Μία μέρα, διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Με άρπαξαν από τον ύπνο, ίσως κατά λάθος, και με πέταξαν έξω από το τρένο σ’ έναν ασήμαντο σταθμό. Τη νύχτα, χωρίς να έχω τίποτα μαζί μου.


 Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη. Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ότι δεν βρίσκω επάνω μου κανένα σημάδι της βίας που έχω υποστεί· όχι μόνο, αλλά από το γεγονός αυτό δεν διατηρώ την παραμικρή εικόνα, ούτε καν μια συγκεχυμένη ανάμνηση.

 Βρίσκομαι πεσμένος καταγής, μόνος, μες στα σκοτάδια ενός ερημικού σταθμού και δεν ξέρω σε ποιον ν’ αποταθώ για να μάθω τι μου συνέβη, πού είμαι.

Διέκρινα μόνο ένα φαναράκι με αδύνατο φως που έτρεξε να κλείσει την πόρτα του τρένου απ’ όπου με πέταξαν έξω. Το τρένο αναχώρησε αμέσως. Εξαφανίστηκε αμέσως μες στο σταθμό εκείνο το φαναράκι με την τρεμάμενη ανταύγεια που έστελνε το λιγοστό του φως. Μέσα στη σαστισμάρα μου, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τρέξω ξωπίσω του για να ζητήσω εξηγήσεις και να παραπονεθώ.

Να διαμαρτυρηθώ όμως για ποιο πράγμα;

  Πολύ σαστισμένος διαπιστώνω πως δεν έχω πλέον ιδέα ότι ξεκίνησα ένα ταξίδι με το τρένο. Δεν θυμάμαι πια καθόλου από πού ξεκίνησα και προς τα πού κατευθυνόμουν και εάν πραγματικά, τη στιγμή της αναχώρησής μου, είχα μαζί μου κάτι. Μου φαίνεται πως δεν είχα τίποτα.

  Στο κενό αυτής της φοβερής αβεβαιότητας, με κυριεύει ξαφνικά ο τρόμος για εκείνο το φαναράκι-φάντασμα που χάθηκε αμέσως, χωρίς να προσέξει ότι με πέταξαν έξω από το τρένο. Μήπως είναι το φυσικότερο των πραγμάτων σ’ αυτό το σταθμό να κατεβαίνει κανείς μ’ αυτό τον τρόπο από το τρένο;

  Μες στο σκοτάδι δεν καταφέρνω να διακρίνω το όνομα της πόλης, η οποία μου είναι, βέβαια, άγνωστη. Μέσα στο πρώτο θαμπό φως της αυγής φαίνεται έρημη. Στη μεγάλη μουντή πλατεία μπρος από το σταθμό υπάρχει ένα φανάρι του δρόμου ακόμη αναμμένο. Το πλησιάζω, σταματώ και, μην τολμώντας να σηκώσω το βλέμμα, τρομαγμένος καθώς είμαι από την ηχώ που έκαναν τα βήματά μου μες στη σιωπή, κοιτάζω τα χέρια μου, τα παρατηρώ από την καλή και από την ανάστροφη, τα κλείνω, τα ξανανοίγω, αγγίζομαι, ψαχουλεύομαι, ακόμη και για να αισθανθώ πώς είμαι φτιαγμένος, επειδή ούτε και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, ότι δηλαδή υπάρχω στην πραγματικότητα και ότι όλα αυτά είναι αληθινά. Λίγο αργότερα, προχωρώντας μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπω πράγματα που θα με έκαναν να σταματώ σε κάθε βήμα από την έκπληξη, εάν μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη δεν με κυρίευε βλέποντας ότι όλοι οι άλλοι, παρόλο που είναι όμοιοι μ’ εμένα, κινούνται ανάμεσα στα πράγματα αυτά χωρίς να δίνουν σημασία, λες και γι’ αυτούς είναι τα πιο φυσικά και τα πιο συνηθισμένα. Νιώθω σαν να σέρνομαι, αλλά κι εδώ χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι ότι εξασκείται βία επάνω μου. Μόνο που εγώ, μέσα μου, αγνοώντας τα πάντα, είμαι σχεδόν από παντού περικυκλωμένος. Θεωρώ όμως, αν και δεν ξέρω πώς, ούτε από πού, ούτε γιατί έχει προκύψει, πως πρέπει να έχω βέβαια άδικο εγώ και δίκιο όλοι οι άλλοι που, όχι μόνο φαίνεται να το ξέρουν, αλλά ξέρουν ακόμη τι κάνουν, σίγουροι ότι δε σφάλουν, χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα, τόσο φυσικά πεπεισμένοι να κάνουν ό,τι κάνουν, που θα προκαλούσα βέβαια την έκπληξη, την μομφή, μπορεί ακόμη και την αγανάκτηση εάν, είτε λόγω της εμφάνισής τους, ή κάποιας πράξης ή έκφρασής τους, άρχιζα να γελάω ή έδειχνα έκπληκτος. Στην έντονη επιθυμία μου ν’ ανακαλύψω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός, θα πρέπει συνέχεια να διώχνω από τα μάτια μου εκείνο το κάπως οξύθυμο βλέμμα που στα πεταχτά έχουν στα μάτια τους οι σκύλοι. Το λάθος είναι δικό μου, το λάθος είναι δικό μου, που δεν καταλαβαίνω τίποτα, που δεν καταφέρνω ακόμη να συλλάβω το νόημα. Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να προσποιηθεί ότι κι εγώ είμαι πεπεισμένος γι’ αυτά που γίνονται και ότι πασχίζω να κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν οι άλλοι, όσο και αν μου λείπει κάθε κριτήριο και κάθε πρακτική έννοια, ακόμη κι εκείνων των πραγμάτων που φαίνονται κοινότερα και ευκολότερα.

Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, ποιον δρόμο να πάρω, τι ν’ αρχίσω να κάνω.

  Είναι όμως δυνατόν να έχω τόσο μεγαλώσει, παραμένοντας πάντα σαν παιδί, χωρίς να έχω κάνει ποτέ τίποτα; Ίσως να έχω δουλέψει στον ύπνο μου, δεν ξέρω πώς. Μα έχω βέβαια δουλέψει, έχω πάντα δουλέψει και μάλιστα πολύ, πολύ. Εξάλλου φαίνεται πως το ξέρουν όλοι, επειδή πολλοί γυρίζουν και με κοιτάζουν και περισσότεροι από ένας με χαιρετούν, χωρίς εγώ να τους γνωρίζω. Στην αρχή είμαι αμήχανος, εάν πράγματι ο χαιρετισμός απευθύνεται σ’ εμένα· κοιτάζω πλάι μου, κοιτάζω πίσω μου. Μήπως με χαιρέτησαν κατά λάθος; Όχι, εμένα χαιρετούν. Αγωνίζομαι, αμήχανα, με κάποια ματαιοδοξία που θα ήθελε και όμως δεν τα καταφέρνει να ξεγελαστεί, και προχωρώ σαν μετέωρος, χωρίς να μπορώ να απελευθερωθώ από μία περίεργη ενόχληση για κάτι – το αναγνωρίζω – πραγματικά άθλιο: δεν είμαι σίγουρος για το ρούχο που φοράω, μου φαίνεται περίεργο που είναι δικό μου και τώρα μου γεννιέται η αμφιβολία μήπως χαιρετούν αυτό το ρούχο κι όχι εμένα. Εγώ στο μεταξύ, εκτός από αυτό το ρούχο, δεν έχω τίποτε άλλο πλέον!

  Αρχίζω πάλι να ψάχνομαι. Μία έκπληξη. Κρυμμένος μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου ένας μικρός δερμάτινος φάκελος. Τον βγάζω έξω, σίγουρος σχεδόν ότι δεν ανήκει σ’ εμένα, αλλά στο ρούχο που φοράω και που δεν μου ανήκει. Είναι πράγματι ένας παλιός μικρός δερμάτινος φάκελος, μ’ ένα ξεθωριασμένο, ξεπλυμένο κίτρινο χρώμα, λες και έπεσε σε κανένα ρυάκι ή σε κανένα πηγάδι απ’ όπου το ψάρεψαν. Τον ανοίγω ή, καλύτερα, τον ξεκολλάω στο σημείο που είναι κολλημένος και κοιτάζω μέσα. Ανάμεσα σε λίγα διπλωμένα χαρτιά, δυσανάγνωστα λόγω των κηλίδων που προκάλεσε το νερό διαλύοντας το μελάνι, βρίσκω μία μικρή εικονίτσα, κιτρινισμένη, από εκείνες που χαρίζουν στα παιδιά στις εκκλησίες, και κολλημένη σ’ αυτή, σχεδόν στο ίδιο μέγεθος, επίσης ξεθωριασμένη, μία φωτογραφία. Την ξεκολλάω και την παρατηρώ. Ω! Είναι η φωτογραφία μιας ωραιότατης νέας, με μαγιό, σχεδόν γυμνή, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν και τα μπράτσα σηκωμένα ζωηρά, σε στάση χαιρετισμού. Θαυμάζοντάς την, αν και με κάποια λύπη, πώς να το πω, μακρινή σχεδόν, αισθάνομαι να μου προκαλεί την εντύπωση, εάν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο χαιρετισμός αυτών των χεριών, τόσο ζωηρά ανασηκωμένων στον άνεμο, απευθύνεται σ’ εμένα. Αλλά όσο και να προσπαθώ, δεν κατορθώνω να την αναγνωρίσω. Είναι ποτέ δυνατόν, μία τόσο όμορφη γυναίκα, να έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη μου, να την έχει παρασύρει ο άνεμος που της ανακατεύει τα μαλλιά; Βέβαια, σ’ εκείνο το μικρό δερμάτινο φάκελο, που κάποτε έπεσε στο νερό, η φωτογραφία αυτή, πλάι στην εικονίτσα, έχει τη θέση που αρμόζει σε μιαν αρραβωνιαστικιά.

