Η υποχώρηση από το Σαγγαριο μεσα απο το ημερολόγιο του Χρήστου Καραγιάννη

 Ο Χρήστος Καραγιάννης του Ιωάννου και της Παγώνας, γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Αγ. Τριάδα (Στεβενίκο) της Βοιωτίας. Δεν πήγε σχολείο. Μόνος του έμαθε γράμματα. Το 1918 η πατρίδα τον κάλεσε «επί τα όπλα». Έως το 1922 συμμετείχε διαδοχικά στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία κατά των Μπολσεβίκων και την μικρασιατική εκστρατεία.




 Πολεμούσε κι έγραφε ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που το 1976 έγινε βιβλίο, μόλις δυο μήνες μετά το θάνατό του. «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918 - 1922», εκδόσεις Απόστολου Αποστολόπουλου. Διαβάστε αναλυτικά για την ιστορία του Χρήστου Καραγιάννη: 


Η υποχώρηση της Άγκυρας
 
27 Αυγούστου. Αντί να καταλάβουμε την Άγκυρα φτιάξαμε μόνοι μας το τάφο μας. Το βράδυ της 27 Αυγούστου διώξαμε τα μεταγωγικά μας για πίσω και μετά 1 ώρα φύγαμε και μεις το πεζικό. Ετοιμαστήκαμε, πήραμε τους γιλιούς μας και πάλι τ’ αποθέσαμε προσωρινά και περιμέναμε να δοθεί το σύνθημα της υποχώρησης. Αλλ’ αντί να ξεκινάμε βλέπουμε πίσω τα μεταγωγικά μας να ξεφορτώνουν και μας τους πεζούς μας διατάζουνε να πάρουμε τους γιλιούς μας πάλι και πάλι για τα φυλάκια.
 
Δεν δίσταζα καθόλου να πάρω μαζί μου τα τζετζερέδια και την οβίδα που ήτανε πιο χρήσιμη κι απ’ τη ζωή μας. Αφού παραμείναμε ήτανε τα πιο απαραίτητα σκεύη μας. Είδα στο ορειβατικό πυροβολικό την πιο τελειοποιημένη εφεύρεση για το στούμπισμα του σταριού. Είχανε 2 λίθινους με τρύπες στη μέση και τις φορτώνανε στα μεταγωγικά και κάθε φορά που χρειάζονταν τις λίθινες μόκρες αλέθανε το στάρι τους. Αν πηγαίναμε και μεις οι πεζικαρέοι να κόψουμε το στάρι μας, το νοίκιαζαν 10 δραχμές την ώρα. Μας πήγαν και μας βάλανε στα φυλάκια με μεγάλη προσοχή.
 
Οταν εδώσε ο Θεός τη μέρα και ξημέρωσε καλά χωρίς να συμβεί τίποτα το σοβαρό και σαν είδα το μέρος που πάτησα το σκοτωμένο από πολλές μέρες που τα κοράκια μ’ οδήγησαν ως εδώ κράζοντας και τρόγωντας ανθρώπινες σάρκες. Πήγα να δω από περιέργεια. Αλλά τι να δω; Είδα ένα ανθρώπινο σώμα διαλυμένο. Το ένα του πόδι είχε αποσυνδεθεί απ’ τη λεκάνη από το τράβηγμα των κορακιών είχε απομακρυνθεί απ’ το σώμα του. Το κεφάλι ήτανε μ’ ένα μάτι και χωρίς μύτη. Τάχανε φάει τα πουλιά. Στο μεσιανό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε δαχτυλίδι όπου το δαχτυλίδι δεν διακρίνεται καλά γιατί τα δάχτυλα του ήταν πρισμένα.
 
28 Αυγούστου. Μόλις προχώρησε η νύχτα διώξαμε πρώτα τα μεταγωγικά, και μετά από 1 ώρα έγινε η συγκέντρωση όλου του συντάγματος εκτός από μερικούς άντρες που τους αφήσαμε λίγο πιο πίσω κι ανάψαν φωτιές, σε πολλά σημεία για να τις δει ο εχθρός και να νομίζει πως κατέχουμε τα υψώματα. Αρχίζει η υποχώρηση με την εντολή να τρέχουμε όσο το δυνατό περισσότερο γιατί η διαταγή του σωματάρχη μας του πρίγκηπα Αντρέα ήταν να γίνει η υποχώρηση απ’ τη προηγούμενη νύχτα αλλά το σήμα του σώματος εξηγήθηκε κακώς και τώρα κινδυνεύουμε να κλειστούμε και να αιχμαλωτιστούμε, ενώ όλα τ’ άλλα στρατεύματα έχουν υποχωρήσει από τις 27 Αυγούστου. Βαδίζουμε όλη νύχτα χωρίς σταματημό ολοταχώς. Στο μέρος που είχε δουλέψει η φύση κι οι ανθρώποι στο Γόρδιο δεσμό περάσαμε νύχτα. Επειτα από 24 ώρες πορείας φτάσαμε στο χωριό Σαρή - Χαν. Εδω σταματήσαμε και συγκεντρώθηκε όλο το σώμα στρατού και πλημμύρισε ο κάμπος ανθρώπους. 3 εχθρικά αεροπλάνα κατάφτασαν και μας ρίξανε 9 βόμβες και χάθηκαν μετά. Φονεύτηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί άντρες.
 
Εδώ βράσαμε και το στάρι που είχαμε απ’ τη προμήθειά μας και κει που γίνονταν η διανομή έρχονται οι φαντάροι στα κόλυβα του Γούναρη. Μετά τη διανομή, φορτώσαμε τους πιο ελαφρά τραυματισμένους απ’ τα αεροπλάνα και τους βαρειά τους πήραμε σε φορεία και συνεχίζουμε την υποχώρηση.
 
1η Σεπτέμβρη 1921. Μας επισκέφτηκαν και πάλι τα εχτρικά αεροπλάνα μας βομβάρδισαν τη φάλαγγα. Οι φαντάροι τρομαγμένοι κι απεγνωσμένοι άρχισαν να βάλλουν κατά των αεροπλάνων. Αναψε ολόκληρη η στρατιωτική φάλαγγα. Ο πρίγκηπας προπορευόταν καβάλα στ’ άλογό του, άρχισε να καλπάζει με τ’ άλογό του πότε μπρος και πότε πίσω και φώναζε, μην πυροβολείτε παιδιά παύσατε το πυρ. Μην χαλάτε τις σφαίρες, δεν κάμετε τίποτα γιατί δεν φτάνουν οι σφαίρες κει πάνω. Οι σαλπιγκτές επίσης σημαίνον παύσατε πύρ. Υποφέρουμε από δίψα αν και βρίσκουμε στο δρόμο αρκετές βρύσες αλλά ένα ολόκληρο σώμα στρατού ποιός να πρωτοπάρει νερό;
 
3 Σεπτέμβρη 1921. Συναντήσαμε το Σαγκάρειο ποταμό. Εδώ σταματήσαμε, δέσαμε τις καραβάνες μας με σκοινιά και τις ρίξαμε στο ποτάμι πιάσαμε νερό γιατί δεν φτάνουν τα χέρια μας. Η σειρά μας άργησε πολύ για να περάσει τη γέφυρα. Γέφυρες δεν υπήρχαν παρά είχαν ρήξει τις βάρκες μας μες στο ποτάμι και τις είχανε συνδέσει κι έτσι μ’ αυτό το τρόπο πέρασε όλος ο στρατός. Πρώτα πέρασε το στρατηγείο του σώματος και εγκατάστησε τον ασύρματο για να συνενοηθούν με τ’ άλλα σώματα μόνο λίγα λεπτά της ώρας. Το σύνταγμα σταμάτησε παραπλεύρως απ’ τον ασύρματο κι ο διοικητής του συντάγματος κι οι ταγματάρχες μπήκανε μέσα στη μεγάλη σκηνή για να συμβουλευτούν το σωματάρχη. Εξω απ’ τη σκηνή του στρατηγού ήτανε μερικά γεμάτα σακκιά και μοιάζαν νά χαν ψωμί μέσα. Εν τω μεταξύ είχανε τοποθετηθεί και φρουρές κι ένας συνάδελφος φρουρούσε τα σακκιά με το τουφέκι του εφ’ όπλου λόγχη. Αλλά εποφελούμενοι από το σκοτάδι δυο φαντάροι και με βόλτα που έκανε ο φρουρός του άρπαξαν ένα μισό τσουβάλι με ψωμιά και τό σκασαν μες το σκοτάδι. Δεν χάνω καιρό και γω και μπαίνω συνένοχος μ’ αυτούς και κέρδισα 3 ψωμιά. Ο λόχος μας διατάχτηκε ν’ αναλάβει τα πράγματά του και να βαδίσει μισή ώρα προς βορρά και σταματήσαμε για να κανονιστεί η φρουρά κι έτσι το πήραμε στον ύπνο. Το πρωί επεκτάθηκε ο λόχος ακόμη 1 ώρα βόρεια και λίγο πιο πίσω. Δηλαδή απέχουμε ένα περίπου χιλιόμετρο απ’ το Σαγκάριο ποταμό.
 
Η μεγάλη μάχη του Σαγγάριου και η προαίσθηση του Ηλία
 
Ολη τη μέρα της 4ης Σεπτέμβρη λιμεριάσαμε ξαπλωμένοι κατω απ’ τον ήλιο, πίσω από ένα αυγοειδή λόφο για να διατηρήσουμε την αφάνεια από τα εχθρικά αεροπλάνα κι απ’ απ’ το εχθρικό πυροβολικό. Ολοι μας διψάμε κι όλος ο ήλιος μας καίει αλλά ο στρατιώτης ο Γ αλάνης πετάχτηκε μες στη σιωπή και στην ησυχία και φώναξε δυνατά, νερό νερό κι η επαναστατική αυτή η αναπάντεχη και ξαφνική φωνή μας προξένησε κατάπληξη γιατί καθώς σας είπα όλοι διψούσαμε αλλά μπροστά στο κίνδυνο που είχαμε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Νευριάστηκε ο λοχαγός ο Λαγουρός Στέφανος και σηκώθηκε όρθιος τινάζοντας το παγούρι του λέγοντας στον ανόητο συνάδελφο να ρε εγώ έχω νερό. Πίνω νερό και δεν πίνεις εσύ; Ορίστε πήγαινε κει κάτω στο ποτάμι και πιές νερό αν σου βαστάει. Είναι πιο πέρα οι τούρκοι οχυρωμένοι και θα σε φάνε. Τον κούνησε λίγο απ’ το γιακά και του λέει: σε σκοτώνω άμα θέλω γιατί αυτό πούκαμες θεωρείται στάση, θέλω να σας φυλάξω, θέλω να σας πάω πάλι στις μανάδες σας και στις γυναίκες σας και δακρύζει ο λοχαγός. Τη νύχτα το βράδυ πλησιάσε ένας ουλαμός του λόχου μας σχεδόν ο μισός λόχος κοντά στο ποτάμι και δουλέψαμε όλη τη νύχτα φτιάχνοντας χαρακώματα. Και την άλλη βραδυά στις 5 του μήνα ήρθε η σειρά του 2ου ουλαμού κι άμα νύχτωσε πάλι καλά πήγαμε και πιάσαμε δουλειά. Σκάβουμε και φτιάχνουμε χαρακώματα. Ζίκ Ζάκ. Εμείς σκάψαμε ό,τι σκάψαμε με τεμπελιά και βαρυεστημάρα και μετά κάτσαμε και συζητούσαμε. Τα θεωρούμε γι’ αστεία τα χαρακώματα, αλλά σαν πέρασε από κει ο λοχαγός και μας βρήκε να καθόμαστε μας μάλωσε και μας πήρε ο ίδιος ένα σκαπανικό πέταξε το χιτώνιό του κι άρχισε να σκαύει για το καλο παράδειγμα. Δεν τον άφησα να σκάψει.

Του υποσχεθήκαμε όλοι πως θα δουλέψουμε να βαθύνουμε τα χαρακώματα για τους όρθιους πυροβολητές. Και πάλι μας τόνισε πως εδώ θα καεί το πελεκούδι θα δώσουμε μάχη και για το καλό σας σκάψτε βαθειά. Τη στιγμή αυτή ο στρατιώτης Ηλίας άπλωσε τα χέρια του και πήρε το σκαπανικό εργαλείο απ’ τα χέρια του λοχαγού μας και λέγοντας του: δώσε μου το σκαπανικό κυρ λοχαγέ να δουλέψω, γιατί το σπίτι μου κι όλη μου η περιουσία θάναι τούτο δω που θα σκάψω. Ο λοχαγός τον μάλωσε του είπε να σταματήσει και να μη λέει βλακείες. Ο λοχαγός μας άφησε και πήγε πίσω στην εφεδρεία του λόχου.
 
Ο Ηλίας συνέχισε τη προαίσθηση του κι έλεγε: παιδιά εγώ θα σκοτωθώ αύριο χωρίς άλλο θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ κι ακόμα περισσότερο το Καραγιάννη που τυχαίνει και σύντροφος μάχης και πάντοτε αυτός βρίσκεται μαζί μου. Ολοι μας τον μαλώσαμε κι έπαψε να λεέι για μια στιγμή.
 
Αλλά συνέχισε και πάλι. Μου λέει: Κρατώ μαζί μου 400 δραχμές και το ρολόι μου. Αλλά μόλις σκοτωθώ θα μου πάρεις τις 400 δραχμές και το ρολόι, τα μεν χρήματα θα τα φάτε για τη ψυχή μου στη πρώτη πολιτεία, που θα συναντήσετε και το ρολόι μου θα το στείλεις στη μητέρα μου, θα ζητήσεις απ’ το λόχο τα στοιχεία μου. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα αν μιλάει στα σοβαρά. Ηλία είσαι με τα καλά σου ή είσαι άρρωστος; Οχι μου λέει δεν είμαι άρρωστος είμαι πολύ καλά και σας μιλάω στα σοβαρά.
 
Μάλιστα μου λέει για τη μητέρα του και για τις υποχρεώσεις του. Αλλη υποχρέωση απ’ τη μητέρα μου δεν έχω κι η μητέρα μου θα κλάψει στην αρχή θα θρηνίσει σαν το μάθει αλλά μετά 2-3 μήνες έστω μετά 1 χρόνο θα παντρευτεί το συγχωριανό μας το μπακάλη που έχω μάθει πως τάχει κανονίσει κι έτσι σιγά σιγά θα με ξεχάσει μένα. Ητανε ένας μελαχρινός μέτριου αναστήματος Πελοποννήσιος. Είχε έρθει τώρα αργά στο λόχο μας και το επώνυμό του είναι Ηλίας. Μετά απ’ το σκάψιμο, εγώ ήμουνα 2ο νούμερο περίπολος μαζί με τον Ηλία. Περιπόλησα 2 ώρες μπροστά στ’ ανοιχτά χαρακώματα αφουγκραζόμενος και προτού χαράξει η χαραυγή, γύρισα στα χαρακώματα και καθένας μας ξάπλωσε στο χαράκωμά του για να ξεκουραστεί, αλλ’ ακόμα δεν έιχε περάσει μισή ώρα και δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν απ’ το σκοπό των όπλων που φύλαγε έξω απ’ τα χαρακώματα και φώναξε συνάμα στα όπλα α α α και καθώς βρισκόμαστε στο χείλος των χαρακωμάτων, κατεβήκαμε αμέσως και καθένας πήρε τη θέση του. Ως κι ο σκοπός που πυροβόλησε πήρε κι αυτός τη θέση του στο πυροβολείο.
 
Σαν τα βατραχάκια που βγαίνουν έξω απ’ το ποτάμι και λιάζονται κι άμα τους πλησιάσει άνθρωπος ή κανένα άλλο ζουζούνι πηδούνε πάλι στο ποτάμι κλούπ κλάπ, έτσι και μεις πέσαμε κοιλώντας μες στο χαράκωμα και καταλάβαμε τις θέσεις μας. Τα χαρακώματα είναι βαθειά και στεκόμαστε όρθιοι. Είναι και ζικ ζακ δηλαδή είναι με στροφές όπου η κάθε στροφή έχει χώρο για 2 πυροβολητές για να μας προφυλάξει από τα βλήματα των αεροπλάνων και πυροβόλων γιατί έτσι στη κάθε στροφή που θα πέσει το βλήμα θα σκοτώσει μόνο τους 2 κι όχι περισσότερους. Είναι τούρκοι αυτός ο όγκος που πρόβαλε μπροστά μας. Αυτούς είδε και πυροβόλησε ο σκοπός, πέσανε πάνω μας μη ξέροντας πως τους είχαμε στήσει ενέδρα με τους πυροβολισμούς του σκοπού μας καταλάβαμε πως χτυπήθηκε από τους πρώτους πυροβολισμούς γιατί υποχώρησε και τον φοβέρισε ο αξιωματικός κι ο στρατιώτης τους απάντησε βουρντού μπανά = με χτυπήσανε εφέντιμ.
 
Αυτό τον ανθρώπινο όγκο που είδαμε στην αρχή με τους πρώτους πυροβολισμούς σκόρπισε. Αυτή τη στιγμή του ρίξαμε και χειροβομβίδες, οπλοβομβίδες, κι άμα έφεξε τους βλέπαμε καλά τους τούρκους όλους πεσμένους χάμω κι άλλοι προσπαθούν να σκάψουν λάκκους για να κρυ-φτούνε, κι άλλοι φροντίζουν ν’ αλλάξουν θέση για να προφυλαχτούν απ’ τα πυρά μας.
 
Οι τούρκοι είναι εκτεθειμένοι γιατί το έδαφος είναι γυμνό εκτός από την περιοχή πούναι κοντά στο ποτάμι γιατί υπάρχουν κάτι βουρλιές. Πίσω από μερικά ξερά χόρτα μου φαίνεται πως πότε πότε κάποια κίνηση υπάρχει εκεί και σαν μια λάμψη κάνης όπλου να γυαλίζει και κει σκοπέυσα κατ’ επανάληψη και δεν φάνηκε καμμιά κίνηση. Επίσης, μπροστά μας σε μικρή απόσταση βρέθηκε ένας γαίδαρος ξεσαμάρωτος που είχε χτυπηθεί από τις σφαίρες απ’ τη μέση και μπρός και δεν μπορούσε να σηκωθεί πάταγε μόνο στα πισινά του πόδια και λαχταρούσε κι αυτό το αθώο πλασματάκι να διασκεδάζει τους φαντάρους επί πολύ ώρα. Τότε τους φώναξα να δουν το καϋμένο το ζώο που τού δωσα μια σφαίρα, δηλαδή τη χαριστική βολή κι έτσι ξαπλώθηκε για πάντα ο γάιδαρος. Πότε πότε πετάγεται κανένας Τούρκος απ’ τη θέση του προσπαθώντας να πάρει τους τραυματίες τους και τους τραβούνε στο ποτάμι και κρύβονται σε κάτι ιτιές που υπάρχουν εκεί. Δίπλα μου αριστερά είχανε τον Ηλία σύντροφο μάχης. Ητανε αυτός που σας είπα πως είχε προαισθανθή το θάνατό του. Προχώρησε κι η σημερινή μέρα κι ο άνθρωπος αυτός είναι σώος και αβλάβης.
 
Μάλιστα είναι χαρούμενος και δεν χορταίνει αστεία. Διασκεδάζει μαζί μας. Τα τόσα που μας δήλωσε τη περασμένη μέρα πέρασαν και ξεχάστηκαν. Σε μια στιγμή είδαμε να σηκώνεται καταορθός ένας τούρκος, κατά μεσής του κάμπου κι έτρεχε ολοταχώς προς το ποτάμι. Ολοι κι ολόκληρη η διμοιρία μας τον είδαμε και φωνάξανε νάτος νάτος ένας σηκώθηκε και τρέχει. Πετάχτηκε πρώτος απ’ όλους μας ο Ηλίας και μας παρακάλεσε να μη τον πυροβολήσουμε εμείς τον τούρκο αυτόν, για να τον πυροβολήσει μόνο αυτός για να δοκιμάσει αν θα τον σκόπευε καλά. Πράγματι τούρριξε κι αστόχησε και σκορπίστηκε ανάμεσα στα πόδια του Τούρκου. Μετά την αποτυχία του Ηλία ζήτησα εγώ τη σειρά να τον πυροβολήσω και μάλιστα καυχήθηκα πως τώροί θα δείτε θα πάνε στα πόδια του οι σφαίρες. Αλλά ο Ηλίας επέμενε να τον αφήσω να του ξανά ρίξει. Και πράγματι τον άφησα να του ξανά ρίξει και καθώς ήταν ακουμπισμένος πάνω στο χείλος του χαρακώματος σκοπεύοντας τον εχθρό περιμένουμε περιμένουμε ν’ ακούσουμε το μπαμ το δεύτερο του Ηλία τίποτε. Ο Ηλίας βρισκόταν ακίνητος στην ίδια θέση σκοπεύοντας όλο και σκοπεύει. Ο τούρκος στρατιώτης, χάθηκε πλέον στο βάθος και τον απέκρυψαν οι ιτιές. Του μίλησα, έλα τσακμάκα τώρα επί τέλους. Ο Ηλίας δεν μού δωσε καμμιά απάντηση ως που μ’ ανάγκασε να τον σπρώξω λίγο. Μόλις τον έσπρωξα λίγο, σωριάστηκε κυλώντας μέσα στο χαράκωμα και τ’ όπλο του έμεινε στη θέση του. Τι είχε συμβεί καλοί μου αναγνώστες; Ο Ηλίας είχε σκοτωθεί. Τον είχε βρη μια σφαίρα εχθρική έτσι καθώς σκόπευε και τού κοψε τον αντίχειρα και τον βρήκε ανάμεσα στα φρύδια του και το βλήμα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του όπου στο πίσω μέρος της κεφαλής του είχε κάνει μεγαλύτερη οπή, από το μπροστινό μέρος μόλις διακρίνεται ένα στίγμα.
 
Με το κούνημα που τούκανα άρχισε να ρέει άφθονο αίμα από το πίσω μέρος της κεφαλής. Αυτός που πέθανε τώρα ήταν ο Ηλίας που είχε προαισθανθή το θάνατό του. Του βρήκα πράγματι το πορτοφόλι του με 400 δραχμές και στο σακκίδιό του ένα κομμάτι ψωμί όπου το μοιραστήκαμε όλοι οι άντρες της διμοιρίας μας από ένα αντίδωρο όπως μοιράζει ο παπάς στην εκκλησία και είπαμε στα συχώρια του. Ο Ηλίας ήτο το πρώτο θύμα της διμοιρίας μας. Αλλά η μάχη γενικεύεται κι ο εχθρός φαίνεται πως όλο και ενισχύεται και δυναμώνει. Τα πυρά του εχθρόυ φαίνονται πιο πυκνά. Το δεύτερο θύμα της διμοιρίας μου είναι του Ζανιά από τον Ορχομενό της Λειβαδιάς. Ο Ζανιάς ήταν οπλοπολυβολητής και πάντως ήταν πιο εκτιθεμένος στο πυροβολείο του και τον βρήκε και κείνο στο κούτελο η σφαίρα του τρύπησε το κράνος του και έγινε διαμπερές το τραύμα του. Σωριάστηκε μες στο χαράκωμα και στα πόδια των άλλων. Τον επιδέσαμε αμέσως, αλλά όλο φωνές είναι κι όλο παραπονιέται πως δεν τον επιδέσαμε καλά και τι πατριώτης είμαι γω που αδιαφορώ.
 
Κατόπιν αφήνει τις βρισιές που μας έλεε κι ανοίγει μια συζήτηση για παντριά. Το χτύπημα του ήταν άσχημο και του σάλεψε το μυαλό του και παραφρόνησε ο δυστυχής. Το όπλο πολυβόλο του το πήρε ένας άλλος συνάδελφος αλλά δεν ήτανε εκπαιδευμένος και τούπαθε εμπλοκή και δεν λειτουργούσε καθόλου κι αναγκάστηκα να πλησιάσω σούρωντας για να τού. το φτιάξω. Είχε πάθει κακή παρουσίαση των φυσιγγίων. Ως τώρα τα πυρά του εχθρού, είναι μεν πυκνά αλλά όσο περνάει η ώρα πυκνώνουν και πιο πολύ. Τώρα παρουσιάστηκε ένα αηδόνι που κελαδάει όμορφα κι αδιάκοπα. Μια ραπτομηχανή που γαζώνει ανθρώπινα κορμιά. Ενα τουρκικό πολυβόλο σεττετιέ το οποίο έχει στόχο το δικό μας χαράκωμα. Δυστυχώς από τη στιγμή, που οχυρώθηκε στο πέρα μέρος του Σαγκάριου αυτό το πολυβόλο ακολούθησαν κι άλλοι συνάδελφοι τη τύχη του Ηλία και του Ζανιά. Μας καθήλωσαν εδώ μέσα στο χαράκωμα και δεν σηκώνουμε κεφάλι. Οι εχθρικές σφαίρες, μας ρίχνουν τα χώματα του χαρακώματος στα κεφάλια μας που καθόμαστε σκυμένοι μέσα. Πότε πότε σταματάει αυτή η γαζομηχανή και σηκώνουμε και μεις καμιά φορά τα κεφάλια μας κι επειδή με τον εχθρό δεν μας χωρίζει και μεγάλη απόσταση κι όταν βιαστικά και με φόβο σηκώνουμε εμείς τα κεφάλια μας βλέπουμε το τρομαχτικό εχθρικό πολυβόλο που είναι τοποθετημένο γιαλίζει και το βαράει ο ήλιος και πυροβολούμε κατά κει και παρατηρούμε πως κάθε φορά σκοτώνουμε ή τραυματίζουμε τους πυροβολητές, τους αντικαταστούν αμέσως μ’ άλλους γιατί είναι κατάλακα εκτιθημένοι χωρίς προκάλυψη. Οσο προχωρούσε η μέρα, τόσο καταφτάνουν ενισχύσεις του εχθρού. Μας παρουσιάστηκε ένα εχθρικό πυροβόλο και τις οβίδες μας τις σκάζει στο κεφάλι μας αγγείο, φλόγας.
 
Μας τις στέλνουν μια μια τις οβίδες τους με άριστη επιτυχία. Αυξήθηκαν αλήθεια τα εχθρικά πολυβόλα, τώρα γίναν πολλές ραπτομηχανές και γαζώνουν πολλά σάβανα. Δεν αστειεύονται και τα δικά μας τα πυροβόλα, με τη πρώτη μπαταριά που ρίξανε σταμάτησε το εχθρικό πυροβόλο, του βρήκανε το στοχο και το θάψαν, του σκάψαν και τις οβίδες που είχε κι έτσι έπαψε να μας ρίχνει τα βλήματά του από πάνω μας σταφιδοστράγαλα. Μας το κοινοποίησαν δια συνδέσμου ότι το εχθρικό πυροβόλο, τάφηκε δηλαδή αρχητεύτηκε από τα πυρά του δικού μας πυροβολικού, μάλιστα κάηκαν και τα βλήματά τους κι αποδείχτηκε πως αχρηστεύτήκε γιατί σταμάτησε να μας ενοχλεί άλλο.
 
Τούρκος τραυματίας
 
Λίγα μέτρα μακρυά απ’ το ποτάμι καθώς βάδιζα βρέθηκε κρυμμένος ένας τούρκος τραυματίας κι αφού με είδε που πήγαινα κατά πάνω του. Φοβήθηκε να μην τον αποτελειώσω και μου είπε παρακλητικά με τη γλώσσα του, μη με σκοτώνεις συνάδελφε έχω 3 παδιά. Βάρ ούτ τζουτζιούκ. Δεν σε σκοτώνω αλλά τι θες από μένα του λέω. Ει ανταμ σεν φερ μπυράς σου, μου λέει αφού είσαι καλός άνθρωπος φέρε μου λίγο νερό. Πήγα και γέμισα το παγούρι του νερό και του τόδωσα. Τη στιγμή αυτή φτάνει ο Μπόγιας. Ο μπόγιας είναι ένας συνάδελφος από τα Βάια Θηβών κι ονομάζεται Φακκάς τον οποίο ο διοικητής τον είχε ονομάσει Μπόγια γιατί για το λίγο ή με το λίγο σκότωνε τους τούρκους και μου λέει τι κάνεις εκεί Καραγιάννη; Ποτίζεις τον εχθρό σου; Ναι του απαντώ, τι φταίει αυτός και μεις, φταίνε οι μεγάλοι που μας οδηγούν εδώ και σκοτωνόμαστε, τον λυπήθηκα έχει 3 παιδιά ο δυστυχής. Τώρα θα δεις πως θα τον περιποιηθώ εγώ μου λέει ο Μπόγιας και γυρίζει το όπλο του και του λέω, αν τον πειράξεις Φάκκα θα πεθάνεις απ’ το τουφέκι μου. Τρελλάθηκες, μου λέει ο Φάκκας. Ισως τρελλάθηκα αλλά σου λέω στα σοβαρά μην τον σκοτώνεις και υποχώρησε. Κάθησα λίγο και έτρεξα κοντά στους άλλους.
 
