Η Δ Σταυροφορία. Η Κωνσταντινούπολη υποτάσσεται στη Βενετία, η οποία συγκροτεί το κράτος της θάλασσας.

Στα  τέλη  του  12ου  αιώνα  η  Βενετία  αποτελούσε  μια  υπολογίσιμη  δύναμη  στον  ευρωπαϊκό  και  μεσογειακό χώρο,  πρωτίστως  χάρη  στην  εμπορική  της  δραστηριότητα  και  τη  ναυτική  της  ισχύ.  Είχε  εδραιώσει  δεσπόζουσα θέση  στην  Αδριατική,  παρότι  συνέχιζε  να  διεξάγει  πολεμικές  επιχειρήσεις  προκειμένου  να  καθυποτάξει περιοχές  όπως  η  Ζάρα,  που  παρέμενε  έξω  από  τη  βενετική  σφαίρα,  ενώ  αντιμετώπιζε  πειρατικές  επιδρομές που  απειλούσαν  το  εμπόριο.



 Οι  σχέσεις  με  την  ανταγωνίστρια  Πίζα  παρέμεναν  τεταμένες  παρότι  η  Βενετία συνήθως  κατόρθωνε  να  κάμψει  τις  απόπειρες  της  Πίζας  να  παρέμβει  στον  χώρο  της  Αδριατικής.  Η  κύρια διαμάχη  με  την  Πίζα  αφορούσε  στη  σχέση  με  το  Βυζάντιο.  Η  Πίζα  επιδίωκε  να  αντικαταστήσει  τους  Βενετούς ως  προστάτιδα  του  Βυζαντίου,  ωστόσο,  παρά  την  ένταση  και  καχυποψία  που  επισκίαζαν  τη  σχέση  με  τους Βυζαντινούς,  οι  Βενετοί  υπό  την  ηγεσία  του  δόγη  Enrico  Dandolo  διατηρούσαν  τον  συμμαχικό  ρόλο  τους  και τα  οικονομικά  προνόμια  που  επικυρώθηκαν  με  συμφωνίες  το  1187  και  1198.  Επίσης,  στο  ασταθές  πολιτικό περιβάλλον  της  ιταλικής  χερσονήσου  η  Βενετία  κατόρθωνε  να  επιβάλλει  τους  όρους  της  και  να  εξασφαλίζει επωφελείς συμφωνίες με τους γείτονές της.

Σημείο  σταθμό  για  τη  Βενετία,  τη  Βυζαντινή  Αυτοκρατορία  και  τον  ευρύτερο  χώρο  της  Μεσογείου αποτέλεσε  η  Δ΄  Σταυροφορία  η  οποία  ανέτρεψε  τους  μέχρι  τότε  συσχετισμούς  δυνάμεων.  Όταν  ολοκληρώθηκε  η Σταυροφορία, η Βενετία είχε  μετασχηματιστεί από μια εμπορική δύναμη σε θαλάσσια αυτοκρατορία. Το κάλεσμα για  τη  Σταυροφορία  απηύθυνε  ο  πάπας  Ιννοκέντιος  Γ΄  το  1198,  αφού  το  σταυροφορικό  Βασίλειο  της  Ιερουσαλήμ είχε  κυριευτεί  από  τον  Σαλαντίν  μετά  τη  μάχη  του  Χαττίν  το  1187. 

Από  την  αρχή  και  ενόσω  η  Σταυροφορία βρισκόταν  στη  φάση  του  σχεδιασμού,  η  συμμετοχή  της  Βενετίας  κρίθηκε  ιδιαίτερης  σημασίας  ειδικά  από  τον πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄.  Το  κύριο  βάρος  της  Σταυροφορίας  ανέλαβαν  γάλλοι  ευγενείς  από  την  Καμπανία  και  τη Φλάνδρα,  όπως  ο  κόμης  Thibaut,  ο  κόμης  Λουδοβίκος  του  Blois,  ο  Γοδεφρείδος  Βιλλεαρδουίνος  και  ο  κόμης Βαλδουίνος.  Ενώ  στην  Α΄  Σταυροφορία  είχε  προτιμηθεί  ο  χερσαίος  δρόμος,  κατά  την  Δ΄  Σταυροφορία  προκρίθηκε η  λύση  της  δια  θαλάσσης  μεταφοράς  στους  Αγίους  Τόπους,  όπως  είχε  κάνει  ο  Ριχάρδος  ο  Λεοντόκαρδος  στη Γ΄  Σταυροφορία. 