  Συνεχίζω το ψάξιμο μέσα στο μικρό φάκελο και, με περισσότερη έκπληξη παρά με ευχαρίστηση, αφού αμφιβάλλω εάν μου ανήκει, βρίσκω σε μια μυστική κρυψώνα ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Ποιος ξέρει πόσον καιρό βρίσκεται εκεί ξεχασμένο, διπλωμένο στα τέσσερα, φθαρμένο εντελώς, τρυπημένο εδώ κι εκεί επάνω στις ήδη φαγωμένες τσακίσεις του διπλωμένου χαρτονομίσματος.

  Στερημένος όπως είμαι των πάντων, θα μπορούσα να βοηθηθώ από αυτό; Δεν ξέρω με ποια δύναμη πειθούς, το πρόσωπο που απεικονίζει αυτή η μικρή φωτογραφία με διαβεβαιώνει ότι το χαρτονόμισμα είναι δικό μου. Μπορεί όμως να βασίζεται κανείς σ’ ένα κεφαλάκι που το έχει κάνει άνω-κάτω ο άνεμος; Έχει κιόλας περάσει το μεσημέρι και η πείνα με θερίζει. Πρέπει κάτι να φάω και μπαίνω μέσα σ’ ένα μαγέρικο.

  Με έκπληξη βλέπω κι εδώ να με υποδέχονται σαν ένα σημαντικό επισκέπτη, πολύ ευπρόσδεκτο. Μου δείχνουν ένα στρωμένο τραπέζι και μετακινούν μία καρέκλα, προσκαλώντας με να πάρω θέση. Εμένα όμως με συγκρατεί κάποιος δισταγμός. Κάνω νεύμα στον ιδιοκτήτη και, παίρνοντάς τον κατά μέρος, του δείχνω το φθαρμένο χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Εκείνος το παρατηρεί έκπληκτος, με λύπη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται· το εξετάζει. Μου λέει έπειτα ότι χωρίς αμφιβολία είναι μεγάλης αξίας, αλλά εδώ και καιρό εκτός κυκλοφορίας. Όμως να μην φοβάμαι: εάν το δώσει στην τράπεζα ένα άτομο σαν κι εμένα, θα το πάρουν σίγουρα και θα το ανταλλάξουν με τρέχοντα χαρτονομίσματα.

  Λέγοντας αυτά ο ιδιοκτήτης του μαγέρικου βγαίνει μαζί μου στο δρόμο και μου δείχνει το κτίριο της τράπεζας που βρισκόταν εκεί κοντά.

  Πηγαίνω και όλοι σ’ εκείνη την τράπεζα μου δείχνουν τη χαρά τους που θα μου κάνουν αυτή τη χάρη. Το χαρτονόμισμά μου – μου λένε – είναι από τα ελάχιστα εκείνα που δεν μπήκαν ακόμη στην τράπεζά τους, η οποία, εδώ και καιρό, στις συναλλαγές της δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο πολύ μικρής αξίας νομίσματα. Μου το ανταλλάσσουν με πολλά, με πάρα πολλά μικρότερα χαρτονομίσματα, σε σημείο που τα χάνω και αισθάνομαι άσχημα. Δεν έχω μαζί μου παρά μόνο εκείνο το μικρό φθαρμένο δερμάτινο φάκελο. Με προτρέπουν να μην τα χάνω. Υπάρχει λύση για τα πάντα. Μπορώ να καταθέσω τα χρήματά μου στην τράπεζα σε λογαριασμό ταμιευτηρίου. Προσποιούμαι ότι έχω καταλάβει· βάζω στην τσέπη μερικά από εκείνα τα χαρτονομίσματα και ένα βιβλιάριο που μου δίνουν για όλα τα υπόλοιπα που τους αφήνω, και επιστρέφω στο μαγέρικο. Δεν βρίσκω εκεί φαγητά της αρεσκείας μου· φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να τα χωνέψω. Θα πρέπει όμως να έχει διαδοθεί η είδηση ότι εγώ, αν και όχι πλούσιος, δεν είμαι πλέον φτωχός, και πράγματι, βγαίνοντας από το μαγέρικο, βρίσκω ένα αυτοκίνητο να με περιμένει κι έναν οδηγό που βγάζει το καπέλο του με το ένα χέρι και με το άλλο ανοίγει την πόρτα για να μπω. Δεν ξέρω πού με πάει. Αλλά από τη στιγμή που έχω αυτοκίνητο, θα έχω, χωρίς να το ξέρω, και ένα σπίτι. Μα βέβαια, ένα ωραιότατο σπίτι, παλιό, όπου σίγουρα θα έχουν μένει πολλοί πριν από μένα και πολλοί θα κατοικήσουν μετά από μένα. Να είναι όντως δικά μου όλα αυτά τα έπιπλα; Αισθάνομαι ξένος εδώ, σαν παρείσακτος. Όπως σήμερα την αυγή η πόλη, τώρα και αυτό το σπίτι μου φαίνεται έρημο. Φοβάμαι πάλι την ηχώ που θα κάνουν τα βήματά μου, ενώ θα κινούμαι μέσα σε τόση σιωπή. Το χειμώνα νυχτώνει πολύ νωρίς· κρυώνω και νιώθω κουρασμένος. Κάνω κουράγιο· κινούμαι· ανοίγω στην τύχη μία από τις πόρτες· μένω έκπληκτος που βρίσκω το δωμάτιο φωτισμένο, την κρεβατοκάμαρα και, επάνω στο κρεβάτι, εκείνη, η νεαρή κοπέλα της φωτογραφίας, ζωντανή, με τα δυο της μπράτσα ακόμη γυμνά, ανασηκωμένα ζωηρά, αυτή τη φορά όμως με καλεί να τρέξω κοντά της και να με σφίξει στην αγκαλιά της, χαρούμενη.

Είναι όνειρο;

  Βέβαια, σαν σε όνειρο, εκείνη επάνω στο κρεβάτι, μετά τη νύχτα, την αυγή δεν υπάρχει πια. Κανένα ίχνος από εκείνη. Και το κρεβάτι, που ήταν τόσο ζεστό τη νύχτα, αγγίζοντάς το τώρα, είναι παγωμένο, σαν τάφος. Και μέσα σ’ όλο το σπίτι υπάρχει εκείνη η μυρωδιά που φωλιάζει στα μέρη τα οποία είναι γεμάτα σκόνη, όπου η ζωή έχει μαραθεί εδώ και καιρό, κι εκείνο το συναίσθημα ενοχλητικής κόπωσης, που για να κρατηθεί κανείς στη ζωή έχει ανάγκη από καλορυθμισμένες και ωφέλιμες συνήθειες. Εμένα πάντα με τρόμαζαν τέτοιες καταστάσεις. Θέλω να το σκάσω. Δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι το σπίτι μου. Αυτό είναι ένας εφιάλτης. Σίγουρα έχω ονειρευτεί ένα από τα πιο παράλογα όνειρα. Για να βεβαιωθώ, πηγαίνω να κοιταχτώ σ’ έναν καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο απέναντι κι αμέσως σχηματίζω την εντύπωση ότι πνίγομαι, έντρομος, μέσα σε μία παραζάλη χωρίς τέλος. Από πόσο μακριά τα μάτια μου, αυτά που μου φαίνεται ότι τα έχω από μικρός, κοιτάζουν τώρα, ορθάνοιχτα από τρόμο, χωρίς να μπορούν να πεισθούν, αυτό το γεροντίστικο πρόσωπο; Εγώ, ήδη γέρος; Τόσο σύντομα; Πώς είναι δυνατόν;

  Ακούω να χτυπούν την πόρτα. Ανασκιρτώ. Μου αναγγέλλουν ότι έφτασαν τα παιδιά μου.

Τα παιδιά μου;

  Μου φαίνεται τρομαχτικό να έχουν γεννηθεί παιδιά από μένα. Πότε όμως; Μάλλον θα τα είχα από χθες. Χθες ήμουν ακόμη νέος. Θα πρέπει τώρα, γέρος πια, να τα γνωρίσω. Μπαίνουν, κρατώντας παιδιά στα χέρια τους, παιδιά που γεννήθηκαν από αυτούς. Τρέχουν αμέσως να με υποβαστάξουν· με αγάπη με ψέγουν που σηκώθηκα από το κρεβάτι· προσεκτικά με βάζουν να καθίσω, για να σταματήσει η δύσπνοιά μου. Εγώ δύσπνοια; Μα βέβαια, αυτοί το ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορώ πια να σταθώ στα πόδια μου και ότι είμαι πολύ μα πολύ άρρωστος.

  Αφού κάθισα, τους κοιτάζω, τους ακούω· και μου φαίνεται ότι μου κάνουν ένα αστείο μες στο όνειρό μου.

Τέλειωσε κιόλας η ζωή μου;

  Και ενώ τους παρατηρώ, όλους σκυμμένους επάνω μου, με μοχθηρία, σαν να μην έπρεπε να το πάρω είδηση, βλέπω να φυτρώνουν στα κεφάλια τους, κάτω από το βλέμμα μου, και να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν πολλά, πολλά άσπρα μαλλιά.

-Βλέπετε ότι δεν είναι αστείο; Κι εσείς ήδη με άσπρα μαλλιά.

  Και κοιτάξτε, κοιτάξτε εκείνα τα μικρά που μόλις μπήκαν από εκείνη την πόρτα: να, ήταν αρκετό να πλησιάσουν την πολυθρόνα μου για να μεγαλώσουν και μία από αυτά, εκείνη εκεί, είναι κιόλας μία δεσποινίδα που θέλει ν’ απομακρυνθεί λίγο, για να την θαυμάσουν. Εάν δεν τη συγκρατήσει ο πατέρας της, θα έρθει να καθίσει στα γόνατά μου, ν’ απλώσει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό μου, ακουμπώντας στο στήθος μου το κεφαλάκι της.

  Μου ’ρχεται να πεταχτώ όρθιος. Πρέπει να το παραδεχτώ όμως ότι δεν μπορώ πια να το κάνω. Και με τα ίδια μάτια που είχαν πριν λίγο αυτά τα μικρά, που έχουν ήδη τόσο μεγαλώσει, απομένω να κοιτάζω, μέχρις ότου μπορώ να το κάνω, με τόση, τόση συμπόνια, τώρα πια πίσω από τα καινούρια παιδιά, τα παλιά παιδιά μου.

[1935]

Ο Θουκυδίδης γράφει περίπου 1.200 χρόνια μετά τη Μινωική ακμή.