6-7 Σεπτέμβρη. Θάψαμε τους νεκρούς μας φύγαμε νύχτα υποχωρώντας, βαδίσαμε όλη νύχτα μέχρι το μεσημέρι της επομένης μέρας και σταματήσαμε, σ’ ένα οθωμανικό χωριό. Εδώ χορτάσαμε νερό σ’ ένα μικρό ποταμάκι. Σε τούτο το χωριό είχε συγκεντρωθεί όλος ο λόχος μας κι οι τραυματίες μας. Κι οι κάτοικοι του χωριού αυτού σαν είδανε μια μικρή δύναμη με τους νοσοκόμους που φρουρούσανε τους τραυματίες κι επιτέθηκαν όλοι οι κάτοικοι και τους σφάξαν όλους του τραυματίες. Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε και μεις ακόμα καίγεται το χωριό κι οι κάτοικοι που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ο,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε Τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσα, και γυναίκες. Κάθησα σ’ ένα απόμερο μέρος κι έγραφα όπως πάντα τα νέα γεγονότα, αλλά με θέριζε η πείνα σαν σήκωσα μερικά λιθάρια που ήταν φρέσκα γκρεμισμένα από μια παλιομάντρα και ευτυχώς που κάτω απ’ τα λιθάρια είχαν κρύψει έναν σάκκο δερμάτινο γεμάτο μ’ αλεύρι κι έτσι ζύμωσα λίγο ψωμί στα πρόχειρα {...}
 
Και μη χειρότερα
 
Δυστυχώς δεν είμαι σπουδασμένος. Και δεν έχω αρκετή πείρα και γνώσεις. Γεννήθηκα από μια φτωχότατη οικογένεια που οι γονείς μου μιλούσαν αλβανικά και όταν έγινα 6 χρονών αντί να με στείλουν σχολείο που πήγαιναν όλα τα παιδιά του χωριού με βάλαν στο δικό τους επάγγελμα. Φύλαγα από μικρός πρόβατα κι έτσι είμαι ικανός κι άξιος να περιγράφω και να κατατάξω μερικούς ανθρώπους πούφερε στο κόσμο η φύση. Είμαι 2 μέρες αδιάθετος, αισθάνομαι κατάπτωση του οργανισμού μου, πονοκέφαλο κι όλα αυτά συνοδεύονται από πυρετό, το ρωσικό παράσημο μου φαίνεται ότι προσπαθεί να ξαναφουντώσει. Δηλαδή, η ξηρά πλευρίτιδα που την πήρα στην εκστρατεία της ρωσσίας, με πονεί το αριστερό πλευρό μου. Μου δίνει κάτι κεντιές. Ο δεκανέας κι οι συνάδελφοί μου με απάλλαξαν από κάθε υπηρεσία, αλλά σήμερα με παρακίνησαν να γραφτώ στο βιβλίο των ασθενών και να με πάνε στο γιατρό του τάγμα¬τος. Πράγματι φέρανε το νοσοκόμο του λόχου και μ’ έγραψε στο βιβλίο του και πήγαμε μαζί με το νοσοκόμο του λόχου στο σπίτι πού μενε ο γιατρός. Ητανε ένα μικρό σπιτάκι πούμενε. Το γιατρειό του τό χε στο υπόγειο και κει εξέταζε τους άρρωστους. Μόλις κατέβηκε κάτω αμέσως άνοιξε τη πόρτα του υπογείου χωρίς να μας χαρίσει έστω και μια καλημέρα. Ητανε ένας νέος γιατράκος και πολύ όμορφος που κατάγεται από τη Κρήτη. Αφού τακτοποιηθήκαμε μας φώναζε και πήγαμε όλοι μέσα. Ημασταν 7 άρρωστοι. Πρώτα έτυχε να πάρει το βιβλίο των ασθενών του λόχου μας και αμέσως φώναξε Καραγιάννης. Παρών του απάντησα και πλησίασα κοντά του. Ο γιατρός με κοίταξε στα μάτια και μου είπε τι έχεις; Εχω πυρετό και πονοκέφαλο και πονάω στο αριστερό μέρος των πλευρών μου. Τσε σαν πολλά μας τα λες. Δεν του απάντησα. Τσε από που είσαι: Τότες του απάντησα μεγαλόφωνα. Είμαι από τη Λειβαδιά. Από τη Λειβαδιά μου λέει. Αφού είσαι από τη Λειβαδιά, να πας στο Γούναρη που τον ψηφίσατε για να σε κάμει καλά. Εσείς οι Λειβαδίτες κι οι Θηβαίοι είστε παιδιά του Γούναρη. Ισως αυτό που είπε να νοούσε ότι ο Γούναρης θα ήταν ο αίτιος, κι αρρωσταίνουμε. Η λέξη του είχε καθαρά πολιτική σημασία του κυρίου γιατρού μας. Ακουσέ με κύριε γιατρέ, του λέω. Ούτε ψήφισα, ούτε ο πατέρας μου τον ψήφισε γιατί εγώ υπηρέτησα στις τάξεις του Στρατού και ο πατέρας μου πέθανε από το έτος 1913 στις 20 Μάρτη μέρα Τετάρτη. Εγώ δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, τώρα είμαι στρατιώτης του Ελληνικού Εθνους και υπηρετώ την πατρίδα μου. Κι αυτή τη στιγμή είμαι άρρωστος κι ήρθα σε σένα που λες πως είσαι γιατρός, θες κοίταξέ με, δε θες μη με κοιτάς, φεύγω και τελειώνοντας την απάντησή μου έκανα μεταβολή κι έφυγα, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου με τις παλάμες των χεριών μου, γιατί είμαι χωρίς χεριομάντηλο. Ακόυσα να με φωνάζουν από πίσω αλλά δεν έστριψα το κεφάλι μου πίσω για να δω. Προχώρησα προς την έδρα με σκυμένο κεφάλι σαν ένας νικημένος στρατιώτης. Σε λίγο, έφτασε κι ο Δρίτσουλας Σωτήρης από τα Χώστια Θηβών, ήταν ο νοσοκόμος του λόχου. Αυτός μού γινε γιατρός, πατέρας και μητέρα. Με κάτι εντριβές, και κούφιες βεντούζες και με ζεστό κεραμυδάκι. Εβαζε συνέχεια για 2 μέρες στα πλευρά μου ζεστό κεραμύδι και έτσι έμεινα απύρετος την 3η μέρα. Εδώ δυστυχώς στον Ελληνικό στρατό κατάντησε αφόρητη η ζωή μας. Μερικοί αξιωματικοί δεν στάθηκαν στο ύψος τους και στο καθήκον της πατρίδας μας, αλλά διαιρέθηκαν, κομματίζονται, πιέζουν στους στρατιώτες. Ενας εκδηλώνεται υπέρ του βασιληά, άλλος υπερ του Βενιζέλου.
 
Αλλοι είναι γερμανόφυλοι, άλλοι αγγλόφυλοι. Υπέρ της Ελλάδος κανείς δεν φαίνεται. Να κι ο φίλος μου ο γιατρός, αντί να θυσιάσει την ψυχή και το πνεύμα του κι όχι ως στρατιώτης αλλά σαν συνάνθρωπος. Τώρα βρίσκομαι πάντοτε με θλιμένη έκφραση. Ο λοχαγός με κυνηγάει, ο γιατρός με περιφρόνησε, από την γυναίκα μου τα γράμματα που μού ρχονται με ταράζουν για την αρρώστεια και τη φτώχεια. Το Θέατρο της Μεραρχίας είναι μεταβατικό. Πότε πηγαίνει στο ένα σύνταγμα και πότε στο άλλο και μετά στα τάγματα. Τώρα βρίσκεται στο Καρατζά Αχμέτ Σουλτάν, και κάθε βράδυ παρασταίνει διάφορα νούμερα κι έτσι η φανταρία που παρακολουθεί το θέατρο, ξεχνάει τις στενοχώριες της. Σήμερα όλοι οι Μεταγωγικοί διασκορπίστηκαν σε διάφορες υπηρεσίες κι άλλοι στη βοσκή, των ζώων. Εγώ χαίρομαι την εκτίμηση των συναδέλφων μου ως και του Δεκανέα ακόμα που μ’ εξαιρούν από τις υπηρεσίες και τις αγγαρείες. Σαν μού μεινε καιρός και μετά το γράψιμο σκέφτηκα να πηγαίνω στο Σχολείο του χωριού και μόλις πάτησα τη πόρτα του για να παρακολουθήσω από περιέργεια τα μαθήματα των μικρών Οθωμανών. Μόλις μ’ αντιλήφτηκαν οι μαθητές σηκώθηκαν όλοι μονομιάς και υποκλίθηκαν, έκαναν μια κλίση του σώματος τους και της κεφαλής τους. Αυτό που έκαναν οι μαθητές το λένε ντεμενά οι τούρκοι. Αυτό το συνηθίζουν οι τούρκοι και συνήθως το κάνουν στους δάσκαλους και στους επιθεωρητές, στους νομάρχες και στους πασάδες. Το να σηκώνονται από τη θέση τους είναι τιμή που δείχνουν στο επισκέπτη κι η κλίση που γίνεται σε ένδειξη υποταγής.
 
Παρακάλεσα το δάσκαλο να συνεχίσουν τα μαθήματα τους και να με συγχωρέσει για την απρόοπτη αυτή επίσκεψη που τους έκανα. Ο δάσκαλος μου είπε ζαράρ γιοκ - δεν πειράζει. Μου έκανε εντύπωση οι ομιλίες, το διάβασμα κι οι φωνές των μικρών σαν βατραχάκια των ποταμιών που πρόκειται να μεταβληθεί ο καιρός και σκούζουν και φωνάζουν όλα μαζί. Ακόμα πιο πολύ, πρόσεξα ένα μάθημα ενός μαθητή που βρέθηκε πιο κοντά μου και λέει μεγαλόφωνα: μπενήμ σενήν ονουν ονουνλάρ - δικό μου, δικό σου, δικό του.


Πηγή: tvxs

Συνέντευξη με την Κυβέλη, συνεντεύξεις με τον Αλέκο Λιδωρίκη. Ραδιοφωνικό θέατρο

Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου καλησπέρα σας και καλό μήνα! Απόψε θα σας παρουσιάσω την απομαγνητοφωνημένη και άριστα δραματοποιημένη συνέντευξη του Έλληνα δημοσιογράφου Αλέκου Λιδωρίκη με τη σπουδαιότερη ίσως ηθοποιό του 20ου αιώνα Κυβέλη Αδριανού. Η συνέντευξη είχε μεταδοθεί από την κρατική ραδιοφωνία στο πλαίσιο της σειράς συνεντεύξεων του συγκεκριμένου δημοσιογράφου με τίτλο ¨Μιλώντας με τις μορφές του αιώνα¨.





Η συγκεκριμένη σειρά εκπομπών αποτελείται από αποκλειστικά δημοσιογραφικά κείμενα–συνεντεύξεις του Αλέκου Λιδωρίκη, όπως δραματοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν ραδιοφωνικά την περίοδο 1988-1989 και στη συνέχεια μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα.


«Ποτέ μου δεν υπάκουσα στα κέφια και στα νεύρα κανενός. Έκανα αυτό που πίστευα-καλά ή κακά- πως είναι το σωστό»


Ως δημοσιογράφος, ο Λιδωρίκης είχε μιλήσει πολλές φορές μαζί της, αλλά το 1962 της ζήτησε μια «εφ΄ όλης της ύλης» και «εκ βαθέων» συνέντευξη-εξομολόγηση, μια αφήγηση της ζωής της. Η συνέντευξη αυτή, που δημοσιεύτηκε σε τρεις ολοσέλιδες συνέχειες, δίνε ανάγλυφα τη χάρη, τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της μεγάλης κυρίας του ελληνικού θεάτρου.

