Τι ήταν η Οχράνα.

 Η  Οχράνα  (άμυνα)  αποτελούσε  έναν  όρο που  χρησιμοποιήθηκε  για  τα  ένοπλα  σώματα  των  βουλγαριζόντων  διγλώσσων, κυρίως στην  περιοχή  της  Καστοριάς  και  της  Έδεσσας,  στη  διάρκεια  του  Β΄  Παγκοσμίου  Πολέμου. 






 Τα  ένοπλα  αυτά  σώματα  οργανώθηκαν από  τους  Ιταλούς  και  τους  Γερμανούς  για την  καταδίωξη  των  ελληνικών  ανταρτικών τμημάτων,  αλλά  τις  σχετικές  πρωτοβουλίες  είχαν  αναλάβει  κύκλοι της  βουλγαρο-μακεδονικής  VMRO.  Έτσι,  η ίδρυση  και  η  δράση  της  Οχράνας  συνδέεται άμεσα  με  την  πολιτική  της  VMRO.  

Πτυχές της  δράσης  της  Οχράνας  έχουν  διερευνήσει  Έλληνες  και  ξένοι  ιστορικοί.  Βλ.  σχετικά, Σπυρίδων  Σφέτας,  

Η  ίδρυση  και  η  δράση  της Οχράνας  (1943-44)  στη  Δυτική  και  Κεντρική  Μακεδονία  στα  πλαίσια  της  πολιτικής της  VMRO  και  των  Ιταλο-Γερμανικών  αρχών  Κατοχής,  Βαλκανικά  Σύμμεικτα,  τχ.  11 (1999-2000)  ΙΜΧΑ,  Θεσ/νίκη,  σσ.  341-376, εδώ,  σ.  343·  Ιωάννης  Κολιόπουλος,  Λεηλασία  Φρονημάτων:  Α,  Το  Μακεδονικό  Ζήτημα στην  κατεχόμενη  Δυτική  Μακεδονία  (19411944),  Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994.

Η λογοτεχνία ως ιστορική πηγή.

 Η  τελευταία  φράση  μάς  καθοδηγεί  να  καταλάβουμε  καλύτερα  και  τον  ρόλο  τον  οποίο μπορεί  να  παίξει  η  λογοτεχνία  ως  ιστορική  πηγή.  Δεν  αποτελεί  δηλαδή  μια  αξιόπιστη ιστορική  πηγή  από  την  οποία  οι  ιστορικοί  μπορούν  να  πληροφορηθούν  την  αλήθεια για  τα  γεγονότα  (Κόκορης  2005,  10-11).  Ούτε  βεβαίως  θα  πρέπει  να  νομίζουμε  ότι  οι μικροί  αναγνώστες  θα  μάθουν  από  τη  λογοτεχνία  την  εθνική  ιστορία,  όπως  πολλές γενιές  παιδαγωγών  και  γονιών  νόμιζαν,  με  κυριότερο  εκφραστή  αυτής  της  άποψης την  Πηνελόπη  Δέλτα,  η  οποία  πάσχισε  με  τα  ιστορικά  της  μυθιστορήματα  να  διδάξει τα  ελληνόπουλα.  



 Ας μείνουμε για  λίγο  στο  ζήτημα,  διότι  υπάρχουν  πολλές  παρεξηγήσεις  γύρω από αυτό.  Η  λογοτεχνία  υπακούει  στους  δικούς  της  κανόνες  ποιητικής·  λ.χ.  έχει  το ελεύθερο  να  επινοεί  πρόσωπα  και  γεγονότα  τα  οποία  μπορεί  να  φαίνονται αληθοφανή,  αλλά  είναι  φανταστικά.  Είναι  υποχρεωμένη  να  δημιουργεί  μια  πλοκή λογικοφανή,  να  έχει  suspense,  να  προσφέρει  την  κάθαρση,  να  διδάσκει  (ιδιαίτερα  αν απευθύνεται  σε  μικρούς  αναγνώστες).  Γενικά  υποτάσσεται  στους  κανόνες  του λογοτεχνικού  είδους  που  υπηρετεί.  

Ακόμη  και  αν  ο  συγγραφέας  διεξάγει  ιστορική έρευνα,  δεν  είναι  υποχρεωμένος  να  ακολουθήσει  την  πειθαρχία  της  ιστορικής επιστήμης.  Η  προσωπική  του  ιδεολογία,  η  ελλιπής  κατανόηση  των  ιστορικών εννοιών,  η  απουσία  μεθοδολογικών  εργαλείων  και  το  προσωπικό  του  συγγραφικό πρόγραμμα  ευθύνονται  συνήθως  για  τη  μονομερή  έκθεση  των  ιστορικών  γεγονότων σε  μεγαλύτερο  βαθμό  από  ό,τι  συμβαίνει  σε  ένα  ιστορικό  έργο. 

 Βεβαίως,  όλα  τα παραπάνω  ισχύουν  σε  διαφορετικό  βαθμό  για  κάθε  συγγραφικό  εγχείρημα  το  οποίο εμπλέκει  την  ιστορία  και  θα  αγγίξουμε  παρόμοια  ζητήματα  παρακάτω,  σε  σχέση  με το ιστορικό μυθιστόρημα.   Εκείνο  που  χρειάζεται  εδώ  να  τονιστεί  είναι  πως  δεν  πρέπει  να  διαβάζουμε  τη λογοτεχνία  η  οποία  μιλά  για  ιστορικά  γεγονότα  ανυποψίαστοι,  έτοιμοι  να  πιστέψουμε στην  αλήθεια  των  εξιστορουμένων,  ακόμη  και  αν  αυτά  προέρχονται  από καταξιωμένους  συγγραφείς  οι  οποίοι  έχουν  επαινεθεί  για  την  ιστορική  τους εγρήγορση  και  έρευνα. 

 Τα  συνηθέστερα  «ολισθήματα»  μιας  λογοτεχνικής  αφήγησης είναι  η  αποσιώπηση  γεγονότων  ή  πλευρών  της  ιστορικής  πραγματικότητας,  οι ηθικοδιδακτικοί  σχολιασμοί  του  αφηγητή,  η  μεταφορά  γεγονότων  από  έναν  τόπο  σε άλλον  –ακόμη  και  ανύπαρκτο–,  η  φανταστική  διαδρομή  ζωής  ενός  κατά  τα  άλλα ιστορικού  προσώπου,  η  απόκρυψη  ανίερων  συμμαχιών,  ο  τονισμός  της  βίας  του αντιπάλου  και  η  αποσιώπηση  της  βίας  που  άσκησε  η  συμπαθής  στον  αφηγητή  πλευρά και  πολλά  άλλα.  Ειδικά  το  ζήτημα  της  βίας,  το  οποίο  βρίσκει  ο  συγγραφέας  μπροστά του  συνεχώς,  αφού  μιλούμε  για  ιστορία,  προκαλεί  ιδεολογικές  εμπλοκές, αυτολογοκρισία  και  συναισθηματική  δυσανεξία,  που  με  τη  σειρά  τους  οδηγούν  σε περίεργες,  και  καμιά  φορά  ενδιαφέρουσες,  αφηγηματικές  επιλογές. 

Συνήθως,  τα  πιο «αληθινά»  ιστορικά  στοιχεία  σε  μια  λογοτεχνική  αφήγηση  είναι  οι  λεπτομέρειες  της καθημερινής  ζωής,  οι  ανώδυνες  πληροφορίες,  όλα  εκείνα  που  είναι  απαραίτητα  για να  ανασυσταθεί  η  ατμόσφαιρα  και  τα  συναισθήματα  μιας  εποχής  και  σε  τούτο  είναι βεβαίως  απαράμιλλη  η  δύναμη  της  λογοτεχνίας. 

Τα  παραπάνω  δεν  σημαίνουν  πως  η  λογοτεχνία  είναι  άχρηστη  για  την  ιστορική εκπαίδευση.  Ειδικά  σήμερα  που  έχουν  πολλαπλασιαστεί  τα  είδη  των  ιστορικών πηγών  και  βασικός  σκοπός  θεωρείται  η  άσκηση  των  μαθητών  στην  εκτίμηση  της αξιοπιστίας  των  πηγών,  η  λογοτεχνία  αυτοδικαίως  περιλαμβάνεται  ανάμεσα  σε  αυτές. Πάντα,  όμως,  με  την  προϋπόθεση  ότι  το  λογοτεχνικό  έργο,  ως  οργανωμένο  σύνολο μορφής,  περιεχομένου,  ιδεολογίας  και  συναισθημάτων,  μας  βοηθά  να  κατανοήσουμε σε  γενικές  γραμμές  είτε  την  εποχή  στην  οποία  δημιουργήθηκε  είτε/και  την  εποχή  στην οποία  αναφέρεται.  

Η  αλήθεια  των  επιμέρους  στοιχείων  του  μπορεί  βεβαίως  να ελεγχθεί,  αλλά  αυτός  ο  έλεγχος  μόνον  ως  άσκηση  μπορεί  να  έχει  κάποια  σημασία  και δεν σχετίζεται με τη  λογοτεχνική  του αξία.   

Πηγή: Βενετία Αποστολίδου

Κοντά στο Ερζερούμ...

Λίγες γραμμές από το Δημήτρη Ψαθά στο έργο του Γη του Πόντου σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα τάγματα εργασίας...





Αντίσκηνα  για  την  διαμονή  τους  —μέσα  στα  κρύα  και  τις  βροχές—  να  τουρτουρίζουν  την νύχτα,  και  για  τροφή  τους  κανένα  ξεροκόμματο  και  καζάνια  να  βράζουν  γεμάτα  νερό, λιγοστά  φασόλια  ή  ρεβύθια  ή  κανένα  κομμάτι  βρώμικο  κρέας,  «γερμανική  σούπα»  την λέγαν κοροϊδευτικά,  χασκογελώντας. 

Μέσα  στην  άγρια  χειμωνιά,  επάνω  στα  βουνά  της  Ζύγανας  και  του  Κοπτάγ  —στην σιδηροδρομική  γραμμή  του  Ερζερούμ  κι  ολούθε  στην  ύπαιθρο  χώρα—  νέα  παιδιά  κι  ώριμοι άντρες,  το  ίδιο  σκελετοί,  κουρελιασμένοι,  σέρνουνταν  σαν  τα  φαντάσματα,  αγκομαχούσαν με  την  ψυχή  στα  δόντια.  

Πότε  να  ξεφτυαρίζουνε  το  χιόνι  για  ν'  ανοίγουνε  περάσματα,  πότε να  ζεύωνται  στα  κάρρα  του  στρατού  και  να  τα  σέρνουν,  κάτω  απ'  τις  βρισιές  και  το  καμτσίκι του τσαούση.  Όποιος  πέθαινε πεταγόταν παραπέρα. 

Εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των παιδιών που απήχθησαν από τους Τούρκους κατά το παιδομάζωμα

Πόσα παιδιά αρπάχτηκαν συνολικά κατά το παιδομάζωμα;


Ένα από τα πρώτα ερωτήματα που διατυπώνει κανείς ήταν πόσα συνολικά θύματα είχε η εφαρμογή της μακρόχρονης αυτής αιμορραγίας


Ακριβής απάντηση στο ερώτημα δεν υπάρχει, καθώς ήταν πολύ δύσκολη η διεξαγωγή συμπερασμάτων για τα χριστιανόπαιδα που έπεσαν θύματα του παιδομαζώματος




Ωστόσο, παρακάτω θα παραθέσω γνώμες διάφορων ιστορικών πάνω σε αυτό το θέμα.


Ο Αυστριακός ιστορικός Ιωσήφ Χάμμερ (1774-1856) υπολογίζει τον αριθμό των παιδιών σε 500.000. Στο βιβλίο του «Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»

γράφει σχετικά: «Εξάγεται βεβαίως ότι πεντακόσιαι χιλιάδες παίδων χριστιανών εισίν

ο ελάχιστος αριθμός των δια ξίφους ληφθέντων και καταναλωθέντων παίδων χριστιανών, ο ελάχιστος ον η θεομηνία δύναται να εναβρύνηται ότι εθυσίασε τω στρατιωτικώ δεσποτισμώ».

Ο Γάλλος ιστορικός Lavallee γράφει: «Έτσι, μπορεί κανείς να εκτιμήσει σε πέντε εκατομμύρια τουλάχιστον τον αριθμό των παιδιών των χριστιανών, τα οποίαμέσα σε διαστήματα τριών αιώνων αλλαξοπίστησαν έτσι με τη βία και θυσιάστηκαν στη βάρβαρη πολιτική των σουλτάνων»

Ο Παπαρρηγόπουλος επίσης γράφει: «…Επομένως το σύνολον των ανδρών όσοι αφηρέθηκαν από τον χριστιανισμόν της Ανατολής προς μόνην την συγκρότησιν του γενιτσαρικού τάγματος, ειμπορεί να υπολογισθή εις εν περίπου εκατομμύριον».35

Επιπλέον, ο Αμερικανός ιστορικός Σούγκαρ αναφέρει: «Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι το σύνολο των νεαρών χριστιανοπαίδων, που αρπάχτηκαν «νόμιμα» από τις οικογένειες τους με τη διαδικασία του παιδομαζώματος, υπολογίζεται πώς ήταν περίπου διακόσιες χιλιάδες για όλη την περίοδο των δύο περίπου αιώνων που εφαρμόστηκε».

Στη συνέχεια ο καθηγητής Βακαλόπουλος τονίζει: «Υπολογισμός-έστω και

κατά προσέγγιση-του αριθμού των εξισλαμισμένων παιδιών είναι πολύ δύσκολος,

σχεδόν αδύνατος. Ίσως τον υπολογισμό αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει κάπως μια

ειδική και διεξοδική μελέτη για το παιδομάζωμα με την ευρεία του έννοια».37

Με την σειρά του ο Ν. Σαρρής γράφει για το θέμα: «Οι πραγματικές

διαστάσεις των αποτελεσμάτων του παιδομαζώματος υπερφαλαγγίζουν κατά πολύ

οποιοδήποτε αριθμητικό μέτρο. Γιατί, όπως πολύ ορθά έχει παρατηρηθεί, οι χριστιανοί

κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου, προκειμένου να μην αποχωριστούν τα παιδιά

τους, είχαν δύο λύσεις:

 Πρώτον: Να εξισλαμισθούν ή να προσποιηθούν ότι εξισλαμίζονται.

Δεύτερον: Να φύγουν με την κινητή τους περιουσία στις πλησιέστερες κτήσεις των χριστιανών κρατών.» 

Τέλος, ο Σ. Βρυώνης γράφει: «Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσοι χριστιανοί απετέλεσαν μέρος του συστήματος [Ghulam] και έγιναν μουσουλμάνοι. Οπωσδήποτε ο αριθμός ήταν μικρός σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εποχήαλλά το σύστημα πρέπει κάπως να επηρέασε τους χριστιανούς στο θέμα του προσηλυτισμού τους κατά το διάστημα αρκετών αιώνων

 


Η Τραπεζούντα σε ελαφρός καλύτερη θέση σε σχέση με τον υπόλοιπο Πόντο σχετικά με τη συμμετοχή των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας.

Η μοίρα της Τραπεζούντας ήταν καλύτερη από αυτή του υπόλοιπου Πόντου όσον αφορά τη συμμετοχή των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου εξαιτίας κυρίως του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Ας δούμε τι λέει ο Ψαθάς στη Γη του Πόντου...





Η Τραπεζούντα,  είναι αλήθεια,  δεν  τα  γνώρισε σ'  όλη την  εξοντωτική τους  έκταση.  Χάρη  στη μεσολάβηση  του  μητροπολίτη  Χρύσανθου  και  την  επιρροή  που  ασκούσε  επάνω  στον αιμοβόρο  νομάρχη  Τζεμάλ  Αζμή,  οι  Έλληνες  κρατήθηκαν  μέσα  στην  πόλη  και χρησιμοποιήθηκαν  μόνο  στις  επιμελητείες,  στα  νοσοκομεία  και  σε  άλλες  τέτοιες  ελαφριές δουλειές. 

 Πέρα  απ'  την  Τραπεζούντα,  όμως,  σ'  όλο  τον  Πόντο,  τα  εργατικά  τάγματα  φέραν τον  όλεθρο  σ'  αμέτρητες  χιλιάδες  κόσμο.  Τραβούσαν  τους  άντρες  έξω  απ'  τις  πόλεις  και  τα χωριά,  βαθιά  στο  εσωτερικό,  επάνω  στα  βουνά,  στις  δημοσιές,  στους  μουλαρόδρομους  για να δουλεύουν  σ'  αβάσταχτες  δουλειές,  απ'  τα  ξημερώματα  μέχρι  τη  νύχτα  του  Θεού,  να φορτώνονται  πέτρες  στην  πλάτη  κι  ύστερα  να  τις  σπάζουν,  ώρες  ατέλειωτες,  όγκους, σωρούς,  που  ποτέ δεν  είχαν  τελειωμό. 

Πλάνα από την πλατεία 20ης Σεπτεμβρίου στη Ραβένα Ιταλίας

                                  Πλάνα τραβηγμένα από την πλατεία 20ης Σεπτεμβρίου της Ραβένα.



                              Μικρή και όμορφη πλατεία στο κέντρο της άλλοτε βυζαντινής πόλης...

                                                Τα πλάνα τραβήχτηκαν τέλη Γενάρη του 2020.

Ενοχοποιούνται οι Έλληνες. Τάκης Θεοδωρόπουλος

Δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ κατήγγειλε ότι μέλος ΜΚΟ που μιλούσε αγγλικά τού είπε ότι δεν μπορεί να τραβήξει πλάνα από τη Μόρια χωρίς άδεια τής εν λόγω ΜΚΟ. Οταν εκείνος αντέτεινε ότι δεν χρειάζεται άδεια από τη ΜΚΟ για να κάνει τη δουλειά του, το μέλος τον κάλεσε να περάσει από το γραφείο για ένα briefing απαραίτητο για την ορθή παρουσίαση της κατάστασης. 




Κάτοικος του νησιού μού έλεγε ότι στο Βοστάνειο, το μοναδικό νοσοκομείο του νησιού, οι συνοδοί των μεταναστών, μέλη ΜΚΟ, με το απαραίτητο τουπέ του ανθρωπιστή, παρακάμπτουν την προτεραιότητα των ντόπιων προς χάριν των «δικών» τους. Αλλος, ότι όταν κάποιος από τους δύστυχους πελάτες του πιαστεί να κλέβει από κάποιο μανάβικο, εμφανίζεται ο προστάτης του για να τον σώσει. Μερικοί καταστηματάρχες τούς αφήνουν να πάρουν ό,τι θέλουν για να μην μπλέξουν οι ίδιοι.

Καμιά ογδονταριά τέτοιες οργανώσεις στη Λέσβο, άκουσα χθες ότι άλλες 70 δραστηριοποιούνται στη Χίο. Δεν με ενδιαφέρει ποιοι και με πόσα τους χρηματοδοτούν. Ελπίζω ότι σύντομα η κυβέρνηση θα πληροφορήσει τις δικαστικές αρχές για τα οικονομικά τους και το έργο τους. Ενδιαφέρει, όμως, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους εστιάζεται στην ενοχοποίηση των ντόπιων πληθυσμών και κατά συνέπεια της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η υπόλοιπη Ευρώπη, αντί να βοηθήσει την Ελλάδα στην αντιμετώπιση του προβλήματος, την κατηγορεί για αμέλεια και κακοδιαχείριση. Σύμπτωμα αμέλειας και κακοδιαχείρισης είναι το γεγονός ότι η πολιτεία άφησε το προσφυγικό - μεταναστευτικό στα χέρια των ΜΚΟ, οι οποίες λειτουργούν ως προστάτες, ενώ δεν έκανε τίποτε για να προστατεύσει τον ντόπιο πληθυσμό. 
Πώς λοιπόν να μην αρνούνται στην ενδοχώρα την εγκατάσταση δομών φιλοξενίας, όταν βλέπουν τις εικόνες από τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο; Δεν φτάνουν οι ηθικοπλαστικές διακηρύξεις, ούτε οι υποσχέσεις περί «κλειστών δομών».

Η ενοχοποίηση των ντόπιων πληθυσμών είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας της προηγούμενης κυβέρνησης με τις ΜΚΟ. Τα προχθεσινά συλλαλητήρια είναι ένα μεγάλο βήμα. Δείχνουν ότι οι πληθυσμοί των νησιών μας αρνούνται να σηκώσουν το βάρος της ενοχής που τους φόρτωσαν τόσα χρόνια τώρα. Πριν από δύο χρόνια, τους κατοίκους της Μυτιλήνης που ξεσηκώθηκαν για την κατάληψη της κεντρικής πλατείας της πόλης τους, τα πιο επίσημα χείλη, τους κατηγορούσαν για ρατσισμό. Ποιος τολμάει σήμερα να πει το ίδιο για το πλήθος που συγκεντρώθηκε προχθές;

Μόνον όταν η πολιτεία μάς πείσει ότι θα μας απαλλάξει από τους διαφόρους που κάνουν ανθρωπιστικό τουρισμό στην πλάτη μας μπορεί να αρχίσει να αποκαθίσταται μια σχέση εμπιστοσύνης.
ΈντυπηΠηγή:Καθημερινή.

Η γέννηση της έννοιας της Βορείου Ηπείρου

 Η έννοια της Βορείου Ηπείρου γεννήθηκε εξ αντιδιαστολής προς κάποια Νότια Ήπειρο, από τη στιγμή που η τελευταία ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι ονομασίες συνεπώς αυτές δεν αντιστοιχούν προς πάγιες γεωφυσικές διαιρέσεις, αλλά προέκυψαν από την πολιτικοστρατιωτική, διπλωματική και στρατηγική συγκυρία. 





Δεδομένου του προς νότον ορίου, το οποίο ταυτίζεται ως εκ τούτου με την ελληνοαλβανική μεθόριο, παραμένει προς εντοπισμό εκείνο του βορρά, που επίσης, όπως θα φανεί, αποτελεί αντικείμενο μάλλον της πολιτικής ιστορίας παρά της γεωγραφίας. 

Κύριο χαρακτηριστικό των αλβανικών εδαφών νοτίως της γραμμής Αυλώνας - Μπεράτι - Πογράδετς (Vlora - Berat - Pogradeci), είναι η ύπαρξη διαδοχικών κοιλάδων που χωρίζονται μεταξύ τους από παράλληλες οροσειρές εκτεινόμενες από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Το όλο σχήμα ορίζεται στα βορειοανατολικά από το λεκανοπέδιο της Κορυτσάς (Korea), που διατρέχεται από τον ποταμό Δεβολη (Devolli).

 Στα νοτιοδυτικά της Κορυτσάς εκτείνονται οι κοιλάδες της Κολόνιας (Kolonja) και του Σκράπαρι (Skrapari), πουδιασχίζονται από τους παραπόταμους του Οσούμι (Osumi), με σημαντικότερο κέντρο την Ερσέκα (Erseka). Δυτικότερα, βρίσκεται η κοιλάδα της Πρεμετής (Permeti), που διατρέχεται από τη Βογιούσα (Vjosa - Αώος). Το σπουδαιότερα κέντρα της κοιλάδας αυτής, πλην της Πρεμετής, είναι το Λεσκοβίκι (Leskoviku) και η Κλεισούρα (Kelcyra). 

Η οροσειρά της Νεμέρτσικας (Nemerçka) χωρίζει την κοιλάδα της Πρεμετής από την περιφέρεια της Δρόπολης και των Ζαγορίων. Η κοιλάδα της Δρόπολης (Dropulli) ή Δρυϊνουπόλεως διασχίζεται από τον ποταμό Δρύνο (Drinosi), ο οποίος προς βορρά διοχετεύεται μέσω κλεισούρας προς την κατεύθυνση του Τεπελενίου, όπου ενώνεται με τη Βογιούσα. Το σημαντικότερο κέντρο της Δρόπολης είναι το Αργυρόκαστρο (Gjirokastra). 