Ο Μίνως είναι το αρχαιότερο από την παράδοση πρόσωπο που απέκτησε στόλο και κατόρθωσε να γίνει κύριος του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής θάλασσας. 



Επέβαλε την κυριαρχία του στις Κυκλάδες και εγκατέστησε στις περισσότερες τις πρώτες αποικίες.

Θουκυδίδης Α, 4

Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον Μίνωα ως κατακτητή, σημειώνοντας ότι επέκτεινε τα εδάφη της Κρήτης με την κατάκτηση των Κυκλάδων -τα 30 περίπου νησιά, που είναι διασκορπισμένα στη θάλασσα του Αιγαίου, βόρεια της Κρήτης, εκδιώκοντας τους Κάρες και τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό και τοποθετώντας ως κυβερνήτες τους γιους του. 

Ο ιστορικός ισχυρίζεται επίσης ότι, προκειμένου να «προστατεύσει τα έσοδά του από τα νησιά, ο Μίνωας] επιδίωξε, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, να ‘’καθαρίσει’’ τη θάλασσα από τους πειρατές».


Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την αρχαία Κρήτη ήταν αυτή μίας κυρίαρχης ναυτικής δύναμης, μίας «θαλασσοκρατορίας», άποψη που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη δική του ανησυχία του για το ποιός θα είχε τον «πρώτο λόγο» στη θάλασσα στον καιρό του.

Ο Φόβος, του Λουίτζι Πιραντέλο. Νουβέλα

 Αποτραβήχτηκε από το παράθυρο με μια κίνηση και μια κραυγή έκπληξης· ακούμπησε στο τραπεζάκι το εργόχειρό της δαντέλας που κρατούσε στο χέρι της και πήγε να κλείσει βιαστικά, αλλά προσεκτικά την πόρτα μέσα από την οποία επικοινωνούσε αυτό το δωμάτιο με τα άλλα· έπειτα περίμενε μισοκρυμμένη πίσω από ένα παραβάν της άλλης πόρτας που οδηγούσε στην είσοδο.



-Κιόλας εδώ; είπε χαμηλόφωνα, ικανοποιημένη, σηκώνοντας τα χέρια της επάνω στο γεροδεμένο στήθος του Ατόνιο Σέρα, αυτή, που ήταν εύθραυστη, μικροκαμωμένη, προτείνοντας το πρόσωπό της για να λάβει στα γρήγορα το συνηθισμένο κλεφτό φιλί.

Αλλά ο άντρας ξεγλίστρησε ταραγμένος.

-Δεν είσαι μόνος; ρώτησε και συμμαζεύτηκε αμέσως η Λιλίνα Φάμπρις. Πού άφησες τον Αντρέα;

-Επέστρεψα πρώτος απόψε..., απάντησε με τόνο τραχύ ο Σέρα και πρόσθεσε, σαν να ήθελε να απαλύνει την προηγούμενη έκφραση: Με μια δικαιολογία... Όμως ήταν αλήθεια: έπρεπε να βρίσκομαι εδώ το πρωί, για υποθέσεις...

-Δεν μου είπες τίποτα..., τον έψεξε εκείνη τρυφερά. Μπορούσες να με ειδοποιήσεις... Τι έχεις;

Ο Σέρα την κοίταξε στα μάτια σχεδόν με μίσος, έπειτα ξέσπασε χαμηλόφωνα, αλλά έντονα:

-Τι έχω; Φοβάμαι ότι ο άντρας σου μας υποψιάζεται...

Εκείνη έμεινε, σαν ένας κεραυνός να έπεσε δίπλα της και με έκπληξη γεμάτη τρόμο είπε:

-Ο Αντρέας; Πώς το ξέρεις; Μήπως σου ξέφυγε τίποτα;

-Όχι, πάντως προδοθήκαμε και οι δύο! έσπευσε εκείνος ν’ απαντήσει. Το βράδυ της αναχώρησης...

-Εδώ;

-Ναι την ώρα που εκείνος κατέβαινε τις σκάλες... Ο Αντρέας κατέβαινε μπροστά μου, θυμάσαι; με τη βαλίτσα... Εσύ κρατούσες το φανάρι στην πόρτα, έτσι δεν είναι; κι εγώ περνώντας...

Η Λιλίνα Φάμπρις έφερε και τις δυο παλάμες στο πρόσωπο, έπειτα τις απομάκρυνε:

-Μας είδε;

-Μου φάνηκε πως έστρεψε, κατεβαίνοντας..., πρόσθεσε εκείνος ξερά και σκυθρωπά. Δεν κατάλαβες τίποτα εσύ;

-Εγώ όχι, τίποτα! Μα πού είναι;. Ο Αντρέας, πού είναι;

Ο Σέρα, σαν να μην είχε ακούσει την αγωνιώδη ερώτηση της μικρής ερωμένης του, της οποίας δεν κατάλαβε ποτέ τη μεγαλοσύνη της ψυχής και της αγάπης, ξαναείπε σκυθρωπά:

-Πες μου: είχα αρχίσει να κατεβαίνω, όταν εκείνος σε φώναξε;

-Και με χαιρέτησε! αναφώνησε εκείνη. Και με το χέρι ακόμα... Άρα έγινε στη στροφή του πλατύσκαλου;

-Όχι, πριν... πριν.

-Μα, εάν μας είχε δει...

- Μάλλον φευγαλέα μας είδε... Για μια στιγμή!

-Και σ’ άφησε να έρθεις πρώτος; είπε εκείνη με αυξανόμενη αγωνία... Μα είσαι σίγουρος πως δεν αναχώρησε;

-Βεβαιότατος! Όσο γι’ αυτό, σιγουρότατος... Και πριν από τις έντεκα δεν υπάρχει άλλο δρομολόγιο από την πόλη...

Κοίταξε το ρολόι και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.

-Όπου να ΄ναι φτάνει... Και στο μεταξύ εμείς...σ’ αυτή τη αβεβαιότητα... πάνω από μία άβυσσο...

-Πάψε, πάψε, για όνομα του Θεού! τον παρακάλεσε εκείνη. Ηρέμησε... Πες τα μου όλα... Τι έκανες; Θέλω να τα ξέρω όλα...

-Τι θέλεις να σου πω; Σ’ αυτή την κατάσταση, τα πιο ασήμαντα πράγματα σου φαίνονται υπαινιγμοί: κάθε βλέμμα, μία χειρονομία...

-Ηρεμία... ηρεμία... επανέλαβε εκείνη.

-Ναι, ηρεμία. Άντε να τη βρεις!

Και ο Σέρα άρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο συστρέφοντας τα χέρια του. Μετά από λίγο σταμάτησε και ξανάρχισε:

-Εδώ, το θυμάσαι; πριν αναχωρήσουμε, συζητούσαμε εγώ κι εκείνος για εκείνη την καταραμένη υπόθεση που μας έκανε να πάμε επειγόντως στην πόλη... Εκείνος είχε πάρει φωτιά...

-Ναι, κι έπειτα;

-Μόλις βρεθήκαμε στο δρόμο ο Αντρέας δεν μιλούσε πια· προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι· τον κοίταξα, ήταν ταραγμένος, συνοφρυωμένος... «Το πήρε είδηση!» σκέφτηκα και δεν μιλούσα. Φοβόμουν μήπως έτρεμε η φωνή μου· έτρεμα ολόκληρος... Αλλά, ξαφνικά, με απλό ύφος, φυσικό, μέσα στην ησυχία της ψυχρής νύχτας, μες στο δρόμο, μου κάνει: -«Είναι μια θλίψη, ε; Να ταξιδεύεις το βράδυ, ν’ αφήνεις βραδιάτικα το σπίτι σου...»

-Έτσι σου είπε;

-Ναι. Του φαινόταν θλιβερό και για εκείνον που έμενε πίσω... Έπειτα μια φράση... (μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας!): - «Ν’ αποχαιρετά κανείς με το φως του κεριού σε μια σκάλα...»

-Α, αυτό... πώς το είπε; αναφώνησε εκείνη εντυπωσιασμένη.

-Με την ίδια φωνή..., απάντησε ο Σέρα, φυσικά... Δεν ξέρω· το έκανε επίτηδες! Μου μίλησε για τα παιδιά, που είχε αφήσει στο κρεβάτι, κοιμισμένα· αλλά όχι μ’ εκείνη την απλή αγάπη που καθησυχάζει... και για σένα.

-Για μένα;

-Ναι, αλλά με κοίταζε.

-Τι είπε; - ρώτησε εκείνη με κομμένη την ανάσα.

-Ότι εσύ αγαπάς πολύ τα παιδιά του.

-Τίποτα άλλο;

-Στο τρένο ξανάπιασε τη συζήτηση για τη διαμάχη που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε. Με ρώτησε για το δικηγόρο Γκόρι, εάν τον γνώριζα.

-Πάψε! τον διέκοψε εκείνη ξαφνικά.

Μπήκε η υπηρέτρια για να ρωτήσει εάν ήταν η ώρα να πάνε για τα παιδιά, που τα είχαν στείλει το πρωί στους γονείς του πατέρα τους. Δεν έπρεπε να επιστρέψει εκείνη τη μέρα το αφεντικό; Οι άμαξες είχαν κιόλας αναχωρήσει για το σταθμό.

Η Λιλίνα, αναποφάσιστη, απάντησε στην υπηρέτρια να περιμένει ακόμη λίγο και στο μεταξύ να τελειώνει με το στρώσιμο του τραπεζιού στο άλλο δωμάτιο. Όταν έμειναν και πάλι μόνοι κοιτάχτηκαν χαμένοι κι εκείνος επανέλαβε:

-Θα είναι εδώ σε λίγο...

Εκείνη του έσφιξε δυνατά το μπράτσο, με οργή:

-Μα πες μου κάτι! Δεν μπόρεσες να βεβαιωθείς για τίποτα; Είναι δυνατόν αυτός, o τόσο βίαιος, με την καχυποψία στην ψυχή, να μπορέσει να προσποιηθεί μαζί σου μ’ αυτόν τον τρόπο;

-Κι όμως..., είπε εκείνος χτυπώντας τα χέρια. Λες η καχυποψία μου να μ’ έχει κάνει αναίσθητο μέχρις αυτού του σημείου; Πολλές φορές, βλέπεις, μέσα από τα λεγόμενά του μου φάνηκε ότι διάβαζα κάτι... Αμέσως μετά έλεγα στον εαυτό μου καθησυχάζοντάς τον: «Όχι, είναι ο φόβος!»

