Καλημέρα μπασκετόφιλοι...
Ο Κονραντ Μακ Ρέι
𝗟𝗔 𝗦𝗧𝗢𝗥𝗜𝗔 𝗗𝗘𝗟𝗟𝗔 𝗦𝗣𝗔𝗗𝗔 𝗗𝗜 𝗗𝗔𝗠𝗢𝗖𝗟𝗘
A tutti noi è capitato di avere a che fare con la cosiddetta "Spada di Damocle", e molti si saranno di sicuro chiesti chi fosse questo Damocle e perché la spada gli incutesse tanto timore.
La spiegazione, come spesso accade, è da ricercare nella buona vecchia cultura classica greca.
La leggenda che sta alla base del modo di dire pare sia stata narrata per la prima volta da Timeo di Tauromenio (356 - 260 a.C.), uno storico, nella perduta "Storia di Sicilia". La vicenda deve però tanta popolarità a Cicerone, che la riprese nel "Tusculanae disputationes". Damocle e la temuta spada vengono poi ripresi anche da autori come Orazio, Persio e Boezio.
La storia si svolge alla corte di Dionigi I, tiranno di Siracusa, di cui Damocle è membro.
Dimostrando un'astuzia non proprio da volpe, il buon Damocle, un giorno, sostiene alla presenza del tiranno che la vita del regnante sia estremamente fortunata. Lusso, agi, potere, autorità: questi sono i privilegi che Damocle invidia a Dionigi.
Il tiranno, dando prova di pazienza e acume, gli propone allora il più classico degli scambi: per un giorno Damocle prenderà il suo posto. E pensare che, all'epoca, "Il Principe e il povero" non era stato scritto e "Re per una notte" di Scorsese non era ancora uscito.
Damocle, da buon boccalone (o forse solo per esigenze di trama), non sente puzza di fregatura e accetta con entusiasmo. La sera viene imbandito un grande banchetto. A Damocle non pare vero di poter sfruttare tanto lusso: il sorriso gli si allarga fino alle orecchie e gli occhi sembrano girandole luminose. Cibo sontuoso servito da bellissimi giovinetti, la corte che non ha occhi che per lui.
A un certo punto, però, l'idillio si rompe. Qualcuno, magari lo stesso Dionigi, gli indica col ditino un punto sopra la sua testa. Solo allora, Damocle si accorge che sul suo capo pende una spada, tenuta sospesa da un sottile crine di cavallo. Ce l'ha fatta mettere Dionigi, per dimostrargli che la vita del sovrano non è solo lusso e agi, ma che anzi è continuamente sospesa a un filo, proprio a causa delle responsabilità e dell'invidia di gente come Damocle.
Il giovane, a quel punto, prende una scusa e mette fine allo scambio.
"Da un grande potere derivano grandi responsabilità", come sa chiunque abbia letto "L'uomo ragno". A proposito, sapete che lo zio Ben non disse mai niente del genere, almeno nelle tavole a fumetti? Ma questa è un'altra storia.
Insomma, nei secoli il modo di dire è rimasto, a simboleggiare un pericolo sfuggente che ci incombe sulla testa e che potrebbe a ogni momento palesarsi. Il significato (la morale, potremmo dire) si è però un po' perduto, ovvero che dovremmo stare attenti a invidiare qualcuno che pensiamo abbia più di noi, perché non è detto che la sua posizione sia più comoda della nostra.
Il dipinto che illustra la leggenda è di Richard Westall, pittore vittoriano nel senso più letterale del termine, dato che fu insegnante di disegno della regina Vittoria. Celebre per ritratti, paesaggi e soprattutto per il "pittoresco", Westall illustra la storia di Damocle con grande tecnica e un gusto neoclassico al limite dello stile pompeiano di Alma-Tadema.
[Storia e Arte]
#StoriaALR
Το Στραβόξυλο, του Δημητρίου Ψαθά. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Φίλες
και φίλοι, απόψε θα σας παρουσιάσω την κωμωδία του Δημητρίου Ψαθά, Το Στραβόξυλο. Ένα έργο το οποίο γνώρισε
μεγάλη επιτυχία.
Επρόκειτο
για την πρώτη εμφάνιση του Ψαθά στο θέατρο. Το έργο γράφτηκε το 1939 και
εμφανίστηκε στο θέατρο ένα χρόνο μετά, το 1940. Πιο συγκεκριμένα διαβάστηκε για
πρώτη φορά στις 16 Μαρτίου του 1940 στο θέατρο της οδού Ιπποκράτους,
γνωρίζοντας μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Παίχτηκε από το θίασο
του Βασίλη Αργυρόπουλου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Οι
κωμωδίες του Ψαθά, έκτοτε, θα παίζονται από τους μεγαλύτερους θιάσους της
Αθήνας, με τους μεγαλύτερους Έλληνες πρωταγωνιστές, καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ
παραστάσεων. Ο αξέχαστος συγγραφέας θα παιδεύσει αρκετά με τα χρονογραφήματα
και τις κωμωδίες του…
Ο Δημήτρης Ψαθάς |
Το Στραβόξυλο
γυρίστηκε ταινία το 1952, με πρωταγωνιστή το Βασίλη Αργυρόπουλο σε παραγωγή της
Σπέντζος Φιλμ. Ο Χρήστος αποστόλου διασκεύασε το ομώνυμο του Δημήτρη Ψαθά. Το
μοντάζ έκανε ο ίδιος ο Χρήστος Σπέντζος της Σπέντζος Φιλμ. Στην ταινία
πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά, ο ίδιος ο Βασίλης Αργυρόπουλος,
ερμηνεύοντας το «στραβόξυλο». Η ταινία κυκλοφόρησε τη σεζόν 1952-1953, κόβοντας
74.107 εισιτήρια και κατατάχτηκε 5η σε σύνολο 22 ταινιών. Το 1969
γυρίστηκε ξανά με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά το Γιάννη Γκιωνάκη.
Ο Βασίλης Αργυρόπουλος |
Τη
σεζόν 1981-1982, με πρωτοβουλία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, το
«Στραβόξυλο» ανέβηκε στο θέατρο Αυλαία σε σκηνοθεσία Πάνου Χαρίτογλου. Σε 27
παραστάσεις έκοψε 5.336 εισιτήρια, αριθμός ιδιαίτερα μικρός. Γιατί όμως;
Την ίδια εποχή είχε προβληθεί από την ΕΡΤ το
«κατά Γκιωνάκη στραβόξυλο» με αποτέλεσμα, όπως ήταν φυσικό, να μειωθούν τα
εισιτήρια του Κρατικού Θεάτρου. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής και κατά γενική
ομολογία, η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου ήταν αυτή που θα έπρεπε να
μαγνητοσκοπηθεί από την κρατική τηλεόραση και να προβληθεί στο κοινό. Ο
Γκιωνάκης κατέβασε την παράσταση από το θέατρο του και την 28 Δεκεμβρίου 1982 η
ΕΡΤ, στην εκπομπή (την οποία ανέμενε εναγωνίως κάθε Δευτέρα το τηλεοπτικό
κοινό) Το Θέατρο της Δευτέρας, ανέβασε τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του
γνωστού ηθοποιού, σε τηλεσκηνοθεσία Νίκου Ζερβάκη και μουσική επιμέλεια Σταμάτη
Κραουνάκη. Οι εφημερίδες της εποχής θεώρησαν αυτήν την εξέλιξη από σκανδαλώδη
αβλεψία μέχρι και προβοκάτσια!