Στα βορειοανατολικά της κοιλάδας εκτείνεται η ορεινή περιοχή των Ζαγορίων. Η πεδιάδα του Δέλβινου (Delvina) με κέντρο την ομώνυμη πόλη, βρίσκεται στα δυτικά της Δρόπολης, με την οποία επικοινωνεί μέσω του στενού της Μουζίνας (Muzina). Διατρέχεται από τον ποταμό Μπίστριτσα (Bi-strica), ενώ η χαμηλή λοφοσειρά της Τσούκας (Çuka), την αποκόπτει από τον κόλπο και το λιμένα των Αγίων Σαράντα (Saranda). Από τους Αγίους Σαράντα αρχίζει μια παραλιακή ζώνη που φθάνει προς βορρά ως τον κόλπο της Αυλώνας. Η παραλιακή αυτή ζώνη αποκόπτεται από το εσωτερικό, εξαιτίας της απότομης και απρόσιτης οροσειράς των Κεραυνίων, στις πλαγιές και τις κοιλάδες της οποίας βρίσκονται αρκετοί οικισμοί, μεταξύ των οποίων και τα χωρία της περιφέρειας της Χιμάρας (Himara). Η περιγραφή αυτή συμπίπτει χονδρικά με μια μέση πολιτική αντίληψη περί των ορίων της Βορείου Ηπείρου, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι περιφέρειες που περιέχουν συμπαγείς ομάδες ελληνικού πληθυσμού, χωρίς να σημαίνει αυτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ότι πρόκειται αποκλειστικά για περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί πληθυσμιακά. 

Σύμφωνα με τον Γιαννιώτη Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο (1728), ο οποίος αντιγράφει παλαιότερους συγγραφείς, η Ήπειρος περιλαμβάνει το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και τη Χιμάρα, ενώ η Αυλώνα, το Μπεράτι, το Ελμπασάν, η Βοσκόπολη (Μοσχόπολη) και η Γκιόρτζα (Κορυτσά) ανήκουν στην Αλβανία. Την περιγραφή αυτή ενστερνίζονται σε γενικές γραμμές και ο Δανιήλ Φιλιππίδης με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, οι επιλεγόμενοι Δημητριείς (1791): το Αργυρόκαστρο και τα βουνά της Χιμάρας υπάγονται στην Ήπειρο, όχι όμως η Αυλώνα ή το Ελμπασάν, που ανήκουν στην Κάτω Αρβανιτιά ενώ διστάζουν ως προς την υπαγωγή της Βοσκόπολης (Μοσχόπολης).

 Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα F.C.H.L. Pouqueville (ca 1806) θεωρεί ότι το Παλαιοπωγώνι, η Δρόπολη (Αργυρόκαστρο), η Πρεμε-τή, το Τεπελένι, και η Αυλώνα ανήκουν στην Ήπειρο, ενώ περιλαμβάνει στη Μέση Αλβανία τη Μουζακιά, τη Μαλακάστρα, το Σκρά-παρι, το Μπεράτι και το Ελμπασάν. Κατά τη διδασκαλία του Γιαννιώτη λόγιου Αθανάσιου Ψαλίδα, (ca 1810) η όλη Αλβανία διαιρείται στο Ιλλυρικό και το Ηπειρωτικό τμήμα· στο τελευταίο περιλαμβάνονται η Πωγωνιανή, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και η Αυλώνα, ενώ στο Ιλλυρικό όλοι οι πέραν της Βιώσης (Βογιούσας/Αώου) τόποι δηλαδή, σε ό,τι μας αφορά, η Τοσκηρία (Τεπελένι), η Δεσνίτζα (Κλεισούρα), το Ταγκλί (Δαγκλί), η Κολόνια, η Γκιόρτζια (Κορυτσά), το Μπεράτι, το Αλμπασάνι κ.τ.λ.

 Ο μαθητής του Ψαλίδα Βορειοηπειρώτης ιεροδιάκονος Κοσμάς ο Θεσπρωτός (ca 1833) θεωρεί επίσης την Βογιούσα ως όριο μεταξύ Αλβανίας και Ηπείρου. Στην Αλβανία υπαγάγει και αυτός το Τεπελένι, την Κλεισούρα, το Δαγκλί, την Κολόνια, την Κορυτσά, Μοσχόπολη, Μπεράτι, Αλμαπσάνι κ.τ.λ., και στην Ήπειρο τις περιφέρειες Πωγωνιανής, Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα, Χι-μαρας και Αυλώνας, ενώ εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ως προς την Πρεμετή. 

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να δούμε την πρώτη επίσημηελληνική άποψη επί του ζητήματος. Η επί των Εξωτερικών Γραμματεία (Υπουργείο) του νεοπαγούς Ελληνικού Κράτους διοργανώνει το 1835 το Προξενείο Ηπείρου και Αλβανίας, το οποίο υποδιαιρεί σε τρία υποπροξενεία: το υποπροξενείο της Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα, περιλάμβανε υπό τη δικαιοδοσία του τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και την παραλία της Τσαμουριάς μέχρι Βουθρυντου (Βουθρωτού)· το υποπροξενείο της Κάτω Αλβανίας, με έδρα την Αυλώνα, περιλάμβανε την περιοχή την περικλειόμενη από την παράλια απο Βουθρυντού μέχρι Καβάγιας και από τη γραμμή από Κονί-τζης μέχρι Βερατίου· η δικαιοδοσία τέλος του υποπροξενείου της Άνω Αλβανίας, με έδρα το Δυρράχιο, εκτεινόταν από «το παράλιον της Καβάγιας» μέχρι των Αυστριακών ορίων του παραλίου τούτου και τις περιφέρειες της Σκόνδρας, του Ελβασάν και της Οχρίδος (συμπεριλαμβανομένης). 

Ο εκ των πρώτων Ελλήνων ηπειρωτολόγων Παργινός Παναγιώτης Αραβαντινός (1857) επαναφέρει τις ρωμαϊκές διαιρέσεις «Πάλαια» και «Νέα Ήπειρος» ή «Νότιος Αλβανία». Η μεν πρώτη περιλαμβάνει όλες τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και εκείνες της Πωγωνιανής, Δρόπολης και Χιμάρας, ως το Ακροκεραύ-νιο ακρωτήριο· η δε δεύτερη τις περιοχές Πρεμετής, Τεπελενίου, Αυλώνος, Μπερατίου, Ελβασανίου κτλ., ενώ η Γκιόρτζα (Κορυτσά) και η Βοσκόπολη υπάγονται στη Μακεδονία. 

Ο επιτελικός ταγματάρχης Ιφικράτης Κοχίδης (1880) παρατηρεί ότι «τα προς βορράν όρια της Ηπείρου με την Ιλλυρία πολλάς έσχον μεταβολάς», σημειώνει εντούτοις τη Βογιούσα από τις εκβολές της και εν συνεχεία το Γράμμο ως το νυν όριο, για να περιλάβει όμως κατόπιν στην τοπογραφική περιγραφή του μέχρι και την Αυλώνα, το Βεράτιο, το Δυρράχιο και την Κορυτσά. 

Ο υπολοχαγός του πυροβολικού Παναγιώτης Κουγιτέας (1905) ονομάζει «Κάτω Αλβανία ή Μακεδόνικη Ιλλυρία» τη χώρα την οριζόμενη «προς'Β. υπό του Σκούμπη (Γενούσου), προς Ν. υπό του Αώου (Βοώσας), προς Δ. υπό της Αδριατικής θαλάσσης και προς Α. υπό του διαμερίσματος της Κολωνίας», ενώ ονομάζει «Ήπειρο» μόνο τη χώρα νοτίως του Αώου. Στην επίσημη έκδοση του Ελληνικού Στρατού του 1919, Βόρειος Ήπειρος πλέον ονομάζονται οι περιοχές της Κορυτσάς, του Στα-ρόβου της Κολονίας, του Αργυρόκαστρου, της Χιμάρας, του Δελβί-νου, του Λεσκοβικίου, του Τεπελενίου, της Πρεμετής, του Πωγωνίου και των Φιλιατών. Στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, το ζήτημα των ορίων της Βορείου Ηπείρου ενεπλάκη με εκείνο της συζητούμενης οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου. 

Οι προτάσεις των διάφορων πλευρών ήσαν φυσικά ποίκιλες, όπως προκύπτει και από τα ντοκουμέντα που συνόδευσαν τις συζητήσεις. Σε γενικές γραμμές, ο ρους της Βογιούσας θεωρήθηκε πάντως ένα σημαντικό όριο που αντιστοιχούσε σε εθνολογικά δεδομένα. Στη σημερινή τέλος συγκυρία, από ελλαδικής πλευράς παρουσιάζονται τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν σε τρεις πολιτικοϊδεολογι-κες αντιλήψεις. Στην ακραία εκδοχή όριο αποτελεί ο Γενούσιος # ποταμός (Shkumbini), περικλείοντας έτσι την Αυλώνα, το Μπεράτι και φυσικά την Κορυτσά μέσα στη Βόρειο Ήπειρο, μαζί με περισσότερο από ένα εκατομμύριο Αλβανούς, το 40% του συνολικού εδάφους της Αλβανίας, και οκτώ από τις δώδεκα μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. 

Σύμφωνα με μια μέση εκδοχή, στην έννοια του ορού «Β. Ηπειρος» εμπεριέχονται, χονδρικώς, όλες οι περιοχές νοτίως της γραμμής Αυλώνας-Πόγραδετς (μη συμπεριλαμβανομένων), δηλαδή τα εδάφη στα οποία αναφερόταν η γεωφυσική περιγραφή που προηγήθηκε και τα οποία αντιστοιχούν στις διεκδικήσεις του Βενιζέλου το 1919. 

Οι μετριοπαθέστερες τέλος απόψεις, που στηρίζονται εν πολλοίς και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα (1991-1992), περιορίζουν την κρίσιμη περιοχή νοτίως της Βογιουσας, εκεί δηλαδή όπου, όπως θα δούμε, το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζεται ασυζητητί ισχυρό. Οι εκτιμήσεις αυτές εκφράζουν και τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της ελληνικής μειονότητας, και σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την αποπομπή της το Φεβρουάριο του 1992Η. Επισήμως, το αλβανικό κράτος απορρίπτει την ύπαρξη «Βορείου Ηπείρου», θεωρώντας ότι ο όρος αυτός θέτει εμμέσως ζήτημα ένωσης με τη Νότια. Αναγνωρίζει αντιθέτως «ελληνική μειονότητα στην Αλβανία». 

Ο «βορειοηπειρωτικός» χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται ευρέως από τα αντίστοιχα σωματεία και επιτροπές που εδρεύουν κυρίως στην Ελλάδα και εκφράζουν κύκλους εκπατρισθέντων Βορειοηπειρωτών. Είναι αξιοσημείωτο τέλος ότι τμήμα της επί τόπου μειονότητας διατυπώνει αντιρρήσεις για το χαρακτηρισμό «Βορειοηπειρώτης» και αντιτείνει πατριωτικότερα, εκείνον του «Έλληνα», βάσει του σκεπτικού ότι ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει γεωγραφική περιοχή οριζόμενη ως Β. Ήπειρος, τότε «Βορειοηπειρώτες» είναι, φυσικώ τω λόγω, όλοι οι κάτοικοι της, Αλβανοί, Βλάχοι ή Έλληνες· η χρήση συνεπώς του όρου συσκοτίζει την ελληνική ιδιαίτερη παρουσία. 

Η περιοχή που μας ενδιαφέρει μοιραζόταν στα τέλη της Τουρκοκρατίας μεταξύ των Καζάδων Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Χιμάρας, Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Κολόνιας και Κορυτσάς. Οι επτά πρώτοι υπάγονταν στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων (Σαντζά-κια Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου), ενώ οι Καζάδες της Κολόνιας και της Κορυτσάς υπάγονταν στο Σαντζάκι της Κορυτσάς, υποκείμενο με τη σειρά του στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου (Βιτωλίων), και όχι σε κείνο των Ιωαννίνων. Σήμερα η περιοχή αυτή διαιρείται σε 8 Επαρχίες ή Νομούς όπως αρέσκονται να μεταφράζουν στα μέρη αυτά προσφάτως τον αλβανικό διοικητικό όρο Rrethi. Πρόκειται για τους Νομούς Αγίων Σαράντα, Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Ερσέκας, Κορυτσάς και Αυλώνας — όπου υπάγεται πλέον η περιφέρεια της Χιμάρας.

 II απόσπαση του Δελβίνου από τον Νομό των Αγίων Σαράντα έγινε μόλις το 1992, και αποδίδεται από τους ντόπιους σε πολιτικούς λόγους, δηλαδή στη διάσπαση των περιοχών της μειονότητας. Οι Νομοί αυτοί υποδιαιρούνται σε Δήμους και Κοινότητες. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν συχνά μεγάλο αριθμό χωριών, λ.χ. 16 χωριά η Κοινότητα Σωφράτικων του Αργυροκάστρου και 15 η Κοινότητα Αειβαδιάς των Αγίων Σαράντα· αντιστοιχούν δηλαδή περισσότερο στους αγροτικούς Δήμους της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Οι κοινότητες αυτές έχουν αναδιαρθρωθεί προσφάτως και δεν αντιστοιχούν πλήρως με εκείνες της απογραφής του 1989· συνεπώς απαιτείται μια επιπλέον εργασία ταύτισης, ώστε να είναι συγκρίσιμοι οι αριθμοί των απογραφών με εκείνους των εκλογικών αποτελεσμάτων των ετών 1991-1992. 

Οι επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Αλβανία εκλέγονται τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό. Οι νομάρχες δηλαδή είναι σήμερα εκλεγμένοι και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως θα δούμε, το γεγονός ότι οι μειονοτικοί συνδυασμοί κέρδισαν τις Νομαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου, όχι όμως και τις Δημαρχίες των δύο τελευταίων πόλεων, ενώ αντιθέτως κέρδισαν την Κοινότητα της Χιμάρας. Η σχέση πόλης-υπαίθρου πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα και να αναδειχθούν οι εθνοπολιτισμι-κές συμμαχίες που συγκροτήθηκαν. 


Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗΣ Η ελληνική κοινότητα της Αλβανίας απο τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας

Αυτοχειρία εκπαιδευτική. Γιανναρά Χρήστου

Ο γνωστός αρθρογράφος της καθημερινής (πολέμιος των νοσηρών πτυχών του ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ) προβληματίζεται με την κατάντια της γλώσσας μας, ειδικά στο δημόσιο βίο. (Και) Σ' αυτό το κατάντημα τη βασική ευθύνη φέρει η αριστερα...

Διαβάστε με προσοχή το άρθρο που γράφτηκε το 1995, πόσο επίκαιρο...

Υπάρχει ο επαγγελματικός δημόσιος λόγος, η δημοσιογραφία. Εχει αφετηρία την κοινή σε μια συμβίωση ανάγκη της πληροφόρησης και ανταλλαγής απόψεων. Είναι όπως η κοινή ανάγκη της εκπαίδευσης και καλλιέργειας, η ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, λειτουργίας της αγοράς, των ταχυδρομείων, της ύδρευσης – και όσες ακόμα κοινές ανάγκες.

Ονομάζουμε κοινωνική παρακμή την άμβλυνση ή και απώλεια της επίγνωσης ότι συγκροτούμε οργανωμένες συλλογικότητες για να κοινωνούμε κοινές ανάγκες. Και ονομάζουμε ακμή την κοινωνία των αναγκών, όταν τη βιώνουμε, εμπειρικά και αυτονόητα, ως ευταξία. Δηλαδή, όταν μας δίνει χαρά πρώτιστη η σχέση με δευτερεύουσα την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτή την προτεραιότητα της σχέσης την έφεραν στην ανθρώπινη Ιστορία οι Ελληνες ως θεσμικό αίτημα.

Σήμερα μοιάζει να έχουμε ξεχάσει το προνόμιο που κάποτε αξιωθήκαμε. Δεν το καταλαβαίνουμε καν το προνόμιο όταν μας το εξηγούν. Κρατάμε τις λέξεις: πόλις, πολιτική, πολιτισμός, που τώρα πια σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο από την αρχική τους σημασία, παραπέμπουν σε θεσμικά μορφώματα επινοημένα και φτιαγμένα για να εξασφαλίζουν την ατομοκεντρική αυτονομία, τη θωράκιση συμφερόντων. Από καταβολής του ελληνώνυμου βαλκανικού κρατιδίου, στρεβλώθηκε το νόημα των ονομάτων «δίχως αιδώ ή λύπην»: Μιλάμε για δημοκρατία, ενώ η πλειονότητα πουλάει την ψήφο της για να κερδίσει, δημόσια αμειβόμενη, ισόβια ραστώνη και απραγία. Υπήρξε πρωθυπουργός που καταξίωσε τον χρηματισμό σαν «δικαίωμα» του δημόσιου λειτουργού «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» και παρότρυνε τον υπουργό του των Οικονομικών να «τα δώσει όλα»: να αδειάσει το κοινωνικό χρήμα στα πορτοφόλια της κομματικής πελατείας.

Ο επαγγελματικός δημόσιος λόγος, η δημοσιογραφία, καταγγέλλει, κατά καιρούς, τα κοινωνικά εγκλήματα των επαγγελματιών της εξουσίας. Η καταγγελία είναι μόνο πυροτέχνημα, αφού οι εξουσιαστές έχουν προλάβει να κατοχυρώσουν νομοθετικά την ατιμωρησία τους προσφέροντας, σπανιότατα, και έναν αποδιοπομπαίο τράγο (Τσοχατζόπουλο ή Παπαντωνίου) για να ξεγελιώνται οι μάζες. Και είναι μεθοδευμένες οι καταγγελίες, ώστε η εμβέλεια των συνεπειών τους να εξαντλείται αποκλειστικά στο πεδίο εφήμερων εντυπώσεων.

Επιπλέον, η δημοσιογραφία σήμερα, για λόγους επαγγελματικά καθιερωμένης δεοντολογίας, περιορίζει τις πολιτικές της επικρίσεις σε προγραμματικά προκαθορισμένους αντιπάλους – αποκλείεται μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα να μεμφθεί υπουργό της κυβέρνησης ή να διαμαρτυρηθεί για την υπουργοποίησή του, έστω κι αν πρόκειται για καταφανώς ανεπιτήδειο ή και διανοητικά καθυστερημένον. Σε αυτήν την αυτιστική μονοτροπία προηγήθηκαν δουλοπρεπέστατα οι εφημερίδες του «αριστερού» χώρου, αυτοδιαφημιζόμενες σαν «προοδευτικές».