Δεν έκρυψα ποτέ τα χρόνια μου… Και μη δειλιάζετε και σεις να τα αναφέρετε. Είμαι 75χρόνων. Γεννήθηκα το 1888. Θα πει στη συνέντευξη...

Έτσι αρχίζει να μιλάει στον Αλέκο Λιδωρίκη, η γυναίκα που «συνέτριψε» το χρόνο. Θέατρο –οικογένεια-πολιτική, είναι οι τρεις πτυχές της ζωής της. Και η Κυβέλη, η κόρη του παπουτσή, μιλάει για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, το πρώτο της φτερούγισμα για το θέατρο, για την τύχη της και τις πρώτες της αγάπες.

Όμως το άστρο της Κυβέλης έλαμψε και στην πολιτική. Η θεά των Βενιζελικών και αργότερα κυρία Πρωθυπουργού , κυρία Γεωργίου Παπανδρέου κουβεντιάζει με τονΑλέκο Λιδωρίκη για την Μαρίκα Κοτοπούλη και τους βασιλικούς, για τον «πλατωνικό»της έρωτα με τον Βενιζέλο, για τη ζωή της με τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η Κυβέλη με τον Γεώργιο Παπανδρέου


Ο Παναγιώτης Μήλας θα γράψει για την Κυβέλη και το θέατρο της:

Το όνομα Κυβέλη μπήκε στη ζωή μου όταν εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’50 πήγα για πρώτη φορά να δω μια θεατρική παράσταση. Μέχρι τότε ως μοναδική μου ψυχαγωγία είχα τη 15θήμερη «Εφημεριδούλα της θείας Λένας», της θρυλικής Αντιγόνης Μεταξά. Έτερον ουδέν. Τότε βρέθηκε, από το πουθενά, μια παράσταση για παιδιά. Οδηγηθήκαμε να την παρακολουθήσουμε ύστερα από πρωτοβουλία του Δήμου της Αθήνας και των υπευθύνων της Παιδικής Χαράς του Νέου Κόσμου, που υπάρχει ακόμη και σήμερα μεταξύ Καλλιρρόης και Μεναίχμου.


Το Θέατρο Κυβέλης, στην οδό Μητροπόλεως, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Προορισμός μας το Θέατρο Κυβέλης, στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, λίγο πριν από τη γωνία με την οδό Φιλελλήνων. Εκεί (όπως βλέπουμε στη φωτογραφία) ο θίασος των Αδελφών Καλουτά και του Νίκου Σταυρίδη ανέβαζαν επιθεωρήσεις. 

Τις καθημερινές, το πρωί και επίσης το πρωί της Κυριακής παρουσιαζόταν το έργο «Τα παιδικά χρόνια του Μότσαρτ» με πρωταγωνιστή το παιδί – θαύμα, όπως έλεγαν τότε, τον Νίκο Πιλάβιο, τον μετέπειτα πασίγνωστο τηλεοπτικό «Παραμυθά», ο οποίος άρχισε να παίζει στο θέατρο όταν ήταν οκτώμισι χρονών. Μαζί του έπαιζε και άλλη μια μικρούλα. Ένα αστεράκι που λάμπει μέχρι και σήμερα. Το όνομά της: Λήδα Πρωτοψάλτη. Ο Πιλάβιος λοιπόν, έπαιξε τότε και σε δύο ταινίες: Η πρώτη το 1955, ήταν «Η άγνωστος», σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Επρόκειτο για ένα μελόδραμα βασισμένο σε θεατρικό έργο του Γάλλου συγγραφέα Αλεξάντρ Μπισόν. Στην ταινία αυτή πρωταγωνίστρια ήταν η Κυβέλη, η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, στη δεύτερη και τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση. Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας που εγκαταλείπει τον άνδρα της και το παιδί της, για να ακολουθήσει τον εραστή της και να εμπλακεί έτσι με τον υπόκοσμο. Ύστερα από αρκετά χρόνια, η εν λόγω κυρία προσάγεται στο δικαστήριο, κατηγορούμενη για το φόνο του εραστή της. Ως δικηγόρος της, από κάποια άγνωστη συγκυρία, εμφανίζεται ο γιος της, αλλά κανένας δεν γνωρίζει τη σχέση αίματος που τους συνδέει.

Ήταν ένα μοναδικό δικαστικό θρίλερ στο οποίο έπαιζαν επίσης ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Γιώργος Παππάς, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Χρήστος Ευθυμίου και σε πρώτη εμφάνιση η 16χρονη τότε Μάρθα Καραγιάννη. Στην ίδια ταινία μαζί με την Κυβέλη έπαιζε η κόρη της Αλίκης Θεοδωρίδη – Νορ και οι εγγονές της Κυβέλη Θεοχάρη και Βάνα Φιλιππίδου.



 Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1962, στο περίφημο «Θέατρο στο ραδιόφωνο» με είχε μαγέψει η Κυβέλη στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας». Όσο ζούσε η Κυβέλη δεν είχε κανένα μυστικό. Οι έρωτες, τα πάθη, οι ανταγωνισμοί σε πολιτικό και θεατρικό επίπεδο, η τελειομανία αλλά και το ήθος ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της. Έζησε έντονα και επεισοδιακά. Αν έγραφαν οι σύγχρονοι συγγραφείς για τη ζωή της δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί. Τα ζούσε όλα στον υπερθετικό βαθμό. Ο πρώτος της γάμος με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Μήτσο Μυράτ. Ο δεύτερος γάμος της με τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη και ο τρίτος γάμος της με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η Κυβέλη απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα.

Θυμήθηκα αυτά τα ελάχιστα με αφορμή την επέτειο του θανάτου της (26 Μαΐου 1978) σε ηλικία 89 ετών...


Στο ρόλο της Κυβέλης, η κόρη της και μεγάλη πρωταγωνίστρια του Ελληνικού θεάτρου Μιράντα Μυράτ. Στο ρόλο του Αλέκου Λιδωρίκη, ο Ανδρέας Μπάρκουλης.

Μουσική Επιμέλεια: ΠλάτωνΑνδριτσάκης

Ραδιοσκηνοθεσία : Αλέξης Μίγκας

Παραγωγή: Δημήτρης Φραγκουδάκης

Επιμέλεια εκπομπής: Μάρα Καλούδη


Η Μιράντα Μυράτ


Η μεταφορά έγινε από το Glob TV:




Πηγές:

https://webradio.ert.gr/trito-programma/12noe2016-i-sinentefxis-tou-alekou-lidoriki-milontas-me-morfes-tou-eona/

https://www.typospeiraiws.gr/24805-2/

https://www.catisart.gr/kyveli-georgios-papandreou-valairena/ 2/5


Άποψη...

 


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Ειδωλοκλαστική προσδοκία

Ένα άρθρο που γράφτηκε πέρσι περίπου τέτοια εποχή...

 Φέτος ζήσαμε τη γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταυγούστου χωρίς τον κρατικό «διάκοσμο» που, κάθε χρόνο, πλαισιώνει εθιμοτυπικά τον εκκλησιαστικό εορτασμό. Την απόφαση υπαγόρευσε η άμυνα απέναντι στην απειλή του «κορωνοϊού».



Η απουσία του κρατικού «διάκοσμου» από την εκκλησιαστική γιορτή ξαναθύμισε την αβελτηρία στις σχέσεις Εκκλησίας - κράτους, αβελτηρία που διαρκεί πολλές δεκαετίες, χωρίς να διαφαίνεται αλλαγή του επιπόλαιου συμβατικού κώδικα. Θυμίζω: Για να πετύχουμε οι Ελληνες την απελευθέρωσή μας από τους Τούρκους, δεχθήκαμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμασταν:

Είμασταν αυτοκρατορία, πολυεθνική - πολυφυλετική, βαλθήκαμε να γίνουμε μονοεθνικό κράτος – συμβατικό σχήμα οργανωμένης συμβίωσης νεόκοπο (το είχε γεννήσει τον 18ο αιώνα, στη Δύση, η φιλοσοφία του «Διαφωτισμού»). Ξεσηκωθήκαμε, για «να πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» (με αυτό το όχημα οργανωμένης συμβίωσης ταυτίζαμε την ιστορική μας αναβίωση οι Ελληνες). Ομως υποχρεωθήκαμε να πιθηκίσουμε το δυτικό, ορθολογικό μοντέλο «κοινοβουλευτισμού», ωσάν να βγαίναμε μόλις από τη στυγνή αποικιοκρατία και οι δυνάστες μας μάς «τιμούσαν» με ολοκληρωτική αφομοίωση στο καλούπι τους.

Δεχθήκαμε ενθουσιωδώς να πειθαρχήσουμε στην απομίμηση, να εκτιμάμε την πολιτισμική μας διαφορά, επειδή οι πάτρωνές μας την οικειοποιήθηκαν με «αυτονόητες» πλαστογραφίες – ο Παρθενώνας και η Αγια-Σοφιά, ο Αισχύλος και ο Ρωμανός ο Μελωδός φάνταζαν στα μάτια μας, μόνο επειδή καμώθηκε ότι τους θαυμάζει η Δύση.

Τα σχολειά μας, τα πανεπιστήμια, οι κρατικοί θεσμοί, οι κοινωνικές αρθρώσεις και δομές, οι πολιτικές μας λειτουργίες, όλα, τυφλή απομίμηση της Δύσης. Τίποτα δικό μας, όλα αντιγραφή. Ακόμα και η Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν για μας θαυμαστή, μόνο επειδή προβάλαμε στα επιτεύγματά της προσομοιώσεις με το μοντέλο του μηδενιστικού Διαφωτισμού. Δεχθήκαμε να αυτοκαθοριζόμαστε στο «Σύνταγμά» μας σαν κράτος αθεϊστικό, που ανέχεται την Εκκλησία (τον ένσαρκο στον λαό πολιτισμό μας) σαν ποσοτικό, μετρητά υπέρτερο σύμπτωμα θρησκοληψίας («επικρατούσα θρησκεία»)!!