Στιγμιότυπο από το Θέατρο της Δευτέρας |
Το
1989, το έργο ηχογραφήθηκε στους ραδιοθαλάμους της Ε.ΡΑ., για την εκπομπή
«Θεατρική βραδιά», με τους ίδιους περίπου ηθοποιούς. Για το ραδιόφωνο το 1989 στη Θεατρική Βραδιά
Γιάννης Γκιωνάκης, Αννα Παιταζή, Λένα Παπαδοπούλου, Νίκος Τσούκας, Λιάνα Χατζή,
Γιώργος Λέφας, Γιώργος Μοσχίδης
Με αφορμή, τέλος, τα τριάντα χρόνια από το
θάνατο του Δημήτρη Ψαθά, Το Στραβόξυλο
ανέβηκε στο θέατρο Γκλόρια, με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Πιατά στο ρόλο του
«στραβόξυλου». Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Τσιάνου, η σκηνογραφική ματιά του
Άγγελου Μέντη, ενώ η εσωτερική διακόσμηση των σκηνικών της Κωνσταντίνας Κοντού.
Ο Πιατάς ερμηνεύει το Στραβόξυλο
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου:
Ο
Νικολάκης Μαρουλής καταδυναστεύει την οικογένειά του και όλο τον περίγυρό του
με την ακατάσχετη γκρίνια και τις φωνές του. Οι εμμονές του οδηγούν την ανιψιά
της γυναίκας του Καίτη, που φιλοξενείται το σπίτι του, να επιχειρήσει να δώσει
τέλος στη ζωή της όταν ο θείος της την εκθέτει με σκληρότητα στα μάτια του
αγαπημένου της αποκαλύπτοντας την επιπολαιότητά της να φλερτάρει και με έναν
άλλον άντρα.
Το
γεγονός αυτό θα θορυβήσει τον γκρινιάρη Νικολάκη, ο οποίος θα αρχίσει να
δείχνει τον τρυφερό και γεμάτο καλοσύνη χαρακτήρα του, βοηθώντας το ζευγάρι να
σμίξει, ενώ θα αποδειχθεί και ο πλέον γενναιόδωρος ανάμεσα στους συγγενείς της
Καίτης, αφού μόνος εκείνος θα αναλάβει να την προικίσει, αγνοώντας τις
υπεκφυγές της υπόλοιπης οικογένειας.
Από τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του Θεάτρου της Δευτέρας |
Επιπλέον στοιχεία.
Το
«Στραβόξυλο» αποτελεί την πρωτολειακή θεατρική δουλεία του Ψαθά. Ο νεαρός τότε
συγγραφέας επιβλήθηκε με την ικανότητα του να παράγει αβίαστο γέλιο. Σε αυτά τα
προσόντα του, οφείλεται και η όποια διαχρονικότητα επέδειξε το έργο.
Αυτό το
«διάγγελμα γέλιου και ψυχαγωγίας» παρουσιάζει γρήγορη και εύρυθμη πλοκή,
αληθοφάνεια προσώπων και αμεσότητα στο χιούμορ. Χρησιμοποιεί εύστοχα τη σάτιρα και
χειρίζεται το διάλογο με θεατρική επιδεξιότητα. Στο ύφος της διαγραφής των
τύπων, στα κωμικά ευρήματα και στις ευφυέστατες συγκρούσεις των προσώπων εύκολα
διακρίνει κανείς μια αυθεντική ελληνικότητα.
Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981 |
Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981 |
Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981 |
Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981 |
Το
έργο, ύστερα από τόσες δεκαετίες, διατηρεί κάποια φρεσκάδα, εξαιτίας της
ψυχογραφικής δομής του. Το «Στραβόξυλο», αναμφίβολα, είναι μια κωμωδία
χαρακτήρων και κοινωνικής κριτικής.
Ο
Μαρουλής είναι ένας γκρινιάρης, κατά βάθος καλόκαρδος. Δίπλα του, ο Ψαθάς
τοποθετεί πρόσωπα του περιβάλλοντος του με στόχο την πολυπρισματική ανάλυση του
πρώτου. Σύμφωνα με την άποψη της Ηρώς Βακαλοπούλου: «Ο ηθοποιός που θα τον ερμηνεύσει πρέπει να είναι υποδειγματικός και
απολαυστικός στις διαβαθμίσεις που απαιτεί η ψυχολογική ανέλιξη του χαρακτήρα
του ήρωα με γκροτσέσκα ισορροπία και συνέπεια. Οφείλει να είναι απολαυστικός
στις συγκρούσεις και ευέλικτος στις νευρικές εκρήξεις και καταπτώσεις, να
ξεπερνά το εμπόδιο της κωμικής ιδιοσυγκρασίας και να δίνει μάθημα σωστής και
ταλαντούχας υποκρισίας κωμικού ρόλου.»
Η νεαρή
ανιψιά με ανώριμες ερωτοτροπίες, οι ρομαντικά ερωτευμένοι νεαροί, η ημιμάθεια
του προπολεμικού υπαλλήλου, η διπρόσωπη υποκρισία των μεγαλοαστών κυριαρχούν
στο έργο και πλημυρίζουν τα μεταπολεμικά χρόνια.
Από το αρχείο του Κρατικού Θεάτρου |
Το έργο
απαιτεί ενότητα ερμηνειών και άριστη ομοιογένεια σκηνοθετικής γραμμής. Σε κάθε περίπτωση
το κείμενο του Ψαθά πρέπει να αξιοποιείται με βλέμμα σύγχρονο και
κατατοπιστικό.
Όσον
αφορά την κοινωνική κριτική, αυτή δεν επικεντρώνεται φυσικά από τον Ψαθά στο
θεσμό της προίκας. Αναλώνεται σε θέματα όπως η ημιμάθεια, η υποκρισία των αστών
κλπ.
Η Γ.
Κιτσοπούλου θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαχρονικότητα του έργου: «Οι ολότελα χαριτωμένες παρατηρήσεις για τα
ήθη του άλλοτε, που ξεσήκωναν μέλιστα καβγάδες στις οικογένειες των
νοικοκυραίων του τότε «είσαι ίδιος το στραβόξυλο»- σήμερα σε μια οικογένεια
αστών ή στο θέατρο, θα ήταν πολύ διαφορετικές.» Σαφώς. Όλα αυτά είναι
σήμερα ξεπερασμένα. Αν εμφανιζόταν σήμερα ένας Νικόλας Μαρουλής-στραβόξυλο θα
ήταν πολύ διαφορετικός από τον ομώνυμο του 1940.
«Το
παράλογο, σήμερα, έχει εισχωρήσει με πολύ περισσότερα πλοκάμια, στους τύπους
της εποχής», προσθέτει η Κιτσοπούλου αναφερόμενη στην παράσταση του 1981.
Πολύ περισσότερο σήμερα, που η εποχή έχει αλλάξει ριζικά. Ο θεατής φεύγει ίσως
από το θέατρο παραξενεμένος και όχι βελτιωμένος, όπως θα τον ήθελε ο Αριστοφάνης.
Θα
κλείσω λέγοντας ορισμένα πράγματα για την φαρσοκωμωδία. Η φαρσοκωμωδία
προσέθεσε την υπερβολή στην κωμωδία για να βγάλει γέλιο. Αυτό όμως (στην
περίπτωση του στραβόξυλου ισχύει σίγουρα) βγάζει αρκετές φορές την κωμωδία από
το σωστό δρόμο. Τα πρόσωπα, σύμφωνα πάλι με την Κιτσοπούλου, «πρέπει να έχουν
οντότητα και όχι να είναι εφήμερες καρικατούρες ανθρώπων…»
Η αφίσα της παράστασης του Κ.Θ.Β.Ε. το 1981 |
Στοιχεία για το βίο του Δ. Ψαθά μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019/05/blog-post_0.html
Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:
http://isobitis.com/theatro1/?p=538
Πηγές:
https://www.artmag.gr/art-proposals/art-theater/item/824-dimitris-psathas
https://www.avgi.gr/koinonia/309973_straboxylo-toy-psatha-sto-theatro-tis-deyteras
https://www.ertnews.gr/ert-protaseis/to-stravoxilo-stin-ert2/
1
https://www.maxmag.gr/cinema/gnostoi-ellines-me-mia-kinimatografiki-emfanisi/
https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=3872
radio-theatre.blogspot.com/2010/01/8_07.html
Εφημερίδα Ελληνικός Βορράς.
Εφημερίδα Επιλογές.
Ηρώ
Βακαλοπούλου, Μοντέρνο υλικό σε παλιό
καλούπι, εφημερίδα Θεσσαλονίκη,
15-01-1982
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Η Παναγία.
“Η Παναγία σ΄ όλα στάθηκε τύπος και υπογραμμός για τις καλές γυναίκες, στη φρονιμάδα, στην ταπείνωση, στην υπομονή, στην αγιότητα, στην αφοσίωση και στη νοικοκυροσύνη….”
Πόσο συγκινητικό είναι να βλέπει κανένας την Παναγία να ετοιμάζει με τα άχραντα χέρια της το σπίτι της, το κλινάρι της, τις λαμπάδες, το θυμιατήρι με το λιβάνι, και ότι άλλο χρειαζότανε για την κηδεία της.
Από μικρό κορίτσι αγαπούσε την εργασία και ολοένα δούλευε, πότε γνέθοντας, όπως στον Ευαγγελισμό που τη βρήκε ο Αρχάγγελος με τη ρόκα στο χέρι, πότε ράβοντας η ίδια τα φορέματα της, ως « ιμάτια αυτόρραφα αγαπώσα », κι υστερώτερα, σαν γεννήθηκε ο Χριστός, υφαίνοντάς του τον «άρραφον» εκείνον χιτώνα που του τον βγάλανε την ώρα που τον σταυρώσανε, και που ήταν τόσο έμορφος, ώστε κι οι στρατιώτες δεν θελήσανε να τον σχίσουνε, όπως κάνανε για τα άλλα ρούχα, αλλά είπανε να βάλουνε κλήρο σε όποιον λάχει, όπως γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης, ο ψυχογιός της.
Και στα γεράματα της δεν ξεκουράσθηκε, αλλά η ίδια έκανε τις δουλειές του σπιτιού, έραβε, μαγείρευε, περιποιότανε τον καινούργιο γυιό της τον Ιωάννην, κι ως την τελευταία ώρα της ζωής της, με τα χέρια εκείνα τα αγιασμένα που σπαργάνωσε τον Χριστό, ετοίμασε το κρεββάτι της, κι όλα τα της ταφής της.
Σ΄ όλα στάθηκε τύπος και υπογραμμός για τις καλές γυναίκες, στη φρονιμάδα, στην ταπείνωση, στην υπομονή, στην αγιότητα, στην αφοσίωση και στη νοικοκυροσύνη. Νοικοκυρούλα δώδεκα χρονών, τότε που αφιερώθηκε στο Ναό, νοικοκυρά και στα γεράματά της, που κόντευε η ώρα να φύγει από τον κόσμο !
Δεν κλαίτε, εσείς που αφήνετε τα σπίτια σας, κοπέλλες ανύπαντρες, είτε μητέρες, και γυρίζετε στις διασκεδάσεις, δεν δακρύζετε που βλέπετε την Παναγία να είναι αφοσιωμένη στο σπίτι της και να υπηρετεί τον εαυτό της και τους δικούς της, η Παναγία που την υπηρετούσανε οι Άγγελοι!
Και που σας δείχνει τον εαυτό της για παράδειγμα σε όλα, ώστε να κάνετε ευτυχισμένο το σπίτι σας και τους δικούς σας, με τη μοσχοβολιά της νοικοκυροσύνης !
Την Παναγία είχανε πάντα για παράδειγμα οι γυναίκες της Ελλάδας, και με τη φρονιμάδα τους ανακουφίζανε τον άνδρα τους, παρηγορούσανε τις πίκρες του, κάνανε παιδιά καλά, υπομονεύανε στις δυστυχίες, οικονομούσανε το σπίτι τους, ενώ τώρα, με τον κακό δρόμο που πήρανε πολλές απ΄ αυτές, για να γίνουνε «πολιτισμένες», το σπίτι έχασε τη ζέστη του, σαν την φωλιά που την παράτησε το πουλί, ο άνδρας έγινε αδιάφορος, τα παιδιά πήρανε κακή ανατροφή, η ζωή έγινε βαρετή, κι όλα πάνε κατά γκρεμνού”.
Περιοδικό Εφημέριος 15/08/1964, αρ. φύλλου 16
Απόσπασμα από το άρθρο: “Η Άχραντος Κοίμησις της Παναγίας
Εικόνες από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
1: Αγαλματίδιο του ΑΡΠΟΚΡΑΤΗ… γιου της Ισιδας και του Οσιρι… προστάτης των παιδιών, ο Αρποκρατης, ήταν γνωστός στο Αιγυπτιακον Πάνθεον, ως ΩΡΟΣ… με το δεξί χέρι, κάνει την χειρονομία, που επιβάλλει σιωπή στους μυημένους… στο αριστερό, κρατά κέρας αφθονίας, γεμάτο καρπους( 3ος αι. μ.Χ)
2: Κεφάλι του ΣΑΡΑΠΙ( εξελληνισμένη μορφή του Αιγύπτιου Θεού των νεκρών ΟΣΙΡΙ)… πιθανότατα, προέρχεται από λατρευτικό,
3:Κεφάλι από λατρευτικό άγαλμα της ΙΣΙΔΟΣ… η επιφάνεια του προσώπου, είναι στιλβωμένη, τα μαλλιά χρωματισμένα και ίσως επιχρυσωμενα( μετά το 138μ.Χ)
Το ιερό ζευγάρι της ΙΣΙΔΟΣ και του ΣΑΡΑΠΙ και ο γιος τους ΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ, αποτελούν την ΕΛΛΗΝΟ-ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ τριάδα
« Θεοί Σωτήρες», κύριοι της θάλασσας, γιατροί και προστάτες των ναυτικών, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των εμπόρων και των ναυτικών, οι οποίοι πιθανοτατα, έφεραν την λατρεια τους εδώ… στην ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ , υπήρχαν,οι θερμότεροι οπαδοί τους
Παρα την Αιγυπτιακή προέλευση των Θεοτήτων, τα αγάλματα, τα λατρευτικά και τα αναθηματικά αναγλυφα και κυριως τα επιγραφικά αναθήματα που βρέθηκαν στο ιερό τους ,έχουν έντονο Ελληνικό χαρακτηρα
Πηγή: Αρχαιολογικό Μουσειο Θεσσαλονικης
🏛
Φωτος Sofia Vryza
Κώστας Καρυωτάκης: Όταν το βίωμα γίνεται ποίηση. Ιάκωβος Μενελάου
Πέρασαν 90 χρόνια από το θάνατο του Καρυωτάκη. Ενός ποιητή που αγαπήθηκε όσο λίγοι και που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής, να μεταφράζεται και να μελοποιείται. Φυσικά, ήταν με μεγάλη μου τιμή που δέχτηκα την πρόταση από την έκδοση του περιοδικού Neograeca Bohemica να συγγράψω το δοκίμιο αυτό, την οποία και θα ήθελα να ευχαριστήσω.
Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896–1928) είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές των ελληνικών γραμμάτων. Στο σύντομο βίο του εξέδωσε τις ακόλουθες τρεις ποιητικές συλλογές: Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921) και Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία, έντονα νοσταλγικό τόνο, πεσιμισμό και άρνηση για τη ζωή. Βασικά στοιχεία της ποιητικής του είναι ο λυρικός και σατιρικός τόνος που διαπερνούν ολόκληρο το ποιητικό του έργο, με το σατιρικό στοιχείο ωστόσο πιο έντονο στην τρίτη και τελευταία συλλογή. Ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας του έργου του έγινε σημείο αναφοράς και διαφωνίας μεταξύ των κριτικών. Ένας σημαντικός αριθμός ποιημάτων έχει καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αυτό έδωσε στους αναγνώστες και αναλυτές του Καρυωτάκη τροφή για διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι παραδοσιακή ως προς τη μορφή, αλλά σε περιεχόμενο κάποιος θα μπορούσε να πει μοντέρνα. Παρότι βλέπουμε την κυριαρχία του ιαμβικού στίχου, υπάρχουν και κάποια ποιήματα σε τροχαϊκό, αναπαιστικό, μεσοτονικό και δακτυλικό μέτρο, αλλά και σε ελεύθερο στίχο.