Η ανήκεστη πια βλάβη αποτυπώνεται εμφατικά, αλλά και πανουργότατα, στη γλώσσα: Με απίστευτη υπομονή και παραπειστική δολιότητα, όσοι καπηλεύονται αδιάντροπα τις κοινωνικές ευαισθησίες της Αριστεράς έχουν επιβάλει, στην εκπαιδευτικά υποβαθμισμένη Ελλάδα, να ονομάζονται «προοδευτικοί» οι θιασώτες του σταλινικού εφιάλτη και της ζαχαριαδικής φρικωδίας. Η εμμονή σε προτεραιότητες συλλογικής καλλιέργειας, γλωσσικής κατάρτισης, πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, κατασυκοφαντείται ευθέως σαν συντηρητική της στειρότητας, εθνικιστικός επαρχιωτισμός, οπωσδήποτε ή σχεδόν φασισμός.

Η ελλαδική κοινωνία έχει παγιδευτεί, τα τελευταία σαράντα χρόνια, σε ουτοπίες: Οι λέξεις δεν παραπέμπουν σε ρεαλιστικά δεδομένα, παραπέμπουν σε εντυπώσεις. Η κυκλοφορία των εφημερίδων και η επίδραση των εφημερίδων είναι κοινωνικά ασήμαντη, επειδή στο παιχνίδι των εντυπώσεων οι εφημερίδες (ο γραπτός λόγος, η ανάγνωση, η κριτική λειτουργία του νου) είναι αδύνατο να ανταγωνιστούν το θέαμα, την εικόνα. Δεν μοιάζει να υπάρχουν εφημερίδες που έχουν συνειδητοποιήσει το ανέφικτο της επιβίωσής τους. Κατά κανόνα, συνεχίζουν να ανταγωνίζονται τη λογική της εικόνας, το κυνηγητό των εντυπώσεων, τη διαφημιστική μικρόνοια, μήπως και επιβιώσουν.

Επιβιώνει ωστόσο στις εφημερίδες, περιθωριακά, ο δοκιμιακός λόγος. Οχι η εξηλιθιωτική προτεραιότητα «ευρημάτων» εντυπωσιασμού, αλλά ίχνη εμμονής στη λογική ανάλυση και στη σύνθεση «νοήματος» – η γλώσσα να υπηρετεί την κοινωνία της εμπειρίας. Μοιάζει η εμμονή να είναι ματαιοπονία – τα ηλεκτρονικά σχόλια αναγνωστών σε εφημερίδες πείθουν και τον πιο αισιόδοξο ότι η υποκατάσταση της πληροφορίας από την εντύπωση δεν είναι περιπτωτικό νόσημα, είναι λοιμική.

Υπάρχουν κοινωνίες που αντιστέκονται, εφημερίδες που διστάζουν να εκμαυλιστούν από το πρωτείο των εντυπώσεων. Μια τέτοια αντίσταση στην Ελλάδα θα ήταν προϋπόθεση ιστορικής επιβίωσης και συλλογικής αξιοπρέπειας. Θα την παραλλήλιζε κανείς με κάτι σαν «κρυφό σχολειό»: άμυνα της ανθρωπιάς του ανθρώπου, όταν όλα τα σκιάζει η φοβέρα των «Αγορών» και τα πλακώνει η σκλαβιά σε δανειστές και «επενδυτές».

Είναι η ακρότατη οδύνη, ο ασφυκτικότερος πνιγμός: Η γλώσσα που μας την έδωσαν ελληνική, να κακοποιείται ατιμωτικά και να γελοιοποιείται σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός να μαστίζει τον μισό πληθυσμό της χώρας, το σχολειό συνεχώς να εξευτελίζεται και το φροντιστήριο θριαμβικά να ηγεμονεύει, και όμως πρώτη έγνοια του υπουργείου Παιδείας να παραμένει η ενίσχυση του ρόλου των συνδικαλιστών στη λειτουργική στελέχωση της Εκπαίδευσης («Κ» 2.2.2020), όπως και το κομματικό αλισβερίσι για την ηγεσία του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, του ΔΟΑΤΑΠ, της νεόφυτης Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης! Μα την αλήθεια, αυτοκτονούμε παίζοντας καραγκιόζη.

Η νύχτα της Τρίτης της Αγκάθα Κρίστι.Ραδιοφωνικό θέατρο

Η πολιτισμική διαδρομή θα σας παρουσιάσει απόψε τη ''Νύχτα της Τρίτης" της Αγκάθα Κρίστι. Πρόκειται για ένα μονόπρακτο που θα σας κρατήσει σε αγωνία σε όλη τη σύντομη διάρκεια του...



Η υπόθεση:
Υπόθεση: Τρεις άνθρωποι κάθισαν σε δείπνο. Μετά από αυτό όλοι αρρώστησαν, πιθανόν από τροφική δηλητηρίαση και τελικά ένας πέθανε. Τα τρία άτομα ήταν ο κύριος και η κυρία Jones και η φίλη της συζύγου, Μις Clark. Αυτή που πέθανε ήταν η κ Jones. Ο θάνατος δεν αποδόθηκε σε εγκληματική ενέργεια.

Αργότερα μια υπηρέτρια σε ένα από τα ξενοδοχεία στα οποία έμεινε ο κ Jones που ήταν πλασιέ είδε το στυπόχαρτο που είχε χρησιμοποιήσει για να γράψει μια επιστολή.

Σε αυτό αποτυπώνονταν φράσεις από την επιστολή που αναφέρονταν στην εξάρτησή του από τα χρήματα της συζύγου του, ο θάνατός της....  και εκατοντάδες.... και χιλιάδες.

Η καμαριέρα διαβάστε για το θάνατο της κ Jones και μίλησε για την ανακάλυψη της σε συγγενείς της που έμεναν στο ίδιο χωριό που εκτυλίχτηκε η όλη ιστορία. Αυτό άρχισε μια αλυσίδα από κουτσομπολιά που οδήγησαν στην εκταφή του σώματος και την ανακάλυψη ότι η κ Jones δηλητηριάστηκε με αρσενικό.


Τότε ήρθε πάλι στην επιφάνεια ένα παλαιότερο κουτσομπολιό που συνέδεε τον κ Jones με την κόρη του γιατρού της περιοχής ...


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι glob TV. 







Πηγή: greekradiotheater

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...