Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...
Ο γάιδαρος είπε στην τίγρη: "Το γρασίδι είναι γαλάζιο."
Η τίγρης απάντησε: "Όχι, το γρασίδι είναι πράσινο."
Η συζήτηση άναψε και οι δύο αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους και να πάνε στο λιοντάρι, τον βασιλιά της ζούγκλας.
Πριν ακόμη φτάσουν στο δάσος, όπου το λιοντάρι καθόταν στον θρόνο του, ο γάιδαρος άρχισε να φωνάζει:
- "Υψηλότατε, είναι αλήθεια ότι το γρασίδι είναι γαλάζιο;"
Το λιοντάρι απάντησε: "Σωστά, το το γρασίδι είναι γαλάζιο."
Ο γάιδαρος έσπευσε και συνέχισε: -"Η τίγρης δεν συμφωνεί μαζί μου και με ενοχλεί, παρακαλώ τιμωρήστε την."
Ο βασιλιάς δήλωσε τότε: "Η τίγρης θα τιμωρηθεί με 5 χρόνια σιωπής."
Ο γάιδαρος πήδηξε χαρούμενος και συνέχισε το διασκελισμό του, χαρούμενος και επαναλαμβάνοντας:
-"Το γρασίδι είναι γαλάζιο"...
Η τίγρης δέχτηκε την τιμωρία της, αλλά πρώτα ρώτησε το λιοντάρι:
-"Η Αυτού Μεγαλειότητά σου, γιατί να με τιμωρήσει; Τελικά το γρασίδι είναι πράσινο."
Το λιοντάρι απάντησε: "Στην πραγματικότητα, το γρασίδι έχει πράσινο χρώμα."
Η τίγρης ρώτησε: -"Γιατί λοιπόν με τιμωρείς;"
Το λιοντάρι απάντησε: "Αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το ερώτημα αν το γρασίδι είναι μπλε ή πράσινο. Η τιμωρία είναι επειδή δεν είναι δυνατόν ένα γενναίο και έξυπνο πλάσμα σαν εσένα να σπαταλάει χρόνο με έναν γάιδαρο, και μετά να έρχεται να με ενοχλεί με αυτή την ερώτηση."
Το χειρότερο χάσιμο χρόνου είναι να μαλώνεις με τον ανόητο και φανατικό που δεν νοιάζεται για την αλήθεια, αλλά μόνο για τη νίκη των πεποιθήσεων και των ψευδαισθήσεων του.
Ποτέ μην ξοδεύεις τον χρόνο σου σε συζητήσεις που δεν έχουν νόημα...
Υπάρχουν άνθρωποι που ανεξάρτητα από το πόσα στοιχεία παρουσιάζουν, αδυνατούν να κατανοήσουν, και άλλοι τυφλώνονται από τον εγωισμό, το μίσος και την αγανάκτηση, και το μόνο πράγμα που θέλουν είναι να είναι σωστοί ακόμα κι αν δεν είναι.
Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Αγαπητοί φίλοι
καλησπέρα σας και χρόνια πολλά! Απόψε θα σας παρουσιάσω μία χριστουγεννιάτικη
παράσταση, εμπνευσμένη από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο: Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη. Το έργο μας
μεταφέρει, πολύ πίσω, στα Χριστούγεννα των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Ο Παπαδιαμάντης έχει
δώσει τα καλύτερα και γεμάτα τρυφερότητα χριστουγεννιάτικα διηγήματα.
Από τα σαράντα
αθηναϊκά διηγήματα το πιο επίκαιρο είναι Τα
Χριστούγεννα του τεμπέλη, που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολιν το 1896. Ο Παπαδιαμάντης ασκούσε τη λογοτεχνία για
βιοπορισμό, έγραφε δικά του διηγήματα, ενώ ακόμη μετέφραζε ξένα διηγήματα και
μυθιστορήματα σε εφημερίδες. Ήταν ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας.
Η υπόθεση:
Παραμονές Χριστουγέννων ήτανε. Κι ο μάστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος απ’ τη γυναίκα του, δαρμένος απ’ τον κουνιάδο του, μαλωμένος με την σπιτονοικοκυρά του, φασκελωμένος απ’ το μικρό του το γιο, κάλλιο τό’ χε να ξεχριστουγεννιάσει στο καπηλειό παρά να γυρίσει πίσω παιδιά και ύστερα, γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά! στο σπιτικό του. Δίχως γαλόπουλο και δίχως πεσκέσια γιορτάρικα.
Δεν ήταν, μονάχα πως, δεν
είχε παράδες. Τεμπέλης ήτανε…! Σαν τον Παλούκα τον Γιάννη. Που, καθώς δεν είχε πώς να μεθύσει και να
γιορτάσει εκείνες τις χρονιάρες μέρες, τρύπωσε στης Κοκκώνας το σπίτι. Εκεί που,
μήτε παπάς θυμιάτιζε, μήτε και άνθρωπος κανείς, κόταγε να περάσει. Κι ως, άλλος
καλικάντζαρος, άρπαζε τους παράδες απ’ τα παιδιά και ύστερα,
γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά!
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
Ψάλτης της χαμοζωής ο Παπαδιαμάντης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στους ηθογράφους, καθώς καλλιέργησε το ηθογραφικό διήγημα περίπου 25 χρόνια. Το έργο του είχε βαθιά κοινωνική διάσταση. Σύμφωνα με το Σαράντο Καργάκο (εφ. Εστία, 2010), παραμένει ο μεγαλύτερος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε φυσικά «απολίτευτος» όχι όμως και «απολίτικος».
Η παράθεση της υπόθεσης είναι αφηγηματική. Η χρήση των τεχνικών της ρεαλιστικής αφήγησης (με ταυτόχρονη αμφισβήτηση των συμβάσεων της) τον εξυπηρέτησε ώστε να ερμηνεύεται η πραγματικότητα ως οικτρά ατελή, ως κόσμος «εκπεπτώκοτα», όπου νοσταλγία και στέρηση, βάσανα και πίστη, σηματοδοτούν μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, η οποία δε θα μπορούσε να αναπαρασταθεί ποτέ ρεαλιστικά. Καθώς μέσα από τη γραφή του Παπαδιαμάντη προσγειώνονται οι ρομαντισμοί, παρουσιάζεται η ζωή της μικρής παραδοσιακής κοινωνίας (σκιαθίτικης). Παρουσιάζεται η φτώχεια, η απομόνωση και η σκληρότητα του σκιαθίτικου χειμώνα. Στο έργο ζωγραφίζονται με ακρίβεια περιστατικά και ανθρώπινοι τύποι της Σκιάθου.
Η γλώσσα που χρησιμοποίησε στο έργο ξεπέρασε κατά πολύ την πόλωση της διγλωσσίας, καθώς ακολούθησε τη Νέα Γραφή. Ο συγγραφέας δεν έκανε το βήμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά χρησιμοποίησε μια καθαρεύουσα προσωπική, ιδιότυπη και ανόμοια, και όχι επηρεασμένη, όπως πιστεύεται από τη γλώσσα της εκκλησίας. Στο παρόν έργο εκτίθεται η αυθεντική γλώσσα του Παπαδιαμάντη.
Ας αφήσουμε όμως τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου και ας δούμε τον πρωταγωνιστή. Αναμφίβολα είναι ένας «εκ πεποιθήσεως τεμπέλης», αρνιέται να δουλέψει, μπεκροπίνει στο καπηλειό με δανεικές και αγύριστες δεκάρες, κολλάει σαν «τσιμπούρι»σε διάφορες παρέες. Έχει όμως οικογένεια και πρέπει να δουλέψει. Η φιλοσοφία του ήταν απλή: «Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ’ όλα η ραστώνη, το δόλτσεφάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών». Καταφέρνει να κοροϊδέψει έναν βαστάζο, που πήγαινε μια γαλοπούλα στο σπίτι ενός νοικοκύρη να την πάει στο δικό του. Όταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης επιζητά τη γαλοπούλα του όλοι οι δικοί του κλείνονται έντρομοι στο σπίτι τους. Το βράδυ που γυρνά να απολαύσει το πλούσιο δείπνο, δεν του ανοίγουν από φόβο.