Παρότι οι ποιητικές εμπνεύσεις του Καρυωτάκη ανιχνεύονται στη γαλλική ποίηση, και συγκεκριμένα στη Μπωντλαιρική παράδοση, η ποίησή του αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα αφού καταπιάνεται με θέματα διαχρονικά για τον Έλληνα όπως η στρατιωτική θητεία, η δημοσιοϋπαλληλία αλλά φυσικά και με άλλες υπαρξιακές ανησυχίες και παράπονα της ελληνικής πραγματικότητας. Επομένως αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι πως ναι μεν υπάρχει η Μπωντλαιρική επίδραση στον Καρυωτάκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μίμηση αυτού του προτύπου. Νοουμένου λοιπόν ότι στα ποιήματά του πραγματεύεται καίρια και διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού χώρου, το έργο του αποκτά και διαχρονικό χαρακτήρα. Οι επανεκδόσεις των ποιημάτων του δείχνουν και την προτίμηση που τυγχάνει ο ποιητής στο αναγνωστικό κοινό σήμερα, με την έκδοση ωστόσο του Σαββίδη να αποτελεί σταθμό. Άλλες αξιόλογες εκδόσεις επίσης υπάρχουν, όπως αυτή του Ελευθεράκη.
Η δημοτικότητα του Καρυωτάκη στις μέρες μας μπορεί να συσχετισθεί και με το γεγονός ότι ποιήματά του μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από αξιόλογους καλλιτέχνες, που τυγχάνουν ιδιαίτερης αναγνώρισης ανάμεσα σε εφήβους και άτομα νεαρής ηλικίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα ποιήματα Ιδανικοί Αυτόχειρες και Πρέβεζα που τραγούδησαν ο Νίκος Ξυλούρης (1936–1980) και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1950–) αντίστοιχα. Η μελοποιημένη ποίηση βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα και συνεισφέρει ουσιαστικά στη διάδοση του ποιητικού έργου. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό του Νίκου Καββαδία (1910–1975) του οποίου τα ποιήματα έγιναν τραγούδια στο στόμα του ελληνικού λαού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ποιήματα του Καρυωτάκη απέκτησαν και διεθνή αναγνώριση, αφού μεταφράσεις των ποιημάτων του υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες όπως τα αγγλικά και τα πολωνικά. Η εξαιρετικά αξιόλογη τηλεοπτική σειρά της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) Καρυωτάκης που βασίζεται στη ζωή και το έργο του ποιητή, είναι μια άλλη απόδειξη της απήχησης που έχει ο Καρυωτάκης. Η σειρά καταπιάνεται όχι μόνο με τα ποιητικά κείμενα και την αγάπη του Καρυωτάκη για την ποίηση, αλλά και με τις υπαρξιακές και επαγγελματικές ανησυχίες του ποιητή· και φυσικά τον έρωτά του με την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902–1930).
Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησης του Καρυωτάκη έγινε αιτία διάφορων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, ο Δημαράς μίλησε για ειλικρίνεια στην ποίηση του Καρυωτάκη αφού η προσωπική εμπειρία και τα προσωπικά βιώματα είναι εμφανέστατα στα ποιητικά του κείμενα, ενώ η αυτοκτονία του είναι επιβεβαίωση της ταύτισης ζωής και έργου. Ο δε Θεοτοκάς είδε τη διάχυτη προσωπική τραγωδία του Καρυωτάκη σαν μια προσπάθεια να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του. Παρομοίως, ο Χονδρογιάννης σχολιάζοντας την ταύτιση ζωής και έργου στον Καρυωτάκη, ισχυρίστηκε πως ο ποιητής έγραψε για τον πόνο του εν τη απουσία πραγματικού ταλέντου. Αν κάποιος πάρει ως αυτονόητο πως η βιωματική γραφή είναι απαραίτητα και αδυναμία, τότε δεν μπορεί να οδηγηθεί πουθενά αλλού από μια τέτοια απορριπτική και μονοδιάστατη ανάλυση. Ωστόσο τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτυγχάνουν να δουν την αλήθεια των ποιημάτων, αλλ ά και το γεγονός πως πολλές φορές ζωή και έργο είναι στοιχεία αλληλένδετα. Ειδικά ο Θεοτοκάς και ο Δημαράς άσκησαν αυστηρότατη κριτική στον Καρυωτάκη μετά την έκδοση των Απάντων του ποιητή από το Χαρίλαο Σακελλαριάδη το 1938.
Σε αντίθεση με αυτές τις αρνητικές κριτικές, ο Άγρας μίλησε εγκωμιαστικά για την καρυωτακική ποίηση και υποστήριξε ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας αληθινός ποιητής, ενώ τα ποιήματά του είναι «σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του». Στην ποίηση του Καρυωτάκη «ζωή και τέχνη γίνονται ένα». Η ποίησή του κουβαλά τη δική του μελαγχολία που είναι και «τεκμήριο ευαισθησίας». Ο Καρυωτάκης είναι ένας ρομαντικός ποιητής που αντιπροσώπευσε μια ολόκληρη γενιά.
Όπως γίνεται αντιληπτό, παρά το γεγονός πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις ο άξονας παραμένει ο ίδιος: ο βιωματικός χαρακτήρας του καρυωτακικού έργου. Ενώ κριτικοί όπως ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς και ο Χονδρογιάννης ερμήνευσαν την ταύτιση έργου και ζωής ως αδυναμία, ο Άγρας την είδε ως ταλέντο· και σαν πραγματικός ποιητής που ήταν ο Καρυωτάκης, έκανε την ποίησή του κομμάτι του εαυτού του.
Γι’ αυτό και η ανάγνωση των ποιημάτων πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Καρυωτάκη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τα οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε πολλά ποιήματά του. Και η αλήθεια είναι πως τόσο ο ποιητής Καρυωτάκης, όσο και ο άνθρωπος Καρυωτάκης παραμένουν στο προσκήνιο όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της φιλολογίας και της κριτικής.
Εντούτοις δεν απουσιάζουν άλλου τύπου κριτικές που προτείνουν μια ανάγνωση των ποιημάτων ως ανεξάρτητων οντοτήτων, βάσει μιας καθαρά φορμαλιστικής προσέγγισης. Η βιογραφία του ποιητή και τα όποια κοινωνικοϊστορικά δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη. Παρότι τέτοιες προσεγγίσεις καταλήγουν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως μέσω μιας τέτοιας ανάλυσης χάνεται η γοητεία ανίχνευσης βαθύτερων νοημάτων, που φυσικά προκύπτουν μέσα από βιογραφικά και κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.
Μια άλλη σημαντική πτυχή του καρυωτακικού έργου είναι και η επίδραση που άσκησε ο Καρυωτάκης σε άλλους ποιητές. Μια επίδραση που έγινε γνωστή ως «καρυωτακισμός». Τα χρόνια 1928–1935 έχουμε την πρώτη «ιστορικά μαρτυρημένη» μορφή καρυωτακισμού. Πρόκειται για μια μιμητική τάση που αναπτύχθηκε αυτά τα χρόνια και ουσιαστικά έκανε ποιητική μόδα τον καρυωτακικό πεσιμισμό και τη θλίψη. Η ποιητική γενιά του ’20 μιμήθηκε τα βασικά στοιχεία της καρυωτακικής ποιητικής. Όμως ενώ στον Καρυωτάκη ο πόνος, ο μαρασμός και η απαισιοδοξία είναι στοιχεία γνήσια που πηγάζουν από τα βιώματα του ποιητή, στους περισσότερους ποιητές της γενιάς αυτής βλέπουμε μια ατελή μίμηση που καταλήγει σε μια προσποιητή μελαγχολία. Ενώ δηλαδή στον Καρυωτάκη έχουμε το «βίωμα του καρυωτακισμού», στους μιμητές του βλέπουμε τη «μίμηση του καρυωτακισμού».
Ωστόσο, η άποψη πως ο καρυωτακισμός είναι μάλλον μια εφήμερη μανία αποδείχτηκε λάθος, αφού στοιχεία της καρυωτακικής ποίησης επανεκτιμούνται από τη σύγχρονη κριτική. Πέραν τούτου η καρυωτακική απαισιοδοξία είναι χαρακτηριστικό που ο μελετητής της νεοελληνικής ποίησης βλέπει συχνά να χρησιμοποιείται και μάλιστα από πολύ μεταγενέστερους ποιητές· από κάποιους σε πιο μικρό βαθμό και από κάποιους σε πιο μεγάλο βαθμό. Η επίδραση παραμένει άλλοτε μίμηση και άλλοτε μπαίνει στο καλούπι μιας πιο παραγωγικής ποιητικής δημιουργίας, ανάλογα με το μέταλλο και το ταλέντο του ποιητή. Επί της ουσίας, ο Καρυωτάκης είναι ενδεχομένως ένας από τους ποιητές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο νεοελληνικό ποιητικό κόσμο και θα ήταν μάλλον άτοπο να υποστηρίξει κάποιος σήμερα πως ο καρυωτακισμός ήταν κάτι εφήμερο, νοουμένου ότι παραμένει στο επίκεντρο της φιλολογικής κριτικής και ποιητικής δημιουργίας ως πηγή έμπνευσης.
Αναλύοντας τις επιδράσεις της καρυωτακικής ποίησης, το 1972 ο Σαββίδης εστιάζει σε τέσσερις σπουδαίες μορφές του ’30: το Γιώργο Σεφέρη (1900–1971), το Γιάννη Ρίτσο (1909–1990), τον Ανδρέα Εμπειρίκο (1901–1975) και τον Οδυσσέα Ελύτη (1911–1996). Στο τέλος της εργασίας του ο Σαββίδης ανιχνεύει τις καρυωτακικές επιδράσεις στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά (Λεοντάρης, Ευαγγέλου) και στη γενιά του ’70 (Πούλιο, Παναγιώτου, Σοφιανό, Βαλαβανίδη). Φυσικά εδώ δεν μιλάμε για μίμηση του καρυωτακικού προτύπου, αλλά για παρουσία μιας παραγωγικής μορφής επίδρασης.
Ο Ρίτσος συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την υπαρξιακή αγωνία του Καρυωτάκη και καρυωτακικά ίχνη είναι εμφανή στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές (Τρακτέρ,1934 και Πυραμίδες, 1935). Τα στοιχεία της καθαρεύουσας που βλέπει ο αναγνώστης του Ρίτσου επίσης αποτελούν καρυωτακικές επιδράσεις, όπως εξάλλου και οι «αυτούσιες καρυωτακικές ρίμες».
Οι καρυωτακικές επιδράσεις στο έργο του Ελύτη επίσης χρήζουν διερεύνησης αφού διαφορετικού τύπου είναι η σχέση του Ελύτη με τον Καρυωτάκη στη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) και άλλ ου τύπου στο Ήλιος ο Πρώτος (1943). Η μεταγενέστερη δε ποίηση του Ελύτη δείχνει άλλη σχέση με τον Καρυωτάκη απ’ ότι οι δύο αυτές συλλογές.
Το ποίημα του Καρυωτάκη [ Άλογα Μαύρα] είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει ως τεχνική τις μεταφορές που υποδηλώνουν τη σχέση του ποιητή με το έργο του, ενώ ο αυτοχαρακτηρισμός «κλόουν τραγικός» αναφέρεται στην προσωπική του πάλη αλλά και στο πώς βλέπουν οι άλλοι το θάνατό του:
Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε
οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε
να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.
Ο Καρυωτάκης αντιλαμβάνεται νωρίς ότι η ταύτιση ζωής και έργου «θα τον οδηγήσει στην υποχρεωτική αποξένωση», ενώ το ποίημα Σταδιοδρομία είναι απόδειξη της άποψης του ιδίου για την ποιητική σταδιοδρομία:
Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.
«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.
Φυσικά και σε άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη, ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει αυτή την ταύτιση ζωής και έργου. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Υπάλληλοι παραπέμπει στη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του ποιητή, ενώ το Ωχρά Σπειροχαίτη, που είναι το βακτήριο της σύφιλης, στην προσωπική τραγωδία του ποιητή και το γεγονός ότι έπασχε από την ασθένεια.
Αυτό που μπορεί κάποιος να αντιληφθεί είναι πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί η σχέση – ή και ταύτιση ακόμα – ζωής και έργου στον Καρυωτάκη ως αδυναμία. Ο Καρυωτάκης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές, που χάρισε στα νεοελληνικά γράμματα κάτι εντελώς καινούργιο και καινοτόμο. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από τα ποιήματά του αλλά και από τον τρόπο που στοιχεία της ποίησής του χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους ποιητές, είτε μέσω της ατελούς μίμησης είτε με πιο παραγωγικούς τρόπους. Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής του επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίσει όχι μόνο τον ποιητή Καρυωτάκη, αλλά και τον άνθρωπο Καρυωτάκη. Το να αφήσει όμως κατά μέρος ο αναγνώστης τα βιωματικά στοιχεία, ταυτόχρονα σημαίνει και διάσταση από τον πραγματικό και βαθύτερο κόσμο των ποιημάτων. Όταν ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του Οι Στίχοι μου λέει «δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά», ενδεχομένως να πρέπει να ερμηνευθεί και από τον κριτικό σαν μια έμμεση προτροπή ότι το ποίημα, όπως και άλλα ποιήματα, θα διαβαστεί καλύτερα σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Και τελικά αν ο σκοπός και στόχος της ανάλυσης ενός ποιήματος (ή ενός κειμένου γενικά) είναι η αλήθεια του ποιητή ή ένα αποτέλεσμα κοντά στην αλήθεια αυτή, πώς μπορεί η βιογραφία να μην χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο ανάλυσης;
Βιβλιογραφία
Benatsis, A. 2004. „Ti neoi pou ft asamen edo“: Kostas Karyotakis: apo ta prota os ta teleft aia po ii mata. Athina. [Μπενάτσης, A. 2004. «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»: Κώστας Καρυωτάκης: από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα. Αθήνα.]
Frantzi, A. 1998. I poiitiki stin poiisi tou K. G. Karyotaki. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 131–142. [Φραντζή, Α. 1998. Η ποιητική στην ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. InΜ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 131–142.]
Garantoudis, E. 1998a. Pseft i tou kosmou. To Vima, 5 Iouliou 1998 [online]. Available from: https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy. [Γαραντούδης, Ε. 1998. Ψεύτη του κόσμου. Το Βήμα, 5 Ιουλίου 1998 [online]. Πρόσβαση από: https://www. tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy.] Garantoudis, E. 1998b. I anaviosi tou karyotakismou. O K. G. Karyotakis kai i poiitiki genia tou 1970. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 195–258. [Γαραντούδης, E. 1998. Η αναβίωση του καρυωτακισμού. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970. In Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 195–258.]
Georgiadis, N. 2014. Kostas Karyotakis: Apantiseis sta erotimata gia ton idio kai to ergo tou. Athina. [Γεωργιάδης, N. 2014. Κώστας Καρυωτάκης: Απαντήσεις στα ερωτήματα για τον ίδιο και το έργο του. Αθήνα.]
Karyotakis, K. 2001. Poiimata kai peza. Epimeleia G. P. Savvidis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2001. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα.]
Karyotakis, K. 2006. Battered Guitars: Poems and Prose. Translated by William W. Reader and Keith Taylor. Birmingham. Karyotakis, K. 2010. Poiimata kai peza. Epimeleia D. Eleft herakis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2010. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Δ. Ελευθεράκης. Αθήνα.]