Οι  γάλλοι  ευγενείς,  οργανώνοντας  για  μία  ακόμα  φορά  την  ανακατάληψη  των  Αγίων  Τόπων, ζήτησαν  τη  βοήθεια  των  Βενετών  με  την  παροχή  πλοίων.  Όπως  έχουμε  ήδη  προαναφέρει,  η  Βενετία  διέθετε έναν  από  τους  ισχυρότερους  στόλους  της  περιόδου,  καθώς  επίσης  ένα  από  τα  μεγαλύτερα  ναυπηγεία  της  εποχής. Έτσι,  το  1201  οι  απεσταλμένοι  των  Σταυροφόρων  με  επικεφαλής  τον  Γοδεφρείδο  Βιλλεαρδουίνο  κατέφτασαν στη  Βενετία  για  να  διαπραγματευτούν  τη  συμβολή  τους  στο  σχεδιαζόμενο  εγχείρημα.

 Η  συμφωνία  με  τους Βενετούς  προέβλεπε  την  παροχή  προμηθειών  και  ενός  ισχυρού  στόλου  για  τη  μεταφορά  περίπου  35.000  ανδρών από  τη  Βενετία  το  καλοκαίρι  του  1202  έναντι  του  χρηματικού  ποσού  των  85.000  ασημένιων  μάρκων.  Οι  Βενετοί θα  συμμετείχαν  στη  Σταυροφορία  με  πενήντα  γαλέρες,  και  τα  λάφυρα  θα  μοιράζονταν  μεταξύ  αυτών  και  των γάλλων  Σταυροφόρων. Με  αφετηρία  τις  διαπραγματεύσεις  μεταξύ  Σταυροφόρων  και  Βενετών  και  με  το  βλέμμα  στην  έκβαση  της  Δ΄ Σταυροφορίας  και  την  κατάλυση  της  Κωνσταντινούπολης  έχει  αναπτυχθεί  μια  πολύπλευρη  ιστορική  συζήτηση και  πλούσια  ιστοριογραφική  παραγωγή,  στην  οποία  δεν  θα  εισέλθουμε,  όπου  αναζητούνται  οι  «ευθύνες»  και τα  αίτια  εκτροπής  της  Σταυροφορίας  από  τον  αρχικό  στόχο  της  προς  την  Κωνσταντινούπολη.  Κεντρική  θέση κατέχει  η  μορφή  του  δόγη  Enrico  Dandolo  και  οι  επιδιώξεις  του  προς  όφελος  της  Βενετίας. 

Η  συνθετότητα και  το  μέγεθος  του  εγχειρήματος  για  το  οποίο  εξασφαλίστηκε  η  συμμετοχή  των  Βενετών  απαιτούσαν  να επιστρατευτούν  σχεδόν  όλοι  οι  πόροι  της  Βενετίας.  Οι  ιστορικοί  εξακολουθούν  να  ερευνούν  κατά  πόσο  οι Σταυροφόροι  στη  διάρκεια  των  διαπραγματεύσεων  υπερτίμησαν  τον  όγκο  του  στρατεύματος  που  μπορούσαν να  συγκεντρώσουν  και  τελικά  βρέθηκαν  χρεωμένοι  στους  Βενετούς,  αναγκαζόμενοι  να  ξεπληρώσουν  το  χρέος με  τρόπους  που  εξυπηρετούσαν  τα  συμφέροντα  των  Βενετών,  καθώς  και  το  αν  ο  δόγης  Enrico  Dandolo  εν γνώσει  του  δεν  απέτρεψε  τους  Σταυροφόρους  από  τα  αβάσιμα  σχέδιά  τους  προκειμένου  να  τους  αναγκάσει  στη συνέχεια  να  συναινέσουν  στις  δικές  του  επιδιώξεις·  είναι  ζητήματα  που  αποτελούν  τη  βάση  για  να  εξυφανθούν διαφορετικές αφηγήσεις της Δ΄ Σταυροφορίας.

