυρία και κάποια αναταραχή στο Κέντρο των Σερρών και προκειμένου να κοπάσει κάπως ο σάλος που δημιουργήθηκε, ο Μητρούσης αποστέλλεται στην Αθήνα, απ' όπου επανέρχεται μετά από δύο μήνες με δύο φίλους του συναγωνιστές από την ελεύθερη Ελλάδα και τίθεται αμέσως επικεφαλής Σώματος ανδρών, (στο οποίο, πλην των δύο αγαπητών του συντρόφων, του Ιωάννου Ούρδα και του Μιχαήλ Ουζούνη, προσκολλώνται ως υπαρχηγός του Σώματος, ο λοχίας Θεόδωρος Τουρλεντές από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο, με τους οποίους γνωρίστηκε στην Αθήνα.
Τον Ιούλιο του 1907, πληροφορείται ο Γκογκολάκης ότι ο φονιάς της συζύγου και του παιδιού του, αφού διέφυγε κατά την επίθεση στο Καρατζάκιοϊ, κρύβεται στην πόλη των Σερρών. Αψηφώντας τους κίνδυνους, το απόγευμα της 13ης Ιουλίου φθάνει με τους τέσσερις γενναίους συναγωνιστές του στην πόλη των Σερρών (στη συνοικία Καμενίκια), και εγκαθίσταται στην οικία του ιερέα του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Σερρών, Παπαθανάση, όπου, όμως, γίνεται αντιληπτός από τον βουλγαρίζοντα Δίγκο και προδίδεται απ' αυτόν στις Τουρκικές Αρχές. Ευθύς αμέσως, η συνοικία που βρισκόταν ο Γκογκολάκης, δηλαδή τα Καμενίκια, πολιορκείται από ισχυρότατη τουρκική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από ολόκληρη την φρουρά των Σερρών και περίπου 500 άτακτους.
Το επόμενο πρωί, δηλαδή στις 14 Ιουλίου 1907, αρχίζει η επική και οπωσδήποτε άνιση από αριθμητικής πλευράς μάχη. Ο Μητρούσης με τα παλληκάρια του Γιάννη Ούρδα, Μιχάλη Ουζούνη, συγχωριανούς του, Θεόδωρο Τουρλεντέ και Νικόλαο Παναγιώτου, από την ελεύθερη Ελλάδα, καταλαμβάνει το παρακείμενο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας.
Ο σκληρός και χωρίς ελπίδα αγώνας διαρκεί πέντε ώρες. Δύο από τα παλληκάρια του Μητρούση, ο Θεόδωρος Τουρλεντές και ο Μιχάλης Ουζούνης, πέφτουν ηρωϊκώς στο πλευρό του, ενώ οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Νίκος Παναγιώτου και ο Ιωάννης Ούρδας, πολεμώντας στήθος με στήθος στην Ούρα του προαυλίου της εκκλησίας, τραυματισμένοι βαρύτατα, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 1907 οδηγούνται στην αγχόνη, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν απάνθρωπα
Ο Καπετάν Μητρούσης, μένοντας τελικά μόνος, συνεχίζει τον αγώνα αλύγιστος μέχρις ότου αντιλαμβάνεται ότι μόνον μία σφαίρα του είχε απομείνει. Θέλει να την πουλήσει και αυτήν ακριβά. Καλεί τον Διευθυντή της Αστυνομίας, προσποιούμενος ότι θέλει, δήθεν, να παραδοθεί και φυτεύει στον κρόταφο του ανύποπτου αυτού Τούρκου αξιωματούχου την τελευταία του σφαίρα, ενώ συγχρόνως για να μην συλληφθεί ζωντανός, βυθίζει το μαχαίρι του στα σπλάχνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αντιπάλων του, δίνοντας έτσι τέλος στην ανεπανάληπτη αυτή εποποιία, η οποία θα παραμείνει για πάντα φωτεινό παράδειγμα και ορόσημο για να διδάσκει στους Έλληνες τις θυσίες των προγόνων μας για να παραμείνει η Μακεδονία μας ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Την επαύριο το σώμα του Μητρούση ετάφη πλησίον του τόπου της συμπλοκής. Η πόλις των Σερρών, ευγνωμονούσα έστησε την προτομή του ηρωικού τέκνου της Μητρούση Γκογκολάκη πλησίον του τόπου της θυσίας του.
H απαγωγή αμάχων με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως ανθρώπινη ασπίδα και διαπραγματευτικό όπλο παραπέμπει στις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας των Παλαιστινίων.
Πριν από μερικά χρόνια το Ισραήλ είχε αναγκασθεί να απελευθερώσει μερικές δεκάδες εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και τρομοκράτες προκειμένου να σώσει ένα στρατιώτη του που είχε συλλάβει η Χαμάς. Τώρα όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Δεν έχω τη δυνατότητα να αναλύσω τις συνθήκες, που επέτρεψαν στην τρομοκρατική οργάνωση να αιφνιδιάσει ένα κράτος το οποίο διαθέτει όχι μόνον έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στον κόσμο, αλλά και μυστικές υπηρεσίες που έχουν σχεδόν μυθοποιηθεί για την αποτελεσματικότητά τους. Εχει κουραστεί το Ισραήλ από την εμπόλεμη κατάσταση που το συνοδεύει από συστάσεώς του; Η διακυβέρνηση Νετανιάχου έχει αποδυναμώσει την ισχύ του; Θα φανεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα, η μοναδική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή, το προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού πολιτισμού απέναντι σ’ έναν κόσμο που τον αντιμετωπίζει με εχθρότητα, δέχθηκε μια τρομοκρατική επίθεση αντίστοιχη με αυτήν στους Δίδυμους Πύργους. Τώρα οι ΗΠΑ ενίσχυσαν την παρουσία του στόλου τους στην περιοχή. Τι όμως σκοπεύουν να κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες θίγονται άμεσα από την επίθεση; Ανάμεσα στους ομήρους της Χαμάς υπάρχουν και Γάλλοι και Γερμανοί πολίτες. Θα παρέμβουν για να τους σώσουν, κι αν ναι, με ποιον τρόπο;
Σίγουρα η στιγμή που επέλεξαν η Χαμάς και οι πάτρωνές της δεν είναι τυχαία. Η Δύση αντιμετωπίζει ένα μεγάλο μέτωπο στην Ουκρανία. Υπάρχει όμως και η αθέατη πλευρά, αυτή που ακόμη κι αν τη βλέπουμε, κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε. Κι αυτή είναι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στα ευρωπαϊκά κράτη. Πώς θα αντιδράσουν αν η Ευρώπη αποφασίσει να συντρέξει το Ισραήλ; Ξέρουμε ότι η τρομοκρατία μπορεί να μεταφερθεί από τη Λωρίδα της Γάζας στα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων, για παράδειγμα. Δεν το υποθέτουμε. Το έχουμε ζήσει. Οσο γράφω ακούω πως οι γερμανικές αρχές φοβούνται έναν νέο κύκλο βίας στη Γερμανία – ειδήσεις στην «Ντόιτσε Βέλε».
«Είμαστε όλοι Ισραηλινοί»; Ο Μελανσόν απεφάνθη ότι η τρομοκρατική επίθεση οφείλεται στην εντατικοποίηση της καταπίεσης των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας. Σε αντίθεση με ολόκληρη τη γαλλική πολιτική τάξη, που την καταδίκασε. Ο Μελανσόν δίνει το στίγμα του μαλακού υπογάστριου της Ευρώπης. Είναι η Ευρώπη όμηρος της Χαμάς; Θα φανεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τον πόνο από το τραύμα του Ισραήλ θα τον νιώσει και η ίδια.
Φίλες
και φίλοι του θεάτρου, μετά την παρουσίαση του Θείου Βάνια, και την μεγάλη ανταπόκριση που δείξατε, απόψε θα
προχωρήσω στην ανάλυση ενός από τα σπουδαιότερα έργα που καθόρισαν το θέατρο:
του Γλάρου, του Αντών Παύλοβιτς
Τσέχωφ.
Η
συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895 στο Μελίχοβο. Το Μελίχοβο ήταν ένα
μικρό χωριό είκοσι πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Εκεί ο συγγραφέας
πέρασε πέντε χρόνια θέλοντας να ζήσει μια ήσυχη μακριά από τα εγκόσμια ζωή.
Αμέσως μετά τη συγγραφή, την 17 Οκτωβρίου του 1895 ο Γλάρος ανέβηκε στη σκηνή στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό
το πρώτο ανέβασμα κατέληξε σε μια αποτυχία, εμπορική και καλλιτεχνική. Οι
συνθήκες που πρωτοεμφανίστηκε το έργο δεν ήταν ευνοϊκές. Ο Τσέχωφ είχε
φυματίωση, η οποία εμφάνισε επιπλοκή. Ο συγγραφέας δεν ήταν σε καλή ψυχολογική
κατάσταση. Αναμφίβολα δε θα άντεχε δεύτερη αποτυχία.
Αντίθετα
με το πρώτο, το δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το «Θέατρο Τέχνης» της
Μόσχας σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, υπήρξε ένας θρίαμβος. Ο Τσέχωφ, παρέδωσε
το Γλάρο, στο μέγα εκείνο μάστορα της
σκηνοθεσίας ο οποίος εγκαινίασε μια νέα αισθητική: Το Θεατρικό Νατουραλισμό. Η ιστορική παράσταση στο «Θέατρο Τέχνης»
είχε έμβλημα ένα γλάρο. Τα χειροκροτήματα επισφράγισαν μια εξαιρετική
παράσταση αλλά και μια νέα εποχή για το δραματικό θέατρο. Έκτοτε το έργο έχει
παιχτεί αναρίθμητες φορές σε όλο τον κόσμο.
Ο Γλάρος έγινε κώδικας υποκριτικής
παγκοσμίως, άσκησε επιρροή κυρίως στο αμερικάνικο θέατρο καθώς και
κινηματογράφο. Τέκνα του Γλάρου ήταν
ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέημς Ντιν, ο Ντε Νίρο, η Εύα Μαρί Σεντ, κ.α. Στην Ελλάδα
το έργο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1906 στο περιοδικό Ηλύσια και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη το
1932. Σε μας
εδώ θεμελίωσε την πρώτη περίοδο του Θεάτρου Τέχνης του Κουν και των μαθητών του
(Μπάκας, Μιχαλακόπουλος, Καρακατσάνης, Φυσσούν, Λαμπέτη, Διαμαντόπουλος κ.λπ.).
Ο Γλάρος αποτελεί το πλέον αυτοβιογραφικό
έργο του Τσέχωφ. Έργο που μιλά διαχρονικό για την ανθρώπινη μοναξιά και το
κυνήγι της αγάπης που δεν έχει ανταπόκριση. Σίγουρα όταν διαβάσει κανείς το
έργο πολλές φορές θα μπει στην ουσία της σκέψης του Τσέχωφ. Ήταν ακόμη ένα έργο
εκδίκησης. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε ορκιστεί ότι δεν πρόκειται να συγγράψει
άλλο έργο. Ο Γλάρος
συναρπάζει παγκοσμίως τους πάντες: δημιουργούς, θεατές και αναγνώστες. Ίσως
γιατί οι χαρακτήρες του μαζί με τις ανάγκες τους είναι τόσο διαχρονικές που
καθένας μας μπορεί να βρει κάπου “εκεί” τον εαυτό του…
Η πλοκή του
έργου:
Συγκεκριμένα,
το έργο διαδραματίζεται στο υποστατικό του Σόριν, στην τότε επαρχιακή Ρωσία. Ο
Τρέπλιεβ αναζητά κάτω από τη ‘σκιά’ της Αρκάντινα, της μητέρας του,
νέους τρόπους έκφρασης στο θέατρο και την ποίηση. Παρουσιάζει το πρώτο του
θεατρικό έργο με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του Νίνα, με την οποία είναι
παράφορα ερωτευμένος. Η παράσταση όμως θα τελειώσει άδοξα. Από την άλλη η Νίνα
εκφράζει τη μεγάλη της επιθυμία να γίνει ηθοποιός και γοητεύεται από το
συγγραφέα Τριγκόριν, ο οποίος έχει σχέση με την Αρκάντινα.
Δύο
χρόνια αργότερα, ο Τρέπλιεβ εξακολουθεί να μένει στο κτήμα και να παρακολουθεί
από απόσταση τη ζωή της Νίνας. Η επιδείνωση της κατάστασης του Σόριν θα κάνει
την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν να ξαναγυρίσουν στο υποστατικό. Η Νίνα
επιστρέφει και αυτή, σαν το νεκρό γλάρο, και η συνάντησή της με τον Τρέπλιεβ θα
συμβάλλει στο να δώσει αυτός τέρμα στη ζωή του.