-Φοβόσουν εσύ;

-Ναι, εγώ! Επειδή εκείνος έχει δίκιο..., δήλωσε, μες τη χοντροκοπιά του, ο Σέρα με τον αυθορμητισμό της πιο φυσικής πεποίθησης. Τον μελέτησα, κατασκόπευσα όλες τις κινήσεις του: πώς με κοίταζε, πώς μου μιλούσε... Ξέρεις ότι δε συνηθίζει να μιλά πολύ ... ωστόσο, αυτές τις τρεις μέρες να τον άκουγες! Συχνά όμως κλεινόταν για μεγάλα διαστήματα σε μιαν ανήσυχη σιωπή· έβγαινε όμως από εκεί κάθε φορά, ξαναπιάνοντας τη συζήτηση της υπόθεσής του. «Να τον απασχολεί αυτό το θέμα;» διερωτόμουν τότε, «ή κάτι άλλο; Ίσως τώρα μου μιλά για να κρύψει την υποψία του...». Μια φορά μου φάνηκε ότι δε θέλησε καν να μου σφίξει το χέρι... Κοίταξε, το αντιλήφτηκε ότι του το είχα απλώσει κι έκανε ότι ήταν αφηρημένος· κάπως περίεργο πράγματι. Συνέβη την επαύριον της αναχώρησής μας. Αφού έκανε λίγα βήματα, με φώναξε. «Το μετάνιωσε!», έσπευσα να παρατηρήσω. Και πράγματι είπε: «Α, με συγχωρείς... ξέχασα να σε χαιρετήσω! Το ίδιο κάνει...». Άλλες φορές μου μίλησε για σένα, για το σπίτι, χωρίς καμία φανερή πρόθεση... Μου φάνηκε όμως ότι απέφευγε να με κοιτάζει στο πρόσωπο... Συχνά επαναλάμβανε τρείς, τέσσερις φορές την ίδια φράση, χωρίς κανένα νόημα... λες και σκεφτόταν κάτι άλλο... Κι ενώ μιλούσε για άσχετα πράγματα ξαφνικά έβρισκε τον τρόπο να ξαναρχίσει απότομα να μου μιλά για σένα ή για τα παιδιά, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου και μου έκανε μερικές ερωτήσεις... Με δόλιο τρόπο; Ποιος να ξέρει; Ήλπιζε να με αιφνιδιάσει; Γελούσε, αλλά με μια άσχημη έκφραση χαράς στο πρόσωπο...

-Κι εσύ; ρώτησε εκείνη κρεμασμένη από τα χείλη του.

-Εγώ; πάντα προσοχή...

Η Λιλίνα Φάμπρις κούνησε το κεφάλι με οργίλη αγανάκτηση:

-Θα πήρε είδηση την καχυποψία σου...

-Αφού μας υποπτευόταν ήδη! είπε εκείνος, ανασηκώνοντας τους φαρδιούς του ώμους.

-Θα επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του! ανταπάντησε εκείνη. Έπειτα, τίποτα άλλο;

-Ναι… την πρώτη νύχτα στο ξενοδοχείο..., ξανάρχισε αποκαρδιωμένος ο Σέρα. Θέλησε να πάρουμε ένα δωμάτιο από κοινού, με δύο κρεβάτια. Πέρασε ώρα αφότου ξαπλώσαμε... κατάλαβε ότι δεν κοιμώμουν, δηλαδή δεν το κατάλαβε, επειδή ήταν σκοτάδι – το υπέθεσε. Και κοίταξε να δεις, εγώ δεν έκανα την παραμικρή κίνηση – εκεί τη νύχτα... μέσα στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και με την υποψία ότι εκείνος ήξερε... για φαντάσου! Είχα τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, περιμένοντας - ξέρω κι εγώ; - να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε περίπτωση που... Με την παραμικρή κίνησή του θα πεταγόμουν απ’ το κρεβάτι ... και τότε... Μα καταλαβαίνεις; η ζωή του και η ζωή μου, καλύτερα η δική του παρά η δική μου... Ξαφνικά, μες στην ησυχία, ακούω να προφέρει αυτές ακριβώς τις λέξεις: «Εσύ δεν κοιμάσαι».

-Κι εσύ τι απάντησες;

-Τίποτα. Δεν απάντησα. Έκανα πως κοιμάμαι. Μετά από λίγο επανέλαβε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Εγώ τότε του έκανα: «Είπες κάτι;» Κι εκείνος: «Ναι, ήθελα να ξέρω εάν κοιμάσαι». Δεν είναι όμως αλήθεια, δεν ρωτούσε, ξέρεις, όταν έλεγε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Πρόφερε την πρόταση με τη βεβαιότητα ότι εγώ δεν κοιμόμουν, ότι εγώ δεν μπορούσα να κοιμάμαι... καταλαβαίνεις; Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.

-Τίποτα άλλο; ξαναρώτησε εκείνη.

-Τίποτα άλλο... Δεν έκλεισα μάτι δυο νύχτες.

-Έπειτα, μαζί σου, πάντα ο ίδιος;

-Ναι... ο ίδιος...

Εκείνη έμεινε για μια στιγμή σκεφτική, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό· έπειτα είπε αργά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της:

-Όλες αυτές οι προσποιήσεις... αυτός!... Εάν μας είχε δει...

-Κι όμως έστρεψε κατεβαίνοντας..., αντέτεινε ο Σέρα.

Εκείνη τον κοίταξε μες στα μάτια μια στιγμή, σαν να μην είχε καταλάβει.

-Ναι, αλλά δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα! Είναι δυνατόν;

-Μπορεί ν’ αμφιβάλλει..., έκανε εκείνος.

-Ακόμη και αν αμφιβάλλει! Δεν τον ξέρεις καλά... Να επιβληθεί αυτός έτσι στον εαυτό του, να μην αφήσει να φανεί τίποτα... Τι ξέρεις εσύ; Τίποτα! Υπόθεσε ότι μας είχε δει, την ώρα που περνούσες και έσκυψες προς το μέρος μου. Εάν του είχε γεννηθεί η παραμικρή υποψία... ότι με φίλησες... θα είχε ξανανέβει επάνω... να ’σαι σίγουρος! Σκέψου, σκέψου τι θα παθαίναμε! Όχι, άκουσέ με, όχι· δεν είναι δυνατόν! Φοβήθηκες, αυτό είναι όλο! Φοβήθηκες εσύ, Αντόνιο!... Όχι, όχι εκείνος δεν μπορεί να σκέφτηκε κάτι κακό... Δεν έχει λόγους να μας υποψιάζεται: πάντα μου συμπεριφερόσουν με οικειότητα μπροστά του...

Χαρούμενος κατά βάθος από την αναπάντεχη εμπιστοσύνη που έδειξε η ερωμένη του ο Σέρα επέμενε, ωστόσο, στην αγωνιώδη αμφιβολία του, γιατί τον ευχαριστούσε να τον καθησυχάζει όλο και περισσότερο εκείνη:

-Ναι, αλλά η υποψία μπορεί να γεννηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Τότε - καταλαβαίνεις; - χιλιάδες άλλα γεγονότα, μόλις αντιληπτά, που δεν τα υπολογίζει κανείς, παίρνουν χρώμα ξαφνικά. Κάθε απροσδιόριστη νύξη γίνεται απόδειξη· κατόπιν η αμφιβολία γίνεται βεβαιότητα: να τι φοβάμαι...

-Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί..., απάντησε εκείνη.

Απογοητευμένος ο Σέρα ένιωσε κάτι σαν θυμό προς την ερωμένη του:

-Τώρα να είμαστε προσεκτικοί; Εγώ πάντα σου το έλεγα!

Εκείνη τον κοίταξε περιφρονητικά:

-Με μέμφεσαι τώρα;

-Δεν σε μέμφομαι καθόλου! απάντησε εκείνος με μεγαλύτερο θυμό. Μπορείς όμως να αρνηθείς το γεγονός ότι τόσες φορές σου είπα: Πρόσεχε! Κι εσύ...

-Ναι, ναι... επιβεβαίωσε εκείνη, σαν να ήταν αηδιασμένη.

-Δεν ξέρω τι ευχαρίστηση υπάρχει, είπε εκείνος, στο να αφήνεται κανείς να τον ξεσκεπάζουν έτσι, για το τίποτα... λόγω μιας ασήμαντης αμέλειας... όπως έγινε πριν τρία βράδια... Εσύ ήσουν εκείνη που...

-Πάντα εγώ, ναι...

-Εάν δεν ήταν για σένα!

-Ναι, έκανε εκείνη και σηκώθηκε μ’ έναν κοροϊδευτικό μορφασμό, ο φόβος!

Θιγμένος, ο Σέρα ξέσπασε:

-Μα σου φαίνεται η περίσταση να είμαστε χαρούμενοι εσύ κι εγώ; Εσύ, ειδικά!

Ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο, σταματώντας πότε πότε και μιλώντας θαρρείς στον εαυτό του:

-Ο φόβος... Νομίζεις ότι δεν σκέφτομαι κι εσένα; Ο φόβος... Είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη, αυτό είναι όλο! Ναι, και τώρα όλη μας η ανεμελιά, όλες μας οι τρέλες ξεπηδούν μπρος στα μάτια μου, βλέπεις, και διερωτώμαι πώς και δεν υποψιάστηκε τίποτα μέχρι στιγμής...

Θιγμένη από την κατηγόρια του εραστή της, έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της και παραδέχτηκε:

-Είναι αλήθεια... είναι αλήθεια... πολύ τον εξαπατήσαμε...

Έμειναν για πολύ σιωπηλοί, έπειτα, αποκαλύπτοντας πάλι το πρόσωπό της, εκείνη συνέχισε:

-Με κατηγορείς τώρα; Είναι φυσικό! Ναι, εξαπάτησα έναν άνθρωπο που έδειχνε περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ εμένα παρά στον εαυτό του. Ναι, και φταίω εγώ γι’ αυτό, πράγματι.