Το  καλοκαίρι  του  1202  οι  Βενετοί  είχαν  έτοιμο  για  αναχώρηση  στόλο  περίπου  200  πλοίων,  από  τα  οποία  τα 50  ήταν  πολεμικές  γαλέρες  και  τα  υπόλοιπα  πλοία  μεταφοράς.  Ωστόσο,  δεν  είχαν  ακόμη  λάβει  το  χρηματικό ποσό  που  είχαν  συμφωνήσει  με  τους  εκπροσώπους  των  Σταυροφόρων,  και  το  υπέρογκο  κόστος  βάραινε  μόνο τους ίδιους. Τον Ιούνιο του 1202 χιλιάδες Σταυροφόροι κατέφθαναν στη Βενετία, δεκάδες πλοία και χιλιάδες Βενετοί  ναυτικοί  τούς  περίμεναν.  Ωστόσο,  ήταν  εμφανές  ότι  ο  όγκος  των  Σταυροφόρων  υπολειπόταν  από  τον αρχικό  σχεδιασμό  και  δεν  αντιστοιχούσε  στα  έξοδα  και  την  προετοιμασία  των  Βενετών. 

Οι  Βενετοί  βρίσκονταν ενώπιον  μιας  πρωτοφανούς  οικονομικής  καταστροφής.  Επιπρόσθετα,  η  στρατοπέδευση  στην  πόλη  χιλιάδων ανυπόμονων  και  ετοιμοπόλεμων  πολεμιστών  και  προσκυνητών,  εμφορούμενων  από  σταυροφορικό  ζήλο, ακόμα  και  αν  τους  είχε  παραχωρηθεί  ειδικός  χώρος  στο  νησί  του  San  Nicolò  (σημερινό  Λίντο),  έτεινε  να  λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Κατά  τις  επόμενες  εβδομάδες  η  πίεση  προς  τους  Βενετούς  εντάθηκε.  Παρά  τις  απειλές  οι  Σταυροφόροι  δεν μπορούσαν  να  καταβάλουν  περισσότερο  από  τα  δύο  τρίτα  του  χρέους.

 Το  χρονικό  περιθώριο  στένευε  καθώς η  έλευση  του  χειμώνα  θα  καθιστούσε  αδύνατο  το  ταξίδι  στη  θάλασσα  και  θα  γινόταν  αιτία  να  αναβληθεί  η σταυροφορία  για  την  άνοιξη  του  επόμενου  έτους,  όταν  οι  θαλάσσιοι  δρόμοι  θα  ήταν  πάλι  ασφαλείς.  Μπροστά σε  αυτό  το  αδιέξοδο,  οι  Βενετοί  πρότειναν  τη  σύμπραξη  των  Σταυροφόρων  για  την  κατάληψη  της  πόλης Ζάρα  στις  δαλματικές  ακτές,  που  παρέμενε  εκτός  βενετικής  κυριαρχίας  και  έθετε  εμπόδια  στην  απρόσκοπτη διεξαγωγή  του  εμπορίου.  Επρόκειτο  για  μια  μορφή  συμβιβασμού  όχι  μόνο  ανάμεσα  στους  Βενετούς  και τους  Σταυροφόρους,  αλλά  και  ανάμεσα  στον  δόγη  και  τη  βενετική  κοινότητα,  όπως  αυτή  εκπροσωπούνταν στο  Μεγάλο  Συμβούλιο  το  οποίο  είχε  προγενέστερα  εγκρίνει  την  αρχική  συμφωνία  ανάμεσα  στη  βενετική κυβέρνηση  και  τους  Σταυροφόρους  και  μετά  το  αδιέξοδο  ζητούσε  τη  διάλυση  της  Σταυροφορίας. 