Παράλληλα,
στο έργο προβάλλεται η ζωή και ο ρόλος και άλλων προσώπων, όπως του επιστάτη
Σαμράεβ, της γυναίκας του Παλίνας, της κόρης του Μάσσας, του γιατρού Ντορν, του
δασκάλου Μεντβεντένκο, του Γιάκωβ ενός εργάτης του Σόριν, του μάγειρα και της
υπηρέτριας.
Οι διάλογοι του έργου είναι ασύνδετοι και τα
πρόσωπα δείχνουν ότι δε μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Επιπλέον
στοιχεία:
Το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ ως θεατρικό
συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής, έχει ως τοπίο μια λίμνη. Είναι
μια κωμωδία, σύμφωνα με το συγγραφέα, με τρεις γυναικείους ρόλους, έξι
ανδρικούς και παίζεται σε τέσσερις πράξεις. Πολύ συζήτηση περί λογοτεχνίας,
λίγη δράση και πέντε τόνοι έρωτα.
Το ύφος του Γλάρου είναι μεικτό. Μοιράζεται ανάμεσα στην κωμωδία και τη δράση.
Ο ίδιος το χαρακτήρισε ως κωμωδία σε τέσσερις πράξεις. Είναι κωμωδία αλλά και
δράση. Η επιμονή του συγγραφέα να χαρακτηρίζει το έργο κωμωδία· έχει την έννοια
της προκλητικής αντιπαράθεσης και ρήξης με το δράμα της εποχής. Αναδεικνύει,
όμως και κωμικές πτυχές της ζωής· διότι πιστεύει ότι στη ζωή είναι όλα
ανακατωμένα: το ρηχό συνυπάρχει με το μεγαλοπρεπές.
Τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του Γλάρου μπορεί κανείς εύκολα να τον
διακρίνει. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τις
απόψεις του Τσέχωφ για τη ζωή και για την αισθητική εμφανίζοντας μέσα σ’ αυτές
ανθρώπους της τέχνης. Μιλά ανοιχτά για τους προβληματισμούς του γύρω από την
τέχνη, τη μάχη με την ρουτίνα της καθημερινότητας, την αναζήτηση νέων μορφών
για τα βάσανα της δημιουργίας καθώς και για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά
στις απαιτήσεις της ζωής.
Η Κεντρική Ιδέα:
Το
έργο μιλάει για την τέχνη και το θέατρο. Ο θεατής είναι συνέχεια μέσα και έξω
από το θέατρο και ο ηθοποιός γίνεται ηθοποιός και θεατής. Ο ηθοποιός παρατηρεί
την ίδια του την τέχνη και τον εαυτό να παίζει και να μην παίζει.
Τα θέματα του έργου είναι τρία:
1)Αλληλεξάρτηση της ζωής και της
τέχνης.
2)Ο θάνατος των ψευδαισθήσεων.
3)Η κωμωδία της ανθρώπινης αποτυχίας.
Όλα
αυτά ανταποκρίνονται στην εμονική ιδέα του Τσέχωφ, ότι: «Όλα στη ζωή είναι θέατρο και όλα στο θέατρο είναι ζωή.»
Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τις απόψεις του
για τη ζωή και για την αισθητική· εμφανίζοντας μέσα σ’ αυτές ανθρώπους της τέχνης.
Μιλά ανοιχτά για τους προβληματισμούς του γύρω από την τέχνη, τη μάχη με την
ρουτίνα της καθημερινότητας, την αναζήτηση νέων μορφών για τα βάσανα της
δημιουργίας καθώς και για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της
ζωής.
Ο Τσέχωφ μέσα από το Γλάρο μας δείχνει τον παραλογισμό της ανθρώπινης ψυχής. Μόνο μια
υπεράνθρωπη δύναμη θα μπορέσει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της πραγματικής
ζωής και αυτής που ονειρεύονται τα πρόσωπα. Μάταια οι άνθρωποι προσπαθούν να
ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της καθημερινότητας.