Δυο αιώνες τώρα, την ιστορική μας συνείδηση την κατασκευάζει ο δυτικός εκβιασμός (υπεροπλία και πλούτος), όχι η σπουδή της Ιστορίας. Για τη δυτική κοινή γνώμη (χιλιομαρτυρημένη) ο παγκοσμιοποιημένος «πολιτισμός» απόλυτης προτεραιότητας της οικονομίας δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για το πολιτικό όραμα που σάρκωναν ο Παρθενώνας και η Αγια-Σοφιά. Η παγκοσμιοποιημένη δυναμική του Ελληνισμού έχει προγραμματικά εξαλειφθεί, χάρη στην καλοστημένη (από τη δυτική πολιτική πανουργία) γενοκτονία του μικρασιατικού και ποντιακού Ελληνισμού. Με ανεμπόδιστες τις φιλοδοξίες μεθοδικής ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από κεμαλιστές και αντικεμαλιστές, σε ολοφάνερη σύμπλευση.

Να είσαι Ελληνας δεν ήταν ποτέ φυλετική ιδιότητα, η ελληνικότητα ήταν πάντοτε κατόρθωμα (συνάρτηση καλλιέργειας) του κοινωνείν, άθλημα μετοχής στον «τρόπο» της πόλεως, σαρκωμένον στη γλώσσα και στις τέχνες. Είτε ως «εκκλησία του δήμου», είτε ως Δείπνο Ευχαριστίας, η κοινωνία των Ελλήνων ήταν πάντοτε «άθλημα αληθείας», στο πεδίο της πόλεως, της κοινότητας, της ενορίας.

Στους αντίποδες η Δύση: Προηγήθηκε ο εφιαλτικός θρησκευτικός ατομοκεντρισμός: η εκδοχή της σωτηρίας σαν ατομικού κατορθώματος – με νομική - δικαιική κατασφάλιση, αιώνιες αμοιβές και αιώνιες τιμωρίες. Η πρώτη εμφάνιση στην Ιστορία ολοκληρωτικής εξουσίας, η απανθρωπία του νομικισμού, της αντικειμενικής ορθότητας, της εξασφαλιστικής αυθεντίας. Ακολούθησε η επαναστατική Διαμαρτύρηση, για να εξασφαλίσει περισσότερη αυτονομία του εγώ, πληρέστερη θωράκιση της ακοινωνησίας του ατόμου. Με τελική, κορυφαία έκρηξη, τον συνεπή μηδενισμό του «Διαφωτισμού»: την ολοκληρωτική πίστη στην επάρκεια της ανθρώπινης νοημοσύνης, της σύμβασης, της συμφωνημένα αποδεκτής ορθότητας. Δεν υπάρχει κάτι εγκυρότερο για να εμπιστευθεί ο άνθρωπος από την αριθμητική πλειονότητα σύμφωνης γνώμης. Με μηδενισμένο κάθε «νόημα» της ύπαρξης, μη χρηστικό.

Οι Δυτικο-ευρωπαίοι, κοσμοκράτορες στον 19ο αιώνα, δέχθηκαν το αίτημα ελευθερίας των εξεγερμένων ενάντια στην οθωμανική τυραννία Ελλήνων. Με όρους: Να σχηματίσουν «κράτος», με τις προδιαγραφές που έθετε ο Διαφωτισμός, η δυτικο-ευρωπαϊκή κοσμοκυριαρχία. Να πρωτεύει η σύμβαση («Σύνταγμα»), όχι το «νόημα» και οι στοχεύσεις στο «αληθές». Τέρμα το όραμα «της Πόλης και της Αγια-Σοφιάς», η διαχρονική συνέχεια του πολιτισμού, η ταυτόχρονη διαχείριση αρχαίας Ελλάδας και χριστιανικού «νοήματος». Το ιστορικό παρελθόν των Ελλήνων, άγνωστο πια και ακατανόητο, προκλητικά αφελές ή και γελοίο στα ρητορεύματα του ξύλινου ραδιοτηλεοπτικού λόγου, στην ένοπλη πλαισίωση παρέλασης άγιων Εικόνων, είναι μια οδυνηρότατη πρόκληση επίδειξης της εθελοδουλείας που διαδέχθηκε την ευγνωμοσύνη μας στην Υπέρμαχο Στρατηγό.

Χίλιες φορές καλύτερα ο αυθόρμητος (όσος απομένει) λαϊκός γιορτασμός της Παναγιάς του Δεκαπενταυγούστου, χωρίς τον κρατικό «διάκοσμο» της Γιορτής – να πάψει η ωμή κοροϊδία: ένα καταστατικά άθεο κράτος να μακιγιάρεται με πρωτόγονα θρησκευτικά φτιασίδια, για να μη δυσαρεστήσει διανοητικά καθυστερημένους ψηφοφόρους, έτοιμους να προσλάβουν σαν πατριωτισμό τη χυδαία αγυρτεία.

Από τους επαγγελματίες της αλλοτριωμένης ώς το μεδούλι εξουσίας, δεν μπορούμε οι πολίτες να περιμένουμε τίποτα. Βαθύτερα και πιο αηδιαστικά παρηκμασμένοι μοιάζει να είναι οι επαγγελματίες της θρησκειοποιημένης κρατικής εκκλησίας. Η διαφορά είναι στη δυναμική του λειτουργήματος: Ενας αληθινός επίσκοπος μπορεί να αλλάξει, όχι μια επαρχία, αλλά μια χώρα (και όχι μόνο).

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ (ΠΖ) ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΤΣΑΝΗ

 Φωτογραφίες του ηρωικού Ταγματάρχη (ΠΖ) Γεωργίου Κατσάνη, του θρυλικού διοικητή της ‘’33ης Μοίρας Καταδρομών’’ κατά την διάρκεια ασκήσεων, ο οποίος βρήκε ηρωικό θάνατο στην Μάχη της Κύπρου το 1974 μαχόμενος κατά των Τούρκων εισβολέων.


Πηγή: Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Τι σημαίνει η λέξη υπερορια

 


Η συνθήκη του Αγιου Στεφάνου και η συνδεση της με την επιθετική προπαγάνδα των Σκοπίων.

Η  Συνθήκη  Ειρήνης  του  Αγίου  Στεφάνου  ανάμεσα  στην Οθωμανική  Αυτοκρατορία  και  τη  Ρωσία,  σύμφωνα  με  την  οποία  σχεδόν  όλη  η  Μακεδονία  (στη  σημερινή Βόρεια  Ελλάδα),  πλην  Θεσσαλονίκης,  θα  παραχωρούνταν  στη  Βουλγαρία  κι  έτσι  θα  δημιουργούνταν  η λεγόμενη  «Μεγάλη  Βουλγαρία»  με  έξοδο  στη  Αιγαίο.  





Η  συμφωνία  αυτή  εξυπηρετούσε  την  τότε ιδεολογία  του  Πανσλαβισμού  και  τα  ρωσικά  σχέδια  για  κάθοδο  στις  ζεστές  θάλασσες,  δηλαδή  το  Βόρειο Αιγαίο,  μέσω  του  ελέγχου  που  θα  ασκούσαν  στο  βουλγαρικό  κράτος.  Σ’  αυτήν  την  προοπτική αντιτίθενται  οι  Έλληνες  της  Μακεδονίας,  που  σαφώς  ήταν    περισσότεροι  πληθυσμιακά  στις  περιοχές αυτές  σε  σχέση  με  τους  Βούλγαρους  και  επιπλέον  είχαν  ισχυρά  ιστορικά  επιχειρήματα.  

Τελικά  η συνθήκη  του  Αγίου  Στεφάνου,  που  δεν  ελάμβανε  υπόψη  τα  πραγματικά  μεγέθη  πληθυσμών  στη Μακεδονία,  ακυρώθηκε  από  τα  αποτελέσματα  του  Συνεδρίου  του  Βερολίνου,  αν  και  αποτέλεσε  τη γενεσιουργό  αιτία  του  βουλγάρικου  εθνικισμού  και  του  μακεδονικού  ζητήματος. 

 Μακρινό  απόηχο  του μακεδονικού  ζητήματος  αποτελεί  σήμερα  η  επιθετική  προπαγάνδα  του  κράτους  των  Σκοπίων  εις  βάρος της  Ελλάδας  με  το  σφετερισμό  της  ελληνικής  ιστορίας,  συμβόλων  και  μορφών,  όπως  η  ελληνική ονομασία  «Μακεδονία»  και  η  μορφή  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου,  στην  προσπάθεια  να  διαμορφωθεί  μια ψευδο  -μακεδονική  εθνότητα  ανάμεσα  σε  ανθρώπους  σλαβικής  και  πιο  συγκεκριμένα  βουλγαρικής καταγωγής.     


Ρέκβιεμ, της Μαρίνας Σαβεριάδου, θεατρικό κείμενο.

Αγαπητοί φίλοι απόψε και με αφορμή τη θλιβερή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο θα σας παρουσιάσω το έργο της Κύπριας λογοτέχνιδας Μαρίνας Σαβεριάδου Ρέκβιεμ.

Το έργο κέρδισε το πρώτο βραβείο συγγραφής Ραδιοφωνικού Θεατρικού Έργου για το 2017. Στο διαγωνισμό πήραν μέρος σαράντα συγγραφείς και τα βραβεία απονεμήθηκαν από την κριτική επιτροπή του τμήματος ραδιοφωνικών και μουσικών προγραμμάτων του Ρ.Ι.Κ.




Η πλοκή:

Ο Άγγελος είναι γιατρός και η Μικαέλα τραπεζική υπάλληλος, συναντιούνται σε ένα κοιμητήριο. Παράλληλα σε ένα θάλαμο εντατικής ενός νοσοκομείο μία κοπέλα χαροπαλεύει ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μια μεγάλη ανατροπή θα επέλθει στην πορεία...


Επιπλέον στοιχεία:

Έχουμε να κάνουμε καταρχήν με ένα καλογραμμένο και επίκαιρο έργο. Καθαροί διάλογοι και ωραία πλοκή το χαρακτηρίζουν.

Στο Ρέκβιεμ θίγονται έντονα υπαρξιακά θέματα με επιτυχία, ενώ είναι διάχυτο με ορθόδοξα μηνύματα και η πίστη στο θεό οδηγεί τους πρωταγωνιστές.