Για  το βενετικό  πολιτικό  σύστημα  το  ζήτημα  της  Σταυροφορίας  έθετε  σε  δοκιμασία  τους  εύθραυστους  πολιτικούς και  θεσμικούς  μετασχηματισμούς  που  έλαβαν  χώρα  από  το  1172  και  τη  σταδιακή  αριστοκρατικοποίηση  που περιόριζε  την  εξουσία  του  δόγη  και  την  κοινοτική  ισχύ.  Η  πρόταση  των  Βενετών  για  κατάληψη  της  Ζάρα,  όπου οι  Σταυροφόροι  θα  μπορούσαν  να  ξεχειμωνιάσουν,  ως  ανταπόδοση  για  τη  μη  πληρωμή  του  πλήρους  χρέους, έγινε  δεκτή.  Αυτή  η  εκτροπή  της  Σταυροφορίας  με  την  επικείμενη  επίθεση  εναντίον  μιας  χριστιανικής  πόλης είχε  καταδικαστεί  από  τους  απεσταλμένους  της  Καθολικής  Εκκλησίας  και  ήγειρε  αντιρρήσεις,  όμως  οι  ηγέτες των  Σταυροφόρων  δεν  μπορούσαν  να  κάνουν  αλλιώς.

 Ο  Enrico  Dandolo,  σε  μια  πανηγυρική  θεία  λειτουργία, έδωσε  τον  σταυροφορικό  όρκο  και  ανέλαβε  την  ηγεσία  της  Σταυροφορίας,  τουλάχιστον  ως  την  κατάληψη  της Ζάρα. Ο  βενετικός  στόλος  απέπλευσε  πανηγυρικά  υπό  την  καθοδήγηση  του  ογδοντάχρονου  Dandolo  τον Οκτώβριο  του  1202,  με  απώτερο  στόχο  τους  Αγίους  Τόπους.  Το  ταξίδι  κατά  μήκος  των  δαλματικών  ακτών αποτελούσε  ευκαιρία  για  τους  Βενετούς  να  επιβεβαιώσουν  την  κυριαρχία  τους  σε  πόλεις  της  περιοχής  όπως η  Τεργέστη.  Φτάνοντας  στη  Ζάρα,  προχώρησαν  εύκολα  στην  κατάληψή  της  και  εγκαταστάθηκαν  για  να  ξεχειμωνιάσουν.  Εκεί  εκδηλώθηκαν  οι  υφέρπουσες  διαφωνίες  και  η  δυσαρέσκεια  μεταξύ  των  συμμετεχόντων στη  Σταυροφορία,  οδηγώντας  σε  συγκρούσεις  που  έθεταν  σε  κίνδυνο  το  εγχείρημα.  Κάποιοι  Σταυροφόροι δυσφόρησαν  με  την  κατάληψη  μιας  χριστιανικής  πόλης  και  την  τιμωρία  του  αφορισμού  από  την  Εκκλησία, όπως αυτή είχε προειδοποιήσει,  ενώ  άλλοι  με  την  πλήρη  παραχώρηση της λείας στους Βενετούς και τον ηγετικό ρόλο  τους. 

Τα  διαφορετικά  συμφέροντα  βενετών  και  γάλλων  Σταυροφόρων  και  οι  αποκλίνουσες  σχέσεις  τους με  τους  ευρωπαίους  ηγεμόνες  και  τον  πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄  επιδείνωναν  τις  προοπτικές  της  Σταυροφορίας. Την  κατάσταση  περιέπλεξε  η  άφιξη  απεσταλμένων  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας,  που  ήταν  ένας  από  τους διεκδικητές  του  αξιώματος  του  αυτοκράτορα  της  Αγίας  Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας.  Ο  Φίλιππος  ζητούσε  από  τους Σταυροφόρους  να  βοηθήσουν  τον  Αλέξιο  Άγγελο  (μετέπειτα  Αλέξιος  Δ΄),  διεκδικητή  του  βυζαντινού  θρόνου.  Ο πατέρας  του  Αλέξιου,  αυτοκράτορας  Ισαάκιος  Β΄,  είχε  ανατραπεί  από  τον  αδελφό  του  Αλέξιο  Γ΄  το  1195. 