Koutrianou, Ε. 2000. Odysseas Elytis and K. G. Karyotakis: I know him no longer. ..? Journal of Modern Greek Studies 18/2, 415–451. Kruczkowska, J. 2015. Who Gets Translated and Why?: Anthologies of Twentieth-Century Greek Poetry in Poland. Journal of Modern Greek Studies 33/1, 105–125.
Ntounia, Chr. 2000. O ‘karyotakismos’ tou Gianni Ritsou. Eleft herotypia 128 (10. 11. 2000). Afi eroma: Giannis Ritsos, Vivliothiki tis Eleft herotypias, 10–11.[Ντουνιά, Xρ. 2000. Ο «καρυωτακισμός» του Γιάννη Ρίτσου. Ελευθεροτυπία 128 (10. 11. 2000). Αφιέρωμα: Γιάννης Ρίτσος, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 10–11.]
Philokyprou, Ε. 1992. Why the Post-Symbolists Have No Symbols. Journal of Modern Greek Studies 10/2, 235–247.
Strasburger, J. 1987. Poeci Nowej Grecji. Warszawa.
Πηγή: Reports
Μια φοβισμένη αστυνομία. Τάκης Θεοδωρόπουλος
Πώς «γεννιέται» ένας χούλιγκαν.
Μετά τη δολοφονική επίθεση των Κροατών στη Νέα Φιλαδέλφεια, πολλοί επιχείρησαν να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: τι οδήγησε αυτούς τους χούλιγκαν να φύγουν από το Ζάγκρεμπ, να κατέβουν στο άλλο άκρο των Βαλκανίων και να ριχτούν σε μία μάχη με ανθρώπους που έβλεπαν πρώτη φορά στη ζωή τους.
Πώς σκέφτεται ένας χούλιγκαν και τι τελικά οδηγεί έναν νέο άνθρωπο να μπει σε μία τέτοια ομάδα που στηρίζεται στη βία; «Η βία στο ποδόσφαιρο αποτελεί παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο. Στις μέρες μας υπάρχουν άμεσες συνδέσεις μεταξύ των ατόμων που συμμετέχουν σε βίαια επεισόδια και ατόμων που ανήκουν στο οργανωμένο έγκλημα. Αλλωστε ο τρόπος δράσης των ομάδων αυτών παραπέμπει σε εγκληματικές οργανώσεις. Υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο και κατόπιν, εκτέλεση του», σημειώνει στην «Κ» η εγκληματολόγος, Ελενα Συρμαλή.
«Επίσης οι ομάδες αυτές, πολλές φορές, συνδέονται με πολιτικά ακραίες ομάδες – στα δεξιά και στ’ αριστερά. Αυτό το στοιχείο είναι κρίσιμο και δεν πρέπει να υποτιμάται. Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε από κοινωνικό-ψυχολογικής άποψης είναι: γιατί τόσοι νέοι λαμβάνουν μέρος σε τέτοιου είδους βίαια επεισόδια, γιατί αποφασίζουν να εισέλθουν σε αυτές τις συμμορίες».
Οι χούλιγκαν (οι ultras των γηπέδων, όπως αυτοαποκαλούνται) κινούνται στο πλαίσιο –αν όχι στο περιθώριο- των αθλητικών σωματείων, που έχουν επιλέξει να στηρίζουν. Υιοθετούν –σε ένα βαθμό- την κουλτούρα και το ιστορικό υπόβαθρο της ομάδας, ωστόσο δρουν με το modus operandi των χούλιγκαν ασχέτως χρώματος.
«Το φαινόμενο δεν έχει σχέση με την αγάπη για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Οι δράστες βρίσκουν αυτόν τον χώρο για να αναπτύξουν, να εκφράσουν εγκληματικές συμπεριφορές. Ιστορικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι το φαινόμενο είναι διαχρονικό. Ας μην ξεχνάμε το λατινικό panem et circenses. Πολλά αθλητικά παιχνίδια στην αρχαιότητα κατέληγαν σε ταραχές και εξεγέρσεις. Μπορούμε να πούμε γενικά ότι συγκεκριμένες κοινωνικές δομές ενεργοποιούν συγκεκριμένες ψυχολογικές διαδικασίες. Ας μην ξεχνάμε τον Le Bon και την ψυχολογία των μαζών. Επίσης όσα έχει σημειώσει ο Cohen για τις υποκουλτούρες και την παραβατικότητα», υπογραμμίζει η κ. Συρμαλή και συμπληρώνει: «Ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός περιλαμβάνει μια πληθώρα αντικοινωνικών, παραβατικών και εγκληματικών συμπεριφορών, που εκδηλώνονται στο πλαίσιο του ποδοσφαίρου (βανδαλισμός ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, λεκτική και σωματική βία μεταξύ των οπαδών των ομάδων κι άλλα). Η όλη συμπεριφορά των ατόμων/ μελών αυτών των ομάδων, σχετίζεται με θέματα κοινωνικών ταυτοτήτων και αυτοκατηγοριοποίησης των ατόμων».
Οι τάξεις των φανατικών κατά βάση απαρτίζονται από νέους ανθρώπους που αναζητούν ταυτοτικές απαντήσεις ή συνδέσεις στη συμμετοχή τους. Η εγκληματολόγος Ελενα Συρμαλή υποστηρίζει ότι «η διαδικασία κατηγοριοποίησης του εαυτού ως μέλους μιας ομάδας δημιουργεί κωνική ταυτότητα και ομαδικές, αλλά και διομαδικές συμπεριφορές. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι κρίσιμο το στάδιο της κρίσης ταυτότητας και της αναζήτησης ταυτότητας από κάθε νέο. Η συμμετοχή σε μια ομάδα και η ταύτιση μαζί της δίνει μία αίσθηση ισχύος, αλλά και την αίσθηση του ανήκειν. Μια ανάγκη διαχρονική και παγκόσμια. Οι συμπεριφορές που εγκρίνει η ομάδα υιοθετούνται από τα μέλη της, ακόμα και αν αυτές είναι παραβατικές. Εκλογικεύονται στο πλαίσιο των κανόνων της υπό-κουλτούρας απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα».
«Ολοι μας συγκροτούμε μια προσωπική ταυτότητα, με συγκεκριμένα ιδιοσυγκρασιακά, μοναδικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένες σχέσεις και μια κοινωνική ταυτότητα, το μέρος δηλαδή της αυτοαντίληψης που πηγάζει από τη συμμετοχή μας σε κοινωνικές ομάδες. Όταν έχουμε κατηγοριοποίηση και ταύτιση απόλυτη με μια ομάδα, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση μια παραβατική ή/και εγκληματική ομάδα, ο εαυτός μας αλλά και τα μέλη μιας άλλης ομάδας αποπροσωποποιούνται. Αντιμετωπίζουμε τους άλλους αλλά και τους εαυτούς μας, ως αναπαραστάσεις των προτύπων των ομάδων. Το πρότυπο κάθε ομάδας αποτελεί τη θέση εκείνη της ομάδας που συγκεντρώνει τα περισσότερα χαρακτηριστικά της κατηγορίας, αλλά και τις περισσότερες αντιθέσεις σε σχέση με τα μέλη των έξω-ομάδων», προσθέτει.
Με τον τρόπο αυτό, ο νέος που εισέρχεται σε αυτού του τύπου τις ομάδες, νιώθει ενεργό μέλος ενός οργανισμού – αποκτά μια παραπληρωματική υπόσταση που τον καθορίζει και τον ομογενοποιεί με τους «συντρόφους» του.