Το έργο ακουμπά στις καρδιές όλων μας καθώς αγγίζει το δύσκολο θέμα που έχει να κάνει με τους αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής.Το κεφάλαιο «Αγνοούμενοι» παραμένει για την Κύπρο μία ανοιχτή πληγή. Ιδιαίτερα για τους συγγενείς των αγνοουμένων, που δεν φαίνεται να μπορούν να ξεχάσουν. Οι διεθνείς οργανισμοί αφήνουν την Τουρκία άμοιρη των ευθυνών της, χωρίς να ασκούν πιέσεις να δώσει πληροφορίες για το ανθρωπιστικό αυτό ζήτημα. Η παρεμπόδιση των ερευνών από πλευράς της Τουρκίας είναι, αν μη τι άλλο, εγκληματική.

 Eυθύνη, όμως, φέρει και η κυπριακή κυβέρνηση. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων παραμένει ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπε η ελληνοκυπριακή πλευρά να ασκεί μεγαλύτερη πίεση να εφαρμοστεί το διεθνές δίκαιο, ώστε και οι συγγενείς των αγνοουμένων, 45 έστω χρόνια μετά, να μάθουν τις τύχες των αγαπημένων τους προσώπων.


Η Μαρίνα Σαβεριάδου



Το έργο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

http://marinasaveriadouwriter.blogspot.com/search/label/%CE%98%CE%95%CE%91%CE%A4%CE%A1%CE%9F%20%CE%93%CE%99%CE%91%20%CE%A4%CE%9F%20%CE%A1%CE%91%CE%94%CE%99%CE%9F%CE%A6%CE%A9%CE%9D%CE%9F


Πηγές:

https://traces.advancedmediainstitute.com/tag/cyprus/

Ρ.Ι.Κ. news

Εφημερίδα Χαραυγή, 5-12-2017

Επικίνδυνη έξοδος από το Αφγανιστάν. ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ email

 Την Πέμπτη το βράδυ, χωρίς να ενημερώσουν τοπικούς αξιωματούχους, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν την αεροπορική βάση Μπαγκράμ, τη μεγαλύτερη στρατιωτική τους βάση στο Αφγανιστάν. Πολίτες εισέρρευσαν από την αφύλακτη πύλη και επιδόθηκαν σε λεηλασίες πριν καταφθάσει ο εθνικός στρατός. Ετσι τελειώνει η μακρότερη στρατιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον αποσύρει τις τελευταίες μάχιμες μονάδες από τη χώρα, πάνω από 20 χρόνια μετά την εισβολή και την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν. Τώρα, οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν τη μία περιοχή μετά την άλλη· εκτιμάται ότι μέσα σε δύο χρόνια θα τις ελέγχουν όλες. Οσο μακριά και αν μας φαίνεται αυτή η χώρα, το μέλλον του ταλαιπωρημένου λαού της μας αφορά άμεσα. Αφενός, οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο στη χώρα μας είναι Αφγανοί, οπότε η επιδείνωση των συνθηκών στη χώρα τους θα ωθήσει κι άλλους προς την προσφυγιά. Αφετέρου, ο πολυπράγμων Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει βρει τρόπο να εκμεταλλευθεί την αμηχανία των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς το μέλλον του Αφγανιστάν.



Η Τουρκία διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ να αναλάβει τη φύλαξη του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ. Ζητεί να μη χρειαστεί να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών που είναι ήδη εκεί (περίπου 600), να συμμετάσχουν δυνάμεις από την Ουγγαρία και το Πακιστάν, άλλες χώρες να παρέχουν υπηρεσίες (όπως μη επανδρωμένα αεροσκάφη) για τη φύλαξη του αεροδρομίου καθώς και τους αναγκαίους πόρους. Οσο επιδεινώνονται οι συνθήκες στη χώρα, είναι αναμενόμενο ότι οι ΗΠΑ, στη βιασύνη τους να φύγουν, θα ενδώσουν σε ολοένα και περισσότερες τουρκικές απαιτήσεις. Αυτό αφορά όχι μόνο όσα σχετίζονται με τη φύλαξη του αεροδρομίου αλλά πιθανώς και άλλα σημαντικά ζητήματα στην ατζέντα ΗΠΑ – Τουρκίας. Ενδεικτικό είναι ότι τελευταίως δεν ακούγονται πολύ τα καυτά ζητήματα των πυραύλων S-400 και της υποστήριξης που οι ΗΠΑ παρέχουν στους Κούρδους της Συρίας. Οι ΗΠΑ προσφάτως άσκησαν κριτική στην Τουρκία για τη στρατολόγηση ανηλίκων σε περιοχές υπό τη κατοχή της στη Συρία, για τον τρόπο που διαχειρίζεται θρησκευτικές μειονότητες, και για τους S-400. Το φθινόπωρο θα δικασθεί στη Νέα Υόρκη η υπόθεση της κρατικής Halkbank, που κατηγορείται για την παραβίαση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται να υπάρχει κάποια ύφεση μεταξύ των δύο χωρών όσο εξελίσσεται η διαπραγμάτευση για το Αφγανιστάν.

Τακτική του Ερντογάν είναι –για να «αφοπλίζει» ξένους παράγοντες– να φαίνεται ότι κάνει πίσω σε κάποια μέτωπα, χωρίς όμως να παραχωρεί τίποτα. Ετσι, ενώ τα ερευνητικά σκάφη που προκάλεσαν τόση ένταση πέρυσι βρίσκονται δεμένα, και ενώ ο Ερντογάν προχώρησε σε συζητήσεις με την Ελλάδα και τη Γαλλία, την ίδια ώρα δηλώνει ότι η Τουρκία δεν κάνει πίσω στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Λιβύη, στη Συρία, στο Αζερμπαϊτζάν. Αρνείται να αποσύρει τους Σύρους μισθοφόρους του από τη Λιβύη, ισχυρίζεται ότι θα προχωρήσει σε εξορύξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και επιμένει στην παγίωση της διχοτόμησης της Κύπρου. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να αναθερμάνει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χωρίς, έως τώρα, κάποια επιτυχία.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στην τελευταία σύνοδό του, δεν αναφέρθηκε στην Τουρκία ως υποψήφια προς ένταξη χώρα. Συνεχίστηκε, όμως, η κουβέντα για περαιτέρω χρηματοδότηση για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, και οι προμήθειες ευρωπαϊκών όπλων προς την Τουρκία εξελίσσονται απρόσκοπτα. Από τη στιγμή που η Ε.Ε. έχει «παραχωρήσει» τη διαχείριση της Τουρκίας στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν θα αξιοποιήσει την έξοδο των Αμερικανών από το Αφγανιστάν με κάθε δυνατό τρόπο. Γι’ αυτό θα υπάρξει ύφεση στα καυτά μέτωπα μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας, έως τη στιγμή που η Τουρκία θα μπορεί να επιβάλλει νέα κεκτημένα στις επιδιώξεις της. Το παιχνίδι, όμως, δεν είναι χωρίς ρίσκο. Οι Ταλιμπάν έχουν προειδοποιήσει την Αγκυρα να μην αναλάβει την ασφάλεια του αεροδρομίου. Ενδέχεται, λοιπόν, οι τουρκικές δυνάμεις να εμπλακούν σε μια διαμάχη πέραν των δυνατοτήτων τους και να πληγεί βαριά η εικόνα τους. Επίσης, συμμαχώντας με τον Βίκτορ Ορμπαν εντός ΝΑΤΟ (προς χαρά του Βλαντιμίρ Πούτιν), ο Ερντογάν υπογραμμίζει στα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. ότι και οι δύο ηγέτες πρεσβεύουν κάτι πολύ ξένο ως προς τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η φιλοδοξία, η αλαζονεία και οι τακτικισμοί του Ερντογάν οδηγούν σε νέους κινδύνους. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι ΗΠΑ, που κρατούν όλη την τράπουλα σε σχέση με την Τουρκία, της δίνουν ένα ισχυρότατο χαρτί χωρίς να φαίνεται ότι λογαριάζουν τις πιθανές επιπτώσεις, ούτε στην Κεντρική Ασία, ούτε στην περιοχή μας.

Πηγή: Καθημερινή

Οι σφαγές των Αρμενίων μέσα από τα μάτια του Γερμανού Άρμιντ Βέγκνερ...

Για  τον  τόπο  τούτον  θα  μας  μιλήση  αργότερα  ένας  Γερμανός  μάρτυρας  της  τραγωδίας  μ' αυτά  τα  λόγια:  «Είναι  μια  έκταση  από  γκρίζα  πέτρα,  γυμνή  βραχώδης  γη,  κατεστραμμένες όχθες  ξερών  ποταμιών,  της  οποίας  οι  μόνοι  κάτοικοι  είναι  οι  Βεδουίνοι,  στεγνοί  από  κάθε ανθρώπινο  αίσθημα.  Όλη  αυτή  η  έκταση  είναι  εκτεθειμένη  σ'  έναν  ανελέητο  ήλιο,  σε ατέλειωτες  φθινοπωρινές  βροχές  και  σκληρές  χειμωνιάτικες  νύχτες,  που  δεν  αφήνουν τίποτε  άλλο  πίσω  τους  παρά  πυκνά  στρώματα  πάγου.  Εκτός  απ'  τα  δυο  μεγάλα  ποτάμια  της η  χώρα  αυτή  δεν  έχει  νερό.  Τα  ελάχιστα  μικρά  χωριά  της  μόλις  καταφέρνουν  να  ζήσουν τους  λιγοστούς  Βεδουίνους,  που  καταρρακωμένοι  απ'  τη  φτώχεια  τους,  βλέπουν  τον επισκέπτη  μόνο σαν  λεία  τους». 




Ο  τόπος  αυτός  ήταν  εκείνος  όπου  το  τούρκικο  κράτος  είχε  αποφασίσει  να  στείλη  την Αρμενικήν  Κοινότητα...  «να  κατοικήσει...  προσωρινώς».  

Ως  που  να  φτάσουν,  όμως,  εκεί  τα κοπάδια  των  δυστυχισμένων,  οι  Τουρκικές  αρχές,  έχοντας  μυστικές  διαταγές  του  Κομιτάτου των  Νεοτούρκων,  φρόντιζαν  να  τα εξοντώνουν  μ'  όλους  τους  τρόπους,  καθώς σερνόντουσαν  με την  ψυχή στα  δόντια στους ατέλειωτους δρόμους της  θανατερής  πορείας. Ο  μικρός  τόμος  με  τ'  απομνημονεύματα  και  τα  επίσημα  στοιχεία  του  Ναΐμ  μπέη συμπληρώνεται  με  μια  ανοικτή  επιστολή  του  Γερμανού  Αρμίντ  Βέγκνερ,  αυτόπτη  μάρτυρα της  σφαγής,  που  δημοσιεύτηκε  στις  19  Ιανουαρίου  1919  κι  απευθύνεται  προς  τον Αμερικανό  πρόεδρο  Ουίλσον.  

Η  επιστολή  αυτή  δίνει  την  τραγωδία  σ'  όλη  την  έκτασή  της και λέει  στα  κυριώτερα  σημεία της: «Ως  αυτόπτης  μάρτυς  της  φοβερής  καταστροφής  του  Αρμενικού  έθνους,  από  της  απαρχής της  στις  εύφορες  πεδιάδες  της  Ανατόλια,  μέχρι  της  τελικής  εξοντώσεως  των  θλιβερών επιζησάντων  στις  όχθες  του  Ευφράτη,  θεωρώ  χρέος  μου  να  εκθέσω  τις  απαίσιες  εκείνες σκηνές  που  είδα  με  τα  ίδια  μου  τα  μάτια  κατά  την  διάρκεια  δύο  περίπου  ετών  και  οι  οποίες δεν πρόκειται ποτέ ν'  απαλειφθούν από  την μνήμη  μου. ...  
Όταν η τουρκική κυβέρνηση  την άνοιξη του  1915  άρχισε  την εκτέλεση του διαβολικού της σχεδίου  για  την  εξάλειψη  ενός  εκατομμυρίου  Αρμενίων,  όλα  τα  έθνη  της  Ευρώπης αιμορροούσαν  ακόμη  από  το  πρόσφατο  πλήγμα  το  οφειλόμενο  στην  τραγική  και  κοινή παρεξήγηση  και  δεν  υπήρχε  κανείς  που  να  ήταν  σε  θέση  να  εμποδίση  τους  Τούρκους τυράννους  στην  εκτέλεση  μέχρις  εσχάτων  αυτού  του  σχεδίου  που  μπορεί  να  συγκριθή  μόνο με  τις  πράξεις  ενός  σχιζοφρενούς.  Και  έσυραν  όλους  αυτούς  τους  ανθρώπους  —  άνδρες, γυναίκες,  ανήμπορους  γέρους,  παιδιά,  εγκύους  μητέρες  και  άκακα  μωρά—  στην  Αραβική έρημο με  κανένα άλλον  σκοπόν παρά να τους αφήσουν να πεθάνουν από την  πείνα. ...Πήραν  τους  Αρμενίους  από  τις  κατοικίες  όπου  είχαν  ζήσει  για  περισσότερο  από  δύο αιώνες,  σε  όλα  τα  μήκη  και  τα  πλάτη  της  Αυτοκρατορίας,  από  τις  ορεινές  περιοχές  μέχρι  τις ακτές  της  θάλασσας  του  Μαρμαρά  και  την  εύφορη  γη  του  Νότου  και  τους  ανάγκασαν  να προχωρήσουν  μέχρι  αυτή  την  έρημο,  με  τον  απώτερον  σκοπό  να  τους  μεταφυτέψουν κυριολεκτικά  στην  παράξενη  αυτή  γη.  Ακόμη  και  αν  ήταν  ο  σκοπός  αυτός  ο  πραγματικός, είναι  αντίθετος  σε  κάθε  ανθρώπινο  αίσθημα.  Κτυπούσαν  τους  άνδρες  με  τα  ρόπαλα,  τους έδεναν  μεταξύ  τους  με  σχοινιά  και  αλυσίδες  και  τους  έρριχναν  στα  ποτάμια  ή  τους γκρέμιζαν  στις  χαράδρες  με  σπασμένα  μέλη.  Τα  γυναικόπαιδα  τα  πουλούσαν  στις  αγορές των  σκλάβων.  Έσερναν  τους  γέρους  και  τα  αγόρια  με  φοβερές  απειλές  στα  καταναγκαστικά έργα.  Ούτε  όμως  αυτά  ήταν  αρκετά.  Κάνοντας  το  έγκλημά  τους  ακόμη  πιο  ανεξίτηλον, έσερναν  τους  ανθρώπους  αυτούς,  αφού  τους είχαν  πάρει  τους  αρχηγούς  και  τους εμψυχωτάς  τους,  έξω  από  τις  πόλεις  που  ζούσαν,  σε  οποιαδήποτε  ώρα  της  μέρας  ή  της νύχτας,  μισόγυμνους.  Λεηλατούσαν  μπροστά  στα  μάτια  τους  τα  σπίτια  τους,  έκαιγαν  τα χωριά  τους,  κατάστρεφαν  τις  εκκλησιές  ή  τις  έκαναν  τζαμιά,  άρπαζαν  τα  κοπάδια  τους,  τα αμάξια  τους,  και  το  ψωμί  από  τα  χέρια  των  θυμάτων  τους  και  τα  ρούχα  από  πάνω  τους.  Οι αξιωματούχοι  —στρατιωτικοί,  πολίτες,  ακόμη  και  βοσκοί—  παράβγαιναν  ο  ένας  τον  άλλον στο  όργιό  τους  αυτό  της  σφαγής  και  της  καταστροφής,  τραβώντας  έξω  από  τα  σχολεία ορφανά  κορίτσια  για  να  τα  χρησιμοποιήσουν  στον  κορεσμό  των  κτηνωδών  επιθυμιών  τους, έδερναν  με  ρόπαλα  γυναίκες  που  πέθαιναν  ή  που  περίμεναν  παιδί,  οι  οποίες  ούτε  να συρθούν  δεν  ήταν  ικανές.  Τις  χτυπούσαν,  μέχρι  που  έπεφταν  οι  ταλαίπωρες  στο  δρόμο  και πέθαιναν  εκεί,  μετατρέποντας  το  χώμα  σε  ματωμένη  λάσπη.  Οι  ταξιδιώται  που  περνούσαν από  το  δρόμο  γύριζαν  τα  μάτια  τους  αλλού  για  να  μη  βλέπουν  αυτό  το  απαίσιο  κοπάδι  που ήταν  συνέχεια  σε  κίνηση  με  τόσο  άγριες  φοβέρες.  Και  στα  χάνια  που  σταματούσαν εύρισκαν  νεογέννητα  μωρά  που  μόλις  είχαν  ταφή  στην  αυλή  και  οι  δρόμοι  ήταν  γεμάτοι από  κομμένα  κεφάλια  αγοριών,  που  τα  είχαν  σηκώσει  σε  διαμαρτυρία  για  τα  μαρτύριά τους. Ομάδες  που  όταν  ξεκίνησαν  από  την  πατρική  τους  γη  στην  ορεινή  Αρμενία  αποτελούνταν από  χιλιάδες,  μόλις  που  έφταναν  μερικές  εκατοντάδες  στο  Αλέππο,  ενώ  οι  περιοχές  που ήσαν  πάνω  στο  δρόμο  τους  ήταν  σκεπασμένες  από  πρησμένα,  μαυρισμένα  πτώματα,  που μόλυναν  την  ατμόσφαιρα  έτσι  όπως  ήσαν  αφημένα,  βιασμένα,  γυμνά.  Άλλα  τα  πετούσαν στον  Ευφράτη  για  να  θρέψουν  τα  πεινασμένα  ψάρια.  Καμμιά  φορά  οι  χωροφύλακες  τους ρίχναν  για  να  διασκεδάσουν  μερικά  ξεροκόμματα,  που  δεν  έκαναν  τίποτ'  άλλο  παρά  να παρατείνουν το μαρτύριό τους. Ακόμα  και  μπροστά  στις  πύλες  του  Αλέππο  δεν  τους  άφηναν  να  ξεκουραστούν.  Για  λόγους σκοπιμότητας  οι  ομάδες  αυτές  σέρνονταν  συνεχώς,  ξυπόλυτες,  επί  χιλιάδες  μίλια,  κάτω από  ένα  καυτερό  ήλιο,  μέσα  από  τους  βράχους  και  τις  στέππες,  εξαντλημένες  απ'  τον πυρετό  και  τις  αρρώστειες,  μέσα  από  τροπικά  έλη,  στην  αγριάδα  της  ερήμου.  Πέθαιναν εκεί,  κατακρεουργημένοι  από  τους  Κούρδους,  λεηλατημένοι  απ'  τους  χωροφύλακες, τουφεκισμένοι,  δηλητηριασμένοι,  στραγγαλισμένοι,  θερισμένοι  απ'  τις  επιδημίες, πνιγμένοι,  θύματα  της  πείνας  και  της  δίψας.  Τα  πτώματά  τους  έμεναν  εκεί  για  να  σαπίσουν ή για να φαγωθούν απ'  τα  τσακάλια. Τα  παιδιά  πέθαιναν  από  το  κλάμα,  άντρες  έρριχναν  τα  κορμιά  τους  στους  βράχους,  μάνες πετούσαν  τα  παιδιά  τους  ή  έπεφταν  μαζί  τους  στον  Ευφράτη,  τραγουδώντας.  Πέθαναν όλους τους θανάτους του κόσμου,  τους θανάτους όλων των εποχών...  Λόφοι ολόκληροι από σώματα  ήσαν  στιβαγμένα  στο  καραβανσεράι,  μισοπεθαμένα,  περιμένοντας  το  τέλος  τους, χωρίς  να  βρεθή  κανένας  να  τους  λυπηθή.  Πόσον  καιρό  μπορούσαν  να  κρατήσουν  ακόμα την  ταλαίπωρη  ύπαρξή  τους,  ψάχνοντας  για  κανένα  κόκκο  καλαμπόκι  μέσ'  στις  τροφές  των ζώων  ή  τρώγοντας  ωμά  τα  ξεραμένα  χόρτα;  Όλα  αυτά,  όμως,  είναι  ελάχιστα  παραδείγματα απ'  όσα  έχω  δει  και απ'  όσα έχω  ακούσει. ...  Η  Τουρκία έχει  απαρνηθή  για πάντα  το δικαίωμα να αυτοκυβερνάται». 

Πηγή: Ψαθάς, Η γη του Πόντου.

Η κατάντια ενός φτωχού χωρικού. Παραδοσιακό παραμύθι από την Σερβία – Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας.

  Σ’ ένα απομονωμένο χωριό μιας μικρής πολιτείας, ζούσε μονάχος του ένας φτωχός χωρικός. Έτρωγε από αυτά που φύτευε στον μικρό του κήπο κι α...