Μετά την  εκθρόνιση  του  πατέρα  του  ο  νεαρός  Άγγελος  είχε  καταφύγει  στην  Αυλή  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας  που ήταν  γαμπρός  του  και  σχεδίαζε  την  αποκατάστασή  του  στον  βυζαντινό  θρόνο.  Στη  Ζάρα  οι  απεσταλμένοι  του Φιλίππου  παρουσίασαν  στους  Σταυροφόρους  τις  υποσχέσεις  του  Αλέξιου  να  τους  ανταμείψει  πλουσιοπάροχα αν  τον  βοηθούσαν  να  ανατρέψει  τον  σφετεριστή  θείο  του.  Παρά  τους  αρχικούς  ενδοιασμούς,  οι  γάλλοι  ευγενείς και  οι  Βενετοί  δέχτηκαν  να  αλλάξουν  την  πορεία  της  Σταυροφορίας  προς  την  Κωνσταντινούπολη. 

Τον  Απρίλιο, με  την  έλευση  του  Αλέξιου,  υπό  την  ηγεσία  του  Βονιφάτιου  Μομφερατικού  η  Σταυροφορία  επανεκκίνησε με  νέα  κατεύθυνση.  Ο  νέος  στόχος  της  εκστρατείας  γνωστοποιήθηκε  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων  όταν  είχαν στρατοπεδεύσει στην Κέρκυρα, δημιουργώντας ξανά δυσαρέσκεια για τη νέα εκτροπή. Τον  Ιούνιο  του  1203  ο  σταυροφορικός  στόλος  έφτασε  μπροστά  στα  τείχη  της  Κωνσταντινούπολης.  Αρχικά επιχείρησαν  να  πείσουν  τους  κατοίκους  ότι  ο  Αλέξιος  ήταν  ο  νόμιμος  αυτοκράτορας.  Μετά  την  άρνηση  των κατοίκων  να  αποδεχθούν  τον  Αλέξιο,  οι  Σταυροφόροι  ξεκίνησαν  την  πολιορκία  της  πόλης. 

Οι  οχυρώσεις  δεν στάθηκαν  ικανές  να  αποτρέψουν  τις  πολιορκητικές  τακτικές  των  Βενετών,  οι  οποίοι  κατόρθωσαν  να  διεισδύσουν στην  Κωνσταντινούπολη  αναγκάζοντας  σε  φυγή  τον  Αλέξιο  Γ΄  και  επαναφέροντας  στον  θρόνο  τον  Ισαάκιο με  τον  γιο  του  Αλέξιο  Δ΄.  Με  την  αποκατάστασή  του  στον  θρόνο  ο  Αλέξιος  κατέβαλε  μέρος  της  αποζημίωσης που  είχε  υποσχεθεί  στους  Σταυροφόρους.  Ωστόσο,  οι  συνεχείς  αναβολές  στην  αναχώρηση  για  τους  Αγίους Τόπους  προκαλούσαν  δυσαρέσκεια  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων,  ενώ  η  συνεχιζόμενη  παρουσία  τους  στην Κωνσταντινούπολη  αναμόχλευε  το  αντικαθολικό  αίσθημα  του  πλήθους  και  έφερνε  σε  δεινή  θέση  τον  Αλέξιο Δ΄.  Σε  αυτή  τη  ρευστή  κατάσταση  με  τις  σποραδικές  ταραχές  εναντίον  των  Σταυροφόρων  και  των  χιλιάδων βενετών  και  άλλων  ξένων  εμπόρων  που  ζούσαν  στην  Κωνσταντινούπολη  ο  Αλέξιος  εκθρονίστηκε  και  στη συνέχεια  θανατώθηκε  και  νέος  αυτοκράτορας  ανακηρύχθηκε  ο  Αλέξιος  Ε΄  Μούρτζουφλος.