«Έτσι δεν αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ως μοναδικά ξεχωριστά άτομα αλλά μόνο ως μέλη/ πρότυπα της κατηγορίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι ένας τρίτος παρατηρητής μπορεί να αντιληφθεί πόσα κοινά στοιχεία έχουν τα άτομα των “αντίπαλων” ομάδων, κάτι φυσικά που δεν μπορούν να αντιληφθούν τα μέλη των ίδιων των ομάδων», λέει η κ. Συρμαλή και συμπληρώνει: «Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να μελετούμε σε σχέση με το φαινόμενο είναι και τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, καθώς και ενδείξεις διαταραχών που έχουν συσχετιστεί και με τη χρήση ουσιών και με την επιθετικότητα. Ορισμένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να λειτουργήσουν ως αφορμές για την ενεργοποίηση τέτοιων συμπεριφορών. Η παραβατική και εγκληματική συμπεριφορά και η οπαδική βία “δικαιολογούνται” στη συνείδηση του ατόμου ως σωστές συμπεριφορές για την υποστήριξη της ομάδας στην οποία ανήκει. Αν προσθέσουμε και άλλους παράγοντες όπως τα πρότυπα αρρενωπότητας, το αλκοόλ και τις ουσίες, έχουμε πραγματικά τη δημιουργία ενός εκρηκτικού κοκτέιλ».
Κάπως έτσι «γεννιέται» το φαινόμενο του χουλιγκανισμού, που πλέον κατ’ εξοχήν εκδηλώνεται εκτός των γηπέδων και έχει αποκτήσει πρόσθετη διάσταση με την αξιοποίηση των social media, που διευκολύνουν την αδιαμεσολάβητη διάδραση με τον «εχθρό».
Η κ. Συρμαλή εκτιμά ότι «το στοιχείο της σύνδεσης με ακραίες πολιτικά ομάδες δεν αποτελεί παράγοντα γέννησης του φαινομένου (αιτία) της οπαδική βίας. Αποτελεί όμως χαρακτηριστικό του φαινομένου» και προσθέτει πως «πρέπει να καταλάβουμε μήπως και βρούμε λύσεις: Μπερδεύουμε τις αιτίες/παράγοντες με τα χαρακτηριστικά των φαινομένων. Αν αντιλαμβάνεσαι ένα χαρακτηριστικό ως αίτιο και βλέπεις σχέσεις “αίτιο-αιτιατό”, η αντιμετώπιση είναι επιφανειακή», για να συμπληρώσει ότι «πρέπει να καταλάβουμε τι σημαίνει πρόληψη και τι αντιμετώπιση».
«Ο αθλητισμός είναι μια ειρηνική απεικόνιση πολέμου -άλλωστε τα πρώτα αθλήματα, όπως οι αρματοδρομίες, ο ακοντισμός, το τρέξιμο ή η πάλη, είχαν να κάνουν αποκλειστικά με πολεμικές δεξιότητες- και ο χουλιγκανισμός ένας πολεμικός πρωτογονισμός», σημειώνει στην «Κ» ο συγγραφέας, Κυριάκος Αθανασιάδης.
Ο ίδιος, σε μία προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει τους λόγους που οδηγούν νέους ανθρώπους στις τάξεις των χούλιγκαν, σημειώνει: «Οι άνθρωποι γενικά λατρεύουν τη βία, και οι άντρες τη λατρεύουν σε πολύ υψηλότερο βαθμό. Απλώς η συντριπτική πλειονότητα κρύβει καλά αυτή την “ανάγκη” και ευτυχώς την καταστέλλει. Οχι όλοι βέβαια, και όχι πάντα. Πολλοί καταφεύγουν σε αυτήν, “δοθείσης ευκαιρίας”. Οι χούλιγκαν, απεναντίας, επιδιώκουν τις συγκρούσεις. Ως εκ τούτου, η υπόσχεση της βίας είναι με διαφορά ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος που ένα αγόρι στρέφεται στον χουλιγκανισμό: ο πόνος του άλλου, η ταπείνωσή του, η υποχώρησή του μπροστά στον φόβο της ακόμη περισσότερης και ακόμη πιο ακραίας βίας, το χυμένο αίμα. Ο βανδαλισμός και οι καταστροφές δεν αφορούν τους χούλιγκαν, αλλά ένα μέρος των “σκληρών οπαδών”, ένα κομμάτι της κερκίδας που απλώς αισθάνεται (είτε πράγματι είναι είτε όχι) περιθωριοποιημένο, ριγμένο και απόβλητο».
Ο κ. Αθανασιάδης συνεχίζει, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την ψυχοσύνθεση ενός νεαρού ατόμου που ακολουθεί την αντι-κουλτούρα των χούλιγκαν. «Οι χούλιγκαν είναι “μάτσο” νεαροί άντρες: αντράκια. Ο “μάτσο” άντρας δέρνει, και ενίοτε σακατεύει, για να ικανοποιήσει την αρρώστια του. Δέρνει και σακατεύει γυναίκες ως επί το πλείστον, και γκέι άντρες – έτσι άλλωστε χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους “αντιπάλους” τους. Δεν το κάνουν επειδή “μισούν το κράτος”, επειδή είναι… άνεργοι, ή από μια εσωτερική ανάγκη να νιώσουν -επιτέλους- μέλη μιας ομάδας, μιας αδελφότητας, στην οποία θα εκχωρήσουν την προσωπική τους ταυτότητα, και για την προστασία της οποίας τάχα θα “θυσιαστούν”».
Ο ίδιος εκτιμά ότι οι χούλιγκαν, μολονότι επιδεικνύουν μία τάχα ρωμαλέα διάθεση, επί της ουσίας είναι δειλοί: «Ποτέ κανένας χούλιγκαν δεν θα προσπαθήσει να προστατεύσει ένα άλλο μέλος της ομάδας του, της αδελφότητάς του, της συμμορίας του, από τον “εχθρό”. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, στο παραμικρό “ντου” θα τον παρατήσουν για να σωθούν οι ίδιοι: δεν χρειάζεται μόνο πολύς νοσηρός πρωτογονισμός και μια παθολογική αγάπη για τη βία για να είσαι χούλιγκαν — κυρίως απαιτείται μεγάλη ποσότητα δειλίας».
Ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης ξεχωρίζει το αθλητικό κομμάτι με τη δράση των ακραίων οπαδών: «Δεν έχουμε, τέλος, να κάνουμε με κάποιου είδους “κοινωνική κουλτούρα”, με περίεργα τελετουργικά, παραδοσιακά τατουάζ και άλλα τέτοια μυθεύματα. Και φυσικά δεν έχουμε να κάνουμε με το… ποδόσφαιρο».
Ο ίδιος καταλήγει, λέγοντας ότι «όταν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί μια αρρωστημένη “ιδεολογία” -οι περισσότεροι είναι νεοναζί, αν και δεν λείπουν βέβαια οι αναρχικοί, οι αριστεριστές κ.τ.λ.-, τα πράγματα χώνονται ακόμη πιο βαθιά στη λάσπη. Και όταν, επίσης, η αρρώστια σου υποστηρίζεται από έπαθλα, δώρα, ναρκωτικά, χρήματα και υποσχέσεις πλουτισμού και εξουσίας, γίνεσαι μια καρικατούρα λεγεωνάριου πολεμιστή στην υπηρεσία του αφεντικού σου. Μια φονική καρικατούρα».
Ο Αχόρταγος, του Δημητρίου Ψαθά. Ραδιοφωνικό θέατρο.
Φίλες και φίλοι, απόψε θα σας παρουσιάσω τη διαχρονική μαύρη κωμωδία του Δημητρίου Ψαθά «Ο Αχόρταγος». Κλασική και επίκαιρη κωμωδία, η οποία έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1966. Στη Μεγάλη Οθόνη την απολαύσαμε με πρωταγωνιστή το ¨διδακτικό¨ Γιάννη Γκιωνάκη.
Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, γι' αυτό και πάρθηκε η απόφαση να γυριστεί και κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Γκιωνάκη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.
Στην ταινία “Ο Αχόρταγος” τραγουδούν ο Γιώργος Ζαμπέτας και η Ναυσικά. Η ταινία Ο Αχόρταγος προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1967 και έκοψε 280.732 εισιτήρια. Ήρθε στην 26η θέση σε 99 ταινίες.