Ενδιαφέρουσα είναι και η προσέγγιση του
Τερζάκη σχετικά με το έργο του Τσέχωφ. Σύμφωνα με τον Α. Τερζάκη: ο Τσέχωφ
διαφώνησε με τον Ίψεν ως προς την άποψη ότι τα έργα δεν έχουν αρχή, μέση και
τέλος. Με άλλα λόγια δεν αρχίζουν, εξελίσσονται, κορυφώνονται και τελειώνουν.
Θεωρεί ότι πρέπει να δημιουργηθούν νέοι τρόποι έκφρασης και πρωτοτυπίας στο
θέατρο και αν κάποιος δεν μπορεί να το κάνει αυτό είναι προτιμότερο να μην
κάνει τίποτα.Το ψυχολογικό κλίμα αντικαθιστά τη δράση, ενώ η συγκίνηση
πηγάζει από τα μυστικά που κρύβουν στις καρδιές τους οι ήρωες και όχι από τις
φωνές και τις χειρονομίες.
Οι πρωταγωνιστές:
Τα έργα του Τσέχωφ είναι πολυπρόσωπα, χωρίς
κανένας να έχει κανένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Με το Γλάρο εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχωφικής
δραματουργίας, όπου τη θέση του έως τότε καθιερωμένου κεντρικού ήρωα-ηρωίδας
παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία. Η δράση είναι μοιρασμένη ανάμεσα
τους.
Ο
Άγγλος δραματουργός, Πρίστλι, κάνει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση.
Κατανέμει την ίδια του την προσωπικότητα ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: «Τον Τριγκόριν, ένα δημοφιλή συγγραφέα–
λογοτέχνη, γεγονός το οποίο όμως τον έχει κουράσει, τον Τρέπλεφ, ο οποίος
αγωνίζεται, όπως και ο ίδιος, για νέους τρόπους έκφρασης και τον Dr. Ντορν,
γιατρό, σαν και τον ίδιο, ο οποίος, όχι τυχαία, δείχνει συμπάθεια στις
αναζητήσεις του Τρέπλεφ».
Οι ήρωες είναι δυνατοί και ευάλωτοι όπως και
οι γλάροι. Πετάνε πάνω από σύμβολα ελευθερίας και νίκης του ανθρώπινου
πνεύματος. Κατατρύχονται από μελαγχολία. Αγαπούν, ελπίζουν, μισούν σα να μη
συμβαίνει τίποτα. Διακατέχονται όμως από μια ανικανότητα να πραγματοποιήσουν τα
όνειρα τους. Είναι ίδιοι με τους γλάρους που είναι σύμβολα ελευθερίας και
πετάνε πάνω από τη λίμνη, ακόμη και όταν δεχτούν τις σφαίρες κάποιου κυνηγού.
Αισθάνονται συγκεχυμένοι. Η ζωή τους δεν είναι παρά μόνο ένα όνειρο.
Ο Richard Peace, παρατηρώντας πως οι βασικοί
χαρακτήρες του Γλάρου είναι συγγραφείς και ηθοποιοί, υποστηρίζει πως και Τριγκόριν
και ο Τρέπλιεβ είναι κωμικοί χαρακτήρες και μονόπλευροι καθρέφτες της
αυτοεικόνας του Τσέχωφ, τέτοιας που «η
καλλιτεχνική ‘‘μονομαχία’’ μεταξύ του Τριγκόριν και του Τρέπλιεβ αποτελεί την
αντανάκλαση μιας σύγκρουσης του ίδιου του Τσέχωφ».Οι
μελετητές συχνά ανέφεραν ότι τα έργα του Τσέχωφ δεν οδηγούνται από την πλοκή. Αντ 'αυτού, τα έργα είναι
μελέτες χαρακτήρων σχεδιασμένες να δημιουργούν μια συγκεκριμένη διάθεση.
Ο Τσέχωφ δεν περιγράφει τα πάθη, τις ελπίδες,
τις απογοητεύσεις μόνο του κεντρικού ήρωα, αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που είναι
πραγματικά ή ψυχολογικά “κολλημένοι” δίπλα σε μια μικρή λίμνη. Είναι το έργο
για τους νέους καλλιτέχνες και για την μεγαλύτερη γενιά που είναι πια κορεσμένη
και περιφρουρεί τα κεκτημένα της.