 Για  τους  Βενετούς η  ανατροπή  του  Αλέξιου  Δ΄  έθετε  σε  κίνδυνο  όχι  μόνο  την  αποπληρωμή  της  αποζημίωσης  που  θεωρούσαν  ότι δικαιούνταν,  αλλά  και  την  εμπορική  θέση  τους  στην  αυτοκρατορία.  Πλέον  για  τα  εμπλεκόμενα  μέρη  η  διεκδίκηση  της  Κωνσταντινούπολης  αποτελούσε  τον  κύριο  στόχο.  Τον  Απρίλιο  του  1204  ξεκίνησε  η  επίθεση  εναντίον  της  Κωνσταντινούπολης  και  ύστερα  από  μια  σύντομη  πολιορκία  η  πόλη  βρέθηκε  στα  χέρια  των  γάλλων και βενετών Σταυροφόρων.

Η  κατάκτηση  της  Κωνσταντινούπολης  συνοδεύτηκε  από  πρωτοφανείς  βιαιότητες  και  λεηλασίες  που απογύμνωσαν  την  πόλη  προκειμένου  να  συγκεντρωθούν  τα  ποσά  που  είχε  υποσχεθεί  ο  Αλέξιος  στους Σταυροφόρους.  Το  μοίρασμα  της  λείας  είχε  ήδη  καθοριστεί  σε  προγενέστερη  της  άλωσης  συνθήκη  μεταξύ Βενετών και  Γάλλων. Στην ίδια  συνθήκη είχε  συμφωνηθεί μια αρχική διαμοίραση των εδαφών της αυτοκρατορίας και  η  πολιτική  αναδιάταξή  της  κατά  τις  επιταγές  των  κατακτητών,  με  την  ίδρυση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας της  Κωνσταντινούπολης  και  την  εκλογή  του  Βαλδουίνου  της  Φλάνδρας  ως  λατίνου  αυτοκράτορα.  Κάτω  από τον  τίτλο  αυτής  της  νέας  πολιτικής  οντότητας  υπέφωσκαν  συγκρουόμενα  συμφέροντα,  αλληλεπικαλυπτόμενες εξουσίες  και  ρευστές  συμμαχίες,  όπως  καταδείκνυαν  οι  διαπραγματεύσεις  και  συγκρούσεις  που  ακολούθησαν.

Η  πτώση  της  Κωνσταντινούπολης  συνιστούσε  μια  μεταβολή  τεραστίων  διαστάσεων  και  από  τη  σκοπιά  των Βενετών  υπονόμευε  το  γνώριμο  πλαίσιο  στο  οποίο  μέχρι  τότε  αυτοί  κινούνταν.  Αν  και  η  νέα  θέση  που  αποκτούσε η  Βενετία σταδιακά θα μεγιστοποιούσε την ισχύ της στον μεσογειακό χώρο, στα πρώτα στάδια μετά τη δημιουργία της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας  της  Κωνσταντινούπολης  τόσο  ο  Enrico  Dandolo  ως  υπεύθυνος  των  βενετών Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  όσο  και  οι  ιθύνοντες  στη  Βενετία  επιδίωκαν  τη  σταθερότητα  στις  νέες συνθήκες. 

Κατά  τις  διαπραγματεύσεις  για  τη  διαμοίραση  του  Βυζαντίου  η  Βενετία  λάμβανε  ένα  σημαντικό μερίδιο  στα  εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  στη  Ρωμανία  (σημ.  ελληνικά  εδάφη)  και  στην  Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο,  επρόκειτο  για  εδάφη  τα  οποία  έπρεπε  να  κατακτηθούν.  Συνάμα  οι  χιλιάδες  Βενετοί  που  ζούσαν  στα εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  αποτελούσαν  συστατικό  τμήμα  της  νέας  Λατινικής  Αυτοκρατορίας,  πράγμα που  τους  ενέπλεκε  σε  φεουδαρχικού  τύπου  εξαρτήσεις  προς  τον  λατίνο  αυτοκράτορα  ενώ  παρέμεναν  πολίτες και υπήκοοι της Βενετίας.

 Η  απροθυμία  της  Βενετίας  να  εμπλακεί  αρχικά  στη  ρευστή  κατάσταση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας αντανακλάται  στο  ενδιαφέρον  που  επέδειξε  μόνο  για  την  κατάκτηση  του  Δυρραχίου  και  της  Κέρκυρας  ως στρατηγικών  σημείων  για  την  προστασία  της  Αδριατικής.  Η  εξασφάλιση  της  κυριαρχίας  στην  Αδριατική καθόριζε  ακόμα  τις  προτεραιότητες  της  βενετικής  ελίτ.  Ενδεικτικά  ο  δόγης  Pietro  Ziani  παραχώρησε  στον ηγέτη  (podestà)  των  βενετών  Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  Marino  Zeno,  που  είχε  διαδεχθεί  τον Dandolo  μετά  τον  θάνατό  του  το  1205  και  είχε  λάβει  τον  τίτλο  του  «ηγεμόνα  των  τριών  όγδοων  της  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (dominator  quarte  partis  et  dimidie  Imperii  Romanie),  τη  δυνατότητα  να  ενεργεί  για  τους  βενετούς  υπηκόους  της  αυτοκρατορίας  αρκεί  να  μην  επιβαρύνει  τη  Βενετία,  ενώ  επέτρεψε  την  ιδιωτική  συμμετοχή Βενετών  στον  διαμελισμό  των  εδαφών  για  δικό  τους  όφελος  και  με  δικά  τους  έξοδα.  Ωστόσο,  η  ρευστότητα  της νέας  κατάστασης  και  οι  ανταγωνισμοί  των  εμπλεκόμενων  μερών  σύντομα  ανάγκασαν  τη  βενετική  κυβέρνηση να  μεταβάλει  τους  στόχους  της  και  να  αναλάβει  ενεργό  ρόλο,  ξεκινώντας  από  τη  διεκδίκηση  της  Κρήτης,  της οποίας η κατάκτηση ολοκληρώθηκε το 1211.

 Η  δημιουργία  κτήσεων  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  δηλ.  στη  Δαλματία  και  στα  εδάφη  της  Ρωμανίας, υπήρξε  μια  μακρά  και  σύνθετη  διαδικασία  που  διακρίνεται  από  διαφορετικές  χρονικότητες.  Η  κατάληξη  της Δ΄  Σταυροφορίας  επέφερε  σημαντικές  αναδιατάξεις  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  οι  οποίες  όμως  δεν  μπορεί να  θεωρηθούν  αποκλειστικά  ότι  διαμόρφωσαν  την  υπερπόντια  επέκταση  της  Βενετίας.  Άλλωστε,  το  1261  οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη τερματίζοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Δύο επισημάνσεις  είναι  απαραίτητες  πριν  σκιαγραφήσουμε  τη  διαμόρφωση  της  βενετικής  αποικιακής  επέκτασης.  Πρώτον, το  μεγαλύτερο  μέρος  των  βενετικών  κατακτήσεων  λαμβάνει  χώρα  στον  ύστερο  14ο  και  τον  15ο  αιώνα  και  σε εδάφη  που  είχαν  ήδη  περάσει  στην  κυριαρχία  των  Σταυροφόρων  και  των  διαδόχων  τους  (όχι  απαραίτητα  με δυναστική  συνέχεια),  οι  οποίοι  συνέχιζαν  να  δραστηριοποιούνται  ή  να  έχουν  εδραιώσει  την  εξουσία  τους  σε πρώην  βυζαντινές  περιοχές  παρότι  η  Λατινική  Αυτοκρατορία  είχε  προπολλού  πάψει  να  υφίσταται.  Δεύτερον, η  επέκταση  των  Βενετών  δεν  αφορούσε  μόνο  εδάφη  που  κάποτε  ανήκαν  στη  βυζαντινή  σφαίρα.  Εκτεινόταν σε  ένα  γεωγραφικό  εύρος  που  ξεκινούσε  από  την  Ιστρία  και  τις  δαλματικές  ακτές,  περιλάμβανε  περιοχές  που ήταν γνωστές ως Ρωμανία και κατέληγε στην Κρήτη και την Κύπρο.

Τις  πρώτες  δεκαετίες  μετά  την  Δ΄  Σταυροφορία  οι  υπερπόντιες  κτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  περιοχές στη  βόρεια  Αδριατική,  την  Κρήτη,  τη  Μεθώνη  και  την  Κορώνη  και  για  σύντομο  διάστημα  την  Κέρκυρα. Παράλληλα,  μέλη  της  βενετικής  ελίτ  ενεπλάκησαν  σε  ιδιωτικά  εγχειρήματα  κατάκτησης  εδαφών,  όπως  για παράδειγμα  η  οικογένεια  των  Sanudo,  οι  Dandolo,  οι  Foscolo  και  οι  Venier  που  επέβαλαν  την  κυριαρχία  τους σε  νησιά  των  Κυκλάδων.  Σε  αυτές  τις  περιπτώσεις  οι  νέοι  άρχοντες,  αν  και  προέρχονταν  από  τη  βενετική  ελίτ, το  Scutari  και  το  Alessio  στη  Δαλματία,  το  Άργος  και  την  Εύβοια  (Negroponte)  μετά  από  σύντομη  πολιορκία της  Χαλκίδας.

  Οι  νέες  προσαρτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  νησιά  στο  Αιγαίο,  όπως  η  Αίγινα  (1451),  η Σκύρος  (1453),  η  Σκόπελος  (1453),  η  Σκιάθος  (1453),  η  Μονεμβασιά  (1462),  η  Ζάκυνθος  (1482),  η  Κεφαλονιά και  η  Ιθάκη  (1500).  Σε  αυτή  τη  φάση  ίσως  η  σημαντικότερη  προσάρτηση  υπήρξε  της  Κύπρου,  που  χάρη  στη στρατηγική  θέση  της  αντιστάθμιζε  την  απώλεια  της  Εύβοιας.  Η  Βενετία  αύξησε  την  πολιτική  επιρροή  της  στη Κύπρο  όταν  ο  τελευταίος  βασιλιάς  του  νησιού  από  τον  οίκο  των  Λουζινιάν  (Lusignan)  Ιάκωβος  Β΄  το  1468 σύναψε  συνθήκη  προστασίας  με  τους  Βενετούς  και  παντρεύτηκε  με  τη  βενετή  πατρικία  Caterina  Cornaro.  Οι Λουζινιάν  κυβερνούσαν  το  νησί  από  τα  τέλη  του  12ου  αιώνα  μετά  την  απόσπασή  του  από  το  Βυζάντιο  κατά  τη Β΄  Σταυροφορία.

  Η  Βενετία  είχε  σημαντική  οικονομική  και  πολιτική  θέση  στην  Κύπρο  χάρη  στην  οικονομική δραστηριότητα  ευγενών  οικογενειών  όπως  οι  Michiel,  οι  Pisani  και  ιδιαίτερα  οι  Cornaro  ή  Corner.  Ο  θάνατος  του Ιακώβου  το  1473  και  πολύ  σύντομα  του  νεογέννητου  διαδόχου  του  κατέστησαν  την  Caterina  Cornaro  βασίλισσα του  νησιού  υπό  τον  έλεγχο  της  Βενετίας.  Με  τη  στρατιωτική  και  οικονομική  εξουσία  σταδιακά  να  περνάει  στα χέρια  των  Βενετών  η  κυριαρχία  τους  ολοκληρώθηκε  και  τυπικά  μέχρι  το  1489,  οπότε  η  Cornaro  αναχώρησε  για τη Βενετία και παραχώρησε την Κύπρο έναντι σημαντικών υλικών και τιμητικών ανταλλαγμάτων.
Πηγή Γεώργιος πλακωτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...