Ένας σπουδαίος Έλληνας ηθοποιό, ο Γιάννης Αργύρης υποδύεται τον ¨τεμπέλη¨. |
Είναι σκληρό και κοινωνικό διήγημα, διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Είναι και προφητικό: Λίγους μήνες μετά τα Χριστούγεννα του 1896 η χώρα παρασύρθηκε στον τυχοδιωκτικό πόλεμο του 1897. Χωρίς στρατό. Χωρίς προμήθειες. Μέσα σε παχιά λόγια, μεγάλα και ψεύτικα. Χωρίς δουλειά. Η πρώτη πολεμική εξόρμηση της χώρας μετά την ένδοξη Επανάσταση της Ανεξαρτησίας και Απελευθέρωσης. Ο κατά τ’ άλλα συμπαθής «τεμπέλης» διώχνεται από παντού, από τη γειτονιά, την οικογένεια, τη σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι του ζητούν να δουλέψει. Εκείνος όμως χάνεται μέσα στη νύχτα…
Επιτρέψτε μου μια γνώμη εντελώς προσωπική, η εικόνα του «τεμπέλη», και χωρίς να θέλω να επεκταθώ, είναι η εικόνα της χώρας πριν την οικονομική κρίση. Ο Παπαδιαμάντης είναι επίκαιρος. Με μία διαφορά, η χώρα δε χάθηκε μέσα στη νύχτα, όπως ο «τεμπέλης», και παρά τους τυχοδιωκτισμούς, παρέμεινε με πολύ δουλειά και θυσίες, στη φυσική της θέση: στο Δυτικό Κόσμο. Καλές γιορτές…
Ραδιοφωνική θεατρική απόδοση διηγήματος του Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη από τον Δημήτρη Μπαρούνη στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ.
1966 (25 Δεκεμβρίου). "Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη",
του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Αθήνα: ΕΡΑ, Γ΄ Πρόγραμμα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
ραδιοφωνική θεατρική απόδοση:
Δημήτρης Μπουρούνης
σκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος
μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου
Ηθοποιοί της ακρόασης: Νότης
Περγιάλης, Γιάννης Αργύρης, Τάκης Βουλαλάς, Τζόλυ Γαρμπή, Δημήτρης Τσούτσης,
Θάνος Δαδινόπουλος, Θόδωρος Μορίδης Κοσμόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Κώστας Καφάσης,
Νέλη Μαρσέλλου, Αγλαΐα Παγκάλου.
Πηγές:
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Ε. Ζούγρου-Α.
Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
https://enlogois.gr/recitations/aleksandros-papadiamantis-christougenna-tempeli
https://www.thessalonikiguide.gr/event/ta-xristougenna-tou-tempeli-theatro/
https://www.dogma.gr/dialogos/tὰ-christougenna-toῦ-tempeli-ὁ-diachronikὸs-papadiamantis/14021/
www.tokarfi.gr/ta-christougenna-tou-tempeli/
Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους και Χρόνια Πολλά!!!
Η μηχανή Enigma
Η μηχανή Enigma, χρησιμοποιήθηκε στον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο για την αναμετάδοση μυστικών πληροφοριών και σχεδίων μάχης.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 οι Βρετανοί είχαν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν τον κώδικα και αυτό το γεγονός τους επέτρεψε να διαβάζουν τις πληροφορίες που μετέδιδαν οι Γερμανοί μέσω των μηχανών ENIGMA. Αξίζει να αναφερθεί ότι μια τέτοια μηχανή αποκρυπτογράφησε ο Alan Turing. Σύμφωνα με τους ιστορικούς υπολογίζεται ότι η δουλειά του Turing και της ομάδας του, μείωσε τον Β'.Π.Π. κατά δύο έτη και εμμέσως «έσωσαν» εκατομμύρια ανθρώπους από τον θάνατο.
Στις 15.07.1928 η μηχανή Enigma, κωδικοποίησε το πρώτο της μήνυμα, ήταν μια φορητή γραφομηχανή γερμανικής κατασκευής. Η μηχανή αυτή επέτρεπε να υπάρχει ασφάλεια στις επικοινωνίες, μέσα από μια διαδικασία κατά την οποία τα πληκτρολογημένα γράμματα είχαν αντικατασταθεί από ένα κείμενο κρυπτογράφησης που εμφανιζόταν σε φωτιζόμενους λαμπτήρες.
Η κρυπτογράφηση ενός μηνύματος γινόταν συμμετρικά ως προς ένα άλλο σύστημα Enigma το οποίο αναπαρήγαγε το αρχικό μήνυμα. Η ασφάλεια των επικοινωνιών παρεχόταν από τους ρότορες (στροφείς), ένα σύνολο δηλαδή τροχών και μια σειρά καλωδίων, των οποίων η ρύθμιση είχε συμφωνηθεί προηγουμένως.
Πηγή: #recall_memory #hellenicITmuseum #elmp #museum #technologymuseum #todayintechhistory #alanturing #turing #enigma
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΑ (1919-1922)
ΑΡΙΣΤΕΡΑ φωτογραφία η οποία εμφανίζει εύζωνες του ‘’5\42 Συντάγματος Ευζώνων’’ διακρίνονται κατά την διάρκεια επίθεσης κατά των Τούρκων κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922),
ΔΕΞΙΑ φωτογραφία του 1921 όπου διακρίνονται αξ\κοι από το Ελληνικό Επιτελείο μετά την νικηφόρα μάχη στο Αφιόν-Καραχισάρ (Νικόπολις) στην Μικρά Ασία, να επιθεωρούν, και να εξετάζουν Τούρκους αιχμαλώτους.
Πηγή ιστορικός συλλέκτης Βέροιας
Ηπειρώτικα Χριστουγεννιάτικα έθιμα. Γράφει ο φιλόλογος Πέτρος Μυλωνάς
Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα άρχιζε από το καλοκαίρι.
Για κάθε φαμίλια του χωριού αρχές Αυγούστου γινόταν πράξη η «παροιμία»: «Αγόρασε γουρούνι στο σακί» αφού δεν ήξερε αν θα βγει καλό, αν θα βάλει βάρος, μην πάνε τζάμπα τα λεφτά, τα κολοκύθια και το τυρόγαλο. 15 του Νοέμβρη άρχιζε η σαρακοστή για τα Χριστούγεννα και οι φαντασιώσεις της ζεστής τσιγαρίδας μας βοηθούσανε ν’ αντέξουμε την τυραννία της φασολάδας και της γιαχνί πατάτας. -Βολευτείτε με τα «μπόλια» της Παναγίας και κάν’ τε όρεξη για τις τσιγαρίδες μας έλεγαν.
Σφάξιμο γουρουνιού στην Ήπειρο |
Καλομπόκι, στάρι, φασόλια, ρεβύθια βρασμένα με ζάχαρη ήταν το ιερό και απαραβίαστο «μενού» της μέρας για να εξασφαλίσει η χάρη Της την αφθονία των καρπών και την επόμενη χρονιά.
Γύρω στις 4 Δεκέμβρη, της Αγίας Βαρβάρας άρχιζαν οι «έγκυρες» μετεωρολογικές προβλέψεις:
Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη :
- Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,
γιατί Αη Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
-Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά, που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα βγαίναμε να κόψουμε «σκόπια» (ραβδιά) κρανίσια, όπλο πολύτιμο για τα σκυλιά στο γύρο του χωριού για τα κάλαντα.
Παραμονή Χριστουγέννων από το χάραμα στους δρόμους να λέμε τα κάλαντα για κανένα ξερό λουκουμάκι και λίγα κέρματα.
Το «θησαυροφυλάκιο» ήταν συνήθως ένα κουτί από λουκούμια με μια τρύπα στο πάνω μέρος και με μια χριστουγεννιάτικη κάρτα κολλημένη μπροστά. Στο δρόμο συχνά κουνούσαμε το κουτί για να υπολογίσουμε το μερτικό μας. Όλα έπρεπε να τελειώσουν ως τις 11 γιατί μετά σειρά είχε το σφάξιμο του γουρουνιού που ήταν ιεροτελεστία, ανδραγάθημα για τον σφάχτη και μαρτύριο για τις νοικοκυρές.
Παλιότερα το χτυπούσανε στο κεφάλι με τη βαριά και όταν έπεφτε κάτω το σφάζανε και το ξαπλώνανε για να το γδάρουν Το λιανίζανε σε μεγάλα κομμάτια και το κρεμούσανε για να στραγγίξει. Η επεξεργασία συνεχιζόταν μέχρι να μπουν όλα σε τάξη: Να πλυθούν και να γυριστούν τα άντερα για να γίνουν τα παραδοσιακά χειροποίητα λουκάνικα που τα γεμίζανε με ρύζι, συκωτάκια και λαχανικά, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια για να γίνουν πατσάς. Τα πιο παλιά χρόνια και ιδίως όταν το γουρούνι ήταν μεγάλο, από το τομάρι του έκαναν τα γουρουνοτσάρουχα. Όλα έπρεπε να τελειώσουν πριν το απόγευμα μην μας προλάβουν τα παγανά που καταφτάνανε την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως διηγούνταν οι γεροντότεροι και παραμένανε για όλο το δωδεκαήμερο, ως τα Φώτα.
Τις μέρες αυτές οι γυναίκες δεν πλένανε ούτε αφήνανε ρούχα έξω το βράδυ για να μην τα πάρουν τα παγανά. Βάζανε δώδεκα αδράχτια στη γωνιά, στο τζάκι, ένα για κάθε μέρα του δωδεκαήμερου για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι και μαγαρίσουν το λάδι ή το ψωμί. Η στάχτη από όλες αυτές τις μέρες μαζευόταν στην άκρη του τζακιού και την ημέρα των "Φώτων" τη ρίχνανε στις ρίζες των δένδρων του κήπου, ή τη σκορπίζανε στα χωράφια για να καρποφορήσουν.
Μαζεύανε τα αυγά από τις φωλιές γιατί οι καλικάντζαροι τα καταπίνανε ακέραια, με τα τσόφλια. Σκεπάζανε τον μπουχαρή (καπνοδόχο) με ένα κόσκινο ή το κρεμούσανε έξω από την πόρτα. Οι καλικάντζαροι, κουτοί και περίεργοι, μετρούσαν τις τρύπες του κόσκινου και χωρίς να το καταλάβουν ξημέρωνε, οπότε τρέχαν να κρυφτούν σε δάση και σπηλιές. Το βράδυ γινόταν το πάντρεμα της φωτιάς.
Ο μεγαλύτερος συνήθως της οικογένειας έφερνε μια κλάρα από πουρνάρι και την έκαιγε στη φλόγα της φωτιάς και καθώς καιγότανε τα φύλλα έλεγε την ευχή: «αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί» συμπυκνώνοντας με τη λακωνική αυτή ευχή τους καημούς και τις επιθυμίες κάθε σπιτικού. Το βράδυ των Χριστουγέννων περνούσε με ιστορίες γύρω από το τζάκι, κανένα ψητό κυδώνι ή καμιά ψητή πατάτα στη θράκα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις τσιγαρίδες για την επόμενη μέρα, τηγανίτες με μέλι ή καμιά καρυδόπιτα.
Το πρωί όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία, αν είχε καλό καιρό και μετά στο βακούφικο καφενείο για κεράσματα από τους Χρηστάδες και για αγορά πρωτοχρονιάτικου λαχείου από τους λαχειοπώλες του χωριού. Στο μεσημεριανό τραπέζι που μοσχοβόλαγε από τις τσιγαρίδες και από το χοιρινό στα κάρβουνα του τζακιού συνήθως υπήρχανε πατάτες, τουρσί, τυρί και εκείνη τη μέρα κρασί ή τσίπουρο. Οι ενδιάμεσες μέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ήταν για μας τα παιδιά, μέρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Αγαπημένη ασχολία οι παγίδες με πλάκα για τα πουλιά (τσιόπνες) και τα βρόχια θηλιές από τρίχες αλογοουράς τοποθετημένες σε ξύλινη βέργα που τη στερεώναμε σε δέντρο με κισσό και πλούσιους καρπούς (λιλίτσια). Πηγαίναμε το πρωί να ταΐσουμε με ψωμάκι τις τσιόπνες, να τις στήσουμε καλά, μόνο που αντί για πουλί καμιά φορά βρίσκαμε κανένα ποντίκι (αρουραίο) κάτω από την πλάκα. Μετά σειρά είχαν τα βρόχια να δούμε μήπως κάποιο κοτσύφι είχε πιαστεί στη θηλιά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εμείς τα παιδιά ξανά στο ρόλο του αγγελιαφόρου για τη μεγάλη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Το μόνο που άλλαζε ήταν η κάρτα στο κουτί με τα λουκούμια και τη θέση της εικόνας με τη φάτνη και της γέννηση έπαιρνε ο Αη Βασίλης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς γινότανε το «τάισμα» της βρύσης.
Κάποια γυναίκα του χωριού από την παραμονή το βράδυ ή χαράματα Πρωτοχρονιάς, άλειφε τη βρύση του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στα σπίτια του χωριού τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι η ζωή τους. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση για νερό, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Πολλές νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς φτιάχνανε για τα παιδιά την παραδοσιακή μπουκουβάλα. Το όνομά της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες με ζάχαρη στο τηγάνι με ζεστό λάδι ή βούτυρο.
Με την αλλαγή του χρόνου τρέχαμε να ξυπνήσουμε τον πάππο και τη βάβω μας για να τους πούμε καλή χρονιά μήπως φιλοτιμηθούν κι ανοίξουν το σφιχτοδεμένο μαντίλι με το κομπόδεμα και μας πληρώσουν τα συχαρίκια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι περισσότεροι άντρες ήταν στο καφενείο ή μαζεύονταν σε σπίτια για το παραδοσιακό "τριανταένα" ή το "στούκι" (εικοσιένα). Συνήθως ξεκινούσαν με μικροποσά και τις μεταμεσονύχτιες ώρες τα πονταρίσματα αγρίευαν. Λίγοι απ’ αυτούς ήταν την άλλη μέρα στην εκκλησία και την αγορά του Καζαμία αναλάμβανε η κυρά τους.
Μετά τα κεράσματα στο καφενείο από τους Βασίληδες αυτή τη φορά, επιστροφή στο σπίτι. Κάποιοι σπάζανε στις πλάκες της αυλής ένα ρόδι για το καλό.
Μεγάλη σημασία δίνανε οι παλιότεροι στο ποιος θα σου κάνει ποδαρικό την Πρωτοχρονιά. Δεν έπρεπε να είναι κανένας μαγκούφης ή γρουσούζης γιατί θα πήγαινε στραβά όλη η χρονιά. Για Βασιλόπιτα συνήθως οι νοικοκυρές φτιάχνανε μια παραδοσιακή πίτα: μακαρονόπιτα ή κοτόπιτα και βάζανε μέσα ένα φλουρί. Κάπως έτσι χαρούμενα και ξένοιαστα φτάναμε ως του Σταυρού, παραμονή των Φώτων που περιμέναμε τον παπά με το κατσαρολάκι, τον σταυρό και το βασιλικό να αγιάσει το σπίτι, τα ζωντανά, τα υποστατικά και τα χωράφια για να έχουν ευλογία και τύχη όλη τη χρονιά. Στη θέα του, πιστεύανε οι παλιότεροι, οι καλικάντζαροι γινότανε «μπουχός» λέγοντας το τραγουδάκι: «φεύγετε να φύγουμε κι έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».
Την άλλη μέρα των Φώτων όλες οι γυναίκες του χωριού πηγαίνανε στην εκκλησία για να πάρουν τον αγιασμό σε γυάλινο μπουκαλάκι που τον φυλάγανε στο εικονοστάσι σαν γιατρικό για όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Κάπως έτσι τέλειωνε η περίοδος των γιορτών για όσους δεν είχαν Γιάννη στο σπίτι τους και η ζωή ξανάμπαινε στη ρουτίνα της καθημερινής βιοπάλης.
Πηγή: Μικρό Φιλολογικό Ιστολόγιο.
Θείος Βάνιας, του Αντών Τσέχωφ. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας
παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θείο Βάνια, του ρώσου θεατρικού
συγγραφέα Αντών Τσέχοφ. Ταυτόχρονα η
παρουσίαση αυτού του έργου, θα αποτελέσει και την πρώτη μου αναμέτρηση με την
τσεχωφική δημιουργία.
Καταρχήν έχουμε να κάνουμε με έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς όχι
μόνο του ρωσικού, αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Γεννημένος στο Τάγκαρογκ της
νότιας Ρωσίας, πέθανε σε ηλικία 44 ετών, θα χαρακτηριστεί ως ¨άνθρωπος-εξαίρεση
στον κανόνα¨. Ο Τσέχωφ κατατάσσεται ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της
ρωσικής λογοτεχνίας, πλάι στους Γκογκόλ, Τουργκάνιεφ και Τολστόι. Συνδιαμορφωτής
μαζί με τον Ερρίκο Ίψεν και τον Αύγουστο Στρίμπεργκ της πρώιμης περιόδου του
μοντερνισμού στο θέατρο. Ο Τσέχωφ ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα,
έγραψε πολλά διηγήματα, καθώς και έργα σταθμούς όπως Ο Βυσσινόκηπος (1904), Ο
Γλάρος (1895), Τρεις Αδερφές (1901)
και Θείος Βάνιας (1899). Οι πόρτες
των μεγαλύτερων θεάτρων της αυτοκρατορίας είχαν ανοίξει διάπλατα γι’ αυτόν.
Ο ρώσος λογοτέχνης, σε γενικές γραμμές,
στηλιτεύει το σύγχρονο τρόπο ζωής στη Ρωσία των τελών του 19ου
αιώνα, καθρεφτίζει το απελπιστικό βάλτωμα της Ρωσίας, που συνθλίβονταν από την
αυταρχικότητα του Αλέξαδρου ΄Γ. Το φυσικό στοιχείο των ηρώων του έργου του ήταν
η σκιερή ατμόσφαιρα, η αντίθεση του ιδεώδους και της πραγματικότητας που
οδηγούσε τους ήρωες στην απάθεια ή τις στείρες ελπίδες. Στόχος της κριτικής του και πηγή έμπνευσης των θεατρικών του έργων,
ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Τα πρόσωπα όμως των έργων του, προέρχονται από
όλο το επαρχιώτικο φάσμα της ρωσικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει με
στοργή την άσχημη καθημερινή τους ύπαρξη, καθώς επίσης και τη θλιβερή πλήξη
τους.
Το έργο γράφτηκε το 1896-97, την ίδια περίπου εποχή με το Γλάρο, και έκανε πρεμιέρα το 1899 στο ¨Θέατρο
Τέχνης Μόσχας¨, ένα χρόνο, δηλαδή, μετά
την ίδρυση του θεάτρου. Ναός του ¨Νατουραλιστικού Θεάτρου¨, το ¨Θέατρο Τέχνης
Μόσχας¨ υπήρξε μεγάλος σταθμός στη θεατρική σταδιοδρομία του Τσέχωφ. Ήταν η
εποχή που ιδρύθηκε το ¨Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα¨ και φυλακίσθηκε ο Εμίλ Ζολά,
για το πύρινο άρθρο του Κατηγορώ, που
δημοσιεύθηκε σε ημερήσια εφημερίδα, και αφορούσε τη γνωστή ¨Υπόθεση Ντρέυφους¨.
Πρωταγωνιστής του έργου, ήταν ο Κωνσταντίν
Στανισλόφσκι, στο θέατρο επικράτησε ατμόσφαιρα θλίψης, το έργο δεν
κατανοήθηκε από τον πρωταγωνιστή και παρουσιάστηκε κάτι μισητό, αντί για τη
δακρύβρεχτη, μελαγχολική, συναισθηματική και ελεγειακή ατμόσφαιρα που ασφαλώς
επεδίωκε ο Τσέχωφ. Η πλήξη που αναπαριστούσε ο Τσέχωφ είχε επίγνωση του κενού,
μια γνώση που οδηγεί στην οκνηρία, που μπορεί να είναι ορατή σε κάθε άνθρωπο
κάθε εποχής. Στο ίδιο θέατρο γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Όλγα Κίπνερ, μέλος της ¨Ακαδημίας
Επιστημών¨ και μετέπειτα σύζυγος του. Η Όλγα στην πρεμιέρα του έργου θα
υποδυθεί την Έλενα.
Ο Θείος Βάνιας αποτλλεί μία
αναθεωρημένη εκδοχή ενός έργου που είχε γράψει ο Τσέχωφ οχτώ χρόνια πριν, και
είχε ανεβάσει στη Μόσχα. Σε εκείνη την εκδοχή ο πρωταγωνιστής αυτοκτονεί στο
τέλος, και η Σόνια η ανεψιά του ετοιμάζεται να παντρευτεί το δημοκρατικό ήρωα
του έργου. Στην αναθεωρημένη εκδοχή ο ήρωας καταλαμβάνει το κέντρο των
δραματικών εξελίξεων. Ο Τσέχωφ το χαρακτήρισε ¨σκηνές από τη ζωή στο χωριό σε
τέσσερις πράξεις¨, καθώς είναι δομημένο σε τέσσερις πράξεις.
Ο Βάνιας είχε περιληφθεί δύο
φορές στο ρεπερτόριο του ¨Εθνικού Θεάτρου¨, το 1958 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν
και το 2009 σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Η υπόθεση:
Ο Ιβαν Βοϊνίτσκι,
γνωστός και ως θείος Βάνια, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί σωστά το
οικογενειακό του κτήμα, μαζί με την πολύτιμη βοηθό του, την ανύπαντρη ανιψιά
του Σόνια. Και οι δυο ζουν φτωχικά, στερούνται τα πάντα, χάνουν τη ζωή μέσα από
τα χέρια τους, μόνο και μόνο, για να αυξήσουν τα έσοδα και να τα στείλουν στον
πατέρα της Σόνιας, τον καθηγητή Σερεμπριάκοφ, που τον εκτιμούν και τον σέβονται
για την πνευματική καλλιέργεια και το ελιτίστικο ανάστημά του…
Όταν όμως, ο καθηγητής,
που έχει ξαναπαντρευτεί, έρχεται με την πανέμορφη νεαρή γυναίκα του, την Ελένα,
για να περάσουν λίγες καλοκαιρινές μέρες στο κτήμα, ξαφνικά οι εντυπώσεις
αλλάζουν, οι απόψεις μεταβάλλονται και οι συνειδήσεις αφυπνίζονται. Ο Βάνια
νιώθει απελπισμένος, διότι καταλαβαίνει, εντελώς ξαφνικά, τούτο το καλοκαίρι
ότι θυσίασε όλη του τη ζωή, ότι στερήθηκε τα πάντα, ότι δούλεψε ασταμάτητα σαν
σκλάβος, για να συντηρεί έναν μωροφιλόδοξο. Έναν κενό και ανόητο τύπο, που δεν
αγαπά παρά μονάχα τον εαυτό του.
Την ίδια στιγμή η Ελένα πλήττει θανάσιμα και
χωρίς να το θέλει – αυτό δεν είναι και απόλυτα σίγουρο – ταράζει τα λιμνάζοντα
ύδατα της επαρχίας, αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Κινητοποιεί με την
ομορφιά, τη φρεσκάδα και την αδιαφορία της όλο τον ανδρικό πληθυσμό του
αγροκτήματος και ιδιαίτερα γοητεύει τον γιατρό Αστρόφ, με τον οποίο η Σόνια
είναι κρυφά ερωτευμένη.
Οι χαρακτήρες αρχίζουν να διαγράφονται
καθαρά, σιγά σιγά όμως, έτσι καθώς βγαίνουν νωθρές, νωχελικές ,αργοκίνητες και
κουρασμένες από το τέλμα της ρωσικής επαρχίας.
Επιπλέον
στοιχεία για το έργο:
Καταρχήν έχουμε να
κάνουμε με το πιο «τσεχωφικό» δράμα του κορυφαίου ρώσου συγγραφέα. Το έργο
συμπυκνώνει εκρηκτικά το υπαρξιακό αδιέξοδο του φαινομένου που λέγεται
¨άνθρωποι μέσα στο χώρο και στο χρόνο¨. Το έργο ισορροπεί ανάμεσα στην
αστάθμητη μελαγχολία και την υπονομευτικά ειρωνική θεώρηση.
Στην αδιασάλευτη
επαρχιακή ζωή της Ρωσίας του 19ου αιώνα τίποτα δε συνέβαινε, όλα
κυλούσαν αργά, όλα ήταν πνιγηρά. Μια καθημερινότητα μόχθου δεν άφηνε περιθώρια
χώρου. Όλα υποταγμένα στην ανθρώπινη μοίρα. Αποδεκτή χωρίς αντίδραση. Οι φτωχοί
δικαιούνταν μόνο να πνίγουν στη βότκα τη μιζέρια τους. Η εισβολή του
διαφορετικού είναι εφήμερη, στρέφει όλα τα βλέμματα πάνω του, η ζωή αρχίζει να
αποκτά νόημα. Το παρελθόν είναι ακόμη πιο αδιάφορο και ειδεχθές.
Ο θίασος των ηθοποιών
είναι ο μικρότερος αριθμητικά από οποιονδήποτε άλλο έργο του Τσέχωφ. Η δράση
τους δε στηρίζεται σε συνταρακτικά γεγονότα, οι συγκινησιακές εξάρσεις
απουσιάζουν, αλλά μέσα από τις χαμηλόφωνες κουβέντες των απλών αυτών προσώπων
εκφράζονται εσωτερικές συγκρούσεις και αναδύονται απρόβλεπτες όψεις της ζωής
που τους αποδεσμεύουν από παγιωμένα σχήματα και τους οδηγούν στη
συνειδητοποίηση μιας κατάστασης.
Οι ήρωες είναι
εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα της επαρχιώτικης ζωής, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Η
προοπτική και η πιθανότητα μιας καινούριας ζωής, σε αντίθεση με το Βυσσινόκηπο στο Θείο Βάνια διαφαίνεται ανέφικτη. Μικροί και γνήσιοι ήρωες
φλερτάρουν με τα όρια τους και ο έρωτας γι’ αυτούς είναι ιδανικό παυσίπονο
ευτυχίας. Αναζητούν την ελπίδα που θα νικήσει την καθημερινή φθορά τους. Είναι
πρωταγωνιστές στο διαχρονικό τσίρκο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας.
Η Ρίτα Μουσούρη |
Ο Τσέχωφ περιγραφεί με
λεπταίσθητη συμπόνια και διακριτική ειρωνεία τα δραματικά όσο και κωμικά
αδιέξοδα που προκαλούν στην ανθρώπινη ζωή η προσκόλληση σε αναμνήσεις και
χίμαιρες, η έλλειψη κατανόησης του άλλου, οι μικροανταγωνισμοί, η αυταρέσκεια ή
ακόμα η μοιρολατρία και η αδράνεια. Οι ήρωες πιστεύουν ότι θα υπάρξει
δικαιοσύνη για τους εξόριστους της ζωής (όσους δε χάρηκαν, δεν αγαπήθηκαν και
όσους μόχθησαν). Ζουν υποταγμένοι στη μοίρα, χωρίς ελπίδα, πιστεύουν σε ένα
καλύτερο αύριο πολύ απόμακρο και σε ένα θάνατο που θα τους απαλλάξει από τα
προβλήματα. Το μέλλον στο Θείο Βάνια δε φαντάζει καθόλου
ελπιδοφόρο. Οι ήρωες του έργου μιλούν για το παρελθόν και τροφοδοτούν τα
γεγονότα που τους ενδιαφέρουν σε παρελθόντα χρόνο.
Στόχος της κριτικής και
πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου έργου ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Ο
θεατής βλέπει ένα λεπτό ποιητικό ρεαλισμό για την καθημερινή ζωή της
συμβιβασμένης ανώτερης τάξης, που ήταν ρηξικέλευθος για την εποχή του. Όλοι στο
έργο ζουν την τελευταία τους ευκαιρία και τη χάνουν, υπάρχει η αίσθηση του
¨τώρα¨ ή ¨ποτέ¨, έργο με τρομαχτικές αναλογίες στην εποχή μας.
Η δραματική σύγκρουση στον Τσέχωφ δεν αφορά,
θα λέγαμε, εξωτερικές διεργασίες ούτε σχετίζεται με ευρύτερες πολιτικές ή
κοινωνικές αλλαγές, αλλά εδράζεται στις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων,
στις αδυναμίες τους και στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους. Η λειτουργία της
σύγκρουσης στο δράμα τεμαχίζεται στον κάθε χαρακτήρα, και αποδεικνύεται υποδόρια
και εκφυλιστική. Δεν εξαντλείται στην ένταση της στιγμής ούτε και καταφέρνει να
φέρει την ανατροπή όταν οδηγείται σε μια τύπις κορύφωση (την απόπειρα του Βάνια
να σκοτώσει τον καθηγητή). Αντιθέτως το ξέσπασμα του ήρωα είναι αυτό που θα
σηματοδοτήσει την επιστροφή στη συνήθεια και μαζί στη φθορά,
Ο Σπύρος Καλογήρου |
Ενδιαφέρον παρουσιάζει
και το τραγικοκωμικό στο τσεχωφικό σύμπαν. Το έργο δεν έχει να κάνει με
ευρήματα, αλλοκοτιές για την αλλοκοτιά, αλλά με εγγεγραμμένα στο σώμα
μικροκουσούρια, με μια αυτοσαρκαστική διάθεση, και την αντίστιξη που
δημιουργείται από διάφορες εμμονές του κάθε προσώπου, εμμονές που φτιάχνουν
όλες μαζί μια μουσική συμφωνία, για την απεγνωσμένη αναζήτηση της αγάπης που
μπορεί να σκοντάφτει σε κάτι πολύ γήινο… όπως μια βροχερή μέρα. Ο Θείος Βάνιας παρουσιάζει στοιχεία
φαιδρότατα, ο σκηνοθέτης όμως πρέπει να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις του
αστεϊσμού.
Ο ¨Θείος Βάνιας¨
παραμένει ένας μεγάλος ρόλος του κλασικού ρεπερτορίου. Παρόλαυτα παραμένει ένας
άνθρωπος που δεν ανέπτυξε τις ικανότητες του, το ταλέντο του, ήθελε να κάνει
πολλά πράγματα αλλά εγκλωβίστηκε, κάπου τον κρατάει η ζωή, φτάνει κοντά στα
πενήντα και ζει τη ζωή του χωρίς να τη ζήσει.
Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται Έλλη Ξανθάκη, Νίκος Χατζίσκος, Νίκος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νέζος, Σπύρος Καλογήρου, Πόπη Παπαδάκη, Τιτίκα Νικηφοράκη, Ρίτα Μουσούρη, Κώστας Παπαγεωργίου
Σκηνοθεσία Νίκος Πράπας
Ο Νίκος Χατζίσκος |
Πηγές:
https://www.n-t.gr/el/news/?nid=33617
3/5
www.periou.gr/ανθούλα-δανιήλ-άντον-τσέχωφ-ο-θείος-β/
www.enet.gr/?i=news.el.article&id=108852
https://vasilakou.theater/project/θείος-βάνιας/
https://www.elculture.gr/blog/article/ο-θείος-βάνιας-της-μαρίας-μαγκανάρη-η-δ%/
https://www.lifo.gr/culture/theatro/o-theios-banias-toy-giorgoy-kimoyli-boytaei-sta-riha
https://www.mytheatro.gr/o-thios-vania-tou-anton-tsechof-fotografies-tis-parastasis/
https://thanpan.org/2015/02/15/σκέψεις-για-την-παράσταση-ο-θείος-βάνι/
animusanimus.blogspot.com/2008/02/blog-post.html
Αντιγόνη
Βλαβιανού κ.α., Ιστορία της Ευρωπαϊκής
Λογοτεχνίας Τ.’Β, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Κακοποίηση παιδιών των αστυνομικών. Τάκης Θεοδωρόπουλος
Σε πείσµα με το στερεότυπο της αριστερής άνοιας, που πιστεύει ότι ο ρατσισμός έχει πολιτικές ρίζες, για να απαλλάξει εαυτήν από το άγος, ο ρατσισμός είναι ψυχικό φαινόμενο. Και γίνεται ένα επικίνδυνο ψυχικό φαινόμενο όταν έχει ως θύματα ανήλικα παιδιά. Διότι αυτό που συνέβη είναι ψυχολογικός βιασμός ανήλικων παιδιών, τα οποία κάποιοι τα απέκλεισαν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Δεν θα επιχειρηματολογήσω υπέρ των αστυνομικών. Δεν το χρειάζονται. Μπορεί ορισμένες κοινωνικές ομάδες να προσπαθούν να τους απαξιώσουν, όμως η δημοκρατία μας, στον βαθμό που δεν έχει αποβλακωθεί, τους θεωρεί βασικούς λειτουργούς της. Το θέμα είναι ότι μια ομάδα ηθοποιών, που ελπίζω να μη σιτίζονται από το δημόσιο ταμείο, κακοποίησε ανενδοίαστα παιδιά. Για ποιον λόγο; Για να ξεχωρίσουν από τον χυλό στον οποίο βράζουν; Αυτοί οι άνθρωποι φέρουν βαριά ψυχολογικά τραύματα. Ένα χοντροκομμένο παράδειγμα της μετάλλαξης της Αριστεράς από πολιτική στάση σε ψυχολογικό σύνδρομο. Δεν ξέρω αν ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη η κοπέλα που ζητούσε πέρυσι από τα ΜΑΤ να τη δείρουν στο ΑΠΘ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτήν δεν εισακούστηκε. Προφανώς δεν τους το συγχώρησε ποτέ.
Χριστουγεννιάτικη νύχτα. Γρηγορίου Ξενόπουλου. Διήγημα
— Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.
Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;
— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.
Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Έριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…
Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν.,. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός !… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…
Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφέκια από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι τής κουλούρας πού έτυχε να κράτη. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου !» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σού το κόψω.» Και τής έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι” άρχισε να το ψάχνει. “Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι πού έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν τού φτωχού»… Μα κανένας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε ή γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομμάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και τού χρόνου !»
Ναι, ναι, είπε «και τού χρόνου». “Όλοι είπαν «και τού χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο τού πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !
Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περσινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, πού τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. ’Ήταν όλο πανικά : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μαρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νοματοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»
Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προικιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή, ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.
Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν ή αιτία πού λογόφερναν τώρα καθεμέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια τών γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χώνεψη τη νέα, πού σαν κλήρο νάμα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και τής περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα τής πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.
« — Δός τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα τα πανιά. Τί τα φυλάς ; Να πάρουμε όβολα, νάν τα βάλουμε στην Τράπεζα με ταλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κανε τούς τόκους πού χάνουμε ;
«—”Ας τα κει ! της απαντούσε ή νύφη τη; πεισματικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… “Εγνοια σου και ξέρω εγώ.
«— Δός τα !
«— Έ, μά σκάσε !»
Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα τής παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, άν ήταν άλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλουρά και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πόνεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά γιά τα πανικά!
ΗΤΑΝ αργά πιά.
Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα- γρήγορα. Κι’ ή γριά-’Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.
— Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακομοίρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλούρες στη γειτονιά… ‘Ας μην ακούσουνε κάνε τα σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…
— Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.
Κι’ ή γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως τής λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι τής Παρθένας, τούς είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.
Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γαρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τούς υποσχέθηκε η γριά πώς του χρόνου, — ώ, χωρίς άλλο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.
— Νά σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πώς ; Το κορέττο θαχη περάσει…Κοιμηθητε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθητε, γειά σας !…
Κι από μέσα της ψιθύρισε :
« – Θέ μου ! τί δυστυχισμένοι που είμαστε οι άνθρώποι !…»
Τά μικρά, τα δίδυμα άγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυμούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα τής μάννας της και τής νόνας.
Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγελικά τούς είπε πώς τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια τής γειτονιάς, κι’ όλης τής χώρας, θάρχινούσε η τελετή τής κουλούρας.
Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!
— Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε ή πεθερά.
— Όχι, στου Κατσή ! είπε ή νύφη.
— Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.
— Στου Κατσή σου λέω !
— Δεν ειξέρεις τί λες…
— Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !
Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.
— Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.
Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τομολογήση.
— Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορτάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θά στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !
— Ού ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Νά, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…
— Ακου, πού σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διάφορο…
— Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα πού ξημερώνει!… Μα τί, τί; Τό μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πώς θά σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι ; Μ’ έφαγες για δαύτονε !
— Ναι, να σέ χαρώ!… Μερτικό θά μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τσή μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.
— Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…
— Βρίζε τώρα, βρίζε!… Άγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λές «μέραπού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι γιά τη γλώσσα σου και για την κακία σου!..
Η ΝΕΑ Σταμούλαινα ήταν έτοιμη νάπαντήση σ’αύτά κάτι φοβερό, μά δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβοΰϊξε τόσο δυνατά πού τίς τρόμαξε.
— Νά χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε ή γριά. Σπαβεντάρησα!
Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.
Σ’ αύτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κοντινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, πού τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.
— Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.
— Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.
Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πικρό στόμα ή γριά. Μα είναι και ταλλα…
— Για τα πανιά πάλε θά μου πής ; θύμωσεηή νέα. Μάννα, θά με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !
’Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά τής άποκρίθηκε:
— Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !
Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.
Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, πού γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτηράκι βεντέα —εβίβα ! καλά Χριστούγεννα ! και του χρόνου !… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.
Τό τραγούδι έκοψε τόν καυγά.
Μα σέ λίγο κόπηκε και το τραγούδι…
Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :
— Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;
— Είναι του Σταμούλη, αποκρίθηκε ένας άλλος.
— A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τόν καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !
Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι: “Σάφίνω την…”
— Μή! τόν έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…
— Θέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά πού τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι !…»
Τακόυσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε ή μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λιγάκι !…»
Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύνθηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρόμο, στή χώρα, παντού.
Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.
Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.
— Θεέ μου ! ψιθύρισε και τρίτη φορά ή γριά- Αγγέλικα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι…!»
**************
Η μάχη του Μακρυγιάννη.
Η Μάχη του Μακρυγιάννη Η Μάχη του Μακρυγιάννη ήταν σύγκρουση μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ που ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου 1944 τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών.
Το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών βρίσκονταν στην συνοικία Μακρυγιάννη, κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης, η οποία έφερε το όνομα του αγωνιστή της Επαναστάσεως του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη, διότι εκεί βρίσκονταν κάποτε το σπίτι του. Το Σύνταγμα της Χωροφυλακής στεγαζόταν για πολλά χρόνια στον χώρο του παλιού Στρατιωτικού Νοσοκομείου του Μακρυγιάννη. Η Χωροφυλακή στρατώνιζε τις δυνάμεις της σε κτήρια των υπηρεσιών της ή σε κτήρια, τα οποία είχαν επιταχθεί για να καλύψουν τις κτηριακές ανάγκες του Σώματος. Η μάχη
Αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ
O αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ ήταν η κατάληψη της περιοχής του Μακρυγιάννη που οδηγούσε απ’ ευθείας στο κέντρο των Αθηνών και στο στρατηγείο των Βρετανών στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία απέναντι από την σημερινή Βουλή.
Αντικειμενικός σκοπός και άμυνα της Χωροφυλακής
Η αποστολή της Χωροφυλακής ήταν να επιβάλει την τάξη και να εμποδίσουν τον ΕΛΑΣ να εισχωρήσει στο Κέντρο των Αθηνών ευρισκόμενες όμως υπό περιορισμό σε στρατόπεδο, όπως το Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Για την οργάνωση της άμυνας ιδρύθηκαν 7 εξωτερικά φυλάκια ως πρώτη ζώνη άμυνας σε διάφορες οδούς έναντι του στρατοπέδου. Ως δεύτερη ζώνη άμυνας τέθηκε η περίφραξη (μανδρότοιχος) και τρίτη ζώνη άμυνας τα εσωτερικά κτήρια.
Οπλισμός Χωροφυλακής
Ο οπλισμός του Συντάγματος Μακρυγιάννη αποτελούνταν από 289 τυφέκια διαφόρων τύπων, εκ των οποίων τα 265 τυφέκια ήταν ιταλικής κατασκευής τύπου αραβίδας και τα 24 τυφέκια ήταν τύπου Mannlicher-Schönauer, 245 για τα οποία το συνολικό απόθεμα ήταν 11.200 φυσίγγια διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων. Τα 10.500 φυσίγγια ήταν για τα ιταλικά τυφέκια και τα 700 φυσίγγια ήταν για τα MannlicherSchönauer. Υπήρχαν επίσης τρεις ατομικοί όλμοι με απόθεμα τριάντα βλημάτων των 20΄΄ και πέντε προωθητικά βλήματα των 15΄΄, τρία οπλοπολυβόλα Breda με απόθεμα 600 φυσίγγια και 11 οπλοπολυβόλα Sten με απόθεμα 1.650 φυσίγγια. Επίσης είχε 2 πυροβόλα των 37΄΄ (37 χιλιοστών) ευθυτενούς τροχιάς με 400 βλήματα, εκ των οποίων τα 45 ήταν διατρητικά και τα 270 εκρηκτικά και 1 άρμα μάχης παλαιού τύπου με το προσωπικό του, τα οποία ανήκαν στη Σχολή Ευελπίδων. Ο Αρχηγός της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχης Αργύρης Παπαργύρης, προχώρησε στην έκδοση διαταγής με την οποία έθετε όλες τις δυνάμεις της Χωροφυλακής σε κατάσταση επιφυλακής και άμυνας, με καθεστώς πολεμικού συναγερμού. Η Χωροφυλακή και συνολικά οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν μια κρίσιμη, τακτικού χαρακτήρα κατάσταση. Η άμυνα της ελεύθερης περιοχής των Αθηνών στηριζόταν σε δύο οχυρές περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν στα δύο άκρα της επικράτειάς της:
– στο συγκρότημα της Σχολής Χωροφυλακής στο Γουδί,
– στο κτηριακό συγκρότημα του Συντάγματος Μακρυγιάννη.
Το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και ενώ το κέντρο της Αθήνας δεχόταν επίθεση από τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., η επικράτεια στην οποία ασκούνταν η κυβερνητική εξουσία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ήταν αυτή που περικλειόταν από τη νοητή γραμμή που ένωνε τις περιοχές, Λεωφόρο Αλεξάνδρας-Πλατεία Κυριακού-Αχαρνών-Πλατεία Βάθης-Άγιος Κωνσταντίνος-οδός Πειραιώς-Θησείο -περιοχή Μακρυγιάννη-Ζάππειο-Πλατεία Ρηγίλλης-Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας – Μεσογείων-Γουδί-Σχολή Χωροφυλακής-Ερυθρός Σταυρός-Λεωφόρο Κηφισίας- Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα περισσότερα από τα σημεία της νοητής γραμμής ήταν μικρές διάσπαρτες νησίδες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα ήταν απομονωμένες, όπως η Σχολή Χωροφυλακής στη Μακρυγιάννη, η Σχολή Ευελπίδων και οι στρατώνες της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί.
6 – 7 Δεκεμβρίου
Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου εκδηλώνεται μεγάλη επίθεση από το 1ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ. Η πρώτη επίθεση εκδηλώνεται στο 7ο φυλάκιο που ήταν τοποθετημένο σε πολυκατοικία της διασταύρωσης των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Το Αγγλικό πυροβολικό, που βρισκόταν στην Ακρόπολη υποστήριζε την Χωροφυλακή με πυρά πυροβολικού. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ορέστη Μακρή, στέλεχους του ΕΛΑΣ, οι Χωροφύλακες απ’ την πρώτη κιόλας επαφή, διαπιστώσαμε, ότι όχι μόνο δεν αιφνιδιάσαμε τον εχθρό, αλλά αντίθετα τον βρήκαμε να μας περιμένει, καλά οργανωμένος σ’ ολόκληρο σύστημα οχυρών γύρω απ’ τους στρατώνες. Μετά από μάχη που ακολούθησε μεταξύ του 7ου φυλακίου και του ΕΛΑΣ, οι συλληφθέντες αξιωματικοί και χωροφύλακες ανακρίθηκαν και εκτελέστηκαν.
Η 6η Δεκεμβρίου υπήρξε η χειρότερη μέρα για τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατέλαβαν το κτήριο της Ειδικής Ασφάλειας, το κτήριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, το κτήριο της Διοίκησης Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδας και το κτήριο της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, ενώ έθεσαν υπό σφιχτή πολιορκία το κτήριο του Αρχηγείου της Χωροφυλακής, εγκλωβίζοντας σε αυτό και τον Αρχηγό της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχη Παπαργύρη και μέχρι το βράδυ είχαν καταλάβει τα 19 από τα 24 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Το μεσημέρι τα επιτιθέμενα τμήματα του ΕΛΑΣ μετά από μεγάλες απώλειες επιστρέφουν στη γραμμή εξορμήσεως που οριζόταν από τις οδούς Καρυάτιδων – Μισαραλιώτου.
8 – 9 Δεκεμβρίου
Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε τροφοδοσία της φρουράς της Χωροφυλακής σε τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά και μείωση της δύναμής της κατά 100 άνδρες, έπειτα από εντολή των Βρετανών προκειμένου να ενισχυθεί η φρουρά που υπερασπιζόταν το κτήριο του Κοινοβουλίου. Ο ΕΛΑΣ προετοιμάζονταν για την επίθεση της επομένης ημέρας. Προετοίμασε, εκτός από τους 500 άνδρες που μάχονταν εκείνη τη στιγμή στου Μακρυγιάννη, άλλους 200 άνδρες του ΙΙου τάγματος με επικεφαλής το Σαλονικίδη Μήτια, 200 άνδρες από το 3ο τάγμα του Παν. Σαμπλίδη και περίπου 100 Πειραιώτες. Δηλαδή ένα σύνολο περίπου 1000 ανδρών και το ενισχυμένο τάγμα του 6ου συντάγματος της Κορίνθου (Βαζαίος) με άλλους 500 άνδρες, με αρκετά καλό οπλισμό από πολυβόλα, όλμους και 2-3 αντιαρματικά όπλα. Την 9η Δεκεμβρίου το απόγευμα το Σύνταγμα Μακρυγιάννη ενισχύθηκε από δεκαπέντε Βρετανούς αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι ήταν ειδικοί στις ναρκοθετήσεις. Υπό την κάλυψη του Συντάγματος ναρκοθέτησαν τον χώρο του περιβόλου του συγκροτήματος Μακρυγιάννη. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους, αποχώρησαν. Κατά την έφοδο του ΕΛΑΣ στο προαύλιο του στρατοπέδου, απωθήθηκαν απ’ τα πυρά των πολυβόλων κι απ’ τα ναρκοπέδια που είχαν τοποθετηθεί στο εσωτερικό του τοίχου, γύρω – γύρω απ’ το κεντρικό κτίριο. Το τάγμα των Κορινθίων δεν κατάφερε να εισβάλει στο εσωτερικό του στρατοπέδου των Χωροφυλάκων.
10 – 11 Δεκεμβρίου
Την 10η Δεκεμβρίου οι Ελασίτες εξαπέλυσαν ευρεία επίθεση, η οποία απέτυχε μετά την επέμβαση βρετανικών ενισχύσεων. Οι βρετανικές ενισχύσεις αποτελούνταν από τρία άρματα μάχης και δεκαπέντε στρατιώτες. Το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μετά την αποτυχία των επιθέσεών του, αποφάσισε να σταματήσει τις επιθέσεις κατά του Μακρυγιάννη και να υιοθετήσει τη στρατηγική της στενής πολιορκίας. Έτσι ανατίναξαν όλες τις πολυκατοικίες που βρίσκονταν περιμετρικά του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, ώστε να μη χρησιμεύουν για τη κάλυψη των δρομολογίων ενίσχυσης του Συντάγματος και προχώρησαν στη διακοπή τροφοδοσίας νερού.
11 – 18 Δεκεμβρίου
Το πρωί της 13 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ δίνει εντολή να διατηρηθούν οι θέσεις γύρω απ’ τους στρατώνες του Μακρυγιάννη, να ενισχύθεί ο λόφος Φιλοπάππου και να διατηρηθεί κλειστή η λεωφόρος Συγγρού για τους Άγγλους κάνοντας επίσης ανακατανομή των δυνάμεων του
– Το 1ο τάγμα (Νέα Σμύρνη), με δύναμη 300 ανδρών, Θα παραμείνει στη δυτική πλευρά των στρατώνων.
– Το 2ο τάγμα (Καλλιθέας), με δύναμη 400 ανδρών, θα παραμείνουν στη μεσημβρινή πλευρά των στρατώνων.
– Το 3ο τάγμα (Νέα Σφαγεία), με το τάγμα της Κορίνθου, συνολικής δύναμης 500 ανδρών, θα παραμείνουν στην ανατολική περιοχή των στρατώνων, από την οδό Μακρυγιάννη μέχρι και τη λεωφόρο Συγγρού.
– Ένας λόχος από το τάγμα της Κορίνθου, δύναμης 100 ανδρών μεταφέρεται στο λόφο Φιλοπάππου.
Στις 15 Δεκέμβρη, οι χωροφύλακες, που ήταν στο παλιό Α’ Σώμα Στρατού, μαζί με τους έγκλειστους στου Μακρυγιάννη, εκτελούν επίθεση εκτός του στρατοπέδου. Τους συνοδεύουν ελαφρές δυνάμεις Άγγλων με προκάλυψη 15 αρμάτων Σέρμαν, υποστήριξη αεροπλάνων, των όλμων και των πολυβόλων της Ακρόπολης. Επιχειρούν ισχυρή αντεπίθεση από την κεντρική πύλη και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενάντια στο 3ο τάγμα ΕΛΑΣ και τα τμήματα του τάγματος της Κορίνθου, στην ανατολική πλευρά των στρατώνων.
Παρά τις προσπάθειες των ΕΛΑΣιτών όμως, την 18η Δεκεμβρίου η πολιορκία του συγκροτήματος του Συντάγματος Μακρυγιάννη έληξε. Σημαντικό μέρος της δύναμης του Συντάγματος, σε συνεργασία με βρετανικές δυνάμεις, συμμετείχε στην απώθηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ πέρα από τον Αρδηττό και τη Λεωφόρο Συγγρού, έως και την περιοχή του Φαλήρου. Σε αντίστοιχες επιχειρήσεις συμμετείχε και την 19η Δεκεμβρίου, ανακαταλαμβάνοντας τις συνοικίες του Κουκακίου και του Γαμβέττα και απειλώντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην ανατολική πλευρά της Λεωφόρου Συγγρού. Το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη έλαβε μέρος αδιάκοπα σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έως τις αρχές Ιανουαρίου, οπότε και επετεύχθη η πλήρης εκκαθάριση της Αττικής από τον ΕΛΑΣ.
Ευρύτερο Πλαίσιο Αξίζει να σημειωθεί ότι μάχες μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ δόθηκαν και σε άλλες τοποθεσίες όπως:
– Φυλακές Βουλιαγμένης
– Φυλακές Συγγρού
– Φυλακές Αβέρωφ (Λεωφόρος Αλεξάνδρας)
– Αρχηγείο Χωροφυλακής (Οδός Ιουλιανού 36)
– 4ο Τάγμα Μετεκπαιδεύσεως Χωροφυλακής (Γ Σεπτεμβρίου 105, Πλατεία Βικτωρίας)
– Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής Αθηνών (Οδός Νικόδημου, Πλάκα)
– Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος (Άνδρου 16)
– Διοίκηση Χωροφυλακής Αθηνών (Κοδριγκτωνός 2)
– Σχολή Χωροφυλακής (Μεσογείων – Σημερινή Σχολή αξιωματικών Αστυνομίας)
– Εφορία υλικού και μοίρα αυτοκινήτων (Λεωφόρος Βασ. Σοφίας – Ριζάρειος Σχολή)
– Φρουρά Χωροφυλακής Υπουργείο Εσωτερικών (Φιλελλήνων 15)
– Εγκληματολογική υπηρεσία (Πλατεία Μητροπόλεως) Τιμές
Ο Σύνδεσμος Αποστράτων Αστυνομικών Αθηνών οργανώνει κάθε χρόνο εκδηλώσεις για να τιμήσει τους πεσόντες Χωροφύλακες κατά την διάρκεια των μαχών του Δεκεμβρίου. Πηγή Olimpia gr
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του. Κατάφερε να ζήσει απ’ το γράψιμο σε μια εποχή που λογοτέχνες και κ...