-Δεν ήθελα να πω αυτό, είπε εκείνος πνιχτά, συνεχίζοντας να πηγαινοέρχεται.

-Μα ναι, μα ναι... ξανάρχισε εκείνη με θέρμη, πηγαίνοντας προς το μέρος του. Το ξέρω, και κοίταξε, μπορείς ακόμη να προσθέσεις ότι μαζί του το ’σκασα από το σπίτι μου, ναι, και ότι εγώ σχεδόν τον έσπρωξα να το κάνει – εγώ επειδή τον αγαπούσα, ναι – κι έπειτα τον πρόδωσα μ’ εσένα! Είναι σωστό τώρα να με καταδικάζεις, πολύ σωστό! Εγώ όμως, άκου, εγώ το ’σκασα μαζί του επειδή τον αγαπούσα, όχι για να βρω εδώ όλη αυτή την ηρεμία, όλη αυτή την καλοπέραση σ’ ένα καινούριο σπίτι: εγώ είχα το δικό μου· δεν θα έφευγα μαζί του... Εκείνος όμως, όπως είναι γνωστό, έπρεπε να δικαιολογηθεί απέναντι στους άλλους για την επιπολαιότητα στην οποία υπέκυψε, αυτός που ήταν σοβαρός άνθρωπος, μετρημένος... Ε, ναι! η τρέλα είχε γίνει· να θεραπευθεί τώρα! να επανορθώσει και μάλιστα γρήγορα! Πώς; Με το να αφοσιωθεί όλος στη δουλειά, με το να μου κάνει ένα πλούσιο σπίτι, όπου κυριαρχεί η αδράνεια... Κι έτσι δούλεψε σαν χαμάλης· δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά μόνο τη δουλειά, πάντα· χωρίς να επιθυμεί άλλο από μένα εξόν τους επαίνους για την εργατικότητά του, για την τιμιότητά του... και την ευγνωμοσύνη μου επίσης! Μάλιστα, γιατί θα μπορούσα να βρίσκομαι σε χειρότερη κατάσταση!... Ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, αυτός· θα με ξανάκανε πλούσια, αυτός, όπως πριν, καλύτερα από πριν... Εμένα, που τον περίμενα κάθε βράδυ ανυπόμονη, ευτυχισμένη για την επιστροφή του... Γύριζε στο σπίτι κουρασμένος, εξαντλημένος, ευχαριστημένος από την εργάσιμη μέρα του, ανήσυχος ήδη για τις δουλειές της επόμενης μέρας... Ε, λοιπόν, στο τέλος κουράστηκα κι εγώ να είμαι υποχρεωμένη να σέρνω σχεδόν αυτόν τον άνθρωπο να με αγαπά με το ζόρι, ν’ ανταποκρίνεται με το ζόρι στον έρωτά μου. Η εκτίμηση, η εμπιστοσύνη, η φιλία του συζύγου μερικές φορές μοιάζει να προσβάλλουν τη φύση... Κι εσύ εκμεταλλεύτηκες την περίσταση, εσύ που τώρα με κατηγορείς για την αγάπη και την προδοσία, τώρα που ο κίνδυνος έφτασε και φοβάσαι· το βλέπω ότι φοβάσαι! Εσύ όμως τι έχεις να χάσεις; Αλλά εγώ...

-Με συμβουλεύεις εμένα να είμαι ήρεμος! είπε ψυχρά ο Σέρα. Μα, εάν φοβάμαι, φοβάμαι για σένα, για τα παιδιά σου...

-Τα παιδιά μου μην τα πιάνεις στο στόμα σου! του φώναξε εκείνη πληγωμένη, με μάτια που γυάλιζαν από μίσος. Είναι αθώα πλάσματα! πρόσθεσε ξεσπώντας σε κλάματα.

Ο Σέρα την κοίταξε κάμποση ώρα, έπειτα περισσότερο εκνευρισμένος παρά ενοχλημένος, της είπε:

-Τώρα κλαις... Φεύγω...

-Τώρα; τώρα; είπε μέσα στα αναφιλητά εκείνη. Φυσικά, τώρα δεν έχεις πια τίποτα να κάνεις εδώ...

-Είσαι άδικη! απάντησε εκείνος, τονίζοντας τις λέξεις. Σε αγάπησα, όπως με αγάπησες κι εσύ, το ξέρεις! Σε συμβούλεψα να προσέχεις, έκανα άσχημα; Περισσότερο για σένα παρά για μένα: ναι, επειδή εγώ, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω να χάσω τίποτα, εσύ το είπες. Έλα, έλα Λιλίνα... σύνελθε... δεν έχουν νόημα τώρα οι αντεγκλήσεις... Αυτός δεν θα μάθει τίποτα· το πιστεύεις και έτσι θα γίνει... Κι εμένα μου φαίνεται τώρα δύσκολο για εκείνον να μπορέσει να συγκρατηθεί μέχρι τέτοιου σημείου... Μάλλον δεν θα κατάλαβε τίποτα... κι έτσι... έλα, έλα... τίποτα δεν έχει τελειώσει... Εμείς θα είμαστε...

-Α. όχι! τον διέκοψε εκείνη αγέρωχα. Όχι! Τι θέλεις τώρα πια; Όχι, είναι καλύτερα, είναι καλύτερα να τελειώνουμε...

-Όπως νομίζεις..., είπε απλά ο Σέρα.

-Να ποια είναι η αγάπη σου! αναφώνησε εκείνη αγανακτισμένη.

Ο Σέρα πήγε προς το μέρος της σχεδόν απειλητικά:

-Μήπως βάλθηκες να με τρελάνεις;

-Όχι, πραγματικά είναι καλύτερα να τελειώνουμε..., ξανάρχισε εκείνη, και μάλιστα από αυτή τη στιγμή, ό.τι και αν συμβεί. Μεταξύ μας όλα τέλειωσαν. Άκουσε, θα ήταν καλύτερα να τα μάθει εκείνος όλα... Καλύτερα, καλύτερα έτσι! Τι ζωή είναι η δική μου; Το φαντάζεσαι; Δεν έχω πια το δικαίωμα ν’ αγαπώ κανέναν εγώ! Ούτε καν τα παιδιά μου... Εάν σκύψω να τα φιλήσω, μου φαίνεται πως η σκιά της ενοχής μου προβάλλεται επάνω στα άσπιλα μέτωπά τους! Όχι... όχι... Θα με βγάλει από τη μέση; Θα το κάνω εγώ, εάν δεν το κάνει εκείνος!

-Τώρα παραλογίζεσαι..., είπε εκείνος ήρεμα και σκληρά.

-Πράγματι! συνέχισε η Λιλίνα. Πάντα το έλεγα! Είναι πολύ... είναι πολύ... Δεν μου μένει πια τίποτα...

Έπειτα, δίνοντας δύναμη στον ίδιο της τον εαυτό για να συνεχίσει, πρόσθεσε:

-Πήγαινε, πήγαινε τώρα... να μη σε βρει εκείνος εδώ...

-Πώς... πρέπει να φύγω; έκανε ο Σέρα σκεφτικός. Να σ’ αφήσω; Ήρθα επί τούτου... Δεν είναι καλύτερα εγώ...

-Όχι, τον διέκοψε εκείνη, δεν πρέπει να σε βρει εδώ. Γύρνα όμως, όταν εκείνος επιστρέψει σε λίγο. Τη μάσκα πρέπει να τη φορέσουμε ακόμα μαζί. Γύρνα σύντομα, και ήρεμος, αδιάφορος... όχι έτσι! Μίλα μου μπροστά του, απεύθυνέ μου συχνά το λόγο... καταλαβαίνεις; Εγώ θα σε σιγοντάρω...

-Ναι... ναι...

-Γρήγορα. Εάν όμως...

-Εάν όμως;

Έμεινε σκεφτική για μια στιγμή, ανασηκώνοντας τους όμως:

-Τίποτα, έτσι κι αλλιώς...

-Τι; ρώτησε ο Σέρα μπερδεμένος.

-Τίποτα... τίποτα... Σου λέω: έχε γεια!

-Μα, στ’ αλήθεια, λοιπόν..., δοκίμασε εκείνος να πει.

-Φύγε! τον διέκοψε αμέσως εκείνη με καταφρόνια.

Και ο Σέρα έφυγε υποσχόμενος:

-Σε λίγο.

Εκείνη έμεινε στη μέση του δωματίου, με το βλέμμα απλανές, σαν να είχε στο νου της κάτι απειλητικό, που έπαιρνε πραγματική μορφή μπροστά της. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έβγαλε την εσωτερική της δυσφορία μ’ έναν λυπημένο και κουρασμένο αναστεναγμό. Έτριψε δυνατά το μέτωπό της, αλλά δεν τα κατάφερε να διώξει την σκέψη που κυριαρχούσε. Περπάτησε για λίγο ανήσυχη μες στο δωμάτιο· σταμάτησε μπροστά σ’ έναν περιστρεφόμενο καθρέφτη στο βάθος, κοντά στην είσοδο. Η εικόνα της μέσα στον καθρέφτη την έκανε ν’ αφαιρεθεί και απομακρύνθηκε. Πήγε να καθίσει μπρος στο τραπεζάκι του εργόχειρου και εκεί επάνω έσκυψε κι έκρυψε το πρόσωπό ανάμεσα στους βραχίονές της. Μετά από λίγο ανασήκωσε το κεφάλι ψιθυρίζοντας:

-Δεν θα είχε ξανανέβει τη σκάλα με κάποια αφορμή; Θα μ’ εύρισκε εκεί... πίσω από το παράθυρο να κοιτάζω...

Κούνησε πάλι το κεφάλι δίνοντας στο πρόσωπό της έκφραση περιφρόνησης και αηδίας και πρόσθεσε:

-Εάν δεν ήταν ο φόβος... Φοβάται τόσο πολύ! Α, τώρα όμως τελείωσε... Τελείωσε... Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Τα παιδιά μου... τα παιδιά μου... Κακόμοιρε Αντρέα!


(1897) 

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Χρίστος Αλεξανδρίδης.