Η υπόθεση του έργου:
Η υπόθεση ήταν η εξής: Ο ήρωας Χρήστος
Χρυσάφης είναι ένας φτωχός και...πεινασμένος νέος, που καταφέρνει να παντρευτεί
τη Λένα, την κόρη του πλούσιου επιχειρηματία Μιχάλη Καμπάνταη και αδελφή της
Ντίνας, μιας ελαφρόμυαλης η οποία τον χτύπησε μια μέρα με το αυτοκίνητό της.
Παρά το γεγονός ότι αγαπάει την γυναίκα του, δεν μπορεί να αντισταθεί στα
χρήματα του πεθερού του, τα οποία μεγαλύτερα ανθρώπινα πάθη, αυτό της
«βουλιμίας».
Σε κάθε περίπτωση είναι μια ταινία που παρά
τις ατέλειές της, βλέπεται ευχάριστα και αποτελεί ένα πολύ διδακτικό και
διαχρονικό μάθημα για όλους: η ανθρώπινη «βουλιμία» οδηγεί πάντα στην
καταστροφή, πρώτα από όλα τον ίδιο τον άνθρωπο και μετά όλους εκείνους που ζουν
δίπλα του. Μοναδικός ο Γκιωνάκης στο ρόλο του αχόρταγου, ειδικά στον σιγά-σιγά
του γίνονται εμμονή και τον οδηγούν στα όρια της βουλιμίας. Έτσι επιζητά διαρκώς
περισσότερα λεφτά, περισσότερες αρμοδιότητες, μεγαλύτερες διοικητικές θέσεις,
ενώ αρχίζει να ζηλεύει και ανθρώπους του περιβάλλοντός του, οι οποίοι έχουν
πάει καλά στη ζωή τους. Και όλα αυτά χωρίς να λείπει τίποτα από τον ίδιο.
Απλά
ήταν αδηφάγος και ήθελε όλο και περισσότερα, από όλους. Μοιραία έρχεται σε
σύγκρουση με τον πεθερό του, ωστόσο στο τέλος επέρχεται συμβιβασμός, χωρίς όμως
ουσιαστικά να έχει λυθεί το πρόβλημα της βουλιμίας του. Θα μπορούσε κανείς να
χαρακτηρίσει την ταινία και «μαύρη κωμωδία», η οποία αποτυπώνει με την
αξεπέραστη συγγραφική μαεστρία του Ψαθά, ένα από τον τρόπο που υποδύεται την
σταδιακή του μετάλλαξη από έναν άνθρωπο που απλά ήθελε ένα πιάτο φαί με το
οποίο θα ήταν ευτυχισμένος, σε έναν άνθρωπο που ήθελε να γίνει έως και πρωθυπουργός!
Επιπλέον στοιχεία:
Πολυγραφότατος και μαέστρος της κωμωδίας και του γέλιου, ο Ψαθάς
αποτυπώνει στον «Αχόρταγο» ένα από τα μεγαλύτερα πάθη: αυτό της απληστίας. Με
την καυστική του πένα σκιαγραφεί τον πλεονέκτη άνθρωπο ο οποίος δεν χορταίνει
με τίποτα και τίποτα δεν ικανοποιεί την ακόρεστή του φιλοδοξία.
Η ταινία «Ο αχόρταγος» αποτελεί
κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά. Η
θεατρική παράσταση ανέβηκε στο θέατρο «Μπουρνέλλη» από τον θίασο Γιάννη
Γκιωνάκη, Χριστίνας Σύλβα, Σμάρως Στεφανίδου και Γιάννη Μιχαλόπουλου. Η
πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε την Παρασκευή 26 Μαΐου 1967 και σημείωσε μεγάλη
επιτυχία, γι’ αυτό και πάρθηκε η απόφαση να γυριστεί και κινηματογραφική
ταινία. Η παραγωγή ήταν της ΑΚ films και του Διονύση Κουρουνιώτη, κι αυτό διότι
ο Φίνος στον οποίο είχε προταθεί αρχικά είχε μια δυσκολία στο να αποδεχθεί
κινηματογραφικές ταινίες που είχαν ανέβει και ως θεατρικές παραστάσεις. Έστω κι
αν κάποιες φορές «απαρνήθηκε» αυτή του την άποψη. Παρά τις ανησυχίες του Φίνου,
η ταινία πήγε καλά, προβλήθηκε τη σεζόν 1967-1968, έκοψε 280.732 εισιτήρια και
ήρθε στην 26η θέση ανάμεσα στις 99 ταινίες της σεζόν εκείνης.
Το συγκεκριμένο έργο είναι γεμάτο ατάκες και
διαλόγους που έμειναν στην ιστορία και μέχρι σήμερα προκαλούν άφθονο γέλιο,
ακόμα και σε νεότερους. Μια τέτοια σκηνή είναι εκείνη που ο Παπαγιαννόπουλος
φωνάζει έναν άλλο συνεργάτη του, τον Μανώλη (τον υποδύεται ο Νάσος Κεδράκας)
και του παραγγέλνει φαγητό, αν και όπως του λέει...δεν πεινάει:
« - Έλα μέσα
ρε Μανώλη
-Διαταγάς
-Πετάξου
απέναντι στο εστιατόριο και φέρε μου κάτι να τσιμπήσω.
-Μάλιστα, τι
να σας φέρω;
-Ε, κάτι
ελαφρύ, δεν θα φάω σήμερα, δεν πεινάω...μια μακαρονάδα.
-Με
σαλτσίτσα;
-Με
σαλτσίτσα. Και ένα κοτόπουλο. Και μια μερίδα αρνάκι.
-Ψητό;
Ψητό. Και
που’ σαι...Πες του να ετοιμάσει και μια καλή μερίδα κεφτέδες. Και μια
συναγρίδα.
-Αν
υπάρχει...
-Ε, αν
υπάρχει.
-Αν δεν
υπάρχει, θα πας εσύ να την ψαρέψεις;
-Ε, όχι
βέβαια!
-Όχι βέβαια.
Αντε πήγαινε. Και που’σαι...Να ετοιμάσει και μια καλή σαλάτα πες του...Κι ένα
μπουκάλι μπίρα και ψωμιά.
-Μάλιστα.
Μόνο αυτά;
-Ε, σου είπα
θα τσιμπήσω σήμερα, δεν θα φάω. Δεν έχω όρεξη!!!»
Το έργο αναδεικνύει χαρακτηριστικά του μέσου
και σύγχρονου ανθρώπου και αυτό συντελεί στο να διατηρεί, γραμμένο πριν πέντε
δεκαετίες, ακόμη την εφηβική του φρεσκάδα. Η αγωνία του ανθρώπου δεν αλλάζει
στη διάρκεια των χρόνων…
Το
έργο, τέλος, ηχογραφήθηκε το 1980 από την Κρατική Ελληνική Ραδιοφωνία.
Στη
ραδιοφωνική διασκευή του έργου ακούγονται:
Γεωγλερής Γιώργος, Δουλγεράκης Ντίνος, Κοντογιάννης Δημήτρης, Κόντου Πόπη, Λογοθέτης Ηλίας, Μιχαλόπουλος Γιάννης, Σαμπάχ Νικολαΐδου Σούλι
Συμμετέχουν
ακόμη: Λεζές Μάρκος Λιάνη Νόρα Νικολάου Νανά Νταλιάνης
Κώστας Σμυρναίος Γιάννης Τριφύλλη Βάσια Φύτιζα Δώρα
Το
έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ (Ισοβίτης):
https://isobitis.com/theatro1/?p=532
Ο Δημήτρης Ψαθάς |
Πηγές:
https://www.makthes.gr/oi-diachronikes-komodies-toy-psatha-11676
https://www.philenews.com/politismos/kypros/article/1636780
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο
Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...
-
Ο Ευριπίδης όπως είδαμε στην εκτεταμένη ανάλυση της 24-08-2019 του έργου "Ελένη" ( https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019...
-
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος. Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θ...
-
Η μαντική και τα μαντεία κατείχαν σπουδαία θέση στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Αισχύλος...