Είναι το έργο όπου οι ήρωές του διακατέχονται
από “αγάπη” -που αποτελεί την κύρια υπόθεση του «Γλάρου» -και συγχρόνως από
έλλειψη κατανόησης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος μεταξύ τους. Σχεδόν όλους οι
ήρωες «Λίγη δράση, 5 πούντες αγάπης»,
έλεγε ο Τσέχωφ χαριτολογώντας.
Τέλος, είναι το έργο για τις
βασανιστικές αναζητήσεις του αληθινού νοήματος της ζωής, του λόγου ύπαρξής μας.
Ας ασχοληθούμε λίγο με τη Νίνα. Η Νίνα
ήταν η πρωταγωνίστρια και πολλά υποσχόμενη νεαρή ηθοποιός του πολλά υποσχόμενου
νεαρού συγγραφέα Τρέπλιεφ. Ο Τρέπλιεφ ανεβάζει το έργο στον κήπο του πατρικού
εξοχικού, με σκοπό να εντυπωσιάσει, μέσα από ένα επαναστατικό τρόπο έκφρασης
τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, τη διάσημη ντίβα του
θεάτρου Αρκάντινα.
Η Άλκηστις Πουλιοπούλου ερμήνευσε πριν λίγα
χρόνια το ρόλο της Νίνας, θα μας πει: «Το
πρόωρο και άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού φιλόδοξου συγγραφέα θα φέρει
απρόβλεπτες κωμικές και τραγικές συνέπειες, για όλους τους παρευρισκομένους που
θα σφραγίσουν τις ζωές τους για πάντα. Η Νίνα είναι ερωτευμένη με το γιο της
Αρκάντινα, γνωρίζει όμως τον Τριγκόριν, τον εραστή της Αρκάντινα και τον
ερωτεύεται. Έτσι ξεκινάει η καταστροφή της. Καταστρέφεται όχι από έρωτα αλλά
από προσδοκία.»
Η Καριοφιλιά Καραμπέτη ερμήνευσε τη Νίνα το 1994
Συμβολισμοί:
Ο γλάρος συμβολίζει τους ελεύθερους και
δυνατούς ανθρώπους που παρά τις δυσκολίες που έχουν συνεχίζουν. Οι συμβολισμοί
δεν είναι του Τσέχωφ αλλά της φαντασίας των ηρώων. Όταν ο Τρέπλιεφ σκοτώνει το
γλάρο, σκοτώνει το ίδιο το έργο του. Ο γλάρος τελικά είναι ο ίδιος ο Τσέχωφ, τα
πάθη, οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του.
Με την παρουσίαση του Γλάρου κλείνουμε τη δεύτερη ανάλυση μας πάνω στο έργο του σπουδαίου
Ρώσου λογοτέχνη. Δοθείσης ευκαιρίας θα επανέλθουμε, με την ανάλυση, ίσως, του Βυσινόκηπου…
1) Καλλέργης, Λ.
(1986). Πρόλογος. Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ. Ο συγγραφέας και το έργο του. Μια
σκιαγραφία. Στο Α.Τσέχωφ. (1986). Ο Γλάρος – Θείος Βάνιας – Πρόταση Γάμου –
Η αρκούδα. (μτφρ. Λ. Καλλέργης), (τομ. Α΄). (σσ. 11-25), Αθήνα: Δωδώνη.
2) Τερζάκης, Α.
(2007). Χαρακτηριστικά του τσεχωφικού θεάτρου. Στο Α.Τσέχωφ. Θείος Βάνιας.
(μτφρ. Α. Κοέν). (σσ. 35-39), Αθήνα: Αιγόκερως.
3) Βογιάζος, Α.
(1989). Από το στοιχείο του δάσους στον Θείο Βάνια. Στο Ο Τσέχωφ. Το έργο
του η εποχή του. (σσ. 81-116), Αθήνα: Άγρα.
4) Φιλία Συμεωνίδου, Γυναικείες
μορφές στη δραματουργία του Άντον Τσέχωφ, ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης,
Αλεξανδρούπολη 2017.
Γ) Έργα ξένων
συγγραφέων.
1) Germilof, V.
(2007). Το κωμικό στοιχείο στο έργο του Άντον Τσέχωφ. Στο Α. Τσέχωφ. Θείος
Βάνιας. (μτφρ. Α. Κοέν). (σσ. 20-21), Αθήνα: Αιγόκερως.
2) Έρενμπουργκ, Ιλ.
(1963). Ο κόσμος του Τσέχωφ, Η ζωή και το έργο του. (μτφρ.
Ξ.Ι.Καρακάλου), Αθήνα: Δαμιανός.
5) Senderovich, S.
(1994/2009). The Cherry Orchard: Chekhov’s Last Testament. RussianLiterature, 35, pp. 223-242. Ανακτήθηκε 30 Οκτωβρίου 2020 απόhttps://www.academia.edu/16405415/_The_Cherry_Orchard_Chekhovs_Last_Testament
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του
Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
The Celts emerged into history in the millennium before the birth of Christ when they began to spread from their homelands in central Europe east toward Turkey and Greece, west toward Germany, France, Britain and Ireland, and south into Italy and Spain. They were a vigorous, warlike people, skilled in metalworking and horsemanship, and keen to trade. They had a distinctive curvilinear artistic style which they used on both weapons and items of personal adornment. Rich graves found in their homelands in Austria and Switzerland show that this was sophisticated society with strong links to the classical world.
By the fourth century BC the Celts dominated northern Europe. The Romans challenged their expansion and invaded both Gaul (France) and Britain to plant their own colonies. According to Julius Caesar the Gauls were a vital, child-like people who liked colorful clothes and plenty to drink, and were brave and reckless in battle, He admitted them in certain ways, but still considered them to be barbarians whose civilization was much inferior to his own. The Celts fought bitterly again the Romans, including several battles in which they were led by the warrior queen, Boudicca. There was a heroic last stand at Anglesey, but the Celts eventually lost and had to accept the Roman colonization of their lands.
However, the Romans were gracious in victory, respecting Celtic cultural traditions. Many of these survived in various forms until waves of new invader—Angles, Saxons, Jutes, Viking –arrived and suppressed them more brutally. Some Celtic peoples were absorbed into the culture of the invaders, some fled west to Wales and Cornwall. The Romans never conquered Ireland, sot eh Celtic culture remained pure there until the coming of the Vikings toward the end of the eighth century. As a result, early Irish literature is one of the richest sources of information about the Celts.
Nowadays, people of Celtic origin have spread all over the world, particularly to North America, Australia and New Zealand. Sometimes their culture survives in a remarkably pure form: there are Gaelic speaking communities in Nova Scotia in Canada and Welsh speakers in Argentina. Celtic are and music are enjoying a spectacular renaissance as people begin to recognize that they represent a vital part of Europe’s ancient native tradition.
Απόψε φίλοι και φίλες θα σας παρουσιάσω ένα ακόμη επεισόδιο της σειράς, Τα παιδιά της πιάτσας, του Νίκου Τσιφόρου, με τίτλο: Ο Μούσμουλος.
Ο Εφραίμης ο "μούσμουλος" ήταν περιπλανώμενος φρουτοπώλης, η μάνα του ήθελε να τον κάνει από μικρό παπά. Αυτός ήταν όμως ζωηρός και πήγε στην Πάτρα. Τον βρήκε ένα λαμόγιο και του έδωσε μια βαλίτσα με χόρτο να τη μεταφέρει στην Αθήνα για εκατό τάλιρα. Ο κακομοίρης νόμισε ότι κουβαλούσε χόρτα για σαλάτα. Όταν έφτασε και τον πήραν χαμπάρι ότι δεν κατάλαβε τι κουβαλούσε, τα αλάνια του κόλλησαν το παρατσούκλι "Μούσμουλος". Σιγά σιγά ο Εφραίμης έκανε ένα μαγαζάκι και άρχισε να πουλάει και καρπούζια. Τα μαγκάκια της πιάτσας τον κορόιδευαν και τον φώναζαν συνέχεια ¨Μούσμουλο¨.
Ο Μούσμουλος το λοιπόν, έπεσε πάνω στη Γιωργία τη Μυτιληνιά που τον έψησε με τα νάζια της να φυλάξει μια ποσότητα μαύρου, χωρίς αυτός να το ξέρει. Η Γιωργία τα είχε κρύψει μέσα σε καρπούζια επιμελώς. Η αστυνομία τον μπουζούριασε χωρίς να το καταλάβει. Τώρα στη φυλακή το φυσάει και δεν κρυώνει...
Η σειρά Τα παιδιά της πιάτσας έχει τεράστια ηθογραφική αξία, από λογοτεχνικής άποψης.