Το κόκκινο αυτοκίνητο, του Γιάννη Μητσόπουλου. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ενδιαφέρον αστυνομικό θρίλερ του Γιάννη Μητσόπουλου Το κόκκινο αυτοκίνητο. Το έργο είναι μια αστυνομική νουβέλα και δραματοποιήθηκε από τον 902 Αριστερά.

Στο συγκεκριμένο έργο δεσπόζει η υποβλητική φωνή του Δημήτρη Πουλικάκου στον χαρακτηριστικό ρολό του αφηγητή. Ο Δημήτρης Πουλικάκος αποτελεί μια sui generis φυσιογνωμία στο χώρο της ελληνικής μουσικής και υποκριτικής τέχνης. Πέρα από την υποβλητική φωνή του Πουλικάκου οι ηθοποιοί επιδεικνύουν ένα ερασιτεχνισμό και ερμηνεύουν το έργο χωρίς να έχουν μπει στο νόημα του ραδιοφωνικού θεατρικού είδους.




Η υπόθεση:

Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα νουάρ ύφους με επίκεντρο την αλλόκοτη εμμονή-φαντασίωση του ήρωα με ένα συγκεκριμένου τύπου και χρώματος αυτοκίνητο. Μια εμμονή που θα αποδειχτεί ολέθρια για τις γυναίκες που θα συναντήσει στο διάβα της ζωής του και θα οδηγήσει τελικά και τον ίδιο σε ένα- αναπότρεπτα- μοιραίο τέλος.

Ο Γιάννης Μητσόπουλος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σαν υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση έζησε για ένα διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου σπούδασε τηλεοπτική δημοσιογραφία στο NewYorkUniversity και στο BrooklynCollege. Είχε εργαστεί στις Ειδήσεις της ΝΕΤ ως ρεπόρτερ, παρουσιαστής και παραγωγός.


Ακούγονται οι ηθοποιοί: Νίκος Σιδερής, Έφη Θανοπουλου, Μιχάλης Κωνσταντινίδης, Αντέλα Μέρμηγκα, Ντόρις Γεωργίου, Βύρων Ραμογλου και Νίκος Χατζής.

Η ραδιοσκηνοθεσία είναι της Αντέλας Μέρμηγκα.


Η Αντέλα Μέρμηγκα



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβίτης:





Ωκεανός, ο γιος του Ουρανού και της Γαίας.

 Ωκεανός: ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και ισχυρότερος των δώδεκα Τιτάνων και Τιτανίδων. Όλοι τον ζήλευαν για την περίσσια δύναμή του και μονομαχούσαν συχνά για την υπεροχή. Όσες φορές προσπάθησε να βιάσει την Ήρα ο Δίας την προστάτευε και την έσωζε. Με την αδερφή και σύζυγό του την Τηθύ έκανε απογόνους όλες τις θεότητες των ποταμών, της θάλασσας και των πηγών – τις Ωκεανίδες. Οι δυο τους ήτανε τόσο καρπεροί, που από την υπερπαραγωγή υδάτινων στοιχείων της φύσης γινόντουσαν πλημμύρες. Έτσι χωρίσανε τελικά και το κακό σταμάτησε Ο Ωκεανός και η Τηθύς δεν αναμίχτηκαν στην Τιτανομαχία κατά του Δία, γι' αυτό και ο Δίας τους άφησε ανενόχλητους να κυριαρχούν στο υγρό τους βασίλειο. Με την άλλη του αδερφή την Θεία γέννησε τους Κέκροπες. Ο Ωκεανός αποτελούσε την ανθρωπόμορφη ιδεατή μορφή του υδάτινου κόσμου που περιέβαλε από παντού τη Γη ως παμμέγιστος ποταμός χωρίς πηγές αλλά και χωρίς εκβολές. 



Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την απόσυρση των υδάτων οι εμφανιζόμενοι ποταμοί λίμνες πηγές κλπ. απετέλεσαν αλληγορικά τα τέκνα του Ωκεανού. Για την ερμηνεία των πηγών πίστευαν πως ο Ωκεανός ήταν εκείνος που με υπόγεια ρεύματα τροφοδοτούσε τους ποταμούς που συνέχιζαν την αέναη κίνησή τους (ροή τους) εξ ου και ονομαζόταν «αψόρρους» Ως συνέπεια των πρώτων παρατηρήσεων ο Ωκεανός θεωρούταν ένα τεράστιος κύκλος που δίχαζε την ουράνια σφαίρα στο υπεράνω της Γης ημισφαίριο και στο υπό της Γης ημισφαίριο γι' αυτό και ονομαζόταν επίσης «ορίζων». Κάτω από αυτή την αντίληψη όλοι οι συναφείς μύθοι παρουσίαζαν την ανατολή του Ήλιου της Ηούς, των αστέρων και των αστερισμών να γίνεται από τον Ωκεανό και στη συνέχεια να δύονται, (να βυθίζονται), επίσης σ' αυτόν. Πέραν δε του Ωκεανού, οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν ο ζοφερός Άδης. Έτσι ο Ωκεανός όπως και όλες οι άλλες παρατηρούμενες φυσικές δυνάμεις αναβιβάστηκε στην έννοια του θεού και μάλιστα, με την έννοια του αρχικού στοιχείου, ως Πατέρας θεών και πραγμάτων. Έτσι παράλληλα με την αρχική θεϊκή δυάδα Ουρανού και Γαίας, οι αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν τη θεϊκή δυάδα του πατέρα Ωκεανού και της μητέρας Τηθύος από την ένωση των οποίων, κατά την Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκαν οι τρισχίλιοι ποτάμιοι θεοί (ποταμοί) και οι τρισχίλιες νύμφες οι καλούμενες Ωκεανίδες (ιδεατές ισάριθμες μορφές της ροής των αδελφών τους) των οποίων και τελικά τέκνα ήταν πολλά ανθρώπινα γένη (δηλαδή οι νησιώτες και οι παραποτάμιοι λαοί)

Η Αρχαία Αμφίπολη και η μακρά διαδρομή των αρχαιοκάπηλων στην περιοχή. Ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ

 26.04.1956, Αμφίπολη: «Άρχισαν συστηματικές ανασκαφές στην Αμφίπολη σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο για να προστατευτεί η περιοχή από την αρχαιοκαπηλία. Πήρα την απόφαση να αρχίσω, παρά τις αδυναμίες, για να διασωθεί το καταπληκτικό πλήθος των κτερισμάτων. Ο τόπος ήταν γεμάτος σκάμματα και τομείς αρχαιοκαπήλων». Έτσι περιγράφει, στο ημερολόγιό του, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης την αναγκαιότητα της έναρξης ανασκαφών στην Αμφίπολη και την προστασία της περιοχής από την Αρχαιολογική Εταιρεία, προκειμένου να χαρακτηριστεί άμεσα τότε, αρχαιολογικός χώρος, έτσι ώστε να βάλει «φρένο» στους αρχαιοκάπηλους, που πρόλαβαν πριν από αυτόν να ξεκινήσουν τις «εκσκαφές» και να συλήσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.



 «…Στην Αμφίπολη ήρθαμε με την οικογένειά μου, όταν ήμουν επτά ετών», θα θυμηθεί ο 82χρονος, σήμερα, Κ.Ε. που εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς μπήκε ο ίδιος στο «βασίλειο» της (παράνομης) συλλογής αρχαίων αντικειμένων, που αφθονούσαν, όχι μόνο στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Η ζωή του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Ακόμα και σήμερα, στα βαθιά γηρατειά, η καρδιά του «χορεύει» κάτω από το στήθος, όταν μιλάει για το παρελθόν και τις (παράνομες) ανασκαφικές δραστηριότητές του.

Έφτασε για να σκάψει, από τις Σέρρες μέχρι και στις Μυκήνες, ενώ –όπως λέει, γελώντας– στη Βεργίνα έσκαψε πριν από τον Μανόλη Ανδρόνικο…

«Οι αρχαιοκάπηλοι, όπως τους λένε, πάνε πρώτοι, οι αρχαιολόγοι φτάνουν μετά», μας λέει και ξετυλίγει κάποιες πτυχές μιας διαδρομής, που παρόμοια διήνυσαν και διανύουν νύχτες, σε κάμπους και βουνά, χιλιάδες άλλοι «συνάδελφοί» του, κατακυριευμένοι, όπως κι αυτός, από το πάθος του σκαψίματος ή –αν θέλετε– τον «πυρετό του χρυσού».

Παιδί πάμφτωχης προσφυγικής οικογένειας, άφησε μαζί με τους δικούς του, το 1927, τη Δράμα, με τα πολλά κουνούπια και την ελονοσία και κατέφυγαν νοτιότερα, στην Αμφίπολη. «Τα πολλά κουνούπια της λίμνης και η ελονοσία ανάγκασαν τότε τους πρόσφυγες να φύγουν από εκεί. Άφησαν τότε τα ζώα τους ελεύθερα να τους οδηγήσουν – όπου εκείνα θα ησύχαζαν, εκεί θα εγκατασταίνονταν. Έτσι διάλεξαν και εγκαταστάθηκαν στον σημερινό οικισμό της Αμφίπολης που τότε τού δώσανε το όνομα Νεοχώρι (Γενίκιοη)», εξιστορεί ο 82χρονος.

«Η οικογένειά μου ήρθε από τη Δράμα το 1944. Ήμασταν κτηνοτρόφοι. Θυμάμαι που πήγαιναν τα γίδια να βοσκήσουν ψηλά εκεί, στον λόφο Καστά, είχε πολύ αέρα και μου άρεζε να ανεβαίνω στην κορυφή… Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και “τούντσια” και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε… ήταν τάφοι. Έτσι άρχισαν όλα», λέει ο Κ.Ε., «ξεδιπλώνοντας» τις μνήμες του στις πρώτες εκσκαφές των τυμβωρύχων και τις θεαματικές ανακαλύψεις τους.

«Εδώ έσκαβαν όλοι» θα μας πει, για να προσθέσει: «ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα “καλά μνήματα”, έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός, κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό του. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές».

Το 1955 –συνεχίζει– «ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια “αλεπές” και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή… Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη».

