ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ.
Απόσπασμα σχετικό με τη δράση των καλικάντζαρων και συμβουλές για την αντιμετώπιση τους από τη Ναυπακτιανή παράδοση:
Τα παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι απ’ τις τρύπες , και χύνουν το νερό και σκορπάν
τ’ αλεύρι , μα σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να σφαλείς τη νύχτα όλα τ’ αγγειά , και σαν πλαγιάζεις να ρίχνεις στη φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει , και δίνουν τότε δρόμο τα παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν , ή να ρίχνεις κανένα κομμάτι πετσί να μυρίζει, και δε ζυγώνουν.
Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι , κουκουλωμένη με το σκέπασμα ως το κεφάλι, κι είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα , και βλέπω στο φως της αθράκας έναν παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα , που σκόρπαγε τη στάχτη. Και τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του , και κείνος τράβαγε και μου την πήρ΄, ο καταραμένος , κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι.
Γι αυτό και η στάχτη η παγανίσια , που μένει όσο κρατούν τα παγανά, είν’ οργισμένη. Και δεν πρέπει στην πλύση να την βάνεις γιατί κόβει τα ρούχα , αλλά να την πετάς μακριά όση μαζεύεις κι όσον καιρό είν’ αυτά , ώσπου να φύγουν πάλε, να παν’ στου Κάτου Κόσμου, στην οργή και στην κατάρα.
Και κει σαν κατέβουν τα παγανά, αρχίζουν να πελεκάν με τα δόντια τους και με τσεκούρια τις τρεις κολόνες που βαστάν τον κόσμο, να τις κρεμίσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Τις πελεκάν μ’ αγώνα όλον το χρόνο, ώσπου αποσταμένοι αφήνουν μια τρίχα μοναχά ν’ ανασάνουν , μα ο Θεός τους δίνει οργή και τους αποκορώνει , και παίρνουν πάλε χόντρο, και γιομίζουν οι κολόνες , και κείνοι απ το πείσμα τους πιάνονται ύστερα και τρώγονται συνατοί τους.
Ναύπακτος
Απόσπασμα σχετικό με τη δράση των καλικάντζαρων και συμβουλές για την αντιμετώπιση τους από τη Ναυπακτιανή παράδοση:
Τα παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι απ’ τις τρύπες , και χύνουν το νερό και σκορπάν
τ’ αλεύρι , μα σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να σφαλείς τη νύχτα όλα τ’ αγγειά , και σαν πλαγιάζεις να ρίχνεις στη φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει , και δίνουν τότε δρόμο τα παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν , ή να ρίχνεις κανένα κομμάτι πετσί να μυρίζει, και δε ζυγώνουν.
Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι , κουκουλωμένη με το σκέπασμα ως το κεφάλι, κι είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα , και βλέπω στο φως της αθράκας έναν παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα , που σκόρπαγε τη στάχτη. Και τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του , και κείνος τράβαγε και μου την πήρ΄, ο καταραμένος , κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι.
Γι αυτό και η στάχτη η παγανίσια , που μένει όσο κρατούν τα παγανά, είν’ οργισμένη. Και δεν πρέπει στην πλύση να την βάνεις γιατί κόβει τα ρούχα , αλλά να την πετάς μακριά όση μαζεύεις κι όσον καιρό είν’ αυτά , ώσπου να φύγουν πάλε, να παν’ στου Κάτου Κόσμου, στην οργή και στην κατάρα.
Και κει σαν κατέβουν τα παγανά, αρχίζουν να πελεκάν με τα δόντια τους και με τσεκούρια τις τρεις κολόνες που βαστάν τον κόσμο, να τις κρεμίσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Τις πελεκάν μ’ αγώνα όλον το χρόνο, ώσπου αποσταμένοι αφήνουν μια τρίχα μοναχά ν’ ανασάνουν , μα ο Θεός τους δίνει οργή και τους αποκορώνει , και παίρνουν πάλε χόντρο, και γιομίζουν οι κολόνες , και κείνοι απ το πείσμα τους πιάνονται ύστερα και τρώγονται συνατοί τους.
Ναύπακτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου