Ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής κος Χρήστος Γιανναράς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την προοπτική αναβίωσης μιας ελληνοτουρκικής κρίσης.. Δεν θα συμφωνήσω με τον παραλληλισμό που επιχειρεί ταυτίζοντας την απροθυμία των Ελλήνων να πολεμήσουν στην Κύπρο με τα Ίμια. Ότι συνέβη κάτι ανάλογο και στην κρίση των Ιμίων. Στα Ίμια οι Έλληνες όπως και σήμερα ήταν έτοιμοι να αναμετρηθούν με τους Τούρκους.
Ενδεικτικό (συμβατικό) ορόσημο είναι η περίοδος 1967-1974. Μέχρι τότε, η υπεράσπιση της «πατρίδας», της κρατικής ανεξαρτησίας, της ελληνικής ιδιαιτερότητας (των «παραδόσεων») ήταν κάτι κοινά αυτονόητο. Στη γενική επιστράτευση που κήρυξαν οι Απριλιανοίτο 1974, με αφορμή την πολεμική εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η ανταπόκριση του ελλαδικού πληθυσμού ήταν μουδιασμένη, αλλά αυτονόητα πάγκοινη.
Είκοσι δύο, μόλις, χρόνια μετά, το 1996, με την κρίση στη βραχονησίδα των Υμίων, αποκαλύφθηκε η αλλαγή που είχε ραγδαία συντελεστεί στη νοοτροπία και στον ψυχισμό των Ελλήνων: Ενας πρωθυπουργός της κομματικής χαρτοκοπτικής, κρεμασμένος ολονυχτίς στο τηλέφωνο και εκλιπαρώντας αμερικανική παρέμβαση, χάρισε στους Τούρκους το πρόσχημα να μιλάνε για «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και να συμπεριφέρονται, σε καθημερινή βάση, σαν αφεντικά. Ναι μεν ασελγούν οι Τούρκοι συνεχώς στο Διεθνές Δίκαιο και σε κάθε κώδικα ανθρώπινων δικαιωμάτων, όμως τον βαρβαρικό τους ρόλο τον παίζουν σοβαρά, με πυγμή. Κατακτούν ηγεμονικό ρόλο στη διεθνή σκακιέρα, προμελετημένα και ευφυέστατα, βήμα προς βήμα. Εχουν σοβαρότητα, γιατί είναι έτοιμοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την πατρίδα τους.
Οι Ελληνες είμαστε πιο εκσυγχρονισμένοι, προσαρμοσμένοι στο καινούργιο «παράδειγμα»: στους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης. Εχουμε σιωπηρά αλλά φανερά αποδεχθεί τη συντελεσμένη ενοποίηση μαρξισμού και καπιταλισμού (των δύο όψεων του Ιστορικού Υλισμού) στο αμφίφυλο μάγμα της «προοδευτικής πρωτοπορίας». Σε μια «προοδευτική» συλλογικότητα δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, όλα τα επιλέγει το άτομο, κατά το γούστο του, κάθε ατομική επιλογή είναι νομικά κατοχυρωμένη – προτεραιότητα έχει το άτομο, όχι η κοινωνία των αναγκών, η εγωτική προτίμηση, όχι οι συλλογικές στοχεύσεις.
Για τον «προοδευτικό» ατομοκεντρισμό τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν μας ξεπερνάει ώστε να μας προσδιορίζει συλλογικά – ό,τι είναι και ό,τι κάνει ο καθένας, το επιλέγει: Επιλέγει το φύλο του, τον ή τη σύντροφό του ασχέτως φύλου, τη μόνιμη ή ευκαιριακή πατρίδα του, το να «εκφράζεται» ανεμπόδιστα με βανδαλισμούς και εγκληματικές αυθαιρεσίες, να επιβάλλει την αυθαιρεσία του εγώ βασανίζοντας συνανθρώπους του.
Αυτή η εκτρωματική «ελευθερία» του κτηνώδους «προοδευτικού» ατομοκεντρισμού δεν πολεμιέται. Και, αντίστοιχα, η αγάπη για την πατρίδα, η χαρά των σχέσεων κοινωνίας, ο σεβασμός της διαφοράς, η φιλία, ο έρωτας, δεν διδάσκονται, δεν επιβάλλονται με νουθεσίες και προτροπές. Μόνο γεννιώνται. Στόχος του σχολειού, στόχος της παιδείας, για την ελληνική τουλάχιστον εμπειρία και παράδοση, δεν είναι να «πληροφορήσει» - «ενημερώσει» - «πείσει» για το αξιοσέβαστο και προτιμητέο. Ο στόχος είναι να οδηγηθεί το παιδί («παιδαγωγηθεί») στην εμπειρία της χαράς που δίνει η αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, η συμμετοχή, συμμέθεξη, σύμπραξη, η από κοινού στόχευση σε χαροποιές επιδιώξεις.
Το σχολείο, η κοινότητα ή γειτονιά ή ενορία, η γιορτή, το τραγούδι, ο χορός, οι εθιμικές παραδόσεις, η ιστορική πληροφόρηση, η οικογενειακή οικειότητα, τα θησαυρίσματα της γλώσσας – αυτά όλα γεννάνε την αγάπη για την πατρίδα, χωρίς νοητικές αναλύσεις, διδαχές, ηθικές προστακτικές. Στους αντίποδες της φιλοπατρίας είναι ο διεθνισμός: του προλεταριάτου ή του κεφαλαίου (αποδείχθηκε περίτρανα η κοινή τους ρίζα και οι καρποί πανομοιότυπης απανθρωπίας). Αποδείχθηκε η συμφυΐα και ομοιοκαρπία και στην περίπτωση των υπουργών Παιδείας: Σε τι διέφεραν οι «αριστεροί» υπουργοί (Φίλης, Γαβρόγλου, Αρσένης ή Βερυβάκης) από τους «δεξιούς» της συμπλεγματικής απομίμησης των αριστερών της «προόδου» (Κεραμέως, Γιαννάκου, Σπηλιωτόπουλος ή Αρβανιτόπουλος);
Οπως και σε όλες τις μετα-αποικιακές κοινωνίες, έτσι και στην Ελλάδα, η ανάγκη που ενστικτωδώς αξιολογείται πρωτεύουσα είναι ο διεθνισμός, η απατρία. Γεννάει αυτή την ανάγκη η απαιδευσία, η χρηστική εκδοχή της μάθησης, η βαρβαρική ωφελιμοθηρία και ηδονοθηρία που τη βαφτίσαμε «πρόοδο». Νέμονται τον μεθοδευμένο παλιμβαρβαρισμό, αδίστακτοι, οι εξουσιολάγνοι επαγγελματίες της πολιτικής.
Γελοιοποίησαν τη στρατιωτική θητεία σε βραχύτατη «παρένθεση» στην ανεργία ή στον χαβαλέ, εγκατέλειψαν κάθε στοιχειώδη έγνοια εξοπλισμού της χώρας. Θεωρούμε πια αυτονόητο ότι τον πόλεμο τον αναλαμβάνουν καλοπληρωμένοι μισθοφόροι – ή και άθλια μισθοδοτούμενοι αναγκεμένοι σαν τους αστυφύλακες που καίγονται κάθε βράδυ για το κέφι των κανακάρηδων της πλουτοκρατίας. Τώρα περιμένουμε μοιρολατρικά το όποιο «θερμό επεισόδιο» σκαρφιστεί ο Ερντογάν, για να προσθέσει στις κατακτήσεις του άγνωστο αριθμό νησιών στο πανάρχαια ελληνικό Αιγαίο.
Ο εξευτελιστικός αφελληνισμός μας απαιτεί, να τα αμήχανα αλλά ν γλυκοχαμόγελα τύπου Νίκου Κοτζιά, όταν ξεπούλαγε στο ΝΑΤΟ τη Μακεδονία – συνεπής κατάληξη μιας, εκτρωματικής ιστορικά, πολιτικής χαμέρπειας. Οι άνθρωποι πολεμάνε, όταν θέλουν να μη χάσουν κάτι, που χωρίς αυτό η ζωή τους δεν έχει νόημα. Σήμερα αυτό το «κάτι» είναι μόνο το χρήμα. Γι’ αυτό και οι πόλεμοι μόνο για μισθοφόρους.
Πηγή
Ο αλλοπροσαλλος κ. Γιανναράς μια ετσι μια γιουβέτσι. Εσύ κυριε μου που δεν εισαι διευνιστης βγες και πες ευθεως. Εισαι υπερ της φυλετικής και εθνικής καθαρότητας ναι ή οχι; Γιατι αν εισαι μονο υπερ των παρελασεων και του αναγκαστικου εκκλησιασμου σε δδεν πολεμαται ο διεθνισμός
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρατήστε το γιουβέτσι...
ΑπάντησηΔιαγραφή