1964-1965: «Μετά την έρευνα του νεκροταφείου, προχώρησα στην έρευνα της πόλης. Επιχείρησα ένα πλήθος δοκιμαστικών τομών στην ομαλή έκταση της Αμφίπολης, όπου υπήρχαν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Οι έρευνες αυτές ήταν άκαρπες. Εντούτοις πίστευα ότι εδώ θα έπρεπε να βρισκόταν ο σημαντικότερος χώρος της πόλης και ίσως η Αγορά. Την πεποίθησή μου ενίσχυε το γεγονός ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού ονόμαζαν αυτό το χώρο Μπεζεστένι και ότι εδώ αποκαλύπτονταν, όταν όργωναν, αξιόλογα τυχαία ευρήματα, όπως επιγραφές και αγάλματα. Η πόλη αυτή, που έγινε αποικία των Αθηναίων στα χρόνια του Περικλή, δηλαδή την εποχή της μεγάλης ακμής της Αθήνας, είμαι βέβαιος πως ήταν ένα μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο. Από τα πιο μακρινά μέρη υπήρχαν παροικίες στην Αμφίπολη. Και, φυσικά, υπήρχαν ντόπια εργαστήρια κοσμημάτων, γλυπτών, αγγειοπλαστικής», γράφει στο ημερολόγιό του ο Δημήτρης Λαζαρίδης.

«Εμείς δείξαμε στον Λαζαρίδη που ήταν η Νεκρόπολη», θα πει ο 82χρονος Κ.Ε.

«Αλλά, όμως, το πλέον αξιόλογο κτίριο ήτο ναός παλαιοχριστιανικών χρόνων αποκαλυφθείς εις τη θέσιν Μπεζεστένι και εντός αγρού του Ιωσήφ Ευθυμιάδη, ανατολικώς της αποκαλυφθείσης εν έτει 1961 κιονοστοιχίας… Εντός της Κοινότητας Αμφιπόλεως, όπισθεν της οικίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, κατά τη διάνοιξη των θεμελίων δια την οικοδομήν της εκκλησίας του χωριού, είχε διαπιστωθεί η ύπαρξις ορθογώνιου σκάμματος επί του μαλακού βράχου… Διαπιστώθη ούτως ότι πρόκειται περί λαξευτού τάφου εκ των λεγόμενων μακεδονικών Ταφή, δεν διαπιστώθει ούδ’ ανευρέθησαν οστά», αναφέρει ο Δημήτρης Λαζαρίδης στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1964, διαπιστώνοντας ότι αρχαιολογικοί τάφοι υπήρχαν, αλλά ήταν άδειοι.

«Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ», σημειώνει ο Κ.Ε., η δράση του οποίου θα «φτάσει» μακριά και πέρα πλέον από την Αμφίπολη.

«Εγώ άρχισα από τους πρώτους», θα ομολογήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα συμπληρώσει: «πήγα παντού –μέχρι τις Μυκήνες– πηγαίναμε δύο-τρία άτομα, ξέραμε πού ήταν, ψάχνοντας τα έβρισκες. Πήγα στη Βεργίνα πριν από τον Ανδρόνικο. Ήμασταν τέσσερα άτομα και πήγαμε τρία μέτρα βάθος, βρήκαμε ένα φτυάρι σπασμένο, πήγαν άλλοι πριν από εμάς», θα πει απογοητευμένος και θα τονίσει: «πρώτα πάνε οι αρχαιοκάπηλοι σε έναν αρχαιολογικό χώρο και μετά οι αρχαιολόγοι… αυτοί διαβάζουν μόνο στα βιβλία…».

«Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής με συνέλαβαν. Αλλά δεν ήμουν εκεί, το κάνανε συνωμοσία ο διοικητής Ασφαλείας, ο Οικ., με άλλα “κοπρόσκυλα” της δουλειάς, τρώγανε μαζί φαίνεται, πλήρωσα 1.700.000 δραχμές για να μην μείνω φυλακή, για μένα και τον αδερφό μου, είπαν πως οδηγούσα μπουλντόζα: εγώ δίπλωμα δεν είχα… Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1977 ήμασταν στο Μελισσουργό της Ν. Απολλωνίας, κάτω στον δρόμο –Παζαρούδα λέγεται το χωριό– εκεί ψάχναμε, κάποιος μας πρόδωσε και ήρθε η αστυνομία, μας έπιασε και μας πήγε στα Λαγκαδίκια. Εγώ ήμουν τολμηρός, θαρραλέος. Εγώ θα την κοπανήσω, είπα στον αδερφό μου, βγαίνω από την πόρτα και τρέχω, δύο τη νύχτα, πάω στον ταξιτζή στον γιο του προέδρου. Ήταν μια γριά Πόντια, δικιά μας. “Πάντον, όπου θέλει, μπορεί να έχει άρρωστο”, λέει του γιου της. Τού λέω Θεσσαλονίκη πρέπει να πάω, έχω άρρωστο στο νοσοκομείο – ψέματα τού είπα. Το πρωί παίρνει ο διοικητής και μου λέει: Την κοπάνησες, έτσι; Τι να κάνω, τού είπα… Έτσι, ένα βράδυ έφυγα και από τη Ζίχνη. Δικαστήκαμε, έφαγα πενήντα μέρες φυλακή, πληρώσαμε… Τώρα είναι κακούργημα, τότε ήταν πλημμέλημα. Δεν πλήρωναν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε ούτε φύλακας, ούτε τίποτα, ούτε ήταν χαρακτηρισμένα αρχαιολογικά. Πολλή φτώχεια. Με αυτά ίσα ίσα που συντηρούνταν ο κόσμος… άλλοι έπαιρναν τα λεφτά», μας λέει ο Κ.Ε., χωρίς, ωστόσο, να μας αποκαλύπτει ποιοι τα έπαιρναν.

«Μετά το 1980, όλοι στην Αμφίπολη πήραν μηχανήματα ανιχνευτές. Τριάντα άτομα κάνανε όλη τη δουλειά – ήταν και Διοικητές μέσα και αυτοί μπερδεύονταν με τα αρχαία. Το 1994 παρέδωσα κάποια αντικείμενα στην αρχαιολογική υπηρεσία, τα εκτίμησαν με ένα ποσό, αλλά ακόμη δεν μου τα πλήρωσαν. Το 2006 τους παρέδωσα πέντε χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα ρωμαϊκών χρόνων, ένα χάλκινο νόμισμα βυζαντινών χρόνων, ένα σταθμίο και μία χάλκινη αιχμή βέλους. Τα κοστολόγησαν περίπου 900 ευρώ, αλλά δεν μου τα πληρώσανε ακόμη», συμπληρώνει και μας δείχνει και αποδεικτικά στοιχεία των όσων υποστηρίζει.

«Τώρα τα παράτησα, γέρασα… Στις τελευταίες ανασκαφές στον Τύμβο Καστά, εγώ έδειξα στον αρχιφύλακα της Περιστέρη την είσοδο του Τύμβου. Τού έδωσα και σχεδιάγραμμα, το έχουν», θα μας πει, με έκδηλη την υπερηφάνεια στο βλέμμα και τη φωνή, προτού μας αποχαιρετήσει.

«Οργιάζουν» στη Μεσολακιά οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία

Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αμφίπολη, στη γνωστή πλέον Μεσολακιά, οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία δίνουν και παίρνουν. «Υπήρχαν άνθρωποι στην Αμφίπολη που δεν δούλεψαν ποτέ, μάζευαν μπίλιες και έβρισκαν και τα νομίσματα. Τα νομίσματα τα έβρισκες περπατώντας. Εμείς ήμασταν αγρότες, αυτοί όλη μέρα έψαχναν και όλη τη νύχτα έσκαβαν», θα μας πουν και θα συνεχίσουν: «Όταν ξεκίνησαν να ανοίγουν τους τάφους, ερχόταν κόσμος από όλες τις περιοχές, είχαν διασυνδέσεις παντού. Τους συνελάμβαναν, πήγαιναν στα δικαστήρια. Τους έβαζαν από τη μια πόρτα και από την άλλη τους έβγαζαν. Είχαν… μπάρμπα στην Κορώνη. Έτρωγαν πολλοί από αυτή τη δουλειά… Αν πούμε πολλά, θα γίνουμε κακοί», θα μας πουν κάτοικοι της Μεσολακιάς, διατηρώντας την ανωνυμία τους, αλλά χωρίς να μας αποκρύψουν πως και αυτοί έβρισκαν διάφορα νομίσματα στα χωράφια τους.

«Παλιά ψάχνανε με τσάπες, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν και έφευγαν, γι’ αυτό και βρήκαμε πολλά νομίσματα και αγαλματίδια στους τάφους. Σήμερα, είναι αλλιώς. Όσο για το “κύκλωμα”, αυτό μπορεί να είναι κλειστό, αλλά τα νέα μαθαίνονται γρήγορα – από τον έναν στον άλλο. Αν γίνει η αρχή, σε βρίσκουν εύκολα», θα δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ Σερραίος, ο οποίος φέρεται να έχει εμπλακεί στο παρελθόν σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, για να προσθέσει: «Πριν από δυο χρόνια, μετά από εξάμηνες παρακολουθήσεις, προσήγαγαν περισσότερα από 120 άτομα στη Β. Ελλάδα με την κατηγορία της αρχαιοκαπηλίας, έπιασαν και τον “εγκέφαλο” και αρκετοί είναι στη φυλακή… Με παρακολουθούσαν και μένα, κάνανε έρευνα και στο σπίτι. Δεν είχα τίποτα, παρά μόνο ένα “βρώμικο” τηλέφωνο μέσα σε έξι μήνες, που ήθελε κάποιος να μου πουλήσει νομίσματα. Σε ένα κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας δεν υπάρχει τρόπος για να μπεις ή να βγεις. Ερασιτέχνες δεν υπάρχουν. Όταν βγάζεις κέρδος από αυτή τη δουλειά, τότε είσαι επαγγελματίας».

Ο ίδιος υποστηρίζει πως οι πρώτοι αρχαιοκάπηλοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες: «Το πρωί τους έθαβαν και το βράδυ τους έκλεβαν. Όπου είχε χρυσό, άνοιγαν μια τρύπα και τα έπαιρναν. Κάποιοι λένε ότι οι Ρωμαίοι εκπαίδευαν και μαϊμούδες… μαϊμού την έκανε τη δουλειά, τα μάζευε και τα πήγαινε στην τρύπα. Ο τρύπες δεν γίνονταν τυχαία… Οι εννιά στους δέκα στην Αμφίπολη έκαναν αυτή τη δουλειά και πολλοί πέθαναν από τις αναθυμιάσεις».

Από την πλευρά του, ο επί 12 χρόνια συνεργάτης του Δημήτρη Λαζαρίδη, Κώστας Βαρύτας, θυμάται: «Όταν ανοίγαμε έναν τάφο με τον Δημήτρη τον Λαζαρίδη, ο αρχαιολόγος μας απομάκρυνε για να πάρει, όπως έλεγε, ο τάφος αέρα. Όταν βρέθηκε ο μεγάλος τάφος, κάτω από το μουσείο, ο Λαζαρίδης μας είπε να φύγουμε όλοι μακριά για να μην πάθει κάποιος κανένα κακό. Ήταν πολλοί αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που πέθαναν τότε από τις αναθυμιάσεις».

Την ίδια ώρα, στο μικρό καφενεδάκι της Μεσολακιάς, η συζήτηση γυρίζει από ένα «κοινό μυστικό», όπως το αποκαλούν οι περισσότεροι θαμώνες: όσοι είναι οι κάτοικοι της Αμφίπολης, σε διπλάσιο αριθμό θα έβρισκες στα σπίτια τους ανιχνευτές μετάλλων…


1. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Α. Ταπάσκου).

Ο Μεγάλος Ψαράς, του Λόυντ Ντάγκλας. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Λόυντ Ντάγκλας Ο Μεγάλος ψαράς. Το έργο παίχτηκε το 1959 και παρουσιάζει τη μεγάλη πορεία του Απόστολου Πέτρου, μέχρι και το θάνατο του στη Ρώμη.





 

Το έργο μεταφέρθηκε και στη Μεγάλη Οθόνη με πρωταγωνιστές τους Richard Burton και Victor Mature.

 

Η υπόθεση:

Ο Μεγάλος Ψαράς είναι ο Σίμωνας, ο ταπεινός ψαράς της Γαλιλαίας, που ο Ιησούς τον έκανε Αλιέα Ανθρώπων και τον ονόμασε Πέτρο. Όμως, ο συγγραφέας του θαυμάσιου αυτού βιβλίου, δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Δίνει μια ζωντανή εικόνα του κόσμου της εποχής εκείνης, της Ιουδαίας, όπου βασίλευε ο Τετράρχης Αντύπας, της Αραβίας, που η βασιλοπούλα της είχε γίνει γυναίκα του. Και μέσα σ αυτόν τον τεράστιο πίνακα, όπου κινούνται λαοί, ιδέες και άνθρωποι, προβάλλει, σαν κύρια μορφή, ο Μεγάλος Ψαράς, ο αυθόρμητος, ο αφελής καμιά φορά, ο ειλικρινής όμως πάντοτε, ακόμα και στις ώρες της ανθρώπινης αδυναμίας του.


                             

 

Λίγα ακόμη στοιχεία:

 

Ο Μεγάλος Ψαράς είναι ο Σίμωνας, ο ταπεινός ψαράς της Γαλιλαίας, που ο Ιησούς τον έκανε Αλιέα Ανθρώπων και τον ονόμασε Πέτρο. Όμως, ο συγγραφέας του θαυμάσιου αυτού βιβλίου, δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Δίνει μια ζωντανή εικόνα του κόσμου της εποχής εκείνης, της Ιουδαίας, όπου βασίλευε ο Τετράρχης Αντύπας, της Αραβίας, που η βασιλοπούλα της είχε γίνει γυναίκα του. Και μέσα σ αυτόν τον τεράστιο πίνακα, όπου κινούνται λαοί, ιδέες και άνθρωποι, προβάλλει, σαν κύρια μορφή, ο Μεγάλος Ψαράς, ο αυθόρμητος, ο αφελής καμιά φορά, ο ειλικρινής όμως πάντοτε, ακόμα και στις ώρες της ανθρώπινης αδυναμίας του.


 

                         


Ο συγγραφέας του Χιτώνα (πολύ ανώτερο έργο) προχώρησε και σε ένα ακόμη μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την Αγία Γραφή.

 

Ο συγγραφέας:

 

Ο Λόιντ Ντάγκλας (1877 - 1951) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και ιερέας.

 

Γεννήθηκε στην Κολούμπια της Ινδιάνα και πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Μονρόεβιλ και το Γουίλμοτ της ίδιας πολιτείας, καθώς και το Φλόρενς του Κεντάκι, όπου ο πατέρας του, Αλεξάντερ Τζάκσον Ντάγκλας ήταν πάστορας της Ελπιδοφόρου Λουθηρανικής Εκκλησίας. Πέθανε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.

 

Ο Ντάγκλας υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς της εποχής του, αν και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα μετά τη συμπλήρωση πενήντα ετών ζωής.

 

Μετά τη λήψη του Μάστερ του από το κολέγιο του Γουίτενμπεργκ (σημερινό Πανεποιστήμιο του Γουίτενμπεργκ) στο Σπρινγκφιλντ του Οχάιο το 1903, χειροτονήθηκε πάστορας. Υπηρέτησε στο Βόρειο Μάντσεστερ της Ινδιάνα, στο Λάνκαστερ του Οχάιο και στην Ουάσινγκτον. Από το 1911 έως το 1915, ήταν διευθυντής θρησκευτικών εργασιών στο πανεπιστήμιο της Ουρμπάνα. Τα επόμενα έξι χρόνια, ήταν ιερέας της Πρώτης Ιερατικής Εκκλησίας στο Αν Άρμπορ του Μίσιγκαν, από εκεί βρέθηκε στο Άκρον του Οχάιο, και υπηρέτησε σαν εφημέριος στην Πρώτη Ιερατική Εκκλησία του Άκρον την περίοδο 1920 - 1926, στη συνέχεια στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και τελικά στην Ηνωμένη Εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Μόντρεαλ, από τον άμβωνα της οποίας παραιτήθηκε για να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Ο βιογράφος του, Λουίς Σίφερ (Louis Sheaffer), σχολιάζει, «δεν ανέφερε ποτέ δημόσια γιατί άλλαξε θρησκευτικά δόγματα».

 

Τα έργα του ήταν ηθικά, διδακτικά και καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Υπέροχη Μυστικό, που εκδόθηκε το 1929, γνώρισε άμεση και εντυπωσιακή επιτυχία. Οι κριτικές ανέφεραν ότι η μυθοπλασία του είχε πολλά κοινά με τα επιτυχημένα θρησκευτικά μυθιστορήματα προηγούμενων γενιών όπως το Μπεν Χουρ και το Κβο Βάντις.

 

Στη συνέχεια έγραψε βιβλία όπως, Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, Πολύτιμος κίνδυνος, Πράσινο φως, Λευκά εμβλήματα, Αμφισβητούμενο Πέρασμα, Πρόσκληση στη ζωή, Το μυστικό ταξίδι του δόκτορα Χάντσον, Ο Χιτών, και Ο μεγάλος ψαράς. Ο Χιτών πούλησε περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα, χωρίς επανέκδοση. Ο Ντάγκλας πώλησε τα δικαιώματα για κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, ωστόσο η ταινία με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον δε γυρίστηκε παρά το 1953, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Ντάγκλας.

 

Η δική του άτυχη εμπειρία με τον κινηματογράφο ήταν όταν εξέδωσε το Μεγάλο ψαρά σαν συνέχεια στον Χιτώνα, διευκρινίζοντας ότι Ο μεγάλος ψαράς θα ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα, και θα επέτρεπε να γίνει κινούμενη εικόνα, να χρησιμοποιηθεί στο ραδιόφωνο, να αποδοθεί μικρότερο ή να γίνει συνέχειες. Τελικά, Ο μεγάλος ψαράς γυρίστηκε το 1959, με πρωταγωνιστή τον Χάουαρντ Κιλ στο ρόλο του Απόστολου Πέτρου, σε έναν από τους λίγους τηλεοπτικούς του ρόλους που δεν τραγουδά.

 

Το τελευταίο του βιβλίο ήταν το αυτοβιογραφικό Time To Remember στο οποίο περιγράφονταν τα παιδικά του χρόνια και η προετοιμασία του για την ιεροσύνη. Πέθανε πριν καταφέρει να γράψει το δεύτερο μέρος αλλά το πόνημα ολοκληρώθηκε στο βιβλίο Το σχήμα της Κυριακής από τις κόρες του, Βιρτζίνια Ντάγκλας Ντόσομ και Μπέτυ Ντάγκλας Ουίλσον.

Ο Ντάγκλας είναι θαμμένος στο κοιμητήριο του πάρκου Forest Lawn Memorial στο Γκλεντέιλ της Καλιφόρνια.

 

Από την Ελληνική Κρατική Ραδιοφωνία επιχειρήθηκε η διασκευή του σε έκδοση ραδιοφωνικού θεάτρου. Επρόκειτο για ένα έργο διάρκειας πέντε ωρών και τεσσάρων ωρών που είχε μεταδοθεί σε συνέχειες.

 

Παίζουν οι ηθοποιοί: Βιβέτα Τσιούνη, Γιάννης Αποστολίδης, Χριστόφορος Χειμάρας, Λουκιανός Ροζάν, Θεόδωρος Μωρίδης, Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Κάκια Παναγιώτου, Ανδρέας Ζησιμάτος, Λευκή Βεντουράτου.

 


Ο Λουκιανός Ροζάν

Το έργο μεταφορτώθηκε από το κανάλι Ισοβίτης:

http://isobitis.com/theatro1/?p=2997


Πηγές:

https://www.okypus.com/product-page/%CF%84%CE%BF-%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%BF-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BB%CF%8C%CF%85%CE%BD%CF%84-%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CF%82-1

 

https://www.protoporia.gr/ntagklas-loynt-o-megalos-psaras-9789602340325.html

 

http://koundourios.elidoc.gr/cgi-bin/koha/opac-detail.pl?biblionumber=9700

 

http://radio-theatre.blogspot.com/2013/04/blog-post_30.html

 

 